Κύκλωμα χρυσού – Ριχάρδος: Οι νομιμοφανείς επιχειρήσεις, το “ξέπλυμα” και η πολυτελής ζωή

Κύκλωμα χρυσού – Ριχάρδος: Οι νομιμοφανείς επιχειρήσεις, το “ξέπλυμα” και η πολυτελής ζωή

Τί αναφέρει το διαβιβαστικό της αστυνομίας για τις εγκληματικές οργανώσεις και το λαθρεμπόριο χρυσού.

Ζωές μέσα στην πολυτέλεια, τις οποίες βίωναν μέσα από τις νομιμοφανείς επιχειρήσεις, περιγράφει η ελληνική αστυνομία στο διαβιβαστικό της. Μιλά για δύο εγκληματικές οργανώσεις που συνυπήρχαν και συνεργάζονταν με στόχο το λαθρεμπόριο χρυσού, αλλά και για τον «Ριχάρδο» στον οποίο αποδίδουν πρωταγωνιστικό ρόλο.

Οι πληροφορίες που έφτασαν στις αρχές, σε συνδυασμό με τις άρσεις τηλεφωνικού απορρήτου και τους ειδικούς μάρτυρες που περιέγραψαν τον υπολογισμό των χρηματικών απωλειών του Κράτους κατά τη λαθρεμπορία χρυσού, οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι δεκάδες εκατομμύρια ευρώ διακινούνταν προς όφελος των κατηγορουμένων, αλλά και σε 63 συνολικά συλλήψεις.

Στο πολυσέλιδο διαβιβαστικό της Αστυνομίας περιγράφονται αναλυτικά οι δύο οργανώσεις, τα μέλη τους, ο τρόπος που φέρονται να ενεργούσαν, αλλά και οι κωδικοί ονομασίες που χρησιμοποιούσαν. Σύμφωνα με το διαβιβαστικό, μέλη τους είχαν προσχωρήσει σε πολυτελή βίο, αγοράζοντας γρήγορα αυτοκίνητα και προχωρώντας σε έναν πιο ακριβό τρόπο ζωή με πολυτελείς οικίες και ανάλογα διασκέδαση και διακοπές. Επίσης, καταγράφεται η εμπλοκή αστυνομικού της υπηρεσίας προστασίας επισήμων, ο οποίος και συνελήφθη, καθώς εμφανίζεται ότι ενημέρωνε τον βασικό κατηγορούμενο και ιδιοκτήτη γνωστών ενεχυροδανειστηρίων για την πορεία της έρευνας.

Η έρευνα των αρχών ξεκίνησε, όπως αναφέρεται, από «πληροφορίες», μέσω των οποίων έγινε γνωστό πως συγκεκριμένα άτομα που ονοματίζονταν, διατηρούσαν νομιμοφανείς επιχειρήσεις στο κέντρο της Αθήνας, από κοινού με συνεργούς τους, τουλάχιστον την τελευταία διετία και εξήγαγαν παράνομα ρολόγια, κοσμήματα, πολύτιμους λίθους και χρυσό που έφταναν στην κατοχή τους με άγνωστο τρόπο και σε μεγάλες ποσότητες, στερώντας από το ελληνικό Δημόσιο δασμούς και φόρους που υπερέβαιναν το ποσό των 150.000 ευρώ. Σύμφωνα με τις 250 σελίδες του εγγράφου, οι οργανώσεις λειτουργούσαν «προβαίνοντας στις παράνομες συναλλαγές τους, χωρίς να κινδυνεύουν από τυχαίους ελέγχους αφοί ήταν τυπικά «νόμιμοι» καθόσον λειτουργούσαν υπο την κάλυψη νομιμοφανών επιχειρήσεων, διακινώντας σε ημερήσια βάση μεγάλα χρηματικά ποσά που ξεπερνούσαν τα 400.000 ευρώ».

«Νομιμοφανής μανδύας»

Οι αστυνομικοί που συνέταξαν το διαβιβαστικό αναφέρονται σε δύο εγκληματικές οργανώσει «με πραγματικά ιδιαίτερη επικινδυνότητα (με οικονομικούς ορους)». Όπως ειναι γνωστό, αντικείμενο δραστηριότητας φαίνεται πως ήταν η λαθρεμπορία χρυσού και συγκεκριμένα «η συνεχής και αδιάλειπτη παράνομη εξαγωγή του στην Τουρκία μέσω τουριστικών λεωφορείων που πραγματοποιούσαν το δρομολόγιο Αθήνα -Κωνσταντινούπολη- Αθήνα». Με τον τροπο αυτό, φέρονται πως πραγματοποιούσαν λαθρεμπορία χρυσού σε μορφή σκραπ που οι απώλειες του Κράτους μόνο κατά το διάστημα από Ιούνιο εως Οκτώβριο φαίνονται να ξεπερνούσαν το ποσό του ενός εκατομμυρίου ευρω για κάθε εγκληματικη οργανωση.

«Οι δραστηριότητές τους βασίζονταν στην εκμετάλλευση των δυνατοτήτων αλλά και των αδυναμιών του οικονομικού και νομικού συστήματος και αποσκοπούσε στην επαύξηση της περιουσίας τους σε βάρος του Κράτους και των πολιτών, όντας ενδεδυμένες με «νομιμοφανή μανδύα»» αναφέρεται στο ίδιο έγγραφο, ενώ τονίζεται πως «από την έρευνα, δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι οι κατηγορούμενοι περιήλθαν με τον καιρό σε καταπάταση πλήρους ανομίας και ενεκα της ανεμπόδιστης καοισυνεχούς παράνομης δράσης τους, ενεργώντας ως «νόμιμοι» επιχειρηματίες του είδους, απαξίωσαν πλήρως, στη συνείδησης τους αστυνομικες, οικονομικές και δικαστικές αρχές. Μετά από ελέγχους ή συλλήψεις για όλως ελαφρά αδικήματα σε σύγκριση με το μέγεθος της όλη δραστηριότητάς τους, βελτίωναν τις τεχνικές τους και τις όποιες αδυναμίες τους, που εντόπιζαν τις αρχες, ετσι ωστε σε μελλοντικούς ελέγχους να μην μπορούν να διαπιστωθούν, ούτε τετοια αδικήματα».

Σύμφωνα με το διαβιβαστικό, οι δύο οργανώσεις λειτουργούσαν αυτοτελώς, πλην ομως η μία γνώριζε τη δράση της άλλης, ενώ τα αρχηγικά μέλη τους φέρονται να είχαν συμφωνήσει ως προς την τιμή αγοράς του χρυσού με σκοπό την απαλοιφή του μεταξύ τους ανταγωνισμού και εν τέλει την αύξηση του κέρδους τους. «Η διασύνδεση σε επίπεδο αρχηγών αφορούσε «κλείσιμο συμφωνιών» που ειχαν πάγιο χαρακτήρα και επετρεπε στις οργανώσεις να λειτουργούν ταυτόχρονα και παράλληλα, χωρίς η δράση της κάθε μίας να επηρεάζει την άλλη, αντίθετα ανάλογα το αντικείμενο δράσης υπήρχαν και συνεργασίες» αναφέρεται μεταξύ αλλων.

Καταστήματα Ριχάρδος

Αναφορικά με την πρώτη εγκληματική οργάνωση, που εμφανίζεται να αριθμεί 36 μέλη και να έχει ημερήσιο κύκλο δρασης τα 250.000 ευρώ, γίνεται λόγια για αριστουργηματικά οργανωμένο κύκλωμα με δύο συνδιευθυντές, ανάμεσά τους ο Ριχάρδος. Οι δύο άνδρες, κατά την αστυνομία, επικοινωνούσαν μεταξύ τους «κατα βάση δια ζώσης μεσω καθημερινών συναντήσεων – meeting στην έδρα της νομιμοφανούς επιχείρησης που αποτελούσε και το «φανερό στρατηγείο» της εγκληματικής οργάνωσης» και ποτέ τηλεφωνικώς.

Στόχος, σύμφωνα με τις αρχές, ήταν η εξαγωγή στην Τουρκία χρυσού ειστε με τουριστικά λεωφορεία ειστε αεροπορικώς. «Οι οδηγοί των εταιριών που έκαναν με τουριστικά λεωφορεία τη διαδρομή Αθήνα -Κωνσταντινούπολη είχαν ενταχθεί ως μέλη της οργάνωσης και βοηθούσαν στην εξαγωγή του χρυσού» επισημαίνεται στο διαβιβαστικό, περιγράφοντας πως εκείνοι λάμβαναν το πακέτο χρυσού «χέρι χέρι» και το έδιναν σε άλλο μέλος μόνο όταν έφταναν στην Τουρκία.

Στη συνέχεια, πάντα κατά το διαβιβαστικό, τα χρήματα από την πώληση του εξαγόμενου χρυσού «επέστρεφαν στην οργάνωση με ένα μοναδικής σύλληψης τέχνασμα». Όπως υπογραμμίζεται, το τέχνασμα βασιζόταν στη χρησιμοποίηση Κινέζων εμπόρων ρούχων που δραστηριοποιούνταν στη χωρά μας, έχοντας εταιρίες στο κέντρο της Αθήνας και οι οποίοι πραγματοποιούσαν αγορές στο εξωτερικό. Έτσι, φέρονται να εξανεμίζονται τα εμπόδια μεταφοράς χρημάτων για τους κατηγορούμενους, ενώ για τους Κινέζους χονδρέμπορους «έσπαγαν» τα capital controls.

Στο διαβιβαστικό έχουν δοθεί και τρόποι με τους οποίους φέρονται να ξέπλεναν το μαύρο χρήμα. Ενδεικτικά καταγράφονται:

Με την ανακαίνιση του σκάφους, ύψους 360.000 ευρώ, πρόθεση του διευθύνοντος Ριχάρδου Μυλωνά, ήταν η ενοικίαση του σκάφους σε τουρίστες με σκοπό την είσπραξη κερδών,

Με τη συμμετοχή άλλου κατηγορούμενου σε εταιρία εμπορίας ρολογιών, με κεφάλαιο 500.000 ευρώ, θα εμφανιζόταν, κατά την αστυνομία, νόμιμο κέρδος, με την κλασσική μέθοδο των κερδισμένων δελτίων

Η δεύτερη οργάνωση

Αναφορικά με τη δεύτερη εγκληματική οργάνωση, αναφέρεται πως «έχει έναν απόλυτο ηγέτη τον Αρχηγό αυτής, ο οποίος κατηύθυνε και συντόνιζε τη δράση των υπολοίπων μελών». Τα τελευταία εμφανίζονται ως πρόσωπα του κύκλου του Αρχηγού, είτε συγγενικά είτε φιλικά, τα οποία παρείχαν εχέγγυα της εμπιστοσύνης και της υπακοής στη βούληση της οργάνωσης. «Το μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους μπαίνει στα ταμεία της οργάνωσης που τα διαχειρίζεται ο αρχηγός και με αυτά πραγματοποιεί δανειοδότηση με τοκογλυφικούς πόρους σε τρίτα πρόσωπα» αναφέρεται στο διαβιβαστικό και συνεχίζει: «διατηρούσαν χώρο όπου  καθημερινά μετέβαιναν μέλη του δικτύου, όπου παρέδιδαν τον χρυσό και χρηματοδοτούνταν, καθώς και άτομα που επιθυμούσαν τη ρευστοποίηση επιταγών έναντι τόκου».

Ωστόσο, κατά την αστυνομία, τα χρήματα από την πώληση του εξαγόμενου χρυσού δεν προέκυψε με ποιο τρόπο παραδίδονταν στην οργάνωση. Παράλληλα, οι αρχές κατέληξαν πως νομιμοποιούνταν κύριως μέσω εικονικών αγοραπωλησιών ή μίας νομιμοφανούς επιχείρησης. Τέλος, καταγράφθηκε πρόθεση μελών να αγοράσουν πολυτελή αντικείμενα. Συγκεκριμένα, η παρολίγον αγορά ξενοδοχειακής μονάδος στο κεντρο της Αθήνα, μία προσπάθεια αγοράς πολυτελούς κατοικίας στη Μύκονο, ενώ ένας κατηγορούμενος απέκτησε πολυτελές όχημα μάρκας Porsche αξίας 70.000 ευρώ.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα