Francesca Giaitzoglou - Watkinson

ΜΑΡΙΑΝΝΑ ΚΑΛΜΠΑΡΗ: ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ ΤΕΧΝΗΣ ΔΕΝ “ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ”

H καλλιτεχνική διευθύντρια του Θεάτρου Τέχνης, Μαριάννα Κάλμπαρη, σε μία εφ όλης της ύλης συζήτηση στο NEWS 24/7, με αφορμή το νέο ρεπερτόριο του Θεάτρου Τέχνης.

Η Μαριάννα Κάλμπαρη βρίσκεται στο τιμόνι του θεάτρου Τέχνης 10 περίπου χρόνια. Μακρά η θητεία της και το έργο της σπουδαίο, καθώς το ιστορικό αυτό θέατρο συνεχίζει να αποτελεί πόλο έλξης του θεατρόφιλου κοινού τόσα χρόνια χωρίς να έχει υποκύψει στις σειρήνες που επιτάσσουν την εμπορικότητα και το μεγάλο… θέαμα.

Συναντηθήκαμε ένα πολύ ζεστό πρωινό του Νοεμβρίου σε ένα καφενείο του Νέου Κόσμου και μιλήσαμε για όλα. Όπως πάντα κάθε συζήτηση με τη Μαριάννα Κάλμπαρη είναι πηγή δύναμης και ηρεμίας. Έτσι και αυτή τη φορά, ξεκινήσαμε να μιλάμε για αυτήν την αφόρητη ζέστη του φετινού Νοεμβρίου και γρήγορα η συζήτηση πέρασε στην κλιματική αλλαγή που αποτελεί μία από τις βασικές της ανησυχίες.

Η Μαριάννα Κάλμπαρη
Francesca Giaitzoglou - Watkinson

Την απειλή της κλιματικής αλλαγής θα έπρεπε να την έχουμε στο μυαλό μας συνέχεια, γιατί είναι θέμα ζωής και θανάτου. Όλη αυτή η συντηρητικοποίηση της κοινωνίας είναι μια αντίδραση στον φόβο. Και όταν ένας φόβος είναι τόσο μεγάλος, όταν οι άνθρωποι αισθάνονται ότι τα πάντα καταρρέουν, όταν πια ακόμα και η ίδια η φύση και το κλίμα σού βροντοφωνάζουν ότι όλα τελειώνουν, τότε οι άνθρωποι προσπαθούν να κρατηθούν από αυτά που ξέρουν.
Αυτός ο φόβος εργαλειοποιείται ακολούθως από την εξουσία” ανάφερε.

Και συνέχισε: “Η τέχνη του θεάτρου σαν μια φωλιά που μας θυμίζει τι σημαίνει “είμαι άνθρωπος”. Γιατί έχει αυτό το μεγάλο πλεονέκτημα το θέατρο: σου λέει “έλα εδώ να τα ζήσουμε τώρα μαζί, ζωντανά”. Και αυτό είναι πολύτιμο σε μια εποχή που καλπάζουν οι τεχνολογικές εξελίξεις και δεν μπορούμε καν να διανοηθούμε τι θα φέρει η Τεχνητή Νοημοσύνη.

Ως δημιουργός δεν προτιμώ την Τέχνη που μας κλείνει σε ένα κουκούλι, τα αφήνει όλα απ’ έξω και ζει ένα… όνειρο. Με έλκει περισσότερο να είμαι ανοιχτή σ’ αυτό που συμβαίνει γύρω μου, να προσπαθώ να το αφομοιώσω, να το αποτυπώσω και να το μετασχηματίσω σε καλλιτεχνική πράξη μέσα από τις ιστορίες που θα πω“.

ΔΙΨΩΝΤΑΣ ΓΙΑ ΟΥΡΑΝΟ

Συνεπώς οι ανοιχτοί ορίζοντες («διψάμε για ουρανό») που τονίσατε στο φετινό ρεπερτόριο του Θεάτρου Τέχνης δεν είναι τυχαίοι…
Αυτό είναι το ζητούμενο για μένα και αυτό προσπαθούμε να πετύχουμε. Και εδώ η δραματουργία παίζει ρόλο νευραλγικό: θέλουμε έργα που γράφονται τώρα, που μιλάνε και εμπνέονται από το σήμερα και διερωτώνται τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Γιατί το ζήτημα της ελληνικότητας είναι πολύ σημαντικό και συνδέεται στενά με την ιστορία του Θεάτρου Τέχνης.

Τι σημαίνει ζω στην Ελλάδα; Και γιατί ο όρος της ελληνικότητας είναι παρεξηγημένος σήμερα;

Στο θέατρο Τέχνης “χτίστηκε” και “δομήθηκε” το ελληνικό έργο. Ο Κουν συγκέντρωσε γύρω του όλους τους σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους και καλλιτέχνες της εποχής που αναζητούσαν μια ταυτότητα. Μια ταυτότητα που τώρα δεν έχουμε και συνεχίζουμε να την αναζητάμε.

Δεν είναι εύκολο να βρεις την ταυτότητά σου σ’ έναν κόσμο που έχει αλλάξει τόσο πολύ. Με απασχολεί συνέχεια το ποιοι είμαστε. Θα μου πεις αυτό είναι και το αιώνιο ερώτημα της νεότερης Ελλάδας. Πάντα σε αυτό γυρίζουμε με τον έναν, με τον άλλο τρόπο.

Πλέον και στο εξωτερικό τους απασχολεί αυτό το ερώτημα. Δειλά δειλά αρχίζουμε να εξάγουμε θέατρο…

Θεωρώ ότι είναι πολύ δύσκολο για την Ελλάδα να σταθεί επί ίσοις όροις στο παγκόσμιο στερέωμα του θεάτρου. Πρώτον γιατί μιλάμε για ένα νεαρότατο σε ηλικία σύγχρονο κράτος που δεν έχει ούτε την ίδια ιστορία νεότερου πολιτισμού, ούτε βέβαια και την ίδια οικονομική στήριξη που έχει ο πολιτισμός σε άλλες ευρωπαϊκές και μη χώρες.
Αλλά έχεις δίκιο, υπάρχει ενδιαφέρον στο εξωτερικό για το τι συμβαίνει στην Ελλάδα. Ένα ενδιαφέρον που γεννήθηκε κυρίως όταν ξεκίνησε η κρίση.

Και από πλευράς μας όμως γίνονται κινήσεις εξωστρέφειας. Απλώς είναι αποσπασματικές. Και τα ιδρύματα βοηθούν πολύ. Δεν γίνεται αλλιώς, καθώς το μόνιμο πρόβλημα είναι η χρηματοδότηση. Πρέπει να το καταλάβουν αυτό όλοι όσοι μιλούν για κρατικοδίαιτο πολιτισμό. Δεν είναι κάποια απαίτηση κακομαθημένων παιδιών το να παίρνουν λεφτά οι καλλιτέχνες.

Η Τέχνη για να μπορέσει να ανθίσει, για να μπορέσει να προχωρήσει, να δοκιμάσει και να δοκιμαστεί χωρίς την αγωνία του ταμείου, θέλει στήριξη. Μπορεί να υπάρξει και χωρίς λεφτά, αλλά σε επίπεδο ρομαντισμού. Και αυτός ο ρομαντισμός κρατά πολύ λίγο. Δεν αρκεί η καλή μας η καρδιά στο θέατρο, πρέπει και να μπορούμε να επιβιώσουμε και ως άνθρωποι και ως οργανισμοί.

Μια μεγάλη επιθυμία που είχα είναι να βρούμε τον τρόπο να γίνει το θέατρο πεδίο ζυμώσεων, επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης. Πιστεύω ότι το να ανεβάσεις την επιστήμη πάνω στη θεατρική σκηνή μαζί με τους καλλιτέχνες και να ανοίξεις έναν διάλογο με το κοινό μπορεί να γεννήσει πολύ ενδιαφέροντα πράγματα.

Η Μαριάννα Κάλμπαρη
Francesca Giaitzoglou - Watkinson

Μιλάς τώρα για την «Ανοιχτή Σκηνή» του Θεάτρου Τέχνης…

Ακριβώς, που την εγκαινιάσαμε στις 29 Νοεμβρίου με θέμα την κλιματική κρίση. Στην Ανοιχτή Σκηνή προσκαλούμε πάνω σε διάφορες θεματικές επιστήμονες και καλλιτέχνες να τοποθετηθούν αλλά και να ανοίξουν μία συζήτηση με το κοινό. Αυτό, όταν πετυχαίνει, αφήνει ένα αποτύπωμα. Μπορεί να δημιουργηθούν ακόμη και καινούρια έργα με αφορμή αυτές τις συναντήσεις. Γιατί ένας επιστήμονας σου μαθαίνει πράγματα και όσο πιο πολλά μαθαίνεις, τόσο πιο πολλά ερωτήματα μπορείς να θέσεις. Γιατί το θέατρο θέλει και πρέπει να σου θέτει ερωτήματα.

Χρησιμοποιήσατε και τη λέξη δίψα στο φετινό ρεπερτόριο…Γιατί διψούν οι καλλιτέχνες σήμερα;

Επί της ουσίας, διψούν πάντα να πουν μία ιστορία. Και μακάρι να μπορούσαμε να δώσουμε βήμα σε όλους τους αξιόλογους και τις αξιόλογες δημιουργούς που διψούν να πουν την ιστορία τους με τον τρόπο που ονειρεύονται. Όμως, το Θέατρο Τέχνης είναι ένας χώρος που δυστυχώς δεν μπορεί να το κάνει. Γιατί ένα θέατρο που δεν έχει προϋπολογισμό, δεν έχει μια σταθερή οικονομική υποστήριξη, δεν μπορεί να κάνει συχνά αναθέσεις, ούτε να συνθέτει εξ’ ολοκλήρου ρεπερτόριο όπως το ονειρεύεται.

Στην πράξη, υπάρχουν προτάσεις που «στήνονται» εξαρχής από εμάς και άλλες που προτείνονται από συνεργάτες σταθερούς ή μη. Οι παραγωγές μας μπορεί να έχουν την οικονομική στήριξη του Υπουργείου ή να συγχρηματοδοτούνται από δημόσιους φορείς (έχουμε συμπράξει με την ΕΛΣ, το Εθνικό Θέατρο, το ΚΘΒΕ, το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης κ.ά ), αλλά κάνουμε συμπαραγωγές και με θεατρικές ομάδες ή ιδιώτες παραγωγούς.

Στην πλειοψηφία του ρεπερτορίου, κάνουμε συμπαραγωγές. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος. 100% δικές μας παραγωγές δεν μπορούν να είναι πάνω είναι τρεις, το πολύ τέσσερις το χρόνο (μια με δύο κεντρικές παραγωγές, μια για παιδιά και μια για εφήβους). Ουδέποτε όμως το θέατρο έχει «νοικιαστεί» σε κάποιον. Εννοείται ότι συνεχώς το ζητούν, αλλά δεν «ενοικιάζεται». Είμαστε πάντοτε παραγωγοί ή συμπαραγωγοί, σε κάθε προσπάθεια που πιστεύουμε, πράγμα το οποίο σημαίνει ότι υπάρχουν παραστάσεις από τις οποίες όχι απλώς δεν βγαίνουν τα έξοδα λειτουργίας, αλλά μπαίνουμε μέσα.

Όμως οφείλεις να στηρίξεις αξιόλογες προτάσεις χωρίς «ονόματα», ακόμη και αν ξέρεις από την αρχή ότι οι πιθανότητες να βγουν τα έξοδα είναι πολύ μικρές. Οφείλει το Θέατρο Τέχνης να το κάνει αυτό. Πόσοι χώροι μπορούν να το κάνουν μένοντας πιστοί στην ιστορία τους;

Τα τελευταία χρόνια βλέπουμε να έχει πιο σταθερούς συνεργάτες..
Ναι, το μοντέλο που εφαρμόζουμε είναι να μένουν κάποιοι καλλιτέχνες για ένα χρονικό διάστημα, να αισθάνονται σαν το σπίτι τους, χωρίς αυτό να σημαίνει αποκλειστικότητα. Προσπαθούμε λοιπόν, όσο είναι δυνατόν, να υπάρχει ένας σταθερός πυρήνας. Τώρα αυτό συμβαίνει και με καλλιτέχνες που προέρχονται από το Θέατρο Τέχνης και με τους οποίους συνεργαζόμαστε σταθερά, όπως ο Βασίλης Παπαβασιλείου, η Μαρία Πρωτόπαππα, η Λένα Κιτσοπούλου αλλά και με άλλους σταθερούς πλέον συνεργάτες όπως ο Μαυρογεωργίου, ο Αμπαζής ή και θεατρικές ομάδες με τις οποίες έχουμε συνεργαστεί τουλάχιστον σε δύο παραγωγές όπως οι: RMS-MATAROA, OPERA, SFORARIS, ΑΤΟΝΑλ.

Το Θέατρο Τέχνης έχει μια ξεχωριστή ταυτότητα απ’ όλα τα άλλα θέατρα λόγω της ιστορικότητας του. Ευτυχώς σημαντικό κομμάτι του θεάτρου θα περάσει τώρα και στο Μουσείο καθώς μέσω του μνημονίου συνεργασίας με το ΥΠΠΟ υπάρχει πλέον ειδική μέριμνα για την ιστορία του, για τη διατήρηση της συνέχειας. Είναι πολύ σημαντικό το παρελθόν να τιμάται, να διατηρείται, να διασώζεται, να αξιοποιείται και να μεταλαμπαδεύεται στις επόμενες γενιές.

Η Μαριάννα Κάλμπαρη
Francesca Giaitzoglou - Watkinson

10 σχεδόν χρόνια στο τιμόνι του Τέχνης και τρέχεις ασθμαίνουσα…Με το προσωπικό σου καλλιτεχνικό κομμάτι τι γίνεται;
Προφανώς είναι υπέροχο να είσαι σε έναν χώρο που είναι το σπίτι σου και να μπορείς να κάνεις μια παράσταση μέσα σε αυτό. Ωστόσο, όλα αυτά τα χρόνια είναι γεγονός ότι έχω κάνει λίγα πράγματα από καθαρή επιλογή. Η συντριπτική πλειοψηφία όσων έχω κάνει είναι πάντα σε συνάρτηση με τον προγραμματισμό του θεάτρου: κάτι που πρέπει να γίνει για να συμπληρωθεί «το παζλ» της θεματικής της σεζόν, κάτι που πρέπει να αναλάβω γιατί δεν μπορεί άλλος να το κάνει, μια παράσταση που πρέπει να γίνει σε ένα συγκεκριμένο κενό ή επειδή έφυγε ο τάδε σκηνοθέτης κτλ. Έχουν υπάρξει φορές που το έχω νιώσει πολύ ευνουχιστικά όλο αυτό. Προφανώς και η δημιουργία είναι πάντα δημιουργία, όμως θα ήθελα να επιλέγω πραγματικά αυτά που κάνω και απ΄όλα να έχω το χρόνο να τα κάνω όπως θέλω.

Πάντως άλλοι καλλιτεχνικοί διευθυντές (Εθνικό, Φεστιβάλ Αθηνών) σκηνοθετούν πράγματα που θέλουν…
Η διαφορά ίσως είναι πως έχουν στη διάθεσή τους προϋπολογισμό και πολύ περισσότερους ανθρώπους σε όλα τα πόστα. Το δικό μας πρόβλημα, πέρα από το ότι δεν έχουμε προϋπολογισμό, είναι ότι είμαστε και πάρα πολύ φιλόδοξοι (γελάει). Εννοώ πως θέλουμε ως θέατρο να κάνουμε πολλά πράγματα ενώ είμαστε ελάχιστοι άνθρωποι από πίσω. Επιπλέον, για να κάνεις κάτι καλά, πρέπει να το κάνεις αφοσιωμένος. Δεν γίνεται να το κάνεις το ίδιο αποτελεσματικά όταν έχεις να διαχειριστείς άλλα δέκα πράγματα. Αυτό ισχύει για όλα. Και για τη καλλιτεχνική δημιουργία και για τη καλλιτεχνική διεύθυνση.

Το σημαντικό είναι αυτό το θέατρο να έχει μια ταυτότητα και να υπάρχει.. Είναι μεγάλο επίτευγμα που είναι ακόμα ανοιχτό και έχει επιβιώσει όλα αυτά τα χρόνια ένα θέατρο που ξεκίνησε από την πρωτοβουλία ενός ανθρώπου το 1942. Από το 1987 που πέθανε ο Κουν μέχρι σήμερα, οι άνθρωποι που πήραν τη σκυτάλη από αυτόν κατάφεραν αυτός ο χώρος να είναι ανοιχτός και να εξελίσσεται.

Η “ΙΕΡΟΤΗΤΑ” ΤΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΤΕΧΝΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΦΥΤΩΡΙΟ

Πάντως εμένα προσωπικά μου λείπει το Θέατρο Τέχνης το καλοκαίρι, όχι μόνο στο Φεστιβάλ Αθηνών και στην Επίδαυρο, μου λείπει από τους ανοιχτούς χώρους.
Θα ήταν υπέροχο να έχουμε κι ένα χώρο καλοκαιρινό και να κάνουμε παραστάσεις σταθερά. Αλλά για να γίνει μια παράσταση πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχει κι ένας τρόπος να χρηματοδοτηθεί. Το ρίσκο είναι πάρα πολύ μεγάλο το καλοκαίρι, πολύ μεγαλύτερο από τον χειμώνα.

Το Θέατρο Τέχνης παλιά πήγαινε κάθε χρόνο στην Επίδαυρο και είχα την τύχη να ζήσω αυτή τη σπουδαία εμπειρία. Μάλιστα είχαμε δύο έργα κάθε καλοκαίρι. Το περσινό που παρουσιαζόταν σε επανάληψη και το πηγαίναμε περιοδεία και το καινούργιο στην Επίδαυρο. Την πρώτη χρονιά ήμουν στον “Πλούτο” του Κουγιουμτζή που είχε κάνει πρεμιέρα στην Επίδαυρο και στις “Τρωάδες” του Λαζάνη που έκανε περιοδεία. Ήταν ένα τρομερό σχολείο όλο αυτό. Και ήταν σπουδαία αυτή η επαφή με το αρχαίο δράμα.

Ξέρεις όσο περνάνε τα χρόνια όλο και περισσότερο μπαίνω σε αυτά τα κείμενα και επιστρέφω και στους μύθους πάρα πολύ. Δηλαδή δεν υπάρχει περίοδος πια της ζωής μου που να μη διαβάζω μυθολογία ξανά και ξανά. Με μαγεύει η μαεστρία με την οποία εξηγήθηκε ο φυσικός κόσμος και χτίστηκαν τα ήθη. Πώς ας πούμε οριοθετείται η θέση της γυναίκας ή η γυναικεία σεξουαλικότητα. Ας πάρουμε πχ τον μύθο της Ιούς, έναν από τους αρχαιότερους. Η Ιώ, επειδή την επιθυμεί και την βιάζει(!) ο Δίας, τιμωρείται από την σύζυγό του. Όχι φυσικά ο Δίας, η Ιώ τιμωρείται, καθώς μεταμορφώνεται σε αγελάδα που πρέπει μάλιστα να τη φυλάει ο Άργος με τα 100 μάτια προκειμένου να μην την ξαναπλησιάσει ο Δίας. Έλα όμως που εκείνος βάζει τον Ερμή να σκοτώσει τον Άργο. Τότε η Ήρα στέλνει στην αγελάδα-Ιώ τον οίστρο που την κάνει να «αφηνιάζει» καταδικάζοντάς την σε μια βασανιστική περιπλάνηση. Είναι τρομερό πως ο μύθος περνάει το μήνυμα ότι η γυναίκα πρέπει να τιμωρηθεί και να βασανιστεί επειδή είναι αντικείμενο πόθου ενός άντρα που «ανήκει» σε μια άλλη γυναίκα.

Η Μαριάννα Κάλμπαρη
Francesca Giaitzoglou - Watkinson

Το ίδιο είδαμε και στο Γεφύρι της Άρτας….
Ακριβώς. Και πλέον πηγαίνουμε με την παράσταση στα σχολεία και έχει τρομερό ενδιαφέρον η συζήτηση που αναπτύσσεται μετά με τους εφήβους. Και το φοβερό είναι πως αρχικά ήθελα να κάνω το Γεφύρι της Άρτας του Γιώργου Θεοτοκά. Και μάλιστα ταυτιζόμουν με τον Πρωτομάστορα πιστεύοντας πως το έργο αυτό μιλά για τις θυσίες που πρέπει να κάνει ο άνθρωπος προκειμένου να ολοκληρώσει ένα μεγάλο έργο. Και μετά ξαφνιάστηκα με τον εαυτό μου.

Πώς είναι δυνατόν να μην έβλεπα τόσο καιρό τη θυσία της γυναίκας χάρη του κοινωνικού συνόλου για να μπορέσει ο άντρας να ολοκληρώσει το «μεγάλο του έργο»; Και χτίζεται ζωντανή η γυναίκα στο γεφύρι πάνω στο οποίο στηρίζεται όλη η κοινωνία και θα περάσει η κοινωνία από πάνω της, για να μπορέσει εκείνος να χτίζει γεφύρια και δρόμους;

Το έργο παρουσιάζεται σε εφήβους. Γιατί δεν τους βλέπουμε να έρχονται αυτοβούλως στο θέατρο, ενώ τους βλέπουμε να συρρέουν σε συναυλίες και κινηματογράφο; Είναι οξύμωρο, καθώς ειδικά στην Ελλάδα τα παιδιά πάνε από μωρά θέατρο και το παιδικό θέατρο ανθίζει. Θέλω να πω πως τα παιδιά έχουν γαλουχηθεί στο θέατρο…
Το θέμα είναι τι θέατρο βλέπουν. Γιατί το παιδικό θέατρο πολλές φορές αντιμετωπίζει τα παιδιά σαν να χρειάζονται ειδική γλώσσα για να καταλάβουν κάτι. Πολύ γρήγορα μπορεί να γίνει τότε βαρετό και τελικά να τα αποτρέψει από το να γίνουν θεατρόφιλοι.

Πρέπει να αφουγκραστούμε την ανάγκη των εφήβων και την αισθητική τους. Να βρούμε τρόπους ώστε να προτιμήσουν μια θεατρική παράσταση από μια ταινία ή από μια συναυλία αυτή τη στιγμή. Θα το κάνουν τα έργα; Θα το κάνουν τα πρόσωπα που τους έλκουν;

Κακά τα ψέματα, δεν μπορείς να ανταγωνιστείς με τίποτα το Netflix και τις σειρές. Αυτό που κάνουν το σινεμά και η τηλεόραση το κάνουν χίλιες φορές καλύτερα γιατί έχουν πιο πολλά λεφτά. Πρέπει να δεις ποια είναι η ανάγκη των νέων ανθρώπων και ταυτόχρονα να τους κάνεις να καταλάβουν πως το θέατρο είναι μια άλλη εμπειρία.

Σίγουρα η δραματουργία πρέπει να τους αφορά. Και ναι, τους αφορά το μπούλινγκ και η σχέση με το διαδίκτυο που είναι τα συνήθη θέματα στα «εφηβικά» έργα, αλλά τι συμβαίνει ας πούμε με τον έρωτα και το σεξ που σπάνια αγγίζονται; Πώς τους μιλάς γι αυτά; Θέλω εδώ και καιρό να κάνουμε μια παράσταση και για μικρότερες ηλικίες που να μιλάει για τη σχέση με το σώμα μας, πώς αγαπάμε και προστατεύουμε το σώμα μας από οποιονδήποτε θελήσει να κάνει με αυτό κάτι που εμείς δε θέλουμε να κάνουμε…

Με αυτές τις σκέψεις, με το πώς μιλάμε σε νεότερες γενιές, θεσπίσαμε και το Φυτώριο. Το δοκιμάσαμε λίγο και πέρυσι και ήταν πολύ ωραίο. Έρχονται στο Θέατρο Τέχνης έφηβοι και δεν κάνουν μόνο μαθήματα θεάτρου: τους μιλάνε άνθρωποι του θεάτρου, ακούνε τι σημαίνει θέατρο και κυρίως έχουν πρόσβαση σε όλες μας τις παραστάσεις. Το ίδιο κάνουμε και με το Φυτώριο των Νέων και με το Φυτώριο των Φίλων με ενήλικες. Αναπτύσσεται έτσι ένας διάλογος με το ρεπερτόριο και γενικά είμαι πολύ αισιόδοξη με αυτό, γιατί έτσι δημιουργείται και μεγαλώνει η κοινότητα.

Αλήθεια πως βλέπεις τη σύγχρονη ελληνική δραματουργία;
Γενικά στην Ελλάδα γράφουμε πολύ και ποίηση και πεζογραφία και θέατρο και τα πάντα, όπως και παίζουμε πολύ και τραγουδάμε πολύ, το θέμα τι κάνουμε και καλά και σε βάθος και με βάσανο. Όλη αυτή η σπουδαία δραματουργία που γεννήθηκε επί Κουν, γεννήθηκε γιατί αυτοί οι άνθρωποι που τους είχε υπό την προστασία του και τους έδινε βήμα και χώρο ταυτόχρονα, ήταν ορθάνοιχτοι στο editing που έκανε στα έργα τους.

Ο Κουν δεν τους άφηνε έτσι, τους έβαζε και να γράψουν και να ξαναγράψουν, τους έδινε κατευθυντήριες γραμμές. Το θέατρο από όποια θέση κι αν το υπηρετείς να έχει αυτό το στοιχείο της ομαδικότητας, της συλλογικότητας. Ο συγγραφέας που παραδίδει το κείμενο του, δεν μπορεί να λέει “μην πειράξετε τίποτα”. Όταν αλλάζουν πράγματα στην πρόβα, πρέπει να καταλαβαίνει ότι αυτό γίνεται μόνο για το καλό της παράστασης.

Δεν είναι δυνατόν να λέει κανείς, ωραίο έργο, αλλά η παράσταση δεν ήταν καλή ή το αντίστροφο. Αυτό είναι τρελό. Το λέμε συχνά, αλλά είναι τρελό. Κανονικά πρέπει έργο και παράσταση να είναι αδιαχώριστα. Και σήμερα ειδικά, που είμαστε ελεύθεροι να δοκιμάσουμε και να κάνουμε τα πάντα σε μια παράσταση.

Η Μαριάννα Κάλμπαρη
Η Μαριάννα Κάλμπαρη Francesca Giaitzoglou - Watkinson

Είμαστε όντως ελεύθεροι;
Εννοείται πως είμαστε ελεύθεροι. Σημασία έχει ό,τι κάνουμε να το κάνουμε με πολλή δουλειά και φροντίδα και να το πιστεύουμε.

Οι φωνές πάντως είναι πολύ συντηρητικές και πλέον διορθώνονται ακόμη και βιβλία…H πολιτική ορθότητα κυριαρχεί παντού.
Δεν πειράζει να χρησιμοποιούμε πλέον έναν λόγο που δεν είναι πληγωτικός, που δε μειώνει. Για αιώνες δεν το προσέχαμε αυτό, ας το προσέξουμε λίγο τώρα, ακόμη και με μία μικρή υπερβολή. Η υπερβολή αυτή θα ισορροπήσει κάποια στιγμή. Κατά τα άλλα σε μια παράσταση πρέπει να μπορείς να κάνεις ό,τι θες. Τα πάντα κρίνονται εκ του αποτελέσματος. Αν το αποτέλεσμα είναι πραγματικά ισχυρό, νομίζω ότι όλοι το αποδέχονται, ακόμα κι αν δεν είναι του γούστου τους. Γιατί υπάρχει και θέμα γούστου.

Στην συντριπτική τους πλειοψηφία πάντως οι άνθρωποι στο θέατρο ξεκινάνε πάντα με τις καλύτερες προθέσεις αλλά για κάποιο λόγο, αυτό το πράγμα μπορεί να νοθευτεί, να μείνει μισό. Δεν υπάρχει πιο κοντινό πράγμα στο θέατρο από τον έρωτα. Και ο έρωτας μπορεί να ξεκινάει με τις καλύτερες προϋποθέσεις και να είναι όλα στο κόκκινο. Και μπορεί τα πάντα να χαλάσουν στην πορεία. Μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και αυτό στην ζωή που λέγεται τυχαίο που είναι και ο Θεός των πραγμάτων.

Το πιο ωραίο το λέει ο Πλούταρχος στο “Περί ευδαιμονίας”: Η Τύχη καθορίζει τα πάντα. Πρέπει να προετοιμαζόμαστε λοιπόν για τη στιγμή που θα έρθει η καλή τύχη, το καλό πράγμα στη ζωή μας. Πρέπει να είμαστε σε ετοιμότητα να το δούμε και να το αξιοποιήσουμε ενώ αντίστοιχα να προετοιμαζόμαστε για να αντέξουμε τα δεινά και τις ατυχίες που σίγουρα θα έρθουν. Αυτός είναι ο μοναδικός οδηγός ζωής.

ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ

Πώς σκέφτεσαι το θέατρο Τέχνης στο μέλλον; Γιατί σίγουρα δεν το αφήνεις στην τύχη του.
Θα ήθελα πάρα πολύ να μπορέσω να πω ότι εξασφάλισα την επιβίωσή του. Οι άνθρωποί του να μπορούν να δημιουργούν σε καλύτερες συνθήκες απ’ ότι δημιουργούμε τώρα. Θα με ησύχαζε αν βρισκόταν τρόπος να εξασφαλιστεί το μέλλον του θεάτρου με την πρακτική έννοια. Τη δημιουργική και την ουσιαστική θα την συνεχίσουν οι άνθρωποι.
Είναι σημαντικό να υπάρχουν σταθερές βάσεις σ’ αυτή τη χώρα και το θέατρο Τέχνης πρέπει να είναι μία από αυτές.

Ποιες είναι οι σταθερές του θεάτρου Τέχνης λοιπόν;
Οι σταθερές, όσο κι αν έχουν αλλάξει τα πράγματα, έχουν να κάνουν με την κληρονομιά του και με τους ίδιους τους χώρους που επιβάλλουν και υποβάλλουν κάποιες συνθήκες. Εννοώ την ιερότητα του χώρου και την αίσθηση μιας συνέχειας που δεν μπορείς να προδώσεις: μία πίστη σε μία συλλογικότητα, μία δίψα για αναζήτηση, μια ταπεινότητα, μια ανάγκη ταυτότητας που συνεχώς ανανεώνεται, εξελίσσεται. Ο Κάρολος Κουν έκανε μια μεγάλη διαδρομή καλλιτεχνικά και οι αρχές του μέχρι σήμερα είναι οι πυλώνες του Θεάτρου Τέχνης.

Ακόμη και οι ίδιοι οι χώροι είναι έτσι φτιαγμένοι, που ζητάνε από τους καλλιτέχνες όχι να δημιουργήσουν εντυπωσιακά θεάματα, αλλά να επικεντρωθούν περισσότερο στον άνθρωπο. Όποιος και να μπει στο θέατρο αυτό, θα το καταλάβει πάρα πολύ γρήγορα και θα τον επηρεάσει.

Μιλάς για την ουσία ίσως του θεάτρου…
Ναι μιλώ για τα πιο χειροποίητα πράγματα που έχουν αυτή την κοινή αφετηρία. Γιατί πρέπει να κάνουμε μία βουτιά στην ουσία του θεάτρου. Και νομίζω ότι θα το πετυχαίναμε σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό αν δίναμε σε όλους τους καλλιτέχνες τη δυνατότητα και τα μέσα να κάνουν αυτό που θέλουν.

Γιατί είναι ωραίες οι προθέσεις, αλλά όταν ο καθένας συμμετέχει σε τρία θεατρικά και σε μία τηλεοπτική σειρά, θα αποτυπωθεί στο αποτέλεσμα. Γενικά ζούμε στην εποχή της τσαπατσουλιάς. Ωστόσο σήμερα οι καλλιτέχνες κάνουν εκατό πράγματα για να επιβιώσουν. Δεν κάνουν από καπρίτσιο τόσες δουλειές.

Ζούμε στην εποχή του μετρίου…
Ναι, γιατί όλα τα σπουδαία πράγματα, σε κάθε επίπεδο, γίνονται μόνο όταν επενδύεται πολύς χρόνος και ουσιαστική ενέργεια. Η πολυδιάσπαση που χαρακτηρίζει την εποχή μας οδηγεί μαθηματικά στη μετριότητα. Ο Κουν ας πούμε όταν ανέβαζε παράσταση στην Επίδαυρο άρχιζε πρόβες από τον Ιανουάριο. Ο χρόνος που αφιερώνει κανείς σε κάτι είναι φυσικά μια προϋπόθεση, όχι εχέγγυο.

Γιατί ακόμα και αν όλες οι προϋποθέσεις είναι εκεί και είναι ιδανικές, πάλι τα πράγματα μπορεί να μην πετύχουν. Το σίγουρο όμως είναι ότι τρεις μήνες παραστάσεων για να κατέβει κάποιος στην Επίδαυρο, δεν αρκούν. Αν θέλουμε καταπληκτικές παραστάσεις ας ξεκινήσουμε τουλάχιστον με μεγαλύτερο χρόνο προετοιμασίας.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα