Ονγκ Σαν Σου Τσι: Η λαίδη της Μιανμάρ που έγινε ό,τι πολεμούσε

Ονγκ Σαν Σου Τσι: Η λαίδη της Μιανμάρ που έγινε ό,τι πολεμούσε
Υποστηρικτές της Ονγκ Σαν Σου Τσι ζητούν την απελευθέρωση της, μετά τη σύλληψη της στο πραξικόπημα της Μιανμάρ. @2021 Sakchai Lalit/Associated Press

Δέκα χρόνια μετά την αποφυλάκιση της, η Ονγκ Σαν Σου Τσι συνελήφθη ξανά και τέθηκε υπό περιορισμό. Τότε ήταν 'η γυναίκα που αφιέρωσε τη ζωή της στη Μιανμάρ, που εγκατέλειψε την οικογένεια της για την πατρίδα'. Τώρα είναι εκείνη που κατηγορείται για γενοκτονία, μεταξύ πολλών άλλων.

Από τα ξημερώματα η γυναίκα που έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της ως το σύμβολο ειρήνης και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, Ονγκ Σαν Σου Τσι δεν είναι η επικεφαλής της Μιανμάρ. Ο στρατός πήρε τις εξουσίες της, με πραξικόπημα και προχώρησε στη σύλληψη της. Προηγουμένως, της ‘χρέωσε’ τεράστιες παρατυπίες στις βουλευτικές εκλογές του περασμένου Νοέμβρη, οπότε έκανε αυτοδύναμη κυβέρνηση -λαμβάνοντας το 83% των ψήφων. Eκείνη ζήτησε από το λαό της να βγει στους δρόμους. Ναι, έχει ακόμα (πολύ) λαό με το μέρος της.

Η Σου Τσι ήταν αυτή που ‘πιστώθηκε’ το πέρασμα της χώρας της στη δημοκρατία. Όταν βραβεύτηκε το 1991 με το Νόμπελ Ειρήνης, χαιρετίστηκε ως ‘εξέχον παράδειγμα της δύναμης των αδύναμων’. Είχε περιγράψει την Μπούρμα, όπως λεγόταν τότε η πατρίδα της, ως ‘τη χώρα πολλών διαφορετικών εθνοτήτων που θέλει να δημιουργήσει έναν κόσμο χωρίς άστεγους και απέλπιδες’. Η αλήθεια δεν ήταν ακριβώς αυτή.

Μέχρι το 2015 ήταν η υπερασπιστής της ειρήνης, της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που είχε θυσιάσει τη ζωή της και την οικογένεια της για τη Μιανμάρ. Μετά το 2015 και την εκλογή της για το ανώτερο αξίωμα -που μπορούσε να πάρει- έγινε γνωστό πως πίσω από τις κλειστές πόρτες πάντα φλερτάριζε με τον αυταρχισμό. Ήθελε να έχει τον πλήρη έλεγχο των πάντων και να γίνεται αυτό που ήθελε εκείνη, όπως κυριαρχούσε σε κάθε σύσκεψη ή κάθε μήνυμα προς τους συνεργάτες της.

Σε συνέντευξη που είχε δώσει εκείνο το έτος, ως το πρόσωπο της αλλαγής στη Μιανμάρ είχε πει πως ‘δεν είμαι η Μάργκαρετ Θάτσερ, μηδέ η Μητέρα Τερέζα. Ποτέ δεν υποστήριξα κάτι τέτοιο’. Κανείς δεν κατάλαβε τότε πόσο ειλικρινής ήταν.

Το 2011 ο διάσημος διάσημος σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός κινηματογραφικών ταινιών (θα έχεις υπ όψιν σου το ‘Απέραντο γαλάζιο’) Λουκ Μπεσόν, παρουσίασε στη μεγάλη οθόνη τη δουλειά του με τίτλο ‘The Lady’. Ήταν η ιστορία της Aung San Suu Kyi, κόρης του στρατηγού και εθνικού ήρωα, Ονγκ Σαν, ο οποίος είχε οδηγήσει την Μπούρμα (νυν Μιανμάρ) στην ανεξαρτησία -από τους Βρετανούς- το 1947. Στις 19/7 του ίδιου έτους δολοφονήθηκε από τους αντιπάλους του. Η Σου Τσι ήταν 2 χρόνων.  Η μητέρα της, Κιν Κι εξελίχθηκε σε εξέχουσα πολιτική προσωπικότητα της νεοσύστατης κυβέρνησης και το 1960 διορίστηκε πρέσβης στην Ινδία και το Νεπάλ. Την ακολούθησαν οι δυο γιοι της και η κόρη τους, οι οποίοι παρακολουθούσαν ήδη αγγλικό σχολείο.

H πρωταγωνίστρια όσων συμβαίνουν στο Μιανμάρ, μιλούσε τέσσερις γλώσσες (την τοπική, αγγλικά, γαλλικά και ιαπωνικά), όταν πήρε πτυχίο στις πολιτικές επιστήμες το 1964, από το Πανεπιστήμιο του Δελχί και έφυγε για μεταπτυχιακό στο St. Hugh’s College, της Οξφόρδης -όπου φοίτησε φιλοσοφία, οικονομικά και πολιτική. Ολοκλήρωσε με masters στην πολιτική, το 1968. Είχε ήδη γνωρίσει τον Μάικλ Έιρις, Βρετανό σπουδαστή της θιβετιανής κουλτούρας -που είχε ήδη ασπαστεί η Σαν Τσι. Όταν εκείνη έφυγε για τη Νέα Υόρκη,όπου έζησε με μια οικογενειακή φίλη, διάσημη τραγουδίστρια της ποπ στη χώρα της και δούλεψε για τρία χρόνια στα Ηνωμένα Έθνη -σε θέματα μπάτζετ-, αλληλογραφούσαν καθημερινά. Εκείνος βρισκόταν στο Μπουτάν, χώρα δίπλα στο Θιβέτ, ισόποσης σημασίας ως προς τη διάδοση του Βουδισμού. Παντρεύτηκαν την Πρωτοχρονιά του 1972. Έζησαν στο Λονδίνο. Ένα χρόνο μετά καλωσόρισαν τον Αλεξάντερ, στην οικογένεια. Το 1977 απέκτησαν και τον Κιμ.

Οικογενειακή φωτογραφία της Σου Τσι (στο κέντρο), όταν ήταν 2 χρόνων. @2021 Kyodo News/Associated Press

 

Στη δεκαετία του ’80 εκείνη συνέχισε τις σπουδές της -στη λογοτεχνία του Μπουτάν-, ως μέλος της ερευνητικής ομάδας του University of London στις ασιατικές και αφρικανικές επιστήμες, ενώ εργάστηκε στην Ιαπωνία και το Μπουτάν (ως υπάλληλος των Ηνωμένων Εθνών), πριν εγκατασταθεί στην Αγγλία για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Έφυγε το 1988, όταν την κάλεσε η βαριά άρρωστη μητέρα της. Όπως θα δεις στην ταινία του Μπεσόν, φεύγοντας είπε στους γιους της πως ‘θα γυρίσω σε μια, δυο εβδομάδες’. Δεν γύρισε ποτέ. Η χώρα της βρισκόταν εν μέσω πολιτικών αναταραχών που είχαν αρχίσει οι φοιτητές του Ρανκούν (βλ. ‘Εξέγερση 8888’ καθώς τα κύρια γεγονότα που όρισαν τις εξελίξεις συνέβησαν στις 8/8 του 1988) και έλαβαν τη στήριξη δημοσίων υπαλλήλων και Βουδιστών, όπως πια η πλειοψηφία ζητούσε ένα δημοκρατικό καθεστώς. Αφορμή ήταν ο διπλασιασμός στην τιμή του πετρελαίου.

Στις επισκέψεις που έκανε στο νοσοκομείο, για να είναι δίπλα στη μητέρα της (πέθανε το Δεκέμβρη του 1989) την προσέγγισαν πολλοί, ζητώντας της να βοηθήσει για την αλλαγή. Είχε πει πως ‘ως κόρη του πατέρα μου, δεν θα μπορούσα να μείνω αδιάφορη’, όταν ίδρυσε το κόμμα Νational League of Democracy (NLD) και έγινε ‘μπροστάρισσα’ της εξέγερσης εναντίον του Στρατηγού Νε Γιν.

Εμπνευσμένη από τις μη βίαιες καμπάνιες του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και του Ματχάμα Γκάντι, οργάνωσε συγκεντρώσεις και ταξίδεψε σε όλη τη χώρα, για να καταστήσει σαφή την ανάγκη ειρηνικών δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και ελεύθερων εκλογών. Οι προσπάθειες της ‘πνίγηκαν’ από τη βία του στρατιωτικού καθεστώτος που πήρε τη δύναμη, με πραξικόπημα (18/9/1988). Το 1989 εκείνη συνελήφθη και τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό, συνθήκη που βίωσε για τα περίπου 15 από τα επόμενα 21 χρόνια.

Στις εκλογές του Μάη του 1990 το κόμμα της πήρε το 59% των ψήφων και το 81% των θέσεων του κοινοβουλίου. Τελικά, δεν πήρε την εξουσία, με τη χούντα να κηρύσσει ως παράνομο τον Εθνικό Συνδυασμό για τη Δημοκρατία.

Είχε απελευθερωθεί για πρώτη φορά τον Ιούλιο του 1995, με το καθεστώς να την ενημερώνει πως άπαξ και εγκατέλειπε τη χώρα, θα έχανε το δικαίωμα επιστροφής σε αυτήν. Δυο χρόνια μετά ο σύζυγος της διαγνώστηκε με καρκίνο του προστάτη. Όταν η κατάσταση του ήταν πια πολύ σοβαρή, οι αρχές την ενημέρωσαν πως μπορούσε να ταξιδέψει κοντά του. Δεν το έκανε, γιατί φοβήθηκε πως δεν θα μπορούσε να γυρίσει στη Μιανμάρ. Ο Έιρις πέθανε το Μάρτιο του 1999.

O Σου Τσι, στις 20/8 του 1989, όταν απευθυνόμενη στους διαδηλωτές της 'Εξέγερσης 8888', κριτικάρει το στρατιωτικό καθεστώς. Eίκοσι εννέα χρόνια μετά, χαρακτήρισε 'γλυκούς' τους ίδιους ανθρώπους. @2021 Nation/Associated Press

 

Το 2000 της επιβλήθηκε εκ νέου κατ’ οίκον περιορισμός, όταν προσπάθησε να ταξιδέψει στην πόλη του Μανταλέι. Η τρίτη απελευθέρωση ήλθε το Μάιο του 2002. Της είχα πει πως ήταν η οριστική. Το Μάιο του 2003 τη συνέλαβαν και τη φυλάκισαν (αφότου υπεβλήθη σε υστερεκτομή που κρίθηκε αναγκαία για την υγεία της), κατά τη διάρκεια επίθεσης που δέχθηκε η αυτοκινητοπομπή της, στο βόρειο Μιανμάρ και είχε διαταχθεί από την δικτατορική κυβέρνηση και είχε ως συνέπεια το θάνατο πολλών υποστηρικτών της. Το Μάιο του 2008 Αμερικανός ακτιβιστής κατάφερε να εισέλθει στο σπίτι της και να μείνει σε αυτό για δυο μέρες. Αυτό ήταν παραβίαση των όρων κράτησης και ως εκ τούτου η Σαν Τσι προσήχθη σε δίκη, που κατόπιν πιέσεων έγινε ανοιχτά. Στις 13/11 του 2010 (έτος που το καθεστώς νίκησε στις εκλογές, αποτέλεσμα που είχε ως συνέπεια καταγγελίες για συστηματική νοθεία) ήταν και πάλι ελεύθερη. Αυτήν τη φορά, για πάντα. Ο γιος της Κιμ, μπορούσε να την επισκεφτεί. Την είδε για πρώτη φορά μετά μια δεκαετία.

Στις επαναληπτικές εκλογές του 2012 εξελέγη ως βουλευτής. Στις πρώτες δημοκρατικές εκλογές, μετά εκείνες του 1990, το κόμμα της πήρε την απόλυτη πλειοψηφία και το 70% των εδρών στο Κοινοβούλιο (43 στις 45). Ορκίστηκε ως Υπουργός. Λίγους μήνες μετά έφυγε από τη Μιανμάρ, για πρώτη φορά έπειτα από 24 χρόνια. Με αυτόν τον τρόπο έδειξε ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει, με τη νέα ηγεσία -ότι πίστευε πως θα της επέτρεπαν να γυρίσει στη χώρα. Το 2015 έγινε η Πρωθυπουργός της χώρας.

Ενόσω τελούσε υπό κράτηση, της απονεμήθηκαν ουκ ολίγα βραβεία -με κορυφαίο το Νόμπελ Ειρήνης. Τα παραλάμβαναν οι γιοι της, οι οποίοι διέθεταν τα έπαθλα στην υγεία και την εκπαίδευση. Η ταινία του Μπεσόν την έκανε γνωστή σε όλον τον κόσμο, το 2011 και άρα αύξησε το βάρος που ένιωθε στην πλάτη της, καθώς πια την παρακολουθούσε όλος ο πλανήτης. Όλο αυτό έγινε ακόμα πιο έντονο το 2015.

Μια από τις πιο διάσημες ομιλίες της είχε ως αντικείμενο το φόβο και highlight το “δεν είναι η εξουσία που διαφθείρει,αλλά ο φόβος. Ο φόβος να χάσουν την εξουσία διαφθείρει αυτούς που την ασκούν, εξίσου με αυτούς, που υποταγμένοι φοβούνται και υποκύπτουν στην ωμή βία της εξουσίας”. Τότε δεν υπήρχε καν η υποψία πως θα γίνει η φωτογραφία αυτής της φράσης.

Το 2017 το ‘πρόσωπο της ειρήνης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων’ της χώρας που δεν μπορούσε να πάρει επίσημα τον τίτλο της Προέδρου της χώρας -γιατί έχει παιδιά που είναι ξένοι υπήκοοι-, αλλά ήταν αυτό ακριβώς κατηγορήθηκε (από το Διεθνές Δικαστήριο) ως υπεύθυνη για την καταδίωξη της εθνοτικής ομάδας των μουσουλμάνων Rohingya (700.000 άνθρωποι τράπηκαν σε φυγή, για να σωθούν -με την κυβέρνηση να αρνείται να διασφαλίσει ελευθερία, δικαιώματα και ασφάλεια). Δεν ήταν αποφάσεις της που οδήγησαν σε βιασμούς, δολοφονίες και πιθανή γενοκτονία, αλλά ότι δεν έκανε τίποτα για να τα αποτρέψει, ενώ είχε πλήρη γνώση. Σε όσα δεν έκανε, είναι και η συνάντηση με το γενικό συμβούλιο του ΟΗΕ, όπου δεν εμφανίστηκε επικαλούμενη υποχρεώσεις ‘για την αντιμετώπιση των τρομοκρατών στη Μιανμάρ’. Εννοούσε τους Rohingya.

Αργότερα αποδείχθηκε ότι επί των ημερών της, είχαν προσαχθεί δημοσιογράφοι και ακτιβιστές, με τη χρήση νόμων που άνηκαν στην αποικιοκρατία, ενώ ο στρατός διατηρεί το 1/4 των θέσεων στο Κοινοβούλιο -και τον πλήρη έλεγχο υπουργείων όπως της άμυνας, των εσωτερικών και των εξωτερικών υποθέσεων. Όπως έγραψε το Business Insiderέζησε και τη στιγμή της, ως Μαρία Αντουανέτα όταν χαρακτήρισε τους στρατηγούς-μέλη του υπουργικού συμβουλίου που είχαν κατηγορηθεί για βίαιες πρακτικές ως ‘γλυκούς‘”, τον Αύγουστο του 2018. Ξεκάθαρα από τότε έως σήμερα (και το πραξικόπημα), η σχέση ‘ράγισε’ ξανά.

Η Guardian εξήγησε σε longread πως τρία χρόνια αφότου η Σου Τσι έγινε η απόλυτη δύναμη, η χώρα της παρέμενε το ίδιο καταπιεστική ως προς τους πολίτες της κι εκείνη ήταν πια εξοστρακισμένη από τους ομολόγους της στην παγκόσμια κοινότητα.

Ως πολιτικός υπερασπιζόταν τη δημοκρατία και τα ανθρώπινα δικαιώματα, μαζί με την ελευθερία του Τύπου. Ως επικεφαλής της κυβέρνησης έγινε ενθουσιώδης με τη φυλάκιση δημοσιογράφων που της ασκούσαν κριτική, κάτι που έκανε το στρατιωτικό καθεστώς προ αυτής‘ είπε ο Μπιλ Ρίτσαρντσον, Αμερικανός διπλωμάτης που γνωρίζεται με την Σου Τσι 25 χρόνια. Άλλος πρώην συνεργάτης κατέθεσε ότι ‘στα χρόνια που ήταν σε περιορισμό κατ’ οίκον, ουσιαστικά το κόμμα δεν λειτουργούσε, γιατί όλοι τη φοβόμασταν. Φοβόμασταν να πάρουμε πρωτοβουλία -το παραμικρό- και μείναμε χωρίς ιδεολογία. Τα πάντα ήταν επικεντρωμένα πάνω της‘.

Όταν ήταν πια ελεύθερη ‘κατόπιν ενθάρρυνσης της βρετανικής πρεσβείας, δημιούργησε ένα γραφείο στο σπίτι της και άρχισε να κρατά αποστάσεις από τα άλλα μέλη του κόμματος, που είχαν υπάρξει υποστηρικτές της. Μέχρι και ο Τζορτζ Σόρος δυσκολεύτηκε να τη συναντήσει. Πέραν των πρώην συντρόφων και συνεργατών, άρχισε αγνοεί και τους ηγέτες εθνικών μειονοτήτων’. Η χώρα της περίμενε από εκείνη να απελευθερώσει τους πολιτικούς κρατουμένους, να αλλάξει τους καταπιεστικούς νόμους, να επιτρέψει την ελευθερία του Τύπου και να πάρει αποφάσεις που θα βοηθούσαν ως προς την ανάκαμψη της οικονομίας. Δεν έκανε τίποτα από όλα αυτά‘.

H Ονγκ Σαν Σου Τσι, το 1991, όταν βραβεύτηκε με Νόμπελ Ειρήνης, το οποίο δεν παρέλαβε καθώς ήταν σε κατ' οίκον περιορισμό. Δεκαετίες μετά, χιλιάδες άνθρωποι υπέγραψαν αίτημα να της αφαιρεθεί. @2021 AP Photo

 

Χιλιάδες ήταν αυτοί που ζήτησαν να της αφαιρεθεί το Νόμπελ Ειρήνης, κάτι που δεν έγινε -γιατί αυτό είναι κάτι που δεν μπορεί να συμβεί, βάσει κανονισμών.

Στην εμφάνιση της στη Χάγη, πέρυσι υπερασπίστηκε όσα έκανε ο στρατός και τότε όλοι πια ήξεραν πως δεν έχει απομείνει κάτι να θυμίζει το παρελθόν της. Παραμένει αγαπητή μεταξύ των Βουδιστών, που δεν συμπαθούν ιδιαίτερα τους Rohingya. Ο Πρέσβης των ΗΠΑ στη Μιανμάρ, Ντέρικ Μίτσελ εξήγησε μέσω του BBC πως “η ιστορία της Ονγκ Σαν Σου Τσι αφορά εκείνη όσο και εμάς. Ενδεχομένως να μην ήταν αυτή που άλλαξε. Ίσως να είναι πάντα συνεπής, αλλά να μη γνωρίζαμε εμείς ποια πραγματικά είναι. Θα πρέπει να είμαστε προσεχτικοί, ώστε να μην εξελίσσουμε ανθρώπους ως εμβληματικές εικόνες, ξεπερνώντας τα όρια του τι θεωρείται ως ανθρώπινο”.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα