Ο Βλαδίμηρος δεν ήταν μόνο ένα ψάρι

Ο Βλαδίμηρος δεν ήταν μόνο ένα ψάρι

Διαβάστε ένα άρθρο (συμμετοχή στις "Γνώμες" του NEWS 247) για την αληθινή ιστορία φιλίας μεταξύ ενός ανθρώπου κι ενός ψαριού, που γεννήθηκε από την αγάπη του αρθρογράφου για τη θάλασσα

Από κάποια αφηρημάδα της φύσης γεννήθηκα άνθρωπος. Η κυρία Ευπραξία, η πρώτη μου δασκάλα στο δημοτικό, ήταν η μαμή που με ξεγέννησε. Καθώς με είχε στα χέρια της, είπε έκπληκτη στη μάνα μου, την αγία Αντωνία: «Βρε, εσύ γέννησες ψάρι». Έκανε χιούμορ βέβαια, γιατί τα δάχτυλα των ποδιών μου τα είχε καλύψει ο πλακούντας με τέτοιο τρόπο, που έμοιαζαν σαν τα πόδια των υδρόβιων πουλιών.

Πάντως αυτό ήταν το πρώτο σημάδι, ότι μεγαλώνοντας θα γινόμουν ένα πλάσμα του νερού. Θα μπορούσα να ισχυριστώ, ότι και ο φίλος μου ο Βλαδίμηρος, ένας εικοσιπεντάκιλος ροφός που ζούσε στη βαθειά ξέρα, νοτιοανατολικά της Λιμνόνιζας, στη μυροβόλο Ύδρα, δεν ήταν μόνο ένα ψάρι.

Με τον «Γέρο-Δημήτρη», ένα βαριοκόκκαλο καΐκι που χτίστηκε στο ναυπηγείο των αδελφών Τζουβελέκα στη Σκιάθο, ψάρευα επί χρόνια στις Σποράδες. Σκαρί που το αγαπούσε η θάλασσα, αφού με απαγορευμένους τους πλόες πήγαινα προμήθειες στα αποκλεισμένα μοναστήρια του Αγίου  Όρους.

Ύστερα, μπήκε στη ζωή μου η ξανθή ομορφονιά, η «Σελήνη», το πιο όμορφο και πιο ερωτικό ξύλινο σκάφος του Αιγαίου. Ήταν το τελευταίο σκαρί που έφτιαξε ο πρωτο-μάστορας του Περάματος, Γιώργης Ψαρρός, κατ’ εντολήν-όπως έλεγε-της Παναγιάς. Το σκάφος ανήκε στον Σκιαθίτη εφοπλιστή, Αχιλλέα Φραγκίστα. Εκείνος  το είχε βαπτίσει Λισβοέττα, δηλαδή, Λισσαβονίτσα. Με αυτά τα δυο καΐκια πέρασα είκοσι πέντε χρόνια, ταξιδεύοντας σε όλες τις θάλασσες της μονάκριβης πατρίδας μας, ψαρεύοντας σφουγγάρια και ψάρια, μόνο με την ανάσα μου. Ποτέ δεν χρησιμοποίησα μπαμπέσικα μέσα, ποτέ δεν πρόδωσα τη θάλασσα. Αρχές του 1973 έριξα το μαγκιώρο σίδερο στα νερά της  θεοφύλακτης Ύδρας.

Στα τριάντα πέντε χρόνια εμπειρίας μου στον κόσμο του βυθού, απέκτησα μια ειδική σχέση με τα ψάρια. Ποτέ δεν χτυπούσα ένα ψάρι που ήταν λιγότερο από ενάμισι κιλό και εννοώ τα αργόψαρα, όπως τα λένε στις Σποράδες, ροφούς, στείρες, σφυρίδες, πίγκες και λοιπά.

Τη σχέση αυτή την απέκτησα ειδικά με εκείνα τα ψάρια, που λόγω βάθους, δεν μπορούσα να χτυπήσω, γιατί ήταν δύσκολο το θαλάμι τους κι αν τα χτυπούσα δεν θα μπορούσα να τα πάρω. Άλλα ψάρια τα συμπαθούσα από το σχήμα τους,τα χρώματά τους.

Ένα τέτοιο ξεχωριστό ψάρι ήταν ο Βλαδίμηρος. Είχε επιλέξει μια δύσκολη μονόπετρα με πολλές εισόδους, γύρω στα είκοσι με είκοσι πέντε μέτρα, στο φρύδι μιας δασωμένης πλαγιάς που κατέληγε στο χάος.

Η πρώτη μας συνάντηση θα έλεγα ότι ήταν «κοσμικού χαρακτήρα», μια  συνηθισμένη αναμέτρηση. Επιχείρησα την αναγνωριστική μου βουτιά, αφού έκανα τον απαραίτητο λελογισμένο υπεραερισμό. Μόλις έφθασα στο θαλάμι του με αργές, ήρεμες κινήσεις έριξα τον φακό σε ό,τι φαινόταν από το κεφάλι του Βλαδίμηρου. Εκείνος με κοίταζε με ένα περίεργο, σχεδόν ανθρώπινο βλέμμα. Εδώ και χρόνια δεν έφερα πάνω μου όργανα μετρήματος βάθους, πίεσης, και λοιπά. Απλώς αυτορυθμιζόμουνα. Είχα τεντώσει το χέρι μου με το οπλισμένο ψαροντούφεκο, ενώ ο Βλαδίμηρος υποχωρούσε στο βάθος της τρύπας του και το μόνο που έβλεπα πλέον ήταν ένα κομμάτι από την κοιλιά του.

Αν το χτυπούσα σε αυτό το ευαίσθητο σημείο, το ψάρι θα κοβότανε και δεν θα μπορούσα να το πάρω. Και το βέβαιο ήταν, ότι το ψάρι θα πέθαινε, αφού μέσα στο σώμα του-ιδιαίτερα στα σπάραχνά του- θα ορμούσαν δεκάδες μουρμουρέσες, κάτι σαν τις σαρανταποδαρούσες της στεριάς.

Καθώς ανέβαινα στην επιφάνεια όσο μπορούσα πιο αργά, σκεφτόμουν το ήρεμο, σχεδόν τρυφερό βλέμμα του Βλαδίμηρου, που μου έλεγε: «Τί θες, άνθρωπέ μου, στο σπίτι μου; Πόσο ακόμα θα κρατήσει αυτό το κυνηγητό; Εσείς τουλάχιστον οι ελεύθεροι δύτες που κατεβαίνετε κρατώντας την αναπνοή σας, μας δίνετε τη δυνατότητα να κρυφτούμε καλύτερα και να κατέβουμε σε βάθος που δεν μπορείτε με τίποτα να μας φτάσετε. Αλλά οι άλλοι με τα μαρκούτσια και τις αναπνευστικές συσκευές, περπατάνε στον βυθό όπως οι άνθρωποι στο φεγγάρι και μπορούνε να κάτσουν και μισή ώρα στο βάθος των εξήντα μέτρων».

Πόσο δίκιο έχεις, καλέ μου Βλαδίμηρε. Εμείς προσπαθούμε με κάθε τρόπο να σταματήσει αυτό το μακελειό. Οι μπουκαλοφόροι επιδεικνύουν ως έπαθλο στα παιδιά τους, τους φίλους τους, τη γυναίκα τους τα σκοτωμένα ψάρια. Και το χειρότερο, τραβούν φωτογραφίες με τα θύματά τους όλων των ειδών, κρύβοντας επιμελώς τις μπουκάλες.

Όμως εδώ, φίλε Βλαδίμηρε, πρέπει να κάνουμε έναν διαχωρισμό. Η πλειοψηφία όσων καταδύονται με μπουκάλες χαίρονται τη φύση, τη γοητεία του βυθού. Προσφέρουν μάλιστα πολλές φορές σημαντικές πληροφορίες για την κατάσταση των οικοσυστημάτων και τα αρχαία ναυάγια στις αρμόδιες υπηρεσίες.

Κάθε φορά που αναδυόμουνα, η θάλασσα από πάνω μου ήταν ο πρώτος ουρανός. Με αγωνία ανέβαινα στην επιφάνεια κουβαλώντας όλα τα εργαλεία της δουλειάς, ψαροντούφεκο, γάντζο, φακό και ψάρια. Γι’ αυτό, ένα από τα βιβλία μου, το ονόμασα «Ο Πρώτος Ουρανός».

Φορές τριγύριζα κάτω από το υπέροχο σκάφος, τη «Σελήνη», όπου ξύνονταν οι τούνες, τα μαγιάτικα, τα χελιδονόψαρα για να γεννήσουν. Ήτανε προίκα της θάλασσας και θαύμα μοναδικό να βλέπεις αυτό το καΐκι να ταξιδεύει με τα δυό του πανιά, για να πάει το αιώνιο μήνυμα στην ανήσυχη γοργόνα, που ‘χε το γυάλινο παλάτι της ανάμεσα από την Πολύαιγο και τη Φολέγανδρο, ότι  ο βασιλιάς Αλέξανδρος ζει και βασιλεύει. Δεν  άξιζε σε αυτό το υπέροχο σκάφος ο ατιμωτικός θάνατος σε ένα ναυπηγείο της Σαλαμίνας, όπου ένα σωρό κλεφτρόνια το λεηλάτησαν.

Τέσσερα χρόνια κράτησε η γνωριμία μου με τον Βλαδίμηρο. Και πάντα επαναλαμβανότανε η ίδια ιστορία. Με κοιτούσε κουνώντας τα τεράστια φτερά του, πιο μεγάλα κι από τα φτερά της Μάγιας της μέλισσας. Είχε πια καταλάβει ότι δεν ήμουν εγώ ο συνηθισμένος εχθρός. Όταν με έβλεπε, έστρωνε τα φοβερά αγκάθια της ράχης του, σημάδι ότι υποδεχόταν έναν φίλο.

Ωστόσο, κρατούσε τα προσχήματα. Μόλις πλησίαζα, παρ’ ότι δεν κρατούσα ψαροντούφεκο παρά μόνο τον φακό μου, τρύπωνε χαλαρά στο θαλάμι του και με περίμενε χωρίς να ανακατεύει με την ουρά του την άμμο, για να μου δώσει τη δυνατότητα να τον κοιτάζω και να με κοιτάζει, όση ώρα μπορούσα να αντέξω σ’ αυτό το βάθος.

Θυμάμαι ότι την πρώτη φορά που συνάντησα τον Βλαδίμηρο, το δέρμα του είχε γίνει σκούρο, σχεδόν μαύρο. Τα αγκάθια του έξυναν το πάνω μέρος του θαλαμιού του και ήταν σε θέση μάχης. Τα μάτια του τότε  δεν τα χώριζε η λεπτή μελιά γραμμούλα, όταν με κοίταζε. Τώρα, βγάζει σε ακανόνιστα σχήματα κίτρινες και μπεζ βούλες, για να μου δείξει τη φιλική του διάθεση.

Ένα φθινοπωρινό Σάββατο, του Οκτωβρίου του 1985 νομίζω, ο Βλαδίμηρος δεν βγήκε να με υποδεχθεί. Ήταν ένα απόγευμα σε πλήρη αμφιβολία. Ο ήλιος γοητευμένος είχε παρατείνει την παρουσία του πάνω από αυτό το μαγικό τοπίο και φώτιζε ως βαθιά τον βυθό. Στο θαλάμι του επικρατούσε απόλυτη σιγή. Κατέβηκα εσπευσμένα και το φώτισα. Από την τρύπα που έβγαζε συνήθως το κεφάλι του, πρόβαλε μια τεράστια σμέρνα. Είτε βρήκε το θαλάμι ακατοίκητο, ή μύρισε αίμα και ήρθε να γευματίσει τα αποφάγια. Δυστυχώς, η δεύτερη εκδοχή βγήκε αληθινή.

Στο θαλάμι είχε προηγηθεί πάλη. Πεσμένοι αχινοί στο κάτω μέρος του, χοντρά λέπια μεγάλου ψαριού που κάποιοι το τράβηξαν με τον γάντζο. Αυτό επιβεβαίωνε ότι ο Βλαδίμηρος σκοτώθηκε ύστερα από άνιση μάχη, από αντίπαλο που μπορούσε να μείνει πολλή ώρα στον βυθό με τη βοήθεια αναπνευστικής συσκευής.

Ένιωσα ένα σφίξιμο στο στήθος. Ο φίλος μου, ο Βλαδίμηρος δεν υπήρχε πια.

 «….Κάτι τέτοιες στιγμές, πολύ συλλογιέμαι τον μπάρμα-Στυλιανό τον Αβδή, επαγγελματία κυνηγό της δεκαετίας του ’40, που δεν σκότωνε ποτέ τα πουλιά την ώρα που έπιναν νερό…»

Και με τούτο το απόσπασμα από τη «Ζωή εν τάφω» του Στρατή Μυριβήλη, τελειώνω την αληθινή αυτή ιστορία.

* Ο Μανόλης Τσακίρης είναι συγγραφέας λογοτεχνικών βιβλίων, μέλος της Ενώσεως Σεναριογράφων Ελλάδος, ενώ για 14 χρόνια υπήρξε στενός συνεργάτης του σκηνοθέτη Θεόδωρου Αγγελόπουλου. Υπήρξε σύμβουλος σε ζητήματα πολιτισμού στην ΓΣΕΕ και την ΟΤΟΕ και είναι πρόεδρος του ιστορικού υπερκομματικού Συλλόγου Οικολόγων Ύδρας.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα