Από την αγροτική οικονομία στην αστικοποίηση (1830-1909)

Από την αγροτική οικονομία στην αστικοποίηση (1830-1909)
Shutterstock

Όταν ιδρύθηκε το ανεξάρτητο ελληνικό κράτος (1830), η βάση της οικονομικής ζωής του ήταν η αγροτική και η κτηνοτροφική παραγωγή με προορισμό, σχεδόν αποκλειστικά, την αυτοκατανάλωση για το μεγαλύτερο μέρος της επικράτειας. Εξαίρεση αποτελούσαν μόνο οι  παράλιες και οι νησιωτικές περιοχές.

Οι περισσότερες από τις περιοχές αυτές είχαν έρθει σε επαφή με την οικονομία της αγοράς και είχαν αποκτήσει σχέσεις με το διεθνές εμπορικό σύστημα, από την προεπαναστατική ήδη περίοδο, είτε συμμετέχοντας στις ανταλλαγές αγροτικών προϊόντων της Ανατολής με βιομηχανικά της Δύσης, είτε εξυπηρετώντας   το εμπόριο χάρη στην ανάπτυξη της ιστιοφόρου ναυτιλίας από τους υπόδουλους Έλληνες.

   Αυτή η γεωγραφική διάκριση, ανάμεσα στις παράλιες και νησιωτικές περιοχές από τη μια πλευρά και τις ηπειρωτικές από την άλλη, διατηρήθηκε σχεδόν μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, κυρίως λόγω της αργοπορημένης κατασκευής του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου της χώρας (η σιδηροδρομική γραμμή, που συνέδεε την Αθήνα με τα ελληνοτουρκικά σύνορα, ολοκληρώθηκε στα τέλη του 1909) και συνέβαλε στη συνύπαρξη σχετικά αυτόνομων περιφερειακών οικονομιών στα πλαίσια ενός συγκεντρωτικού και αστικού ως προς τους θεσμούς κράτους. Έτσι, καθ’ όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, η διαδικασία αστικού μετασχηματισμού της ελληνικής οικονομίας συνοδεύτηκε από ανισότητες στην ανάπτυξη και ανομοιογένειες στους ρυθμούς και στους τρόπους εκσυγχρονισμού των διάφορων γεωγραφικών περιοχών. Κυρίαρχη, βέβαια, υπήρξε η γεω-οικονομική διάκριση ανάμεσα στις παράλιες και τις ηπειρωτικές περιοχές της μικρής αγροτικής εκμετάλλευσης, η οποία είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δύο ξεχωριστοί τύποι αστικής ανάπτυξης με διαφορετικά οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά ο καθένας απ’ αυτούς.

   Στις παράλιες περιοχές, που περιλάμβαναν τη βόρεια και δυτική Πελοπόννησο, η αγροτική παραγωγή προσανατολίστηκε αμέσως στις ανάγκες της διεθνούς αγοράς και ιδίως στη ζήτηση για σταφίδα. Αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ήταν ο εκχρηματισμός και η εμπορευματοποίηση να προχωρήσουν γρήγορα και μια νέα εμπορική τάξη να εμφανιστεί στις πόλεις αυτών των περιοχών με μεγάλες δυνατότητες συσσώρευσης κεφαλαίων και οικονομικές λειτουργίες, που ξεπερνούσαν την τοπική αγορά και την τοπική ζήτηση.

   Αντίθετα, στις ηπειρωτικές περιοχές, που περιλάμβαναν το μεγαλύτερο μέρος της Στερεάς Ελλάδας μαζί με την κεντρική, ανατολική και νότια Πελοπόννησο, δηλαδή τις πιο ορεινές και άγονες περιοχές της επικράτειας, ο εκσυγχρονισμός προχώρησε με αργούς ρυθμούς, καθώς τα αγροτικά νοικοκυριά επέμειναν στον αυτοκαταναλωτισμό και την αυτάρκεια της πολυκαλλιέργειας. Οι πόλεις των περιοχών αυτών ήταν παραδοσιακές, δηλαδή είχαν έντονο αγροτικό χαρακτήρα και δυσδιάκριτες καθαρά αστικές λειτουργίες, καθώς εξυπηρετούσαν το τοπικό εμπόριο αλλά και διαμεσολαβούσαν ανάμεσα στο διοικητικό κέντρο (Αθήνα) και την αγρο-κτηνοτροφική τους περιφέρεια.

Tα αστικά στρώματα των παραδοσιακών πόλεων απαρτίζονταν κυρίως από βιοτέχνες και μικρέμπορους με οικονομικές λειτουργίες περιορισμένες στα όρια του αγροτικού τους περίγυρου και βέβαια με την αντίστοιχη κοσμοαντίληψη (νοοτροπία).

   Στις περιοχές της μικρής αγροτικής εκμετάλλευσης ανήκαν και τα νησιά του Αιγαίου, τα οποία αρκετά γρήγορα στερήθηκαν τις παραδοσιακές ναυτιλιακές λειτουργίες τους, εξαιτίας της παρατεταμένης κρίσης της ιστιοφόρου εμπορικής ναυτιλίας, που προκάλεσε η εισαγωγή του ατμού στις θαλάσσιες μεταφορές. Για το λόγο αυτό, είχαν την ίδια εξέλιξη με τις ηπειρωτικές παραδοσιακές πόλεις. 

   Εκτός όμως από την κυρίαρχη γεω-οικονομική διάκριση υπήρξαν κι άλλες, οι οποίες περιλάμβαναν από τη μια πλευρά τις περιοχές της Αττικής, της Φθιώτιδας, της Εύβοιας και μετά το 1881 και την περιοχή της Θεσσαλίας με την Άρτα κι από την άλλη τα Επτάνησα (κυρίως την Κέρκυρα και τη Ζάκυνθο), όπου κυριαρχούσαν η μεγάλη γαιοκτησία με τη μορφή των τσιφλικιών και οι ημι-φεουδαρχικές σχέσεις αντίστοιχα.

   Τέλος, η Ερμούπολη της Σύρου αποτελούσε από μόνη της ειδική περίπτωση, καθώς ως κέντρο του διαμετακομιστικού εμπορίου (εισαγωγικό-εξαγωγικό εμπόριο) αλλά και της ανανεωμένης ιστιοφόρου ναυτιλίας, είχε κατεξοχήν αστικές οικονομικές και κοινωνικές λειτουργίες, οι οποίες όμως σχετίζονταν πολύ λίγο με τις εσωτερικές εξελίξεις. Προσανατολισμένη περισσότερο στις ανάγκες του διεθνούς καπιταλισμού, λειτούργησε αυτόνομα σε μεγαλύτερο βαθμό από τα δύο άλλα μεγάλα αστικά κέντρα του Εξωτερικού εμπορίου (την Πάτρα, που ήταν κέντρο του εξαγωγικού εμπορίου της σταφίδας και τον Πειραιά, που ήταν κέντρο του εισαγωγικού εμπορίου σιτηρών) και συνέβαλε λιγότερο στον αστικό μετασχηματισμό της υπόλοιπης επικράτειας.

    Όταν κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα γενικεύτηκε η χρήση του ατμού στις θαλάσσιες μεταφορές, η Ερμούπολη οδηγήθηκε σε μαρασμό και τότε πλέον αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την εξωστρέφεια της και να αναδιπλωθεί στο εσωτερικό της εθνικής οικονομίας. Οι Ερμουπολίτες μεγαλέμποροι και πλοιοκτήτες βέβαια αντιστάθηκαν στην παρακμή με τη μεταφορά των κεφαλαίων τους στην κλωστοϋφαντουργία, ήταν όμως πλέον αργά, γιατί το παιχνίδι της αστικής ανάπτυξης είχε κριθεί υπέρ της πειραϊκής βιομηχανίας.  

   Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω ήταν η διαρκής αναδιάρθρωση του χώρου κι οι διαδοχικές μετατοπίσεις των πόλων αστικής ανάπτυξης μέχρι την ανάδειξη της πρωτεύουσας και του επινείου της ως μοναδικού πόλου ανάπτυξης στα τέλη του αιώνα. Συγκεκριμένα, αμέσως μετά την ίδρυση του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, εκδηλώθηκε ένα ισχυρό μεταναστευτικό ρεύμα από τις ορεινές προς τις πεδινές και παράλιες περιοχές. Το κίνητρο αυτού του είδους της ενδο-αγροτικής μετανάστευσης ήταν οικονομικό, καθώς οι ορεινοί πληθυσμοί κατέβηκαν στις πεδιάδες μετά την αποχώρηση των Οθωμανών για να ασχοληθούν με τις εμπορευματικές καλλιέργειες.

    Έτσι, η εμπορευματοποίηση της αγροτικής παραγωγής με κινητήριο μοχλό την καλλιέργεια της σταφίδας προκάλεσε τις πρώτες αλλαγές στις παλαιές ισορροπίες, που αφορούσαν τη γεωγραφική κατανομή του πληθυσμού. Χαρακτηριστική, απ’ αυτήν την άποψη, ήταν η περίπτωση του σταφιδοπαραγωγικού νομού της Αχαΐας και της Ηλείας από τη μια πλευρά και του ορεινού νομού της Αρκαδίας από την άλλη. Οι περιοχές αυτές είχαν περίπου τον ίδιο πληθυσμό το 1856, έκτοτε όμως η δημογραφική εξέλιξη του σταφιδοπαραγωγικού νομού ακολούθησε ανοδική πορεία και μόνο μετά το ξέσπασμα της σταφιδικής κρίσης (1892) άρχισε να μειώνεται ο πληθυσμός του. Αντίθετα, ο ορεινός νομός της Αρκαδίας κατά την τελευταία σαραντακονταετία του 19ου αιώνα άλλοτε παρουσίασε στασιμότητα κι άλλοτε κάμψη του ανθρώπινου δυναμικού του. Την ίδια εξέλιξη με το νόμο της Αρκαδίας είχαν κι οι νομοί των Κυκλάδων, της Λακωνίας, της Αργολίδας και των Επτανήσων.

   Στη δεκαετία του 1870, οι αλλαγές επιταχύνθηκαν με αποτέλεσμα οι ανισότητες στην ανάπτυξη των διάφορων περιφερειών να διευρυνθούν ακόμα περισσότερο.

Η συνεχής ανάπτυξη (δημογραφική, αγροτική και εμπορική) των παράλιων σταφιδοπαραγωγικών περιοχών έδωσε το έναυσμα για τις πρώτες δομικές μεταβολές της ελληνικής οικονομίας με κύρια χαρακτηριστικά την ένταση του ρυθμού αστικοποίησης και την εμφάνιση των πρώτων ατμοκίνητων εργοστασίων. Μέχρι το 1870 ο ρυθμός αστικοποίησης συμβάδιζε με τη συνολική δημογραφική ανάπτυξη της χώρας και η σχέση του συνολικού αστικού πληθυσμού προς το συνολικό πληθυσμό της χώρας παρέμενε σταθερή. Κατά το χρονικό διάστημα 1870-1889, όμως ο ρυθμός αστικοποίησης εντάθηκε και η σχέση του συνολικού αστικού πληθυσμού προς το συνολικό πληθυσμό της χώρας μεταβλήθηκε υπέρ του πρώτου.

   Τα αστικά κέντρα, τα οποία ωφελήθηκαν από τις παραπάνω δημογραφικές εξελίξεις, ήταν κυρίως η Αθήνα και ο Πειραιάς, που είχαν τη μεγαλύτερη ετήσια ποσοστιαία μεταβολή αλλά και οι πόλεις που  σχετίζονταν με τις εξαγωγικές καλλιέργειες και το εμπόριο τους, δηλαδή η Πάτρα, ο Πύργος, η Καλαμάτα, το Αίγιο και η Αμαλιάδα. Οι υπόλοιπες πόλεις παρέμειναν στάσιμες ή ακόμα άρχισαν να παρακμάζουν, είτε εξαιτίας της επέκτασης της σταφιδοκαλλιέργειας και της συνακόλουθης κρίσης του συστήματος της αυτάρκειας, είτε εξαιτίας της αργοπορημένης προσαρμογής στα νέα δεδομένα της ατμοπλοούσας εμπορικής ναυτιλίας. Εξαίρεση αποτέλεσαν οι πόλεις της Θεσσαλίας και της περιοχής της Άρτας, που η κάμψη τους άρχισε μετά την αφομοίωσή τους στον οργανωμένο από το κράτος εθνικό χώρο στις αρχές του 20ού αιώνα. Άλλωστε, το ίδιο είχε συμβεί και με τις επτανησιακές πόλεις, οι οποίες κατά την πρώτη δεκαετία της ένταξής τους (1864) στο ελληνικό κράτος είχαν καταφέρει να αντισταθούν στις κεντρομόλες δυνάμεις του διοικητικού κέντρου, λόγω της εκτεταμένης ενδοχώρας που εξυπηρετούσαν ως πρωτεύουσες επαρχιών και νομών. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1880 είχαν αρχίσει κι αυτές σταδιακά να χάνουν τον πληθυσμό τους.

     Οι νέες μεταβολές στη γεωγραφική κατανομή του αστικού πληθυσμού ανέτρεψαν την παλιά ιεράρχηση των πόλεων, αλλά δεν ήταν ακόμα ικανές να διαταράξουν τη διαδικασία αστικοποίησης στο σύνολό της. Η αστική ανάπτυξη συνέχισε κατά την περίοδο 1870-1889 να κατανέμεται συμμετρικά στον εθνικό χώρο, γιατί η αναδιάρθρωση του αστικού δικτύου γινόταν ακόμα σε περιφερειακό επίπεδο.

   Η επιτάχυνση της γεωγραφικής και κοινωνικής κινητικότητας, η αύξηση του αστικού πληθυσμού και η διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς επέτρεψαν την εμφάνιση της ατμοκίνητης βιομηχανίας. Οι πρώτες βιομηχανικές εγκαταστάσεις (1865-1875) ήταν αρκετά διασκορπισμένες στο χώρο παρά την πρωτοκαθεδρία του Πειραιά, ωστόσο η κατάσταση αυτή δεν διάρκεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι ανάγκες της βιομηχανίας σύντομα αποτέλεσαν μία ακόμα συνιστώσα της αστικοποίησης, με αποτέλεσμα να γίνουν η αιτία για την περαιτέρω αναδιάρθρωση του αστικού δικτύου και τη μετατόπιση του πόλου οικονομικής ανάπτυξης υπέρ των πόλεων, που διέθεταν καθαρά αστικό χαρακτήρα, ήταν δηλαδή ανεξάρτητες από την αγροτική τους ενδοχώρα.

    Έτσι, όταν κατά την τελευταία δεκαετία του 19ου αιώνα οι περιφερειακές οικονομίες παράκμασαν μετά το ξέσπασμα της σταφιδικής κρίσης και σταμάτησαν να τροφοδοτούν τη δημογραφική ανάπτυξη των πόλεων της βορειοδυτικής Πελοποννήσου, η Αθήνα με τον Πειραιά, που ήταν η μοναδική καθαρά βιομηχανική πόλη της χώρας (επονομαζόμενη κι ως «Μαγκεστρία» της ελληνικής οικονομίας), αναδείχτηκαν σε μοναδικό πόλο ανάπτυξης για την υπό διαμόρφωση εθνική οικονομία. Έκτοτε, το σημαντικότερο χαρακτηριστικό της αστικοποίησης έγινε η ανισομερής ανάπτυξη ανάμεσα στην πρωτεύουσα (με την οποία στις αρχές του 20ού αιώνα ενσωματώθηκε ο Πειραιάς, χάνοντας την αυτονομία του έναντι του διοικητικού κέντρου) και τα υπόλοιπα αστικά κέντρα της ελληνικής επικράτειας. 

  • Η Μαριάνθη Γ.Α. Κοτέα είναι Αναπληρώτρια Καθηγήτρια στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα