Μεσολόγγι 1826: Η πείνα λυγίζει του Ελεύθερους Πολιορκημένους

Μεσολόγγι 1826: Η πείνα λυγίζει του Ελεύθερους Πολιορκημένους
Wikimedia Commons

Ο ιστορικός Νίκος Γιαννόπουλος γράφει για την πείνα που θέρισε τους πολιορκημένους Μεσολογγίτες. Αναγκάστηκαν να τρώνε ακόμα και ανθρώπινα μέλη. Πώς οδηγήθηκαν στην ηρωική έξοδο.

Τον Απρίλιο του 1826 συμπληρώθηκε ένας χρόνος από την έναρξη της τελευταίας πολιορκίας του Μεσολογγίου. Παρά τον ασφυκτικό κλοιό των τουρκοαιγυπτιακών δυνάμεων από ξηρά και θάλασσα, τις αλλεπάλληλες επιθέσεις και τη «βροχή» των οβίδων που είχε σωριάσει τα πάντα σε ερείπια, οι επαναστατικές σημαίες κυμάτιζαν ακόμη στις επάλξεις των τειχών της «ιεράς πόλεως» των Ελλήνων. Ωστόσο, ένας πιο φοβερός και ανελέητος εχθρός – η πείνα – έκαμψε τους υπερασπιστές της. Οι τελευταίοι ενημέρωσαν την κυβέρνηση του Ναυπλίου και προέβησαν σε απελπισμένη έκκληση για άμεση αποστολή τροφίμων. Η κυβέρνηση ωστόσο ολιγώρησε δραματικά, ίσως γιατί «ο χορτάτος δεν πιστεύει τον πεινασμένο», όπως σχολίασε, με αρκετή δόση ειρωνείας, η μεσολογγίτικη εφημερίδα «Ελληνικά Χρονικά». Ήδη, από τα μέσα Φεβρουαρίου η κατάσταση στο Μεσολόγγι είχε αρχίσει να γίνεται τραγική. Δεν αρκούσαν πλέον για να τους ενθαρρύνουν οι ηρωισμοί και οι επιτυχημένες επιθετικές έξοδοι. Δεν είχαν πλέον κανένα μέσο να συντηρηθούν.

H ημερήσια διανομή άρτου περιοριζόταν στα 10 γραμμάρια! Από τις 10 Μαρτίου ωστόσο έπαυσε και η διανομή αυτής της ελάχιστης μερίδας. Μια επιστολή του Ελβετού φιλέλληνα Ιωάννη Μάγερ, που στάλθηκε στον συνταγματάρχη Στάνχοπ εκείνες τις ημέρες της αγωνίας – και μετά την καταστροφή από οβίδα στις 20 Φεβρουαρίου του τυπογραφείου των Ελληνικών Χρονικών – αποτέλεσε το τελευταίο μήνυμα του προπυργίου της ελληνικής αντίστασης.

Προκειμένου, λοιπόν, να εξασφαλισθεί το συσσίτιο, σφάζονταν καθημερινά οι γάτες, οι σκύλοι, τα γαϊδούρια, τα μουλάρια και τα άλογα. Φαγώθηκαν στην κυριολεξία τα πάντα! Οι τσακωμοί και οι συμπλοκές για έναν ψόφιο ποντικό εξελίχθηκαν σε σύνηθες φαινόμενο.

«Τα βάσανα, τα οποία υπομένομεν, και μια πληγή την οποία έλαβα εις τους ώμους, δεν με εσυγχώρησαν μέχρι τούδε να σας διευθύνω τους τελευταίους μου ασπασμούς. Κατηντήσαμεν εις τοιαύτην ανάγκην ώστε να τρεφώμεθα από τα πλέον ακάθαρτα ζώα και να πάσχωμεν όλα τα φρικτά αποτελέσματα της πείνης και της δίψης. Η νόσος αυξάνει έτι μάλλον τας δεινοπαθείας, υπό των οποίων θλιβόμεθα. Χίλιοι επτακόσιοι τεσσαράκοντα των αδελφών μας ετελεύτησαν και περίπου των εκατό χιλιάδων σφαίραι κανονιών και βόμβαι, ριπτόμεναι από το εχθρικόν στρατόπεδον, κατεδάφισαν τους προμαχώνας μας και κατεκρήμνισαν τας οικίας μας. Το δε ψύχος μάς ενοχλεί υπερβολικώς, καθότι είμεθα διόλου εστερημένοι από ξύλα της φωτιάς. Με όλας τας στερήσεις ταύτας, είναι αξιοθαύμαστον θέαμα ο ένθερμος ζήλος και η αφοσίωσις της φρουράς μας. Πόσοι γενναίοι άνδρες μετ’ ολίγας ημέρας δεν θέλει είσθαι πλέον ειμή σκιαί, κατηγορούσαι ενώπιον του Θεού την αδιαφορίαν του Χριστιανικού κόσμου εις τον αγώνα, όστις είναι ο αγών της θρησκείας!

Οι Αλβανοί, όσοι παραίτησαν τας σημαίας του Ρεσίτ πασά, ηνώθησαν μετά του Ιμπραήμ. Εν ονόματι όλων των ενταύθα ηρώων, μεταξύ των οποίων είναι και ο Νότης Μπότσαρης, ο Παπαδιαμαντόπουλος, και εγώ, όστις παρά της Ελληνικής Διοικήσεως εδιωρίσθην αρχηγός ενός στρατιωτικού σώματος, σας αναγγέλω την ενώπιον του Θεού ωρισμένην απόφασίν μας δια να υπερασπισθώμεν και την υστέραν σπιθαμήν της γης του Μεσολογγίου και να συνενταφιασθώμεν υπό τα ερείπια της πόλεως, χωρίς να ακούσωμεν πρότασίν τινα συνθήκης. Η τελευταία μας ώρα ήγγικεν. Η ιστορία θέλει μας δικαιώσει και οι μεταγενέστεροι θέλουν ελεεινολογήσει την συμφοράν μας. Εγώ δε καυχώμαι, διότι εντός ολίγου το αίμα ενός Ελβετού, ενός απογόνου του Γουλιέλμου Τέλλου, μέλει να συμμιχθή με τα αίματα των ηρώων της Ελλάδος…».

Έτρωγαν γάτες, σκύλους, ποντικούς και ανθρώπινα μέλη

Ο κλοιός γύρω από την πόλη είχε γίνει πλέον ασφυκτικός, ενώ οι βομβαρδισμοί ήταν αδιάκοποι και ανηλεείς. Τα τρόφιμα είχαν εκλείψει και οι ασθένειες μάστιζαν τους κατοίκους. Προκειμένου, λοιπόν, να εξασφαλισθεί το συσσίτιο, σφάζονταν καθημερινά οι γάτες, οι σκύλοι, τα γαϊδούρια, τα μουλάρια και τα άλογα. Φαγώθηκαν στην κυριολεξία τα πάντα! Οι τσακωμοί και οι συμπλοκές για έναν ψόφιο ποντικό εξελίχθηκαν σε σύνηθες φαινόμενο. Στην πόλη δεν υπήρχαν ούτε καν χόρτα, διότι οι αγροί βρίσκονταν έξω από το τείχος. Οι απελπισμένοι Μεσολογγίτες είχαν πλέον πρόσβαση μόνο στα αλμυρίκια που φύτρωναν γύρω από τη λιμνοθάλασσα. Παράλληλα κυνηγούσαν εκεί, μετά μανίας, καβούρια.

Ακόμη και το καθαρό νερό ήταν δυσεύρετο σε εκείνη την επίγεια κόλαση. Ο Νικόλαος Κασομούλης αναφέρει μεταξύ άλλων στα στρατιωτικά του Ενθυμήματα:

«…Ο πόλεμος είχε καταντήσει εις την ακοήν ωσάν μια μουσική, και τόσον είναι αληθινόν, ώστε αν κανένα μεσημέρι από την ζέστην έπαυαν τα δύο μέρη, ήτο το παν εις αθυμίαν…». Στη συνέχεια δίνει μια εικόνα για το νερό που έπιναν οι αποκλεισμένοι: «Το νερό των στερνών από τους διαφόρους που εφονεύοντο εκ των πυροβόλων του εχθρού πλησίον, είχε γίνει ένα μίγμα αλλόκοτον. Ο,τι ήθελες μέσα εύρισκες. Μυαλά, εντόσθια, αίμα, κεφάλια και οι Έλληνες έπιναν και υπέμνησκαν με όλη την αδιαφορίαν».

Η Διευθυντική Επιτροπή όρισε μια τριμελή επιτροπή, υπό τον σωματάρχη Γ. Βάγια και τους υποσωματάρχες Σουλτάνη και Γιαν. Ραζηκότζικα, οι οποίοι περιφέρονταν σε όλες τις κατοικίες αναζητώντας κρυμμένα τρόφιμα. Κατόρθωσε να συγκεντρώσει 1.200 οκάδες αλεύρι, το οποίο και διένειμε χρησιμοποιώντας ένα κύπελλο ως μέτρο. Αφού καταναλώθηκαν όλα τα ζώα, οι κάτοικοι προσπάθησαν να κορέσουν την πείνα τους, όπως προαναφέρθηκε, με ποντίκια, ενώ αναφέρθηκαν και περιστατικά νεκροφαγίας! Χαρακτηριστικές είναι οι μαρτυρίες του Μάγερ, του Αρτεμίου Μίχου, Νίκου Μακρή, Νίκου Κασομούλη και άλλων αυτοπτών μαρτύρων της πολιορκίας του Μεσολογγίου κατά τις τελευταίες ημέρες πριν από την έξοδο.

«Από τις 10 Μαρτίου 1826 σταμάτησε η διανομή ψωμιού στη φρουρά. Για να εξασφαλιστεί το συσσίτιο σφάζονταν καθημερινά οι γάτες, οι σκύλοι, τα γαϊδούρια, τα μουλάρια. Και τα άλογα… Στις 15 Μαρτίου δεν είχανε μείνει στο Μεσολόγγι ούτε βάτραχοι. Το ίδιο και τα ποντίκια, μαγειρευτήκανε και αυτά με λάδι και ξύδι… Μερικές μανάδες βγάζανε από τους υγιείς νεκρούς το συκώτι τους, το καθαρίζανε, το πλένανε καλά, το πασαλείβανε με ξύδι και αλάτι, το μαγειρεύανε και το δίνανε κατόπιν τροφή στα παιδιά τους!… Ο αξιωματικός Γούλας Ρετινιώτης ανακάλυψε σε κρυψώνα ενός σπιτιού τον μηρό ενός παιδιού και άλλα μέλη του. Η οικοδέσποινα τού είπε ότι το παιδί της είχε πεθάνει από την πείνα και οι ισχνές σάρκες του χρησίμευαν για να τραφούν οι υπόλοιποι της οικογενείας…».

Ο Αρτέμιος Μίχος ανέφερε επίσης ένα άλλο περιστατικό όπου μια οικογένεια τηγάνιζε με κλεμμένο λάδι ανθρώπινα εντόσθια! Η τραγική αυτή κατάσταση ώθησε τον Λευκαδίτη ιατρό Πέτρο Στεφανίτση να προτείνει τον αλατισμό μερικών «νωπών» πτωμάτων εχθρών προκειμένου να καταναλωθούν από τους λιμοκτονούντες κατοίκους!

Η έξοδος

Κάτω από αυτές τις φρικτές συνθήκες και μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια του Ανδρέα Μιαούλη να ανεφοδιάσει την πόλη δια θαλάσσης (30 Μαρτίου 1826), οι αρχηγοί των πολιορκημένων αποφάσισαν να επιχειρήσουν διάσπαση του εχθρικού κλοιού.

Πράγματι στις 10 Απριλίου 1826, δύο ώρες μετά το σούρουπο, οι πολιορκημένοι έκαναν ηρωική έξοδο από τα τείχη της πόλης. Το εγχείρημα διακρινόταν από υψηλότατο βαθμό επικινδυνότητας, λόγω του μεγάλου πλήθους των αμάχων που θα βάδιζαν δύσκολα και τους οποίους όφειλαν να προστατεύσουν οι ένοπλοι. Ωστόσο, ήταν προτιμότερο από τον αργό θάνατο εξαιτίας της ασιτίας.

Ο Νίκος Γιαννόπουλος είναι ιστορικός.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα