laurent champoussin

ΣΕΜΠΑΣΤΙΑΝ ΜΑΡΝΙΕ, ΓΙΑΤΙ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΤΟΣΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΠΟΥ ΤΑ ΒΑΖΟΥΝ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΛΟΥΣΙΟΥΣ;

Ο γάλλος σκηνοθέτης μιλάει στο Magazine για το νέο του σασπένς φιλμ Η Ρίζα του Κακού, και για το πώς το πολιτικό σινεμά του σήμερα είναι διαφορετικό από αυτό που ήταν κάποτε.

Δεν είναι ακριβώς κάτι καινούριο, αλλά ίσως απλώς να γίνεται πλέον με έναν διαφορετικό, πιο απενοχοποιημένο τρόπο: Ένα σινεμά πολιτικό, και πιο συγκεκριμένα ένα σινεμά «eat the rich» προβληματικής, που εστιάζει στις ταξικές διαφορές στήνοντας απολαυστικές ιστορίες μυστηρίου ή σασπένς ή απλώς μεγάλου γέλιου, γύρω από αυτές.

Από το Τρίγωνο της Θλίψης και τα Παράσιτα μέχρι το πιο πρόσφατο Knives Out και το Μενού, υπάρχει ένα ολόκληρο σύγχρονο υποείδος ταξικής σάτιρας των οποίων η πλοκή είναι βασικά «εργάτες συνυπάρχουν με αφεντικά μέσα σε κάποιο παλαβό ή μυστηριώδες σκηνικό – ακολουθεί τρελό κέφι, χάος, και ίσως μπόλικος θάνατος!».

Η ιδέα του Σεμπαστιάν Μαρνιέ (που προήλθε από μια προσωπική του ιστορία την οποία μας αφηγήθηκε, παρακάτω) είναι λοιπόν αυτή: Σε μια πολυτελή παραθαλάσσια βίλα, μια νεαρή εργάτρια βρίσκεται ξαφνικά ανάμεσα σε μια παρέα έξω από τον ταξικό προσδιορισμό της. Καλεσμένη εκεί του πλούσιου πατέρα της, ο οποίος θέλει να της συστήσει τη νέα του οικογένεια, η ηρωίδα θα γνωρίσει μισή ντουζίνα εντελώς έξτρα χαρακτήρων, που άπαντες μοιάζουν να κρύβουν μυστικά και ενοχές. Το αποτέλεσμα θα είναι φυσικά εκρηκτικό.

Αγωνιώδες μυστήριο με ειρωνικές πινελιές με οδηγό τον μεγάλο Κλοντ Σαμπρόλ (που επίσης μας ανέφερε ο Μαρνιέ προς το τέλος της συνέντευξης) και με πρωταγωνίστρια την πάντα φοβερή και αφοσιωμένη Λορ Καλαμί (του επίσης σούπερ πολιτικού και σούπερ αγωνιώδους κοινωνικού θρίλερ Full Time), η Ρίζα του Κακού (που κυκλοφορεί τώρα στις αίθουσες) έχει ρυθμό, ανατροπές και μια οπωσδήποτε επίκαιρη στόχευση.

Πώς γεννήθηκε όμως αυτή η κοινωνική σασπένς ιστορία; Ποιο προσωπικό βίωμα την έκανε πραγματικότητα; Ποιες είναι οι εκλεκτικές συγγένειες του Μαρνιέ με τον Τζον Κάρπεντερ και τον Κλοντ Σαμπρόλ; Και, τελικά, γιατί βλέπουμε τόσες (και τόσο απενοχοποιημένες) ταινίες τα τελευταία χρόνια;

Συναντήσαμε τον σκηνοθέτη Σεμπαστιάν Μαρνιέ στο γαλλικό ινστιντούτο στο πλαίσιο του φετινού φεστιβάλ γαλλόφωνου κινηματογράφου, όπου έκανε πανελλήνια πρεμιέρα η ταινία, και ρωτήσαμε για να μάθουμε περισσότερα.

Vangelis Patsialos

Η ιστορία της ταινίας προέκυψε από κάποιο περιστατικό, κάτι αληθινό, ή γεννήθηκε ως επέκταση κινηματογραφικών αναφορών;

Δεν επρόκειτο για κάποιο περιστατικό του αστυνομικού δελτίου, είναι μυθοπλασία δηλαδή, ωστόσο το σημείο έναρξης είναι μια πραγματική ιστορία που αφορά την οικογένειά μου. Η πολύ προλετάρια κι αριστερή μητέρα μου στα 70 της συνάντησε ξαφνικά τον βιολογικό πατέρα που πάντα ονειρευόταν πως θα συναντήσει, κι ο οποίος αποδείχθηκε εξαιρετικά πλούσιος, τραπεζίτης… και εξαιρετικά δεξιός. Αυτή η συνάντηση στη δική μας οικογένεια δημιούργησε μια άλλου είδους πάλη των τάξεων και μια αναταραχή κι αυτό ήταν η προέλευση της ταινίας.

Μετά πιθανώς επηρεάστηκα από ταινίες κι άλλους δημιουργούς, αλλά αυτός ήταν ο πυρήνας.

Αυτή η συνάντηση προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στην οικογένειά μου γιατί πολύ απλά αυτός ο φαντασιακός πατέρας που γίνεται πραγματικότητα κάποια στιγμή, ενσάρκωσε όλα τα δεινά που η οικογένειά μου –που ήταν μαρξιστική, αριστερή– αντιμαχόταν, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου.

Αυτός ο άνθρωπος είχε πέντε συζύγους, η πιο πρόσφατη ήταν πιο μικρή από τη μητέρα μου, είχε ένα τεράστιο σπίτι, αδιανόητα πολλά λεφτά. Αλλά από την άλλη ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρων άνθρωπος. Εγώ δεν πρόλαβα να τον γνωρίσω γιατί πέθανε 5-6 μήνες μετά τη συνάντησή τους, αλλά ό,τι μου έλεγε η μητέρα μου για εκείνο ήταν αμφίσημο, οπότε είπα πως δεν θα κάνω μια μανιχαϊστική ταινία. Θα ασχοληθώ κάθε πτυχή αυτού του ανθρώπου.

laurent champoussin


Με αφορμή αυτό, ξεκινώντας να κάνεις μια ταινία που είναι ένα φαν δείγμα κινηματογραφικού σασπένς αλλά που έχει και σαφείς ταξικές ανησυχίες, όταν ξεκινάει μια τέτοια ιστορία και με δεδομένο το background της οικογένειάς σου, το να αντιμετωπίσεις πράγματα και πρόσωπα σαν σύμβολα μιας ταξικής ματιάς, είναι κάτι που σε ενδιαφέρει πρωτίστως; Ή αφήνεις την ιστορία να κινηθεί από μόνη της;

Εγώ αγαπώ πολύ τις ταινίες είδους κι είναι αυτό που με γαλούχησε μεγαλώνοντας. Λατρεύω τις ταινίες τρόμου, τα θρίλερ, τις περιπέτειες. Όταν έγινα σκηνοθέτης θεώρησα ότι θα είμαι μάρτυρας της εποχής μου, γιατί αυτό θέλω να κάνω, να μιλήσω για την εποχή μου, αλλά δεν ήθελα να κάνω πολιτικό σινεμά, ήθελα να χρησιμοποιήσω τα είδη που με ενδιαφέρουν και μου αρέσουν, και να ψυχαγωγήσω λέγοντας και κάποια πράγματα.

Δεν σκόπευα ποτέ να γράψω ένα μανιφέστο, δε θα βγω να μοιράσω τρικάκια στους δρόμους και να πω στον κόσμο «σκεφτείτε αυτό». Κι είναι ένα γενικό ζήτημα με τον γαλλικό κινηματογράφο αυτό, γιατί συνήθως είναι πολύ μετωπικός, υπάρχει η πρώτη ανάγνωση όπου σου λέει κάποιος τι θέλει να πει και το ζήτημα είναι αυτό κ ιαυτό. Εγώ ήθελα να κάνω μια ψυχαγωγική ταινία που παρεμπιπτόντως, θα σε κάνει να σκεφτείς και κάτι άλλο.

Και θα πω ότι αυτό που βρίσκω πολύ ενδιαφέρον ως κινηματογραφιστής είναι οι συζητήσεις που κάνουμε με πολλούς άλλους συναδέλφους που το συζητάμε κι έχουμε σκέψεις πάνω σε αυτό, πάνω στα σύγχρονα γαλλικά είδη. Και συζητάμε για την σημασία του να κάνουμε ταινίες πιο ενδιαφέρουσες, που να εγγράφονται σε ένα είδος αλλά να είναι και πιο παιγνιώδεις.

Εγώ τουλάχιστον προσπαθώ να χρησιμοποιήσω την καλλιτεχνική διεύθυνση και να ειπωθούν πράγματα μέσα από αυτή. Το ντεκόρ, τα ρούχα, η μουσική, όλα να εκφράζουν πράγματα χωρίς ωστόσο να βγαίνουν από τα στόματα των ηθοποιών. Να είναι κάτι πιο συμβολικό, οπότε εκεί εμπίπτει κι αυτό που ανέφερες σχετικά με τον συμβολισμό. Και με αυτό τον τρόπο επίσης καταφέρνεις να ξεφύγεις από τον νατουραλισμό ελαφρώς.

Για παράδειγμα, το να έχεις 2000 βιντεοκασέτες στο δωμάτιο της μητέρας, εντάξει, μιλάει και για την τρέλα της, αλλά μιλάει και για την αδιανόητη μοναξιά που νιώθει αυτή η γυναίκα.

Χθες στο Q&A είπες πως «η ταινία αφορά μια πτώση της μπουρζουαζίας αλλά εντάξει, δε θα την κλάψουμε κιόλας». [γελάμε] Ο τρόπος που δημιουργείται το φινάλε της ιστορίας, που την πληρώνουν αυτοί που την πληρώνουν και την γλιτώνουν αυτοί που την γλιτώνουν, σημαίνει λοιπόν κάτι; Δηλαδή, ακολούθησες την ιστορία κι όπου σε οδηγούσε ή είχες εξαρχής σκοπό να κάνεις ένα point με το φινάλε;

Ήθελα να έχω το συγκεκριμένο τέλος γιατί είναι και λίγο αστείο, το να [συμβεί αυτό που συμβαίνει] είναι βαθιά γελοίο. Κι από την άλλη εγώ θέλω και να πω κιόλας ότι οι συγκεκριμένοι προλετάριοι ίσως δεν ήταν ακόμα ακόμα έτοιμοι. Πρέπει να οργανωθούν καλύτερα για να έρθουν οι αλλαγές.

laurent champoussin

Αυτό το είδος του ταξικού σινεμά είδους που είναι τόσο στη μόδα τα τελευταία χρόνια, πώς το σχολιάζεις; Ανέφερες συναδέλφους στη Γαλλία που έχετε κάποιες συζητήσεις περί είδους, αλλά και παγκοσμίως: Παράσιτα, Το Τρίγωνο της Θλίψης, Το Μενού, Knives Out… ταινίες που τα βάζουν με τους πλούσιους, με ταξικές έγνοιες, αλλά το κάνουν με όρους σινεμά είδους. Από χοντροκομμένη κωμωδίας μέχρι ταινία μυστηρίου. Αλλά συμβαίνει σε ένα επίπεδο μεγάλου πρεστίζ ή πολύ mainstream σινεμά. Πιστεύεις είναι αντίδραση σε κάτι;

Θα πω ότι αυτό που περιγράφεις δεν είναι κάτι καινούριο! Οι ταινίες είδους που είπα ότι αγαπάω πολύ, αλλά και πολλές «βήτα» σειρές, έχουν εν μέρει εγγενώς ένα κοινωνικό σχόλιο μέσα τους. Οι ταινίες τρόμου είναι πάντα ένα πολιτικό σχόλιο της εποχής τους. Σκηνοθέτες όπως ο Ρομέρο ή ο Κάρπεντερ, τον οποίο αγαπάω πολύ, ή ο Ντε Πάλμα, κάνουν ακριβώς αυτό. Ταινίες είδους που έχουν ένα πολιτικό και κοινωνικό σχόλιο. Φυσικά μπορεί μια ταινία να είναι σκέτη ψυχαγωγία και δεν είναι κακό αυτό, αλλά εν τέλει δεν είναι αυτές οι ταινίες που παραμένουν ισχυρές στη συνείδηση του κόσμου.

Οι ταινίες αυτές είδους έχουν άλλο ένα μεγάλο καλό. Πέραν του ότι κάνουν κοινωνικά σχόλια με έναν πιο αιχμηρό τρόπο, και αντικατοπτρίζουν την εποχή τους κάνοντάς το, έβαζαν στο προσκήνιο πάντα χαρακτήρες που ήταν πιο περίεργοι, πιο παράξενοι, αυτοί με τους οποίους οι πιο πρεστίζ και mainstream ταινίες δεν ήθελαν να ασχοληθούν, δεν ήθελαν να τους δουν. Αυτό για μένα είναι ένα μεγάλο ατού.

Κάποιες βασικές αναφορές στη δική μου ταινία είναι κάποια θρίλερ από τα ‘90s όπως το Βασικό Ένστικτο ή το Fatal Attraction ή το Νέα Γυναίκα Μόνη Ψάχνει, όπου πρωταγωνιστούσαν γυναίκες ηρωίδες που ο γαλλικός τύπος ονόμαζε salop [σσ. δηλαδή σκύλα]. Που παρότι υποτίθεται πως είναι αντιπαθητικές, είναι πολύ δυναμικές και δεν είναι το είδος της ηρωίδας που συναντάμε συχνά στις ταινίες. Προσωπικά τις λάτρευα πάρα πολύ κι ήθελα να είναι η ταινία μου κι ένα homage σε αυτές τις γυναίκες και σε αυτό τον κινηματογράφο.

Και για να απαντήσω στην ερώτηση με την παγκόσμια τάση, με το Τρίγωνο της Θλίψης κλπ: Η κοινωνία αλλάζει κι ο κόσμος είναι ανήσυχος. Ζητά τέτοιες ιστορίες. Και ευτυχώς πλέον, έρχεται μια νέα γενιά κινηματογραφιστών –γιατί εγώ θεωρώ ότι είμαι μεγάλος– η οποία δε θεωρεί το σινεμά είδους καθόλου ως κάτι το χυδαίο ή ως κάτι μειωτικό. Δε θεωρεί το genre βρισιά, και δεν το απαξιώνει.

Πλέον έχουμε σινεμά auteur που κάνουν σινεμά είδους ανερυθρίαστα. Χωρίς να ντρέπονται. Κι αυτό για τι συμβαίνει; Γιατί αυτά τα παιδιά είναι προϊόν των ταινιών είδους. Μεγάλωσαν, ανατράφηκαν βλέποντας τέτοιες ταινίες. Και μπορούν να βάλουν αυτούς τους σκηνοθέτες δίπλα δίπλα σε δημιουργούς ακόμα και της Νουβέλ Βαγκ. Πάρε το παράδειγμα του Σαμπρόλ. Ο Σαμπρόλ από όλη τη Νουβέλ Βαγκ ήταν εκείνος που θεωρούσαν ας πούμε τον λιγότερο σημαντικό, αλλά αυτό σιγά σιγά έχει αλλάξει και παίρνει πλέον τη θέση που του αξίζει.

Οπότε αυτό το φαινόμενο που περιγράφεις, νομίζω θα το βλέπουμε ολοένα και περισσότερο. Γιατί πολύ απλά κανείς δεν ντρέπεται να κάνει πλέον πολιτικό σινεμά με αυτούς τους όρους.

Vangelis Patsialos

Η ταινία Η Ρίζα του Κακού προβάλλεται στις αίθουσες από την Weirdwave. Η συνέντευξη πραγματοποιήθηκε τον Μάρτιο του ‘23 στα πλαίσια του φεστιβάλ γαλλόφωνου κινηματογράφου.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα