Ο Νόβακ Τζόκοβιτς έκανε προπόνηση ανάμεσα σε βόμβες

Ο Νόβακ Τζόκοβιτς έκανε προπόνηση ανάμεσα σε βόμβες
O Νόβακ Τζόκοβιτς είναι σήμερα 34 χρόνων. Από τα 4 αφοσιώθηκε στο τένις. Από το 2011 είναι μεταξύ των κορυφαίων. Όλα αυτά έχουν πολύ συγκεκριμένους λόγους. @2021 AP Photo/Mike Groll

Ο Νόβακ Τζόκοβιτς δεν ξέρει πώς να λειτουργεί, όταν τα πράγματα είναι εύκολα. Έτσι έμαθε από παιδί, όταν άρχισε το τένις. Πάντα θα ξεπερνάει τον εαυτό του για τους ανθρώπους που θυσιάστηκαν για εκείνον και στήριξαν το όνειρο του, εν καιρώ βομβαρδισμών του Βελιγραδίου.

O Νόβακ Τζόκοβιτς έφτασε για πρώτη φορά στο Νο1 της παγκόσμιας κατάταξης στο τένις, στις 4/7 του 2011. Εκεί θα τον βρείτε και σήμερα. Έχει το ρεκόρ των περισσότερων εβδομάδων ως κορυφαίος (325) στην ιστορία του σπορ, μεταξύ πολλών άλλων. Ο Τζόκοβιτς δεν έπαιζε ποτέ μόνο για τον εαυτό του. Για την ακρίβεια, είχε το τένις πάνω από όλους και όλα, ώστε να δικαιώσει όσους θυσιάστηκαν για εκείνον. Κάποιοι και με την κυριολεκτική έννοια του όρου.

Δυο δημοσιογράφοι που πληρώνονται για να ακολουθούν τον Novak Djokovic και να μεταδίδουν όσα κάνει στα σερβικά media, οι Vojin Velickovic και Vladimir Todorovic εξήγησανν ποιος είναι ως άνθρωπος ο τύπος που την Κυριακή 13/6 έκανε 19 τους τίτλους σε Grand Slam (με τη νίκη του επί του Στέφανου Τσιτσιπά στον τελικό του Roland Garros) και έχει περάσει την τελευταία δεκαετία ως εκ των κορυφαίων τενιστών. Με συνέπεια. Ανεξάρτητα του τι άλλο μπορεί να συμβαίνει στο σώμα ή τη ψυχή του.

Το τένις, τένις και το μαλλί, μαλλί

Συνήθως, οι αθλητές επιζητούν την ηρεμία πριν βγουν στη ‘σκηνή’. Στο ‘δωμάτιο αναμονής’ του Djokovic εκείνος και οι συνεργάτες του παίζουν από ποδόσφαιρο έως πυγμαχία, όταν δεν παίζουν μουσική ή δεν κάνουν karaoke. Προφανώς και όχι γιατί δεν παίρνει σοβαρά τη δουλειά του, αλλά επειδή “παίρνει σοβαρά και την απόλαυση στη ζωή του. Όταν είναι στο γήπεδο, δίνει το καλύτερο που έχει για να είναι ο καλύτερος. Εκτός γηπέδων, περνά το χρόνο του με το γιο του και τη σύζυγο του”, ενημέρωσε ο Velickovic, με τον Todorovic να προσθέτει ότι “ως άνθρωπος, είναι λογικό να κουράζεται. Δεν θα τον ακούσετε όμως, ποτέ να παραπονιέται. Τον έχω δει να είναι πολύ απογοητευμένος, έπειτα από σκληρές ήττες, αλλά αυτό δεν επηρέασε την επικοινωνία του με τα ΜΜΕ ή με όσους ήταν δίπλα του. Είναι πραγματικός επαγγελματίας και νιώθει πως οφείλει στον κόσμο να έχει τρόπους, να τους προσφέρει πάντα ένα χαμόγελο. Είναι ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος, από κάθε άποψη.

Ως τενίστας, έχει αφοσιωθεί πλήρως στο άθλημα του, δουλεύει σκληρά και θέλει πάντα να είναι τέλειος. Εκτός γηπέδων, είναι ενδιαφέρων τύπος, αστείος και πάντα έτοιμος να μιλήσει με όλους, πάντα πρόθυμος να αφιερώσει στον κόσμο που τον πλησιάζει χρόνο. Μπορείς να συζητήσεις μαζί του για μουσική, για ταινίες, για άλλα σπορ -λατρεύει το ποδόσφαιρο. Συμπεριφέρεται ως κανονικός άνθρωπος, είναι ταπεινός και δεν ξεχνά από πού προέρχεται. Αυτό είναι που τον κάνει τόσο ιδιαίτερο”.

Το 2011, η Ana Ivanovic, No1 της παγκόσμιας κατάταξης το 2008 -όπου έμεινε για 12 εβδομάδες και σύζυγος του Γερμανού ποδοσφαιριστή Bastian Schweinsteiger- είχε αφηγηθεί ένα περιστατικό, που στο μυαλό της εξηγούσε ακριβώς ποιος είναι ο Novak Djokovic. “Δεν είναι πολύ φυσιολογικός τύπος. Πριν τα παιχνίδια μας, είχα τέτοια νευρικότητα που μπορούσες να την κόψεις με το μαχαίρι. Πηγαινοερχόμουν σαν τη σβούρα, ώσπου έπεσα πάνω στον Novak. Καθόταν στην καρέκλα της κομμώτριας και μιλούσε μαζί της, για το πώς ήθελε να κάνει τα μαλλιά του. Ήταν απόλυτα ήρεμος -λες και δεν είχε αγώνα- και γελούσε όλη την ώρα. Δεν μπορούσα να πιστέψω στα μάτια μου! Έμεναν 10-15 λεπτά, πριν βγούμε στο γήπεδο και εκείνος συμπεριφερόταν σαν να μην έτρεχε τίποτα. Τον ρώτησα πώς μπορεί να είναι τόσο χαλαρός. Με κοίταξε, μου χαμογέλασε και μου είπε ‘δεν μπορώ να παρουσιαστώ με μια φωλιά πουλιών στο κεφάλι μου. Πρέπει να κόψω τα μαλλιά μου. Τη δεδομένη χρονική στιγμή, αυτό είναι το κύριο πρόβλημα μου‘”!

Οι συναθλητές του τον έχουν καταγεγραμμένο στο ‘τερματικό’ τους ως ‘djoker’. Από το Djokovic και το Joker, αφού κάνει συνέχεια φάρσες και πλάκες. Στο βωμό μιας επιτυχημένης πλάκας, ‘θυσιάζει’ το image του. Είναι κάτι που δεν τον ενδιαφέρει. “Το αστείο είναι πως στην αρχή της καριέρας του, πολλοί τον αποκαλούσαν ‘Joker’ και συνήθιζαν να λένε πως είναι ένας πολύ διασκεδαστικός τενίστας, ο οποίος ωστόσο δεν είναι όσο καλός είναι ο Federer ή ο Nadal. Τώρα, όλος ο κόσμος τον ξέρει ως τον καλύτερο τενίστα που, την ίδια ώρα, είναι και πολύ διασκεδαστικός”, καταλήγει ο Todorovic.

Πώς μπορεί να τα συνδυάζει αυτά; Ο εκ των συνεργατών του, Boris Becker έχει πει ότι “είναι σκληρό καρύδι. Όταν τα πράγματα γίνονται δύσκολα, εκείνος γίνεται καλύτερος. Όταν αρχίζει να ματώνει, πηγαίνει προς τα εμπρός. Ξέρει πώς να αλλάξει τα πράγματα προς όφελος του. Το καταλαβαίνει. Το μυρίζει. Ξέρει πότε είναι η στιγμή του, πότε πρέπει να τα δώσει όλα”, στην προσπάθεια που έκανε να εξηγήσει γιατί τον αποκαλεί “street fighter”. Ο ίδιος ο Djokovic έχει ξεκαθαρίσει πως ό,τι είναι το χρωστάει στα όσα πέρασε ως παιδί και τους ανθρώπους που θυσίασαν τη ζωή τους, ώστε να μπορεί να διεκδικήσει -και να κατακτήσει- τα όνειρα του.

“Τα όσα πέρασε η Σερβία έγιναν η έμπνευση για να σηκώσω τα μεγαλύτερα τρόπαια”

Για τον γεννημένο στις 22 Μαΐου του 1987 στο Βελιγράδι, Djokovic το μέρος στο οποίο γεννήθηκε τον προσδιόρισε από όταν ήταν παιδί. “Η Σερβία υπέφερε πολλά εξαιτίας του πολέμου. Οι περισσότεροι άνθρωποι αμφέβαλαν για το τι τους περιμένει την επόμενη ημέρα. Δεν ήταν σίγουροι αν θα καταφέρουν να στηρίξουν τα παιδιά τους, να τα ταΐσουν. Σε αυτήν την κατάσταση ήταν και οι γονείς μου. Ο πόλεμος είναι κάτι που ουδείς θέλει. Είναι καταστροφή. Σου παίρνει αγαπημένους ανθρώπους, καταστρέφει οικογένειες, τη χώρα. Δεν γίνεται να μη νιώσεις τις συνέπειες”. Μια θετική -συνέπεια- ήταν πως “αυτή η κατάσταση μας έφερε όλους πιο κοντά, προκειμένου να βρούμε τη δύναμη και να ανταπεξέλθουμε. Ενόσω είναι σε εξέλιξη ένας πόλεμος, δεν υπάρχει κάποιος που να μη χάνει κάτι. Το χειρότερο είναι η ερήμωση και για αυτό θεωρώ πως το τένις ήταν η ευλογία μου. Με βοήθησε από πνευματικής απόψεως. Μου έδωσε ένα λόγο για να είμαι αισιόδοξος“.

Πώς όμως, συστήθηκε με το τένις. “Συνήθιζα να τρέχω έξω από το εστιατόριο μας, στο Kopaonik (ο πατέρας του, Srdjan και η μητέρα του, Dijana ήταν καθηγητές του σκι και ιδιοκτήτες πιτσαρίας στο βουνό που βρίσκεται κοντά στο Μαυροβούνιο) και έβλεπα πως πολύ κοντά μας κάτι έφτιαχαν. Ρώτησα τους εργάτες τι κάνουν και μου είπαν πως φτιάχνουν γήπεδα τένις. Ένιωσα πως ήταν ένα σημάδι από τη μοίρα. Τα όσα έχει περάσει η Σερβία έγιναν η έμπνευση μου για να σηκώσω τα μεγαλύτερα τρόπαια“. Θυμάται πως είδε τον πρώτο αγώνα τένις στην τηλεόραση, όταν ήταν 4 χρόνων. Έκτοτε δεν έχανε μετάδοση.

Ένα από τα παιχνίδια που είχα λατρέψει, ήταν του Pete Sampras για τον πρώτο του τίτλο στο Wimbledon (1993). Τότε ήταν που αποφάσισα να κάνω σκληρές προπονήσεις, τότε άρχισα να ονειρεύομαι τον εαυτό μου στο κεντρικό γήπεδο του Wimbledon, κρατώντας αυτό το τρόπαιο. Έφτιαξα ένα κύπελλο που έμοιαζε σε αυτό του πήρε ο Sampras και κάθε μέρα, όταν τελείωνα το διάβασμα πήγαινα και το σήκωνα στα χέρια μου. Κοιτούσα στον καθρέφτη και έλεγα ‘είμαι ο πρωταθλητής του Wimbledon’. Κάθε ημέρα προετοιμαζόμουν για εκείνη τη στιγμή. Όπως μεγάλωνα και εξελισσόμουν σε επαγγελματίας παίκτης, είχα μεγαλύτερη υποστήριξη από τη χώρα μου, από το σύλλογο μου. Αφότου κέρδισα το πρώτο Grand Slam (το Australian Open, το 2008), άλλαξε όλος μου ο κόσμος. Είχα αποδείξει στον εαυτό μου πως ο στόχος μου είναι ρεαλιστικός. Απέδειξα στον εαυτό μου ότι διαθέτω την ποιότητα που χρειάζομαι για να τα καταφέρω. Όσα λοιπόν, έζησα στη ζωή μου με οδήγησαν στην κατάκτηση του Wimbledon. Όταν λοιπόν, ήλθε η μέρα να εμφανιστώ στο κεντρικό γήπεδο, αισθάνθηκα πως είμαι πάλι 6 χρόνων. Αλλά αυτή τη φορά, κρατούσα το αληθινό τρόπαιο“.

Τα γήπεδα στο Kopaonik ολοκληρώθηκαν, άρχισαν οι προπονήσεις, με τον 5χρονο τότε Djokovic να επισκέπτεται το χώρο σε ένα καμπ, στο οποίο παρέδιδε μαθήματα η Jelena Gencic (μια από τις καλύτερες προπονήτριες τένις της πρώην Γιουγκοσλαβίας, σύμβουλος των Monica Seles και Goran Ivanisevic, μεταξύ πολλών άλλων). Ήταν πέντε χρόνων. “Είχα πάει μέχρι το φράκτη, είχα κρεμαστεί από αυτόν και έβλεπα τι γινόταν“. Η Gencic είδε το μικρό -κρεμασμένο- παιδί, το πλησίασε και το ρώτησε ‘ξέρεις τι κάνουμε εδώ;’. Της απάντησε “παίζετε τένις” και η προπονήτρια τον κάλεσε να δοκιμάσει το σπορ το απόγευμα.

Εμφανίστηκε με μια τσάντα στην πλάτη. “Είχα βάλει 2-3 μπλούζες, με μπουκάλια νερού, μια μπάρα δημητριακών και μια μικρή πετσέτα. Με ρώτησε αν είχε ετοιμάσει η μητέρα μου την τσάντα. Της απάντησα πως όχι: την είχα φτιάξει εγώ, αφού εγώ ήθελα να παίξω τένις -και όχι η μητέρα μου“. Όπως παρακολουθούσε αγώνες στην τηλεόραση, παρατηρούσε τι είχαν μαζί τους οι παίκτες.

Τρεις ημέρες μετά, η Gencic ζήτησε να δει τους γονείς του. Τους είπε πως έχουν ένα χρυσό παιδί, που διαθέτει και ταλέντο. Τους διαβεβαίωσε πως θα γίνει πρωταθλητής και εξασφάλισε τη δέσμευση τους. Η Gencic συνήθιζε να χωρίζει τα παιδιά σε τρία γκρουπ δυναμικότητας. Ο Novak μπήκε στο πρώτο, μόλις συμπλήρωσε ένα μήνα προπονήσεων. Κάθε σαββατοκύριακο, το πρόγραμμα είχε τουρνουά. Στην πρώτη του εμφάνιση, πήρε το τρόπαιο, κερδίζοντας ένα 14χρονο κορίτσι (6-0, 6-1). Ήταν έξι χρόνων.

Στα 7 έδωσε την πρώτη του συνέντευξη σε εθνικό δίκτυο. Όταν τον ρώτησαν για το ημερήσιο πρόγραμμα του, είχε πει “πηγαίνω στο σχολείο το πρωί, μετά παίζω τένις, μετά διαβάζω και μετά παίζω με τους φίλους μου”. Στην ερώτηση “το τένις είναι δουλειά ή μόνο παιχνίδι για εσένα;” είχε πει πως “είναι δουλειά“. Όταν τον ρώτησαν ποιος είναι ο στόχος του, η απάντηση ήταν πολύ συγκεκριμένη: “Να γίνω πρωταθλητής“.

“Η Gencic ήταν εκείνη που μου ‘γέννησε’ το όνειρο να γίνω τενίστας, που με βοήθησε να αποκτήσω ανταγωνιστικό πνεύμα και την επιθυμία να κερδίσω το Wimbledon. Μια μέρα που είχα πάει σπίτι της, είδα τα τρόπαια της. Τη ρώτησα αν πίστευε πως θα καταφέρω να αποκτήσω ανάλογη τροπαιοθήκη. Μου είπε ‘πιστεύω ότι θα χρειαστείς μεγαλύτερο σπίτι, για να τα χωρέσεις όλα’”.

Ο λόγος που δεν μπορεί να ακούει φασαρία μέχρι σήμερα

Στις 78 ημέρες του βομβαρδισμού, η Partizan είχε αφήσει ανοιχτά -σε πρόσβαση- τα γήπεδα του συλλόγου, σε μια προσπάθεια να βοηθήσει τους νέους να ξεφεύγουν από τη δίνη του πολέμου. Η Gencic έπαιρνε τους μαθητές της και τους πήγαινε για προπονήσεις, κάθε μέρα. Τη ρωτούσαν πώς μπορεί να συνεχίζει, παραμερίζοντας τους βομβαρδισμούς. Απαντούσε “μα αυτό είναι το όλο νόημα. Όταν είστε στο γήπεδο, δεν σκέφτεστε τις βόμβες”.

“Γιορτάζαμε τα γενέθλια μου, όταν είδα αεροπλάνα να πετούν πάνω από το κεφάλι μας και να βομβαρδίζουν το Βελιγράδι. Δεν θέλω να θυμάμαι αυτήν την εικόνα. Έκτοτε ακούγαμε τους συναγερμούς κάθε μέρα, από τουλάχιστον τρεις φορές. Υπήρχε πάντα ένας τεράστιος θόρυβος στην πόλη. Μπορείτε να καταλάβετε γιατί ακόμα και τώρα νιώθω περίεργα, όταν ακούω φασαρία. Από την άλλη βέβαια, είχαμε τα γήπεδα δικά μας, όλη μέρα”.

Aυτό που έκανε η Gencic για να προφυλάξει τα παιδιά της ήταν να διαλέγει σημεία για τις προπονήσεις, τα οποία είχαν βομβαρδιστεί την προηγουμένη -γιατί πίστευε πως ο κεραυνός δεν πέφτει στο ίδιο σημείο, δυο φορές. Ενόσω τα βοηθούσε να ξεδώσουν -να ξεχνιούνται έστω για λίγες ώρες- η αδελφή της νοσηλευόταν με σοβαρά τραύματα. Πέθανε 16 μήνες αργότερα.

Όταν ο Novak έγινε 12 χρόνων, η μέντορας του, του είπε πως πια δεν μπορούσε να τον βοηθήσει άλλο. Χρειαζόταν κάποιον άλλον να τον πάει πιο ψηλά. Τον έστειλε στο Μόναχο, σε ακαδημία που άνηκε σε φίλο της, τον Niki Pilic, μέλος των ‘Handsome eight’ -των οκτώ παικτών που παρουσιάστηκαν στο πρώτο World Championship Tennis tournament, το Γενάρη του 1968 στο στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας. Tη δεκαετία του ’80, ο Pilic έγινε και κόουτς του Boris Becker.

Η Gencic είχε πει στην Daily Record πως “o Νole είχε γίνει τόσο δυνατός, τόσο γρήγορος, τόσο καλός που έπρεπε να του βρίσκω διαρκώς μεγαλύτερα παιδιά, για να προπονείται. Συνήθως, μετά το πρώτο σετ, οι άλλοι παραιτούνταν λέγοντας πως είναι πολύ καλός για εκείνους“. Την πρώτη φορά που πήγε στη Γερμανία, τον συνόδευσε ο θείος του, Goran. Είχε μπει ο χειμώνας, λεφτά πολλά δεν είχαν (ο Novak δεν είχε καν μπουφάν να φορέσει -δεν είχε τα χρήματα να το αγοράσει) και όταν ο Goran θα έφευγε, έπειτα από πέντε ημέρες, ο μικρός θα έπεφτε σε κατάθλιψη. Έκλαιγε κάθε μέρα, έως ότου ο δάσκαλος του καταλάβει πως δεν ήταν παρά ένα μικρό παιδί που ζούσε μακριά από την οικογένεια του, σε μια ξένη χώρα.

Το τένις του ήταν πάνω από τον εαυτό του

Η μητέρα του είχε πει πως “ο Novak ήταν στη διαδικασία εξέλιξης, χρειαζόταν συνοδεία όπου πήγαινε και εμείς δεν ήμασταν πλούσιοι. Η κοινωνία συνηθίζει να θυμάται αυτά τα παιδιά, αφότου έχουν κατακτήσει μετάλλια. Εμείς είχαμε αποφασίσει να παλέψουμε για το όνειρο που είχε (ναι, να κατακτήσει το Wimbledon). Ήταν πολύ δύσκολες οι στιγμές. Η χώρα μας περνούσε μια πολύ δύσκολη περίοδο και εμείς προσπαθούσαμε να κάνουμε ό,τι περνά από το χέρι μας για το γιο μας (τον έναν εκ των τριών της οικογενείας -με τους άλλους δυο να μη λατρεύουν αρχικά τις κακουχίες που περνούσαν, για να έχει τα πάντα ο Novak). Έφυγε από κοντά μας, στα 12. Αυτό είχε και ένα θετικό: έμαθε να είναι ανεξάρτητος, από μικρός, οπότε αργότερα δεν τον ένοιαζε ιδιαίτερα όταν έλειπε για μήνες από το σπίτι”. Ο Pilic διαπίστωσε πολύ γρήγορα πως αυτό το παιδί είχε τεράστια θέληση. “Είχε ό,τι χρειαζόταν για να φτάσει σε μέρη που ουδείς κόουτς μπορεί να φτάσει. Στην καρδιά και το μυαλό“. 

Ο πρώην ατζέντης του, Dirk Hordorff θυμήθηκε ένα περιστατικό σε προετοιμασία, στις Άλπεις αφότου είχε ολοκληρωθεί το πρόγραμμα. “Όλα τα άλλα παιδιά ετοιμάζονταν για να πάνε σε ένα πάρτι. Τον ρώτησα αν θα τους ακολουθήσει. Με ρώτησε ‘αν πάω στο πάρτι, θα είναι καλό για το τένις μου;’. Του είπα να μη το σκέφτεται έτσι. Πως είχε δουλέψει πολύ και άξιζε λίγη χαλάρωση. Πριν ολοκληρώσω, με διέκοψε για να μου διευκρινίσει πως ‘δεν σε ρώτησα αν θα είναι καλό για εμένα. Σε ρώτησα αν θα είναι καλό για το τένις μου‘.

Δεν ήταν ότι δεν ήθελε να ζήσει την ηλικία του, αλλά είχε πλήρη επίγνωση των θυσιών που είχε κάνει η οικογένεια του, για να στηρίξει το όνειρο του”. Χρόνια μετά, ο Djokovic εξήγησε πως “η  πίεση είναι πολυτέλεια, κατά μια έννοια και μια τεράστια πρόκληση, για κάθε αθλητή. Όλα εξαρτώνται από το πώς αντιλαμβάνεσαι τα πράγματα, από το πόσο ώριμος είσαι και το αν διαθέτεις τις εμπειρίες για να διαχειριστείς το άγχος”. 

Στα 14 ήταν ο καλύτερος έφηβος της Ευρώπης, στα 15 ήταν το Νο767 του κόσμου και στα 16 το Νο186

Τα παιδιά που προπονούνταν δίπλα του, επίσης εστίαζαν στην τεράστια αποφασιστικότητα που είχε. Ο Ernests Gulbis είχε δηλώσει χαρακτηριστικά ότι “πάντα είχε τεράστια αυτοπεποίθηση και ήταν βέβαιος πως θα φτάσει στην κορυφή. Δεν είχε έπαρση. Είχε αποφασιστικότητα“. Στα 14, μαζί με τον -κατά επτά ημέρες μεγαλύτερο του-, Andy Murray αναδείχθηκαν σε καλύτεροι έφηβοι της Ευρώπης. Ο πρωταγωνιστής μας ήταν και ο πρωταθλητής στο διπλό, ενώ κατέκτησε και το ασημένιο μετάλλιο στο Παγκόσμιο εφήβων. Όλα αυτά δεν συνοδεύονταν με χρήματα, άρα εξακολουθούσε να μην μπορεί να πάρει μέρος σε διεθνή τουρνουά. Η οικογένεια του εξακολουθούσε να αναζητά χορηγούς, η ομοσπονδία δεν μπορούσε να συνδράμει. Στις αρχές του 2003, στα 15 του χρόνια πήρε μια από τις wildcards για τρία τουρνουά σε Γερμανία και Σερβία. Δεν κατάφερε να κατακτήσει κάποιο. Τον Ιούνιο πήρε άλλη μια wildcard, ως πρωταθλητής Ευρώπης στην κατηγορία του. Το τουρνουά γινόταν στη Σερβία. Πήρε τον τίτλο και έφτασε στο Νο767 της παγκόσμιας κατάταξης.

Ο στόχος μου ήταν να περάσω τον πρώτο γύρο και να κερδίσω το πρώτο επαγγελματικό μου παιχνίδι. Αυτό που έγινε ξεπέρασε τις προσδοκίες μου. Μου έδειξε πως μπορώ να ανταγωνιστώ επαγγελματίες και να τους νικήσω“. Η τρίτη wild card τον έστειλε -τελικά- στο Νο687 του κόσμου, ενώ η ολοκλήρωση της σεζόν, το 2004 τον βρήκε στο Νο186.

Αρνήθηκε να γίνει Βρετανός και δεν δεχόταν συγχαρητήρια ‘έως ότου γίνω Νο1’

Συνέχισε να πανηγυρίζει νίκες, εν τούτοις το οικονομικό δεν μπορούσε να το τακτοποιήσει, με την οικογένεια του να καταλήγει τον Απρίλιο του 2006 πως θα ήταν χρήσιμο να ζητήσει από τους Βρετανούς να δώσουν και στα τρία αγόρια, την υπηκοότητα. Δεν το συζήτησε καν. “Δεν ήθελα να αλλάξω χώρα. Η Σερβία είναι κομμάτι μου και είμαι πολύ υπερήφανος για τον τόπο από τον οποίον προέρχομαι. Μολονότι περάσαμε δύσκολα, γίναμε πιο δυνατοί“. Ένα μήνα μετά ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου συνάντησε την Μaria Vajda, προπονήτρια από τη Σλοβακία -είχε φτάσει στο Νο34 του κόσμου ως αθλήτρια. Έγινε η σύμβουλος του, όπως έφτανε στα προημιτελικά του Roland Garros. Αυτή η διαδρομή του έδωσε 149.590 δολάρια. Μέρος του ποσού το έδωσε στην Vajda, για να την πείσει να συνεργαστούν. Κατέκτησε το αμέσως επόμενο τουρνουά (ήταν ο πρώτος τίτλος σε ΑΤΡ, στο Amersfoort), σύντομα τους έκανε δυο και το τέλος του 2006 τον βρήκε στο Νο16 του κόσμου. Στο τηλεφώνημα που δέχθηκε από τον πατέρα του (που ήθελε να τον συγχαρεί) εξήγησε πως στο εξής θα δεχόταν συγχαρητήρια “όταν φτάσω στο Νο1”.

Στα 20 (2007) άρχισε να συνεργάζεται με τη φυσικοθεραπεύτρια του Ερυθρού Αστέρα -και του NBAer Vladimir Radmanovic. Κατέκτησε την πρώτη σειρά Masters, στο Μαϊάμι, βρέθηκε στα ημιτελικά του Ronald Garros και του Wimbledon (και τις δυο φορές έχασε από τον Rafael Nadal) και έφτασε για πρώτη φορά, σε τελικό Grand Slam (US Open). Αυτόν τον έχασε από τον Roger Federer. Παρ’ όλα αυτά, εμφανίστηκε στο Νο3 της παγκόσμιας κατάταξης. Το Φεβρουάριο του 2008 κατέκτησε το πρώτο Grand Slam (Austalian Open), διακόπτοντας το σερί των Federer και Nadal (για 11 σερί τουρνουά). Πήγε και στους Ολυμπιακούς Αγώνες ανέβηκε στο τρίτο σκαλοπάτι του βάθρου.

Κυκλοφορούσε ως ο τρίτος καλύτερος τενίστας του πλανήτη και το 2009 (πήγε σε 10 τελικούς και ‘πήρε’ τους 5) και το 2010 προσέλαβε διατροφολόγο, καθώς είχε καταλάβει πως το σώμα του δεν τον βοηθά όσο θα ήθελε -αλλά δεν ήξερε το λόγο των κρίσεων που πάθαινε. Ο Igor Cetojevic του έκοψε τη γλουτένη. Ο Djokovic αρχικά προέβαλε αντιστάσεις. Το αποκορύφωμα ήταν η ημέρα που έκανε κομμάτια μια ρακέτα, από τα νεύρα του. “Του είχα πει πως είναι χρήσιμο να χρησιμοποιεί την ενέργεια του, προς όφελος του. Να μη γίνει σκλάβος της. Τον κάλεσα να διαλέξει ποια ενέργεια θέλει: την καθαρή ή τη ‘βρώμικη’. Δηλαδή, αυτή που του δίνει ώθηση ή εκείνη που τον αποπροσανατολίζει”. Έκανε την επιλογή του και το συνέχισε από εκεί. Ένα χρόνο μετά (τον Ιούλιο του 2011), ήταν στο Νο1. Ήταν 24 χρόνων και έριξε από εκεί τον Federer -είχε φτάσει τις 285 εβδομάδες παρουσίας.

Μέσα στο 2011 ο Djokovic κέρδισε 10 τουρνουά, όπως έθετε νέο ρεκόρ για τα περισσότερα χρήματα που είχε κερδίσει ποτέ τενίστα -από νίκες, σε μια σεζόν του ΑΤΡ World Tour. Ήταν 12.000.000 δολ. Το ρεκόρ του έφτασε στο 70-6 (συμπεριλαμβανομένου σερί 43-0, με τίτλους σε Ντουμπάι, Μαϊάμι, Βελιγράδι, Μαδρίτη, Ρώμη) και το τέλος της χρονιάς τον βρήκε εκεί όπου ονειρευόταν από όταν ήταν παιδί: στην κορυφή. Για να πατήσει εκεί, είχε νικήσει τους καλύτερους, με τον ανταγωνισμό να του ‘βγάζει’ το καπέλο.  Κατέκτησε το Australian Open (κέρδισε τον Federer στον ημιτελικό και τον Murray στον τελικό), το Wimbledon και το US Open -στο οποίο υπέστη τραυματισμό στη μέση και τον ώμο. Στο Roland Garros τον είχε αποκλείσει ο Fereder, στον ημιτελικό.

Έψαχνε να βρει λόγια να περιγράψει πώς νιώθει, αλλά αδυνατούσε. Είπε πως “κατάφερα να ζήσω το παιδικό μου όνειρο, να υλοποιήσω το στόχο που είχα μια ζωή. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτές τις στιγμές. Είναι οι καλύτερες της ζωής μου, ως τενίστα. Με γυρίζουν στο παρελθόν και σε όσα πέρασα για να φτάσω εδώ. Όλα μπήκαν σε μια σειρά, πλέον έχω διαφορετική προσέγγιση προς τη ζωή, προς το επάγγελμα μου. Είμαι πιο δυνατός συναισθηματικά, πνευματικά. Έχω μάθει από τις εμπειρίες μου και προσπαθώ να είμαι σε φόρμα. Ήμουν αφοσιωμένος στο τένις για τόσα χρόνια. Από ό,τι φαίνεται αυτή η δουλειά απέδωσε καρπούς“.

Στις αρχές του 2012 χρειάστηκε τέσσερις ώρες και 50 λεπτά, για να νικήσει τον παιδικό του φίλο, Murray και άλλες 5 ώρες και 43 λεπτά για να επικρατήσει του Nadal, στον τελικό του Australian Open -στο μεγαλύτερο, στην ιστορία τελικό Grand Slam. Tα κέρδη του είχαν ξεπεράσει τα 35 εκατ. δολ. Όπως όμως, πιθανόν να γνωρίζετε το ουδέν κακόν αμιγές καλού ισχύει και από την ανάποδη.

Οι γονείς του πήραν διαζύγιο, εκείνος είχε να διαχειριστεί ουκ ολίγα προβλήματα με τη γυναίκα της ζωής του (είχε γνωρίσει την Jelena Ristić στο σχολείο, έγιναν ζευγάρι το 2005, αρραβωνιάστηκαν το 2013 και παντρεύτηκαν το 2014) και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, πέθανε και η ‘δεύτερη μητέρα’ του.

Ο θάνατος των δυο ανθρώπων που φρόντισαν να συνεχίσει να διεκδικεί τα όνειρα του εν μέσω πολέμου

Toν Ιούνιο του 2013 η Gencic άφησε την τελευταία της πνοή. Είχαν συμπληρωθεί δυο χρόνια από την πρώτη φορά που ο μαθητής της κατέκτησε το Wimbledon. Όταν πέθανε η μέντορας του, εκείνος ήταν στο Roland Garros και έδινε το τρίτο του παιχνίδι. Οι δικοί του τον ενημέρωσαν για την απώλεια, αφότου είχε τελειώσει τη δουλειά του. Ξέσπασε σε κλάματα και ακύρωσε τη συνέντευξη. Έναν χρόνο νωρίτερα, είχε ‘χάσει’ το παππού του, Vladimir. Μαζί με την Gencic ήταν οι δυο άνθρωποι που τον βοήθησαν να διαχειριστεί τους βομβαρδισμούς του 1999 (όταν ήταν 12 χρόνων), ώστε να συνεχίσει να διεκδικεί τα όνειρα του.

Η Jelena ήταν η δεύτερη μητέρα μου. Ήμασταν πολύ κοντά. Μου έμαθε πολλά που είναι μέρος του εαυτού μου μέχρι σήμερα“. Όπως; Να χρησιμοποιεί γενικότερα το μυαλό του, να μη σταματά ποτέ να ανοίγει τους ορίζοντες του. Του σύστησε την κλασική μουσική, μέσω της οποίας έμαθε να αναγνωρίζει και να επικοινωνεί τα συναισθήματα που ένιωθε. Είχε λατρέψει το ‘1812 Overture’ του Tchaikovsky.

Έγινε ο προορισμός του, όταν ένιωθε την ανάγκη της ηρεμίας πριν τους αγώνες. “Η δασκάλα μου, μου είχε πει όποτε δεν νιώθω καλά, να θυμάμαι τη μουσική αυτή και πόση αδρεναλίνη έχω στο σώμα, ώστε να αφήσω τη μελωδία να ‘φτιάξει’ το παιχνίδι μου”. Κάθε εβδομάδα του έδινε να διαβάζει και βιβλία για ενήλικες, που αφορούσαν τη ζωή.

“Θυμάμαι την τελευταία συζήτηση που είχαμε, λίγες ημέρες πριν πεθάνει. Δεν συνήθιζε να μασάει τα λόγια της και για αυτό είχε το σεβασμό όλων. Ήταν ειλικρινής και ανοιχτός άνθρωπος. Λίγες ημέρες λοιπόν, πριν το Roland Garros μου είχε πει ‘πρέπει να συγκεντρωθείς, να δώσεις την αμέριστη προσοχή σου σε αυτό το τουρνουά. Είναι κάτι που πρέπει να νικήσεις’. Μου έδωσε τη δύναμη που χρειαζόμουν, για να πιέσω τον εαυτό μου ακόμα περισσότερο. Την τελευταία φορά που την είδα, μου ζήτησε να βγάλουμε μια φωτογραφία με τα τρόπαια των τεσσάρων Grand Slams που είχα έως τότε. Μετά μου είπε πως ‘αν δεν πάρεις το Roland Garros, τουλάχιστον θα έχω αυτά!’”.

Δυσκολεύτηκε να αφήσει πίσω τον πόνο της απώλειας -να συμβιβαστεί με αυτήν. “Επικεντρώθηκα στις όμορφες αναμνήσεις όσων περάσαμε μαζί. Στις συζητήσεις μας, στις προπονήσεις, σε όλα όσα με έκαναν να χαμογελώ. Όταν ‘φεύγει’ κάποιος δικός σου άνθρωπος, το πνεύμα του μένει μαζί σου, γιατί μένει για πάντα στο μυαλό σου. Αυτό ισχύει και για εμένα και την Jelena, στην οποία χρωστώ ό,τι κάνω στο γήπεδο. Εκείνη μου έμαθε τι πρέπει να κάνω σε αυτό το άθλημα, εκείνη μου έμαθε να πιστεύω στον εαυτό μου και πώς να συμπεριφέρομαι. Δεν παντρεύτηκε ποτέ. Δεν έκανε ποτέ παιδιά. Είχε αφιερώσει όλη της τη ζωή στο τένις και στο κοουτσάρισμα. Δεν την ενδιέφερε καν η ασθένεια της“. Η Gencic είχε διαγνωστεί με καρκίνο στο στήθος, τον Φλεβάρη του 2013 (τέσσερις μήνες πριν το θάνατο της), αλλά ασχολήθηκε. Είχε άλλες δουλειές: να φροντίσει τα παιδιά που προπονούσε.

Το σχόλιο που έκανε πάντα, όταν τον ρωτούσαν για προσωπικά του θέματα ήταν “δεν μιλώ για τα προβλήματα μου, γιατί σε σύγκριση με εκείνα που αντιμετωπίζει ο μέσος άνθρωπος, είναι πολύ μικρά. Δεν μπορώ να παραπονιέμαι για τη ζωή μου“.

Επικεντρώθηκε εκ νέου, στη δουλειά του και μεταξύ πολλών άλλων ανανέωσε ουκ ολίγα ρεκόρ του σπορ του, πριν πάρει και το μόνο που του έλειπε (Roland Garros) το 2016. Τότε θύμισε ότι “πρέπει να πιστεύεις στα όνειρα σου. Αν έχεις όνειρα, μην τα παρατάς. Η πίστη είναι η πιο συνήθης λέξη για εμένα. Πιο πολύ και από την ελπίδα. Για να υλοποιήσεις τους στόχους σου, πρέπει να πιστεύεις πραγματικά σε αυτούς“.

Το 2017 είχε ουκ ολίγους τραυματισμούς (ο αγκώνας τον ενοχλούσε ήδη ενάμιση χρόνο και τον έθεσε νοκ άουτ, μετά το Wimbledon), εκνευρισμούς και ‘διαζύγια’ με συνεργάτες που είχαν απολαύσει ουκ ολίγες επιτυχίες. Το Γενάρη του 2018 υποβλήθηκε σε επέμβαση στον αγκώνα και το Αύγουστο εμφανίστηκε στο US Open, για πρώτη φορά μετά τον τελικό του 2016 και ως Νο6 του κόσμου. Στο τέλος του τουρνουά, ήταν αυτός που είχε το τρόπαιο στα χέρια του και το Νο3 της παγκόσμιας κατάταξης -για πρώτη φορά μετά το Roland Garros του 2017. Στο τέλος της χρονιάς, ήταν στη φυσική του θέση: το Νο1. χρονιά την ‘έβγαλε’ ως ο κορυφαίος. Το 2019 έκανε 7 τα Australian Open και 5 τα Wimbledon, προσθέτοντας στη λίστα με τους τραυματισμούς έναν στον αριστερό ώμο. Την πρωτιά του την είχε ‘φάει’ ο Nadal. H αντεπίθεση δεν άργησε, με το 2020 να βρίσκει τον Σέρβο στο Νο1, όπου είναι και σήμερα.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα