Η γλώσσα του Αγώνα

Η γλώσσα του Αγώνα

Ο Νίκος Σαραντάκος μιλάει στο NEWS 24/7 για τις λέξεις που έκαναν τη διαδρομή 200 χρόνων και κάποιες άλλες που λησμονήσαμε ή άλλαξαν σημασία.

Μιλούσαν την ίδια γλώσσα οι επαναστατημένοι Έλληνες το 1821 ή με δυσκολία καταλάβαιναν ο ένας τον άλλον; Πόσες από τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν πέρασαν διαχρονικά την ιστορία και έφτασαν, έστω και με διαφορετική σημασία, μέχρι τις μέρες μας; Με αφορμή το βιβλίο του «το ζορμπαλίκι των ραγιάδων» που παρουσιάζει 300 λήμματα της γλώσσας του αγώνα, ζητήσαμε από τον συγγραφέα (και μανιώδη μελετητή της ελληνικής), Νίκο Σαραντάκο, να δώσει τις απαντήσεις.

Τα όπλα τα ξέρουμε. Κουμπούρες και καριοφίλια, που σκόρπιζαν το μολύβι στα ασκέρια των Οθωμανών, μαζί και σπάθες και γιαταγάνια για τις σώμα με σώμα μονομαχίες. Τις φορεσιές με τα γελέκα, τους ντουλαμάδες και τα τσαρούχια, επίσης.

Λίγο πολύ οι μορφές των αγωνιστών του ᾽21, έμειναν ανεξίτηλες έστω κι αν χρειάστηκε η βοήθεια του Καρλ Κρατσάιζεν, ενός Βαυαρού φιλέλληνα αξιωματικού, που πολεμώντας στο πλευρό των επαναστατημένων, απαθανάτισε τους περισσότερους από τους ήρωες της επανάστασης. Όσοι, τουλάχιστον, ζούσαν γιατί άλλοι, όπως ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ή ο Παπαφλέσσας κι ο Αθανάσιος Διάκος, αποτυπώθηκαν στον καμβά βάσει διηγήσεων όσων τους είχαν δει.

Και η γλώσσα; Ποια ακριβώς μιλούσαν οι επαναστατημένοι Ρωμιοί; Πέραν των τοπικών ιδιωμάτων, ή τις επιρροές από τους άλλους λαούς, σύνοικους και μη, υπήρχε μια κοινή οδός όπου ο Ρουμελιώτης καταλάβαινε τον πελοποννήσιο κι ο επτανήσιος τους Ηπειρώτες; Πόσες από τις λέξεις έμειναν και έζησαν διακόσια χρόνια μετά. Και πόσοι από μας ξέρουμε τι ήταν ο πασάς, ο αγάς, ο κλέφτης, ο αρματολός, τα καπάκια και ένα σωρό λέξεις που πολλές φορές διαβάζουμε, κάπου τις έχουμε δει, αλλά δεν γνωρίζουμε επακριβώς την σημασία τους.

Τι έκαναν οι λόγιοι της εποχής για να τους καταλαβαίνουν όσοι από τους ξεσηκωμένους ήξεραν να διαβάζουν;

Ο Νίκος Σαραντάκος αγαπάει πολύ τα βιβλία και σίγουρα τις λέξεις. Σε αυτές αφιερώθηκε, με αυτές συμβιώνει, μέσα από τα γραφτά του, αλλά και το πολύ επιτυχημένο ιστολόγιο του («οι λέξεις έχουν την δική τους ιστορία») που διατηρεί από το 2008. Η προσπάθεια του να καταρρίπτει γλωσσικούς (και όχι μόνο) μύθους δημιούργησε ένα φανατικό κοινό (όπως και φανατικούς αντιπάλους) και γέννησε μια σειρά από εξαιρετικά βιβλία και ακόμη πιο ωραίες ομιλίες εντός και εκτός Ελλάδας.

Μπορεί να πήρε πτυχίο χημικού μηχανικού και αγγλικής φιλολογίας, με τις λέξεις βιοπορίστηκε ωστόσο, καθώς μια αγγελία η οποία του κίνησε το ενδιαφέρον τον έστειλε στο μεταφραστικό τμήμα του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου.

Συγγραφέας και λογοτέχνης, λεξιλογεί ακατάπαυστα και το τελευταίο του βιβλίο «το ζορμπαλίκι των ραγιάδων» έρχεται να μας λύσει πολλές από τις απορίες για τη γλώσσα του 21. Τριακόσιες λέξεις άλλες γνωστές σε όλους μας, άλλες παντελώς άγνωστες παρουσιάζονται σε ένα σίγουρα πρωτοποριακό λημματολόγιο, για την συγγραφή του οποίου χρειάστηκε πολλή μελέτη και σίγουρα αστείρευτο μεράκι για τη γλώσσα. Κι απ’ αυτό όπως και το βιτριολικό χιούμορ που χαρακτηρίζει τα κείμενά του, ο Ν.Σαραντάκος, έχει… περίσσευμα.

Οι λέξεις διαρκώς αλλάζουν σημασία -ακόμα και στη διάρκεια της ζωής μας, πόσο μάλλον μέσα σε δυο αιώνες.

Αν πούμε «ήρθε το μπουγιουρντί από την εφορία», ή «σήκωσε μπαϊράκι ο βουλευτής τάδε» ή και «έπαιξε άμυνα ταμπούρι για να κρατήσει το 1-0», δανειζόμαστε τη γλώσσα του 21; Τι μαθαίνουμε και τι όχι, από τις λέξεις που χρησιμοποιούμε ακόμη και σήμερα αλλά και από εκείνες που ξεχάσαμε στη διαδρομή;

Δανειζόμαστε λέξεις· αλλά δεν συνειδητοποιούμε, νομίζω, την ειδική σημασία που είχαν στα συμφραζόμενα του ξεσηκωμού. Όπως δεν είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε την ετυμολογία μιας λέξης για να τη χρησιμοποιήσουμε (κι ας λένε κάποιοι ότι αν γνωρίζουμε την ετυμολογία πλησιάζουμε τάχα στη βαθύτερη σημασία της λέξης· δεν συμφωνώ) έτσι και όταν χρησιμοποιούμε σήμερα το μπουγιουρντί με τη σημερινή σημασία του εγγράφου από δημόσια υπηρεσία που συνήθως έχει δυσάρεστο περιεχόμενο, δεν είναι ανάγκη να ξέρουμε ποια σημασία είχε πριν από 200 χρόνια.

Ωστόσο, όταν μάθουμε αυτή τη μετεξέλιξη της σημασίας του, αισθανόμαστε ένα ευχάριστο ξάφνιασμα. Αυτό το ευχάριστο ξάφνιασμα που αποκομίζει κανείς από την μελέτη της ιστορίας των λέξεων και της ετυμολογίας κάνει την ενασχόληση αυτή σαγηνευτική.

Υπάρχουν λέξεις τις οποίες χρησιμοποιούμε σήμερα και τότε είχαν διαφορετική σημασία;

Πολλές, διότι οι λέξεις διαρκώς αλλάζουν σημασία -ακόμα και στη διάρκεια της ζωής μας, πόσο μάλλον μέσα σε δυο αιώνες.

Να αναφέρω μερικά παραδείγματα: Σήμερα ο λουφές είναι τα έσοδα ή το όφελος από μια επιλήψιμη δραστηριότητα -το 1821 ήταν ο μισθός των άτακτων στρατιωτών, χωρίς καμιά απολύτως μειωτική χροιά. Το μαγαζί τότε ήταν η αποθήκη, όχι το κατάστημα. Το τερτίπι σήμερα είναι το κόλπο, το τέχνασμα για να ξεγελάσουμε κάποιον· τότε ήταν η μέθοδος, το σχέδιο -χωρίς να υπάρχει αναγκαστικά το στοιχείο του δόλου. Και ενώ σήμερα καταπατητής είναι αυτός που καταλαμβάνει και χρησιμοποιεί αυθαιρέτως ξένη ιδιοκτησία (συνήθως κτήματα του Δημοσίου), το Εικοσιένα και νωρίτερα η λέξη σήμαινε τον κατάσκοπο. Θυμάται ο Κολοκοτρώνης: «Τότε έστειλεν ο Μπραΐμης καταπατητάδες, να ιδεί πού είμαι και τι ασκέρι έχω.

Κάποιες από τις λέξεις που δεν χρησιμοποιούμε, έχουν γίνει επίθετα; Ξέρω δυο Σεΐζηδες και έναν Δουατζή.

Πολύ σωστά. Είναι άλλωστε και λογικό, αφού μια βασική πηγή από την οποία προέρχονται τα οικογενειακά μας ονόματα, τα επώνυμα δηλαδή, είναι τα επαγγελματικά ουσιαστικά. Ο σεΐζης ήταν ο ιπποκόμος. Ο δουατζής ήταν ο ευχέτης, αυτός που εύχεται για τη μακροημέρευση ενός ισχυρού.

Και άλλα πολλά παραδείγματα υπάρχουν, ας πούμε: Βεκίλης (ήταν κάποτε ο πληρεξούσιος, και ειδικότερα ο αντιπρόσωπος του Μοριά στην Υψηλή Πύλη· σήμερα επώνυμο) ή Σεϊμένης (ο ένοπλος φρουρός τότε) ή Παντίδος (ο κακοποιός) ή Ταξιτάρης ή Χαρατσάρης (και τα δύο σήμαιναν τον φοροεισπράκτορα).

Και βέβαια ο Μπαϊρακτάρης από τον μπαϊρακτάρη (τον σημαιοφόρο). Όσο για τον Δουατζή, πρέπει να ξέρουμε τον ίδιο, τον δημοσιογράφο Γιώργο Δουατζή. Μου έγραψε και με πληροφορεί ότι είναι ο μοναδικός με αυτό το επώνυμο στην Ελλάδα.

Σίγουρα οι τουρκικές λέξεις, που χρησιμοποιούσαν οι ξεσηκωμένοι Έλληνες και μας έμειναν κληρονομιά, είναι περισσότερες. Υποθέτω ότι ανάλογη θα είναι η επιρροή από Βενετσιάνους και Aρβανίτες.

Βενετσιάνικες/ιταλικές λέξεις έχουμε πάρα πολλές στο ναυτικό κυρίως λεξιλόγιο: αρμαμέντο, γαλιότα, μπαλαμιστράλια, ντισμπάρκο, μπαστιμέντο, φλότα -και βέβαια το μπουρλότο. Μην ξεχνάμε πως τα βενετικά/ιταλικά ήταν η λίνγκουα φράνκα στη Μεσόγειο τους προηγούμενους αιώνες. Αλβανικές λέξεις δεν έχουμε πάρα πολλές στο λεξιλόγιο του Αγώνα παρά το ότι οι αρβανιτόφωνοι αποτελούσαν σημαντικό ποσοστό των μαχητών· ωστόσο κάποιες βασικές λέξεις έχουν έρθει στα ελληνικά είτε από τα αλβανικά είτε μέσω αλβανικών: η μάγκα (απ’ όπου και ο σημερινός μάγκας), το μπουλούκι, το πλιάτσικο.

Πως γεννήθηκε η ιδέα του βιβλίου να καταγραφούν, αν δεν κάνω λάθος, 300 λήμματα από την εποχή της επανάστασης;

Ναι, τα λήμματα του βιβλίου είναι 300. Ο αριθμός είναι εσκεμμένα στρογγυλός, αλλά δεν νομίζω ότι άφησα έξω κάποιον σημαντικό όρο ή ότι έβαλα παραγεμίσματα.

Η ιδέα για το βιβλίο γεννήθηκε όταν, στα προηγούμενα χρόνια, έβαζα στο ιστολόγιο αποσπάσματα από κείμενα της εποχής, από επιστολές αγωνιστών ας πούμε, και διαπίστωνα ότι υπήρχε ανάγκη να επεξηγηθούν όχι λίγες λέξεις. Η «ιστορία των λέξεων» μού αρέσει οπότε μου ήρθε η ιδέα του βιβλίου. Ο εκδότης μου, ο Γιάννης Νικολόπουλος των Εκδόσεων του Εικοστού Πρώτου, καλοδέχτηκε την ιδέα -και η συμπλήρωση των 200 χρόνων μάς έβαλε ένα όριο για το γράψιμο και την έκδοση του βιβλίου.

Πόση μελέτη χρειάστηκε για να οριστικοποιηθούν οι συγκεκριμένες λέξεις που παρουσιάζονται;

«Για να καταρτίσω το λημματολόγιο, σκέφτηκα τον αναγνώστη που διαβάζει κείμενα του Εικοσιένα, σκοντάφτει σε μια λέξη που του είναι άγνωστη (π.χ. τζεπχανές, μπίμπασης) αλλά δεν τη βρίσκει στα σημερινά λεξικά. Μια αποδελτίωση του Μακρυγιάννη, της Διήγησης του Κολοκοτρώνη, του Κασομούλη και άλλων βασικών κειμένων έδωσε ένα πρώτο λημματολόγιο.

Δεν σας κρύβω ότι η αρχική μου σκέψη ήταν να περιοριστώ στις λέξεις που απουσιάζουν από τα σημερινά λεξικά, μια αρχή που είχα εφαρμόσει στο βιβλίο μου Λέξεις που χάνονται. Τελικά όμως έκρινα ότι το εγχείρημα θα ήταν λειψό αν έλειπαν λέξεις του βασικού λεξιλογίου του Εικοσιένα που εξακολουθούν να βρίσκονται στα σημερινά λεξικά (π.χ. αγάς, πασάς, γρόσια, γιαταγάνι, ταμπούρι). Κι έτσι, συμπλήρωσα το λημματολόγιο και με τέτοιες λέξεις.

Οπότε το λημματολόγιο του βιβλίου απαρτίζεται από λέξεις που αναφέρονται ειδικά στη ζωή και στην κοινωνία του Εικοσιένα είτε υπάρχουν στη σημερινή γλώσσα είτε όχι, καθώς και από λέξεις που μπορεί να συναντήσει κανείς διαβάζοντας κείμενα της εποχής αλλά δεν υπάρχουν στα σημερινά λεξικά. Για να φέρω ένα παράδειγμα, απέκλεισα από το λημματολόγιο τον όρο «κιοτής» (δειλός) παρόλο που χρησιμοποιείται σε κείμενα της εποχής (π.χ. στον Μακρυγιάννη), επειδή η λέξη υπάρχει στη σημερινή γλώσσα και όποιος δεν την ξέρει μπορεί να τη βρει στα σημερινά λεξικά, ενώ δεν αναφέρεται ειδικά στο Εικοσιένα.

Κάπου είχατε δηλώσει ότι αν είχε ολοκληρωθεί το Ιστορικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής δεν θα χρειαζόταν το βιβλίο σας. Γιατί, όμως, σταμάτησε ή δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμη;

«Ή δεν θα χρειαζόταν το βιβλίο μου ή δεν θα είχε αυτή τη δομή. Το Ιστορικό Λεξικό (ΙΛΝΕ) περιέχει όλες τις λέξεις των διαλέκτων που δεν έχουν περάσει στην κοινή νεοελληνική όπως και τις παλιότερες, ξεχασμένες σήμερα λέξεις.

Η έκδοση ενός τέτοιου λεξικού είναι αναγκαστικά ένα έργο μακράς πνοής. Το ΙΛΝΕ ξεκίνησε ως εγχείρημα στη μακρινή δεκαετία του 1920, αμέσως μετά την ίδρυση της Ακαδημίας Αθηνών, με πρωτοβουλία του Γεωργίου Χατζιδάκι, οι δε πρώτοι τόμοι εκδόθηκαν στη δεκαετία του 1930. Ως το 1942 είχαν εκδοθεί τρεις τόμοι φτάνοντας μέχρι το λήμμα «βλέπω». Το1953 εκδόθηκε το πρώτο τεύχος του 4ου τόμου, βλεφαρίδα-γάργαρος, και ύστερα για δεκαετίες τίποτα, σε σημείο που να γίνει παροιμιώδης η αναφορά στο «λεξικό της Ακαδημίας που άρχισε εδώ και πενήντα χρόνια και σταμάτησε στο Γάμμα»

Το 1980 όμως εκδόθηκε το δεύτερο τεύχος του 4ου τόμου, φτάνοντας ως το λ. γεροδέματος και στην ίδια δεκαετία εκδόθηκε, επίσης σε δύο τεύχη, το 1984 και το 1989, ο 5ος τόμος, φτάνοντας στο λημμα «δαχτυλωτός». Και ύστερα όλα σταμάτησαν ξανά, οπότε το παροιμιώδες λεγόμενο αναπροσαρμόστηκε: «το λεξικό της Ακαδημίας που άρχισε εδώ και ογδόντα χρόνια και σταμάτησε στο Δέλτα».

Το 2017 είχαμε όμως νέο τόμο που φτάνει ως τη λέξη «διάλεκτος». Για να πάρετε μια ιδέα, ο 6ος τόμος έχει 392 σελίδες «ψαχνό» (χωρίς να υπολογίζονται οι εκτενέστατες εισαγωγές), από το λήμμα «δε» ως το «διάλεκτος». Στο Χρηστικό Λεξικό, που είναι ένα γενικό λεξικό της σημερινής γλώσσας, το τμήμα που αντιστοιχεί στα λήμματα από «δε» ως το «διάλεκτος» πιάνει 26 σελίδες μόνο.

Μαθαίνω μάλιστα ότι αναμένεται στο πολύ άμεσο μέλλον η κυκλοφορία ενός ακόμα τόμου. Οπότε, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξει άλλη εμπλοκή, είναι ρεαλιστικό να πούμε ότι σε 30-40 χρόνια το έργο θα έχει ολοκληρωθεί. Εμείς μπορεί να μην προφτάσουμε να το δούμε τελειωμένο (ή να έχουμε γεράσει τόσο που να μη βλέπουμε καλά για να διαβάσουμε τα ψιλά του γράμματα) αλλά θα έχει ολοκληρωθεί ένα εθνικής σημασίας έργο.

Πράγματι στον ελλαδικό χώρο είχε διαμορφωθεί μια κοινή γλωσσική ποικιλία, που επέτρεπε την αλληλοκατανόηση. Ο κάθε τόπος είχε τις ιδιωματικές του λέξεις αλλά οι αγωνιστές ήξεραν (ή μάθαιναν αμέσως) και την αντίστοιχη λέξη στην κοινή ποικιλία.

Ποιο ήταν εκείνο που σας προξένησε μεγαλύτερη εντύπωση, ή δεν περιμένατε να το διαβάσετε, μελετώντας τα κείμενα, για το βιβλίο;

«Η ερώτηση χωράει δυο απαντήσεις. Σε επίπεδο μελετητή της γλώσσας, καθώς μελέτησα βαθύτερα τα κείμενα της εποχής συνειδητοποίησα πόσο μεγάλος όγκος πρωτογενούς αρχειακού και κειμενικού υλικού υπάρχει, που περιμένει να μελετηθεί γλωσσικά.

Σε επίπεδο αναγνώστη, θα ξεχωρίσω ένα επεισόδιο του Αγώνα που δεν το θυμόμουν ή δεν το γνώριζα. Τον Απρίλιο του 1827 ο Καραϊσκάκης πολιορκεί το μοναστήρι του Αγ. Σπυρίδωνα στον Πειραιά, όπου βρίσκονται οχυρωμένοι Τουρκαλβανοί. Τελικά δέχτηκαν να παραδοθούν «πλην να φυλαχθεί το ίρτζι των και να έβγουν με τα άρματά των και με τας αποσκευάς των». Μάλιστα, αιτιολόγησαν τη συνθηκολόγησή τους με το επιχείρημα ότι «ο χαΐνης Κιουταχής δεν τους σύντρεξεν, καθώς χρεωστούσεν» (τα παραθέματα από τον Κασομούλη). Όμως, όταν οι αιχμάλωτοι διέσχιζαν τις γραμμές των Ελλήνων, παρά το ότι τους συνόδευε ο ίδιος ο Καραϊσκάκης και άλλοι αξιωματικοί, ένας Έλληνας θέλησε να πάρει το σπαθί ενός Αλβανού λέγοντας ότι ήταν του αδελφού του. Ο καβγάς μετατράπηκε σε γενική σύρραξη με αποτέλεσμα να θανατωθούν περίπου 200 Αλβανοί.

Ο Καραϊσκάκης εξοργίστηκε από αυτή την παρασπονδία και έστειλε «τεσκερέ» (σημείωμα) στους αξιωματικούς του γράφοντας «Δεν υποφέρω πλέον να υπηρετώ με στράτευμα άπιστον και επίορκον». Επίσης αναζήτησε τον πρωταίτιο: «Μας διόρισεν όλους να εύρομεν έναν με έν μαύρο πεσλί και μίαν πιστόλαν καπνιστήν, λέγοντάς μας και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του» -μάταια όμως. Γενική ήταν η αίσθηση στο στρατόπεδο ότι «ο Θεός θέλει μας το πληρώσει». Και ξέρουμε τι ακολούθησε: ο θάνατος του Καραϊσκάκη και η πανωλεθρία στον Ανάλατο.

Προφανώς σε όλη την Ελλάδα, υπήρχαν διάφορα ιδιώματα, ανά περιοχή. Υπήρχε, όμως, ας πούμε μια πανελλήνια καθομιλουμένη; Και πως έμοιαζε αυτή η γλώσσα; Είναι παρόμοια με των δημοτικών τραγουδιών; Μοιάζει με τα απομνημονεύματα του Κολοκοτρώνη, που έγραψε ο Τερτσέτης;

Από τη μελέτη που έχω κάνει συμπεραίνω ότι πράγματι στον ελλαδικό χώρο είχε διαμορφωθεί μια κοινή γλωσσική ποικιλία, που επέτρεπε την αλληλοκατανόηση. Ο κάθε τόπος είχε τις ιδιωματικές του λέξεις αλλά οι αγωνιστές ήξεραν (ή μάθαιναν αμέσως) και την αντίστοιχη λέξη στην κοινή ποικιλία.

Σε αντίθεση με την εντύπωση που θα μπορούσε να σχηματίσει κανείς διαβάζοντας τη Βαβυλωνία του Δ. Βυζάντιου, δεν υπάρχουν (ή τουλάχιστον δεν συνάντησα) μαρτυρίες για γλωσσικές παρεξηγήσεις (όπως με τα κουράδια του Κρητικού). Η μόνη περίπτωση παρεξήγησης που καταγράφεται από τον Μακρυγιάννη οφείλεται όχι σε διαφορά ιδιωμάτων αλλά στο ότι ο Κουντουριώτης είχε τοποθετήσει επικεφαλής του στρατού τον ναυτικό Κυριάκο Σκούρτη, ο οποίος, ως πλοίαρχος, ήταν άπειρος από πόλεμο στη στεριά.

Δεν θα έλεγα ότι η Διήγησις του Κολοκοτρώνη είναι αυθεντικό δείγμα λαϊκού λόγου. Ο Τερτσέτης ασφαλώς έχει ευπρεπίσει γλωσσικά την αφήγηση, ακόμα και ασυναίσθητα.

Ο Μακρυγιάννης δεν ήξερε να γράφει, αλλά άφησε πίσω του τα περίφημα κείμενα που διέσωσε ο Γιάννης Βλαχογιάννης. Μια ιδιότυπη γραφή, χωρίς ορθογραφία, στίξη, που όπως έχετε γράψει δεν έγινε ποτέ αντικείμενο σοβαρής μελέτης.

Ακριβέστερα, όσο κι αν αυτό φαίνεται απίστευτο, το χειρόγραφο του Μακρυγιάννη δεν έχει γίνει αντικείμενο καμιάς μελέτης μετά τον Βλαχογιάννη για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είμαστε καν βέβαιοι αν διασώζεται ακόμη και, αν ναι, πού βρίσκεται. Με μαρτυρία του 1957, τα χειρόγραφα βρίσκονταν εγκιβωτισμένα στα γραφεία της Ιστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας όπου τα είχε κληροδοτήσει ο Κίτσος Μακρυγιάννης, ο γιος του στρατηγού.

Ο Βλαχογιάννης ήταν πολύ φειδωλός στην παρουσίαση των χειρογράφων -μόλις τρεις σελίδες έδωσε στη δημοσιότητα, σε φωτοτυπική αναπαραγωγή στην Ακρόπολι. Έχει όμως περιγράψει αναλυτικά το πώς έγραφε ο Μακρυγιάννης. Δίνω ένα μικρό δείγμα του χειρογράφου σε ανεπιμέλητη μεταγραφή:

εισος μοτος εστιλες εσι λεονιδα οτι μιναν οταν σκοτοθις οτι ειγε(νει) αυτι καθαρι απογονισου κε σι κε ει σιτροφισου επερ τις πατριδοσου σκοτοθικειτε κε τις θρισκιασας κεμις αυτο ετιμαζομαςτε) ει αγαθοτι το θεο εινι αβισος τις θαλασις τος μορος κανι σουφος τος σουφος μορος τος αντριος διλος τος διλος αντριος δια να δοξάζετε ο πιλαστις το παντος εκει οπου τελιοσαμεν αυτα κι ετιμαζομαστε να πεθανομεν ετεκα ο θεος στελνι κε τον αγαθον κε γενεον πατριοτι τον γιανι κοςτα μαλος πετε κε απουμεσα απου αυτος τος στραβονι ο θεος κε δεν τος βιλεπουν

Και μετά την επιμέλεια του Βλαχογιάννη:

Ίσως μου τους έστειλες εσύ, Λεωνίδα, ότι μείναν όταν σκοτώθης· ότι οι γενναίοι αυτοί καθαροί απογόνοι σου – κι εσύ και οι συντρόφοι σου υπέρ της πατρίδος σας σκοτωθήκετε και της θρησκείας σας – κι εμείς σ’ αυτό ετοιμαζόμαστε. Η αγαθότη του Θεού είναι άβυσσος της θαλάσσης, τους μωρούς κάνει σοφούς, τους σοφούς μωρούς, τους αντρείους δειλούς, τους δειλούς αντρείους, διά να δοξάζεται ο πλάστης του παντός. Εκεί οπού τελειώσαμεν αυτά κι ετοιμαζόμαστε να πεθάνομεν έντεκα, ο Θεός στέλνει και τον αγαθόν και γενναίον πατριώτη τον Γιάννη Κώστα μ’ άλλους πέντε· κι από μέσα από αυτούς – τους στραβώνει ο Θεός και δεν τους βλέπουν.

Σε ένα άρθρο μου τον Γενάρη του 2020 έγραφα: «Σκέφτομαι πάντως δεν θα υπάρχει καλύτερος τρόπος να γιορταστούν τα 200 χρόνια του ξεσηκωμού από το να γίνει προσπάθεια να βρεθεί το χειρόγραφο. Αυτή θα είναι εθνική προσπάθεια, σε αντίθεση με τις κοσμικές φιέστες». Ο κορονοϊός μάς απάλλαξε βέβαια από τις πολλές φιέστες, αλλά καμιά τέτοια προσπάθεια δεν (ξέρω να) έγινε.

Ήταν πράγματι αθυρόστομοι οι καπεταναίοι και η βωμολοχία συνήθης για να περιγράψει ένα γενναίο κατόρθωμα, ή να φοβίσει τον εχθρό;

Οι καπεταναίοι δεν τηρούσαν κοινωνικές συμβάσεις όπως τις εννοούμε σήμερα. Οπότε ασφαλώς ήταν περισσότερο αθυρόστομοι από εμάς. Αλλά γενικά οι άνθρωποι της εποχής είχαν λιγότερες αναστολές στον τρόπο έκφρασής τους. Στο βιβλίο του Σιμόπουλου για τους ξένους περιηγητές θυμάμαι κάπου ένα απόσπασμα όπου μια Ελληνίδα κυρία του καλού κόσμου περιγράφει λεπτομερώς τα ζωύφια που είχε στο κορμί της και την ταλαιπωρούσαν.

Στο Διαδίκτυο προβάλλονται πολύ οι βωμολοχίες του Καραϊσκάκη αλλά δεν ήταν μόνο ο Καραϊσκάκης αθυρόστομος. Και σωστά λέτε ότι η βωμολοχία ήταν ένας τρόπος αν όχι για να καταπτοηθεί, πάντως για να εκνευριστεί ο εχθρός. Υπάρχουν αναφορές για βωμολοχικές μονομαχίες στο πολιορκημένο Μεσολόγγι -όπου το κύριο προσόν ήταν η επινοητικότητα στη βρισιά αλλά και η δυνατή φωνή.

Η καθαρεύουσα των λογίων πως καθιερώθηκε; Πόσο την καταλάβαιναν οι αγράμματοι Έλληνες και πόσο (και αν) νόθευσε τη γλώσσα;

Η λόγια γλώσσα που χρησιμοποιούσαν οι σπουδαγμένοι της εποχής, στις εφημερίδες ή στα πρακτικά της Εθνοσυνέλευσης ας πούμε, είναι βεβαίως καθαρεύουσα αλλά πολύ πιο κοντά προς την ομιλούμενη γλώσσα απ’ ό,τι η γλώσσα που χρησιμοποιήθηκε ας πούμε στα τέλη του 19ου αιώνα, κυρίως σε επίπεδο σύνταξης. Ο καθαρολόγος χαρακτήρας πολλών κειμένων είναι επιφανειακός: πρόκειται για καθομιλουμένη με μερικά τελικά νι και κάποιους λόγιους στερεότυπους τύπους. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, εικάζω πως δεν θα ήταν εντελώς ακατανόητη για τον αγράμματο -αν μπορούσε φυσικά να διαβάσει· διότι βέβαια η λόγια γλώσσα ήταν κυρίως γραπτή.

Όσοι μορφωμένοι αγωνιστές έγραψαν απομνημονεύματα σε λόγια γλώσσα, συχνά επιλέγουν να επεξηγούν τη λόγια λέξη που χρησιμοποιούν, δίνοντας σε παρένθεση τη λαϊκή που είναι ευρύτερα γνωστή ή ακριβέστερη· έτσι ο Μίχος γράφει για τις σχεδίες στο Μεσολόγγι και εξηγεί σε παρένθεση «(σάλια)», ο Καρώρης σημειώνει ότι έφτιαχναν οχυρώματα αλλά σε παρένθεση διευκρινίζει «(ταμπούρια)» ή ο Κασομούλης αναφέρει για υπαξιωματικούς και επεξηγεί «μαγκατζήδες».

Η καθαρεύουσα που γνωρίσαμε αργότερα καθιερώθηκε μετά την ίδρυση του κράτους και τη συγκρότηση του εκπαιδευτικού συστήματος, εξαιτίας της πλάνης ότι είναι δυνατό βαθμηδόν να προσεγγίσουμε την αρχαία ελληνική.

«Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων» πώς προέκυψε σαν τίτλος; Είπατε πως ήταν μια ευχάριστη διαφυγή η συγγραφή του βιβλίου από το άγχος της καραντίνας…

Ασφαλώς η συγγραφή του βιβλίου, μέσα στο πρώτο λοκντάουν ιδίως, ήταν μεγάλη παρηγοριά. Για τον τίτλο κατέφυγα στις υπηρεσίες του σοφού φίλου μου Θέμη Κατσούλη, ο οποίος άλλωστε έχει βαφτίσει και άλλα βιβλία μου, με πρώτο τη Γλώσσα μετ’ εμποδίων. Ο Θέμης είχε την ιδέα να συνδυαστούν στον τίτλο δύο από τα λήμματα του βιβλίου. Πρότεινε λοιπόν 3-4 εναλλακτικούς τίτλους και διαλέξαμε τελικά το «ζορμπαλίκι των ραγιάδων», μεταξύ άλλων επειδή η φράση υπάρχει σε ένα από τα παραθέματα του βιβλίου. Στην επιλογή του τίτλου συμμετείχε και ο εκδότης, αφού πάντοτε ο εκδότης έχει λόγο στο θέμα.

Πώς ένας πτυχιούχος χημικός μηχανικός, αγάπησε εν τέλει τόσο πολύ τη γλώσσα και μανιωδώς τις λέξεις, για τις οποίες γράφει ακατάπαυστα;

Ένα παλιό ανέκδοτο λέει ότι ο χημικός μηχανικός όταν βρίσκεται σε παρέα μηχανικών συζητάει για χημεία, όταν βρίσκεται μαζί με χημικούς μιλάει για μηχανική, και όταν έχει ανάμικτη παρέα συζητάει για τέχνη και πολιτική. Οπότε, το ξεστράτισμα δεν ήταν και τόσο αναπάντεχο. Ενδιαφέρον για τη γλώσσα είχα πάντοτε· αλλά από τότε που άρχισα να δουλεύω ως μεταφραστής -μάλιστα είναι το μοναδικό επάγγελμα που έχω ασκήσει στη ζωή μου- και ακόμα περισσότερο από τότε που βρέθηκα σε πολυγλωσσικό περιβάλλον (εννοώ στο Λουξεμβούργο) το ενδιαφέρον εντάθηκε -ίσως μάλιστα η ενασχόληση με την ελληνική γλώσσα να ήταν ένας τρόπος γιατρειάς από τη νοσταλγία της ξενιτιάς.

Η κατάρριψη των γλωσσικών (και όχι μόνο) μύθων είναι χόμπι, υποχρέωση, στάση ζωής;

«Είναι και τα τρία. Γι’ αυτό κιόλας συνεχίζω τόσα χρόνια να επιδίδομαι σε αυτό το έργο, παρόλο που είναι κοπιαστικό -διότι, όπως ξέρετε, η προσπάθεια που χρειάζεται για την κατασκευή ενός (γλωσσικού ή άλλου) μύθου είναι πολύ μικρότερη από τον κόπο που απαιτείται για την ανασκευή του μύθου. Ή, όπως συνηθίζω να λέω, «ρίχνει ο κουζουλός μια πέτρα στο πηγάδι και σαράντα γνωστικοί πολεμάνε να τη βγάλουν και δεν μπορούνε».

Έχει και άχαρες στιγμές αυτή η ενασχόληση, ιδίως την απογοήτευση που αισθάνεσαι όταν βλέπεις με πόση ευκολία άνθρωποι που έχουν μάλιστα λαμπρές σπουδές στον τομέα τους υιοθετούν και διαδίδουν χονδροειδείς μύθους -βέβαια, υπάρχει εξήγηση σε αυτό: διαδίδουν μόνο ευχάριστουςμύθους. Όταν κάτι μάς ευχαριστεί, όταν επιβεβαιώνει την αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο και τα πράγματα, παύουμε να είμαστε δύσπιστοι.

Αλλά υπάρχουν και στιγμές που σε αποζημιώνουν, όταν βλέπεις άλλους να ανασκευάζουν το επόμενο κύμα διάδοσης ενός μύθου (διότι οι μύθοι έρχονται σε κύματα, όπως ο κορονοϊός) χρησιμοποιώντας ή παραπέμποντας στα γραφτά σου. Τότε σκέφτεσαι πως δεν πήγε άδικα τόσος κόπος.

Το επόμενο βιβλίο το έχετε σκεφτεί. Ή μήπως το γράφετε κιόλας…

Αν εννοείτε βιβλίο για τη γλώσσα, έχω στα σκαριά εδώ και χρόνια ένα βιβλίο για τα αντιδάνεια. Μέχρι τώρα σκοντάφτω στο ότι δεν έχω βρει τη σωστή αναλογία ανάμεσα στο τερπνό και στο ωφέλιμο -αλλά ελπίζω πως θα τα καταφέρω.

Το βιβλίο του Νίκου Σαραντάκου «Το ζορμπαλίκι των ραγιάδων, Ανιχνεύοντας το 1821 μέσα από τις λέξεις του» κυκλοφορεί από τις «Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου».

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα