Πριν βρίσεις έναν αστυνομικό, ξανασκέψου το

Πριν βρίσεις έναν αστυνομικό, ξανασκέψου το

Ένα πρωτότυπο διήγημα για την παγκόσμια ημέρα καλοσύνης. Ή αλλιώς, γιατί πρέπει να το ξανασκεφτείς, πριν βρίσεις έναν αστυνομικό

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Καλοσύνης, η 24Media αφήνει λίγο χώρο στο Καλό, σε τέσσερα από τα μεγαλύτερα sites της. Το Sport24, το News247, το Oneman και το Ladylike φιλοξενούν από ένα διήγημα που ενδέχεται να σε κάνει να δεις τα πράγματα διαφορετικά. Με περισσότερη κατανόηση. Με περισσότερη ψυχραιμία. Με περισσότερη καλοσύνη. Έτσι κι αλλιώς, ο άλλος τρόπος του να βλέπει κανείς τα πράγματα – ο καχύποπτος, ο θυμωμένος, ο βιαστικός- έχει αποτύχει προ πολλού.

Εικονογράφηση: Χρήστος Καράμπελας

Ο ΜΠΑΤΣΟΣ

‘ΜΠΑΤΣΟΣ ΚΑΛΟΣ ΜΟΝΟ ΝΕΚΡΟΣ’. Το ΜΠΑΤΣΟΣ ξεκινούσε από τον καρπό και το ΝΕΚΡΟΣ κατέληγε στον αγκώνα. Το ΜΠΑΤΣΟΣ ΚΑΛΟΣ ΜΟΝΟ ΝΕΚΡΟΣ ήταν γραμμένο με μαύρο μαρκαδόρο σ’ όλο το κομμάτι του γύψου, το οποίο κάλυπτε τον δεξί του πήχη. Ούτε Manowar, ούτε ΠΑΟ 13, ούτε καρδούλες. Μόνο ΜΠΑΤΣΟΣ ΚΑΛΟΣ ΜΟΝΟ ΝΕΚΡΟΣ.

Είχε πλησιάσει τον γύψο στο πρόσωπό του λες και φορούσε ρολόι και κοιτούσε την ώρα και τον ξαναδιάβαζε. Δεν ήξερε ποιος είχε γράψει το σύνθημα, αφού το τελευταίο πράγμα που θυμόταν από πριν τον πάρει ο ύπνος ήταν τα σκαμπίλια που του έριχνε η νοσηλεύτρια για να μην λιποθυμήσει, όσο ο ορθοπεδικός έβαζε το σπασμένο κόκαλο στην αρχική του θέση. Τρία σπασμένα πλευρά, ένα σπασμένο χέρι και μια εγκεφαλική διάσειση. ‘’Όλα αυτά για ένα γαμημένο πανό’’, σκέφτηκε. ”Όχι. Όλα αυτά για ένα γαμημένο πανό που αντί να γράφει ΜΠΑΤΣΟΣ ΚΑΛΟΣ ΜΟΝΟΣ ΝΕΚΡΟΣ έγραφε ΜΠΑΤΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΣ* ΚΑΛΟΣ ΜΟΝΟ ΝΕΚΡΟΣ. Α ρε μαλάκα Τάκη’’.

***

Από τότε που η Μαρία, η κατά ένα χρόνο μεγαλύτερη αδερφή του, είχε βρει γκόμενο, στο σπίτι γυρνούσε μόνο για ύπνο. Οι γονείς τους έμεναν μέχρι αργά το βράδυ στο ψιλικατζίδικο που διατηρούσαν στην πλατεία Αμερικής, οπότε η Μαρία και ο Βαγγέλης -ο γκόμενος και νεοφερμένος μπάτσος στην ΓΑΔΑ- έρχονταν κάθε μεσημέρι στο σπίτι μετά το σχολείο και έβγαιναν από το δωμάτιο της μόνο για τουαλέτα. Τα δωμάτια τους είναι μεσοτοιχία. Ένα μεσημέρι, ενώ είχε αρχίσει να γλαρώνει από την κούραση και το φαγητό, άκουσε το γκουπ-γκουπ-γκουπ του κρεβατιού της αδερφής του που έβρισκε στον τοίχο. Έκλεισε τα αυτιά του μ’ ένα μαξιλάρι και προσπάθησε να κοιμηθεί. Τη δεύτερη φορά που επαναλήφθηκε η ίδια ιστορία, έβαλε το Kings of Metal των Manowar στο τέρμα. Την τρίτη, αν και βρέθηκε ένα βήμα από το να κλωτσήσει την πόρτα του δωματίου και να τους αρχίσει στις χριστοπαναγίες, κοπάνισε τη γροθιά του με δύναμη στον τοίχο. Δεν άντεχε ν’ ακούει να γαμάνε την αδερφή του μέσα στο ίδιο του το σπίτι. Πόσο μάλλον να την γαμάει μπάτσος. Είχε έρθει η ώρα να βρει ένα άλλο μέρος να πηγαίνει μετά το σχολείο.

Την πρώτη φορά που έφτασε στον σύνδεσμο, δίστασε να μπει. Στεκόταν για ένα τέταρτο στην άσφαλτο, πίσω από μία σειρά που είχαν φτιάξει πάνω από είκοσι μηχανάκια και περιεργαζόταν την πόρτα. Ήταν ψηλότερη από δύο μέτρα, μαύρη και πάνω της βρίσκονταν χαραγμένοι δεκάδες ίσοι ρόμβοι. Στο κέντρο του καθενός από αυτούς υπήρχε σφηνωμένη η ασημένια αιχμή ενός βέλους. Λες και κάποιος από το εσωτερικό του συνδέσμου είχε πάρει ένα τόξο και είχε σημαδέψει με την ίδια ακρίβεια και δύναμη ένα ένα τον κάθε ρόμβο. Σε ίση απόσταση από την πόρτα υπήρχαν δύο παράθυρα καθένα από τα οποία προστατεύονταν από πέντε κυλινδρικά κάγκελα με διάμετρο μπουκαλιού μισόλιτρης μπίρας. ”Κι εσύ καινούργιος;’’ άκουσε μια φωνή από πίσω του να τον ρωτάει. Γύρισε και πριν προλάβει να γνέψει θετικά, ο Τάκης τον χτύπησε ελαφρά στον αριστερό ώμο και άνοιξε την πόρτα του συνδέσμου. Μια πόρτα που μέχρι τον τελικό του Κυπέλλου θα περνούσαν περισσότερες φορές από αυτή των λυκείων τους.

Από την πρώτη μέρα της γνωριμίας τους έγινε κολλητός με τον Τάκη. Όχι τόσο γιατί ταίριαζαν, όσο γιατί δεν ήξερε κανέναν άλλο με τον οποίο θα μπορούσε να τριγυρνάει εκτός σπιτιού μέχρι να νυχτώσει. Ο Τάκης τον περίμενε με το παπί κάθε μέρα στις 14:30 στην αλάνα πίσω από το γήπεδο της Λεωφόρου, η οποία βρισκόταν ανάμεσα στα σχολεία τους. Εκείνος πήγαινε δευτέρα λυκείου στο Γενικό, ενώ ο Τάκης στην τρίτη του ΕΠΑΛ, την οποία πάλευε να τελειώσει εδώ και τρία χρόνια, αλλά στη μέση κάθε σεζόν κοβόταν από απουσίες. Δεν ήξερε γιατί ο Τάκης δεν γυρνούσε ποτέ στο σπίτι του, αλλά δεν τον ρωτούσε. Τον βόλευε.

Την πρώτη καθημερινή στάση την έκαναν στον Λόφο του Στρέφη. Άραζαν στο γήπεδο μπάσκετ και έπιναν μπίρες. Στη συνέχεια, κατέβαιναν στην πλατεία Εξαρχείων και από εκεί στη Φυλής για μπουρδελότσαρκα. Σπάνια είχαν λεφτά για να ικανοποιήσουν τις ορέξεις τους. Παρ’ όλα αυτά η Σάσα, η τσατσά του τελευταίου μπουρδέλου πριν την Αγίου Μελετίου, τους άφηνε που και που να παίρνουν μάτι το κορίτσι της ημέρας, από μία τρύπα που υπήρχε απέναντι από το κρεβάτι. Έκανε κέφι τον Τάκη, γιατί όπως του έλεγε με γρέζι στη φωνή, το οποίο έμοιαζε να είχε από τη γέννησή της, ”μου θυμίζεις τον γκόμενο που με ξεπαρθένιασε’’. Ο Τάκης αφού ερεθιζόταν από το μπανιστήρι, άφηνε την Σάσα να τον ανακουφίζει με το μαραμένο της στόμα, ενώ εκείνος φαντασιωνόταν το εκάστοτε κορίτσι που είχε πάρει μάτι. Στις 18:00 άνοιγε ο σύνδεσμος.

‘’Μετά το υπνοδωμάτιο μ’ αρέσει το μπαλκόνι. Μπάτσοι-Γουρούνια-Δολοφόνοι’’.

‘’Εμένανε οι μπάτσοι, εσένα η τροχαία, κάγκουρα αδερφέ μου, ας τα κάψουμε παρέα’’.

‘’Σε ποθώ όπως η μολότωφ τον μπάτσο’’.

’’Αυτό δεν κάνει ρίμα ρε μαλάκα’’.

’’Το ξέρω, αλλά είναι γαμάτο’’. Τον ίδιο σχεδόν διάλογο με άλλα συνθήματα εναντίον των μπάτσων επαναλάμβαναν κάθε μέρα, πάνω στο παπί, στη διαδρομή από την Αγίου Μελετίου μέχρι τους Αμπελοκήπους. Το σύνθημα χωρίς ρίμα ανήκε πάντα στον Τάκη.

Σιχαινόταν τους μπάτσους και τους παπάδες. Τους παπάδες εξαιτίας του παπα-Λάμπρου. Ενός ιερέα με μονίμως λιγδιασμένα μαλλιά και ψίχουλα από πρόσφορο στα γένια. Ο παπα-Λάμπρος είχε στη δικαιοδοσία του την περιοχή γύρω από τον τάφο του παππού του, στο νεκροταφείο Ζωγράφου. Αυτό σήμαινε πως όποια Κυριακή η μητέρα του ήθελε να κάνει τρισάγιο στον παππού, έπρεπε να το ζητήσει από τον παπα-Λάμπρο. Κι εκείνος, αν δεν του έδιναν μπροστά είκοσι ευρώ δεν έλεγε ούτε κυρ ελέησον. Μια φορά που η μητέρα του τού έδωσε μόνο δέκα, την έστειλε στο διάολο.

Τους μπάτσους τους σιχαινόταν εξαιτίας του πατέρα του. Τον είχαν σακατέψει στο Πολυτεχνείο, το ‘73. Από τότε κούτσαινε ελαφρά στο αριστερό πόδι, ενώ κάθε χειμώνα ένας σφάχτης του τρυπούσε τη μέση. Τα πρώτα κρύα κάθε χρόνου ήταν και η μοναδική περίοδος που άκουγε τον πατέρα του να βρίζει γενικώς. Τους μπάτσους ειδικώς. Ευτυχώς για την Μαρία, την αδερφή του, ο πατέρας τους αγνοούσε ακόμα την ύπαρξη του Βαγγέλη.

Στο σύνδεσμο είχε κερδίσει από νωρίς την εμπιστοσύνη των παλιών. Τον άφηναν να εγγράφει νέα μέλη, ενώ του είχαν δώσει και το κλειδί για να τον ανοίγει κάθε Δευτέρα, όταν ο Ράμπο -το πρωτοπαλίκαρο του συνδέσμου- δούλευε διπλή βάρδια σε μια εταιρεία μεταφορών. Δεν ίσχυε το ίδιο και με τον Τάκη, ο οποίος έκανε με το παπί όλα τα θελήματα. Από το ν’ αγοράζει σουβλάκια μέχρι να πηγαίνει σε μια στρούγκα στον Άγιο Παντελεήμονα για ‘ψώνια’, όπως έλεγαν οι παλιοί το χόρτο. Η αγαπημένη, όμως, στιγμή και των δύο μέσα στην εβδομάδα ήταν κάθε Κυριακή απόγευμα, τρεις ώρες πριν το ματς. Τότε ο Ράμπο τούς ανέθετε την ευθύνη να κρεμάσουν ένα από τα πανό του συνδέσμου μέσα στο γήπεδο της Λεωφόρου. Καθώς το έδεναν πάνω στα πράσινα κάγκελα, ένιωθαν ίσοι με τους παλιούς, ενώ το έπαιζαν καμπόσοι και στους συμμαθητές τους, τους οποίους συναντούσαν στο γήπεδο. Μόνο ένα πράγμα μπορούσε να τους κάνει ακόμα πιο χαρούμενους. Να έφτιαχναν και να κρεμούσαν στο γήπεδο ένα δικό τους πανό.

***

’’Μπάτσος καλός μόνο νεκρός’’.

’’Όχι, ρε μαλάκα. Τούρκος καλός μόνο νεκρός’’.

’’Τι μπάτσος, τι Τούρκος. Μπάτσος και Τούρκος καλός μόνο νεκρός’’.

’’Και τι θα γράφει ρε πάνω το πανό; Μπάτσος και Τούρκος καλός μόνο νεκρός; Με τα χανούμια παίζουμε. Δεν παίζουμε με τους μπάτσους’’.

’’Ναι ρε μαλάκα, αλλά την Κυριακή που δεν θα παίζουμε με τα χανούμια, ο Βαγγέλης κι οι άλλοι μπάτσοι πάλι στο γήπεδο θα είναι και θα το βλέπουν. Οπότε, μπάτσος καλός μόνο νεκρός’’.

’’Καλά, γάματο. Θα το φτιάξω εγώ’’. Ο Τάκης του άρπαξε την μπογιά από τα χέρια και έγραψε ‘ΜΠΑΤΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΣ ΚΑΛΟΣ ΜΟΝΟ ΝΕΚΡΟΣ’.

Ο Ράμπο τους είχε δώσει το ΟΚ να φτιάξουν το δικό τους πανό για τον τελικό του Κυπέλλου. Τους είχε βάλει, όμως, δύο περιορισμούς ”μαλακισμένα, γράψτε πάνω ό,τι θέλετε, αλλά δεν θέλω να βρίσετε μάνες, ούτε να βάλετε το σήμα του συνδέσμου’’. Εδώ και τρεις μήνες είχε χάσει τη μητέρα του από έμφραγμα. Έβριζε καθημερινά Χριστούς, Παναγίες, μπάτσους, γαύρους και χανούμια. Ποτέ, όμως, πια μάνες. Το σήμα τους το είχε απαγορεύσει γιατί ”δεν θέλω να το κάνετε σαν τα κωλόμουτρα σας και να γίνουμε ρεζίλι’’. Ο τελικός με τα χανούμια ξεκινούσε στο ΟΑΚΑ στις 21:00. Το ραντεβού με τον Τάκη ήταν πέντε ώρες νωρίτερα στο Μοναστηράκι. Την προηγουμένη είχε σκάσει το μπροστινό λάστιχο από το παπί. Θα πήγαιναν με τον ηλεκτρικό.

Τα κασκόλ και τις φανέλες τα είχαν στην Polo του Τάκη, ενώ σύνδεσμος και ομάδα δεν αναφερόταν στο, έτσι κι αλλιώς, τυλιγμένο σε ρολό πανό. Για αυτό όταν ο Τάκης του πρότεινε να σταματήσουν για μπίρες στον Περισσό, δεν έφερε καμία αντίρρηση. Κάθισαν στο πρώτο παγκάκι μπροστά από τον σταθμό. Έφερε μια εξάδα μπίρες από το περίπτερο κι άρχισαν να πίνουν.

Στην Αβέρωφ, τριάντα μέτρα από το παγκάκι τους, πάρκαρε ένα μπατσικό. Είχαν μείνει τρεις ώρες για τον τελικό κι η αδρεναλίνη είχε γίνει ένα με την μπίρα στο αίμα τους. Έδειξε το μπατσικό στον Τάκη, σηκώθηκε και φώναξε: ”Μπά-τσοι, γου-ρού-νια, δο-λο-φό-νοι’’. ”Μπά-τσοι, γου-ρού-νια, δο-λο-φό-νοι’’, απάντησε λίγο πιο δυνατά ο Τάκης, λες και βρισκόταν στο γήπεδο και είχε πάρει πάσα από την απέναντι κερκίδα. Την τρίτη φορά που είχε έρθει η σειρά του Τάκη να επαναλάβει το σύνθημα, ξετύλιξε το πανό και το άπλωσε στη ράχη του παγκακιού για να το βλέπουν οι μπάτσοι. ‘ΜΠΑΤΣΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΟΣ ΚΑΛΟΣ ΜΟΝΟ ΝΕΚΡΟΣ’, έγραφε πλέον το παγκάκι. ’’Μπά-τσοι, γου-ρού-νια, δο-λο-φό-νοι’’ φώναζαν εναλλάξ και οι φλέβες πετάγονταν από τους λαιμούς τους.

***

”Και μετά; Σε χτύπησε η αστυνομία”; τον ρώτησε η νοσηλεύτρια, κάνοντας την ανήξερη. Είχε έρθει πριν ένα τέταρτο για να του αλλάξει τον ορό και βρέθηκε να κάθεται στο κρεβάτι και ν’ ακούει την ιστορία του με τον ορό ακόμη στα χέρια.

”Όχι, όχι”, απάντησε απρόθυμα, διαβάζοντας ξανά το σύνθημα πάνω στον γύψο.

”Τότε ποιος σε χτύπησε”;

”Έκανε μαλακία ο Τάκης. Άφησε το πανό απλωμένο και πήγε για κατούρημα στο παρκάκι μπροστά από τον σταθμό. Όπως γύριζε, ανέβαινε την Αβέρωφ ένα κομβόι από μηχανάκια με κιτρινόμαυρες φανέλες και κασκόλ. Ο Τάκης τους είδε και εξαφανίστηκε. Εκείνοι είδαν το ‘ΤΟΥΡΚΟΣ’ στο πανό. Εγώ το τελευταίο πράγμα που πρόλαβα να δω ήταν μια σφιγμένη γροθιά να πλησιάζει το δεξί μου μάτι’‘.

Η νοσηλεύτρια ακούμπησε στο στατό τον καινούργιο ορό. ”Σιδερένιος. Μεθαύριο θα είσαι έξω.”, του είπε και του χάιδεψε τα μαλλιά. ”Να σε ρωτήσω κάτι;’’, της φώναξε, ενώ εκείνη είχε φτάσει στην πόρτα του θαλάμου. ”Ξέρεις ποιος το έγραψε αυτό;’’, συνέχισε προτάσσοντας τον δεξί του πήχη. Τον πλησίασε, έβαλε το δεξί της χέρι στην τσέπη της λευκής στολής της και έβγαλε ένα διπλωμένο χαρτάκι. ”Ο κύριος που σε έφερε το έγραψε και μου είπε να σου δώσω αυτό”.

Περίμενε να φύγει η νοσηλεύτρια από το δωμάτιο. Μόλις ο ήχος από τα τσόκαρα της άρχισε να χάνεται στο διάδρομο, ξεδίπλωσε το χαρτάκι με το αριστερό του χέρι και το διάβασε: ”Περαστικά από έναν Μπά-τσο, Γου-ρού-νι, Δο-λο-φό-νο’’.

*’Τούρκους’ αποκαλούν οι φίλοι των υπόλοιπων ομάδων τους φιλάθλους της ΑΕΚ, λόγω της προσφυγικής καταγωγής της.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα
Exit mobile version