Γιατί η ευτυχία δεν είναι απαραίτητα αυτό που φαίνεται

Γιατί η ευτυχία δεν είναι απαραίτητα αυτό που φαίνεται
Η Μέρι Γουόλστονκραφτ σε πίνακα του Τζον Όπι του 1797 Wikimedia Commons

Η ασταθής ιστορικά έννοια της λέξης "ευτυχία", η χρήση της ως τέχνασμα εμπιστοσύνης με στόχο το οικονομικό κέρδος και η δικαιολόγηση της δουλείας στις ΗΠΑ μέσα από την επιδίωξή της.

* Το άρθρο του συγγραφέα και συνεργάτη στο τμήμα Ιστορίας και Πολιτισμικών Σπουδών στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου και στο τμήμα Κοινωνικών Σπουδών της Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο ΜακΓκιλ, Rob Boddice δημοσιεύτηκε στο Aeon. Τo Αeon, είναι διαδικτυακό περιοδικό, που θέτει μεγάλα ερωτήματα, αναζητώντας φρέσκες απαντήσεις και μια νέα οπτική στην κοινωνική πραγματικότητα, την επιστήμη, τη φιλοσοφία και τον πολιτισμό. Το NEWS 24/7 αναδημοσιεύει κάθε εβδομάδα μια ιστορία για όσους λατρεύουν την πρωτότυπη σκέψη πάνω σε παλιά και νέα ζητήματα.

“Να είσαι ευτυχισμένος!” προέτρεψε η Μέρι Γουόλστονκραφτ τον εν διαστάσει εραστή και βασανιστή της, Γκίλμπερτ Ιμλάι, στα τέλη του 1795. Τι εννοούσε; Ήταν μόνο λίγες μέρες αφότου ανασύρθηκε από τον Τάμεση, έχοντας αποτύχει να πνιγεί. Περιφρονημένη, ντροπιασμένη και μειωμένη στα μάτια του κόσμου, κατά την άποψη της για τον εαυτό της, η Γουόλστονκραφτ επέλεξε το θάνατο. Τώρα επίσης ήταν αποτυχημένη που “απάνθρωπα επανήλθε στη ζωή και τη δυστυχία”. Οι ερωτοτροπίες του Ιμλάι ήταν η πηγή των δεινών της και του το είπε. Γιατί λοιπόν να του ευχηθεί να είναι χαρούμενος; Ήταν συγχώρεση; Καθόλου. Η Γουόλστονκραφτ ήξερε ότι η νέα ερωμένη του Ιμλάι ήταν “το μόνο ιερό πράγμα” στα μάτια του και ότι ο θάνατός της δεν θα κατεύναζε την “απόλαυση” του.

Η χρήση της “ευτυχίας” από την Γουόλστονκραφτ δεν ήταν ιδιοσυγκρασιακή. Το λεξικό του Σάμιουελ Τζόνσον την όρισε ως “ευδαιμονία” ή “μακαριότητα” ή “κατάσταση στην οποία ικανοποιούνται οι επιθυμίες”. Η Γουόλστονκραφτ έλεγε στον Ιμλάι να ικανοποιηθεί σωματικά, υπονοώντας να μην έχει συναισθηματικό βάθος. Αυτή η σαρκική ευτυχία, με άλλα λόγια, ήταν το μόνο για το οποίο νόμιζε ότι ήταν ικανός. Στο σημείωμα αυτοκτονίας της, στο οποίο απευθύνεται στον Ιμλάι, έγραψε: “Εάν η ευαισθησία σου ξυπνήσει ποτέ, η τύψη θα βρει την καρδιά σου. Και, εν μέσω επιχειρηματικών και αισθησιακών απολαύσεων, θα εμφανιστώ μπροστά σου, το θύμα της απόκλισής σου από την ορθότητα. Να είσαι ευτυχισμένος τότε αλλά, αν τελικά είσαι άνθρωπος, θα με σκέφτεσαι όταν κάνεις σεξ μαζί της”.

Μια έρευνα στο Nature Human Behavior ισχυρίστηκε ότι παρουσίασε “ιστορική ανάλυση της εθνικής υποκειμενικής ευημερίας”. Για να το πετύχει, βασίστηκε σε ποσοτική ανάλυση ψηφιοποιημένων βιβλίων, εφημερίδων και περιοδικών από τους δύο τελευταίους αιώνες. Επικεντρώθηκε σε “λέξεις με σταθερές ιστορικά σημασίες”. Η προσπάθεια, από τον Τόμας Χιλς του Ινστιτούτου Τούρινγκ και το Τμήμα Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γουόρικ στο Ηνωμένο Βασίλειο, προκάλεσε απογοήτευση και όχι μόνο λίγη κοροϊδία από τους ιστορικούς. Η παραπάνω ιστορία της Γουόλστονκραφτ δείχνει αυτό που επεσήμαναν πολλοί “Twitterstorians”: δεν υπάρχουν λέξεις με “σταθερές ιστορικά σημασίες”, προπάντων όχι οι μεγάλες και σημαντικές λέξεις. Η “ευτυχία” είναι μια ασταθής ιστορικά έννοια, ένας ψεύτικος φίλος σε ιστορικές πηγές. Παρ’ όλα αυτά, ο ευρείας κατανάλωσης τύπος εστίασε στον ισχυρισμό ότι τη δεκαετία του 1880 υπήρξαν οι πιο ευτυχισμένοι Βρετανοί. Ας το γνώριζαν μόνο οι εργάτες του Μάντσεστερ και οι κάτοικοι των φτωχογειτονιών του Λονδίνου.

Η άγνοια των βασικών μεθόδων της πειθαρχίας της ιστορίας είναι εκπληκτική δεδομένης της αντοχής του υποπεδίου της ιστορίας των συναισθημάτων. Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο ή τριών δεκαετιών, η ιστορική μελέτη των συναισθημάτων έχει αναπτύξει ένα πλούσιο σύνολο εργαλείων με τα οποία μπορούν να χαρτογραφηθούν οι τρόποι με τους οποίους τα συναισθήματα έχουν αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Συναισθήματα όπως ο θυμός, η αηδία, η αγάπη και η ευτυχία μπορεί να φαίνονται συνηθισμένα, αλλά δεν ήταν τόσο εύκολα κατανοητά στο παρελθόν. Αυτές οι έννοιες και οι εμπειρίες που σχετίζονται με αυτά δεν είναι ιστορικά σταθερές. Επιπλέον, πολλά συναισθήματα έπαψαν να υπάρχουν, από την “ακηδία” (έλλειψη ενδιαφέροντος) έως την ζωτικότητα. Από την “εξευγενισμένη αγάπη” στη στοργικότητα. Η πρόσβαση σε αυτές συνεπάγεται την κατανόηση των προηγούμενων εννοιών και των προηγούμενων εκφράσεων, προκειμένου να ξεκλειδώσετε αυτό που οι άνθρωποι κάποτε ένιωθαν και βίωναν. Αυτό απαιτεί την δικανική ανασυγκρότηση του πολιτιστικού-ιστορικού πλαισίου. Είναι εγγενώς ποιοτική δουλειά.

Όχι πολύ καιρό πριν η Γουόλστονκραφτ παρουσιάσει την ευτυχία ως το ρηχό κορεσμό της επιθυμίας, ο γνωστός της και συνάδελφος επαναστάτης συγγραφέας Τόμας Πέιν είχε συνειδητά αναδιαμορφώσει την ευτυχία ως κομμάτι ενός δημοκρατικού οράματος. Για να το κάνει αυτό, επεξεργάστηκε την καινοτόμο έννοια της “κοινής λογικής” ως κοινωνική και πολιτική ευαισθησία. Το φυλλάδιο του Πέιν Common Sense (1776) είχε τόσο μεγάλη σχέση με τη δημιουργία ενός νέου πεδίου συναισθήματος όσο και με τη λογική. Γράφοντάς το, ο Πέιν βοήθησε στη διαμόρφωση του αμερικανικού κοινού στο οποίο το πούλησε. Δίδαξε στους Αμερικανούς ότι η ευτυχία ήταν μπλεγμένη με την εξουσία και την κυβέρνηση και ότι η δημιουργία της ευτυχίας που σχετίζεται με τη μοναρχία πρέπει να είναι λάθος. Η καλή κυβέρνηση, όπως δίδαξε ο Πέιν, είναι για “ελευθερία και ασφάλεια”, για να προστατεύσει την ευτυχία. Η μοναρχία δεν ήταν το “μέσο ευτυχίας” αλλά το μέσο “δυστυχίας για την ανθρωπότητα”.

Ενώ η λογική προαναφερόταν συχνά ως η πρωτεργάτρια των επαναστατικών ιδεών, ο Πέιν κατάλαβε ότι καθοδηγείται από συναισθήματα και αυτά τα συναισθήματα έπρεπε να υλοποιηθούν για να επικυρώσουν πρακτικές εξέγερσης. Η επανάσταση έπρεπε να είναι αποδεκτή για να είναι σωστή. Για όλα αυτά, έπρεπε να διαμορφωθεί το νέο αμερικανικό σύνταγμα “με έναν μετρημένα συνειδητό τρόπο”, έπρεπε να διαμορφωθεί έτσι ώστε να εγγυηθεί “το μεγαλύτερο σύνολο ατομικής ευτυχίας”. Αυτή η ιστορικά συγκεκριμένη και εγγενώς πολιτική ευτυχία έγινε προϋπόθεση για την οικοδόμηση του έθνους, μια διαδικασία που εξαρτήθηκε επίσης από ισχυρισμούς ατίμωσης, πόνου και αηδίας για τον αποικιακό ζυγό. Η Αμερική δεν θα βασιζόταν αμιγώς στη λογική, αλλά στο ελεγχόμενο συναίσθημα.

Η “επιδίωξη της ευτυχίας” που θεμελιώθηκε στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας ήταν η προσαρμογή του Τόμας Τζέφερσον στις ιδέες του Τζον Λοκ για την επιδίωξη της ζωής, της ελευθερίας και της ιδιοκτησίας. Όπως παρουσίασε η ιστορικός Nicole Eustace, ήταν μια ευτυχία που ενέκρινε και δικαιολόγησε την πρακτική της δουλείας. Η ευτυχία των ιδιοκτητών των σκλάβων εξαρτιόταν από τη δουλεία. Για τους υπογράφοντες τη Διακήρυξη, το δικαίωμα επιδίωξης της ευτυχίας ήταν για τους λευκούς. Όταν οι επικριτές χαρακτήρισαν τις αρχές της δουλείας και την επιδίωξη της ευτυχίας ως αντιφατικές, ένα παράδοξο που έπρεπε να σπάσει, οι ρατσιστές άλλαξαν προσέγγιση, ισχυριζόμενοι ότι οι σκλάβοι δεν είχαν ικανότητα για ευτυχία. Το μαύρο χρώμα από μόνο του, διαβεβαίωναν, ήταν μια αναπόφευκτη βιολογική αιτία δυστυχίας. Η ευτυχία ήταν ένα δικαίωμα που προσφερόταν σε όλους τους ανθρώπους ως προϊόν ενός πολιτικού συστήματος, βασιζόταν, ωστόσο, στον περιορισμό της κατηγορίας “άνθρωπος” σε εκείνους που θεωρούνταν ικανοί για την ποιότητα της “ευτυχίας”. Η Γουόλστονκραφτ κατάλαβε ότι η επαναστατική εποχή είχε επίσης θέσει τις γυναίκες εκτός της κατηγορίας “άνθρωπος”. “Ευτυχία θα ήταν για τον κόσμο”, έγραψε στο A Vindication of the Rights of Woman (1792), “αν όλη αυτή η μάταιη προσοχή για την επίτευξη εγκόσμιας ευτυχίας… μετατρεπόταν σε μια ανήσυχη επιθυμία για βελτίωση της κατανόησης”.

Αυτές οι αντιφάσεις και συγκρούσεις μας λένε ότι, οτιδήποτε κι αν είναι ή ήταν η ευτυχία, η πολιτική δεν είναι ποτέ μακριά. Η πρόσφατη ιστορία της ευτυχίας, στην οποία συμμετέχει η μελέτη του Χιλς, είναι συνυφασμένη με νεοφιλελεύθερες μετρήσεις και συνταγές για την “ευημερία”. Μια ολόκληρη ακαδημαϊκή βιομηχανία έχει προκύψει από μια πολύ εύκολη μετάφραση της Αριστοτελικής ευδαιμονίας σε “ευτυχία”, η οποία δεν περνάει τον έλεγχο πραγματικότητας. Όσοι είδαν την ευτυχία μέσα από τον οπερασιοναλισμό είχαν στο μυαλό τους την καπιταλιστική αποτελεσματικότητα: πώς θα μπορούσε το εργατικό δυναμικό να είναι όσο το δυνατόν πιο παραγωγικό και να του αρέσει; Σε αυτόν τον “συναισθηματικό καπιταλισμό”, όπως το χαρακτήρισε η κοινωνιολόγος Έβα Ιλούζ του Εβραϊκού Πανεπιστημίου στην Ιερουσαλήμ, η ευτυχία έχει “ξανασυσκευαστεί” ως τέχνασμα εμπιστοσύνης για να ανταμείψει τη συμμόρφωση ή αλλιώς να διαγράψει το άτομο στο όνομα αφηρημένων κατηγοριών ευεξίας και όλα για χάριν του οικονομικού κέρδους.

Ενώ τα αυταρχικά καθεστώτα από τη Βενεζουέλα έως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα δημιούργησαν υπουργεία ευτυχίας προκειμένου να καθιερώσουν την επίβλεψη σε ολόκληρο τον πληθυσμό και να ανταμείψουν τη “καλή” – δηλαδή, συμμορφωτική – συμπεριφορά, οι ίδιες ιδέες είναι ζωντανές στις δυτικές δημοκρατίες. Γιορτάζονται μέσω προγραμμάτων των Ηνωμένων Εθνών, όπως η Παγκόσμια Έκθεση Ευτυχίας και η δέσμευση του ΟΟΣΑ να τοποθετήσει την ευημερία “στο επίκεντρο των κυβερνητικών προσπαθειών” στο όνομα της ανάπτυξης.

Αυτή η “ευτυχία” είναι πολύ μακριά από τους καθημερινούς ορισμούς. Μια χώρα όπως η Δανία, για παράδειγμα, η οποία κυριαρχεί τακτικά στα διαγράμματα “ευτυχίας”, έχει ιστορικό υψηλών ποσοστών αυτοκτονίας. Δείκτες ευτυχίας και ευεξίας για την κατάσταση μιας εθνικής οικονομίας δεν έχουν καμία σχέση με το πώς αισθάνεται ένα άτομο. Είναι μέρος μιας σύνθετης ιστορίας ευτυχίας. Ο τρόπος που την επιδιώκουμε, τη βιώνουμε ή την αποφεύγουμε πρέπει να μας κάνει να σταματήσουμε, γιατί αυτό που σημαίνει ευτυχία δεν είναι καθόλου αυτονόητο.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα