Ασφαλιστικό και ελληνική μυθολογία

Ασφαλιστικό και ελληνική μυθολογία
Ο τζίτζικας, τα μυρμήγκια και οι μύθοι του Ασφαλιστικού Shutterstock

Ο Ομότιμος καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου, πρώην υπουργός Νίκος Χριστοδουλάκης γράφει για τους μύθους του Ασφαλιστικού στην Ελλάδα και προτείνει έναν συμβιβασμό, που θα αναγκάσει τις πολιτικές δυνάμεις να πουν τι πραγματικά πιστεύουν.

Όλα τα συνταξιοδοτικά συστήματα όλων των εποχών και χωρών – είτε αφορούν σε καθεστώτα της Μέσης Ανατολής και την Χιλή του Πινοσέτ είτε τις ιχθυόσκαλες της Ισλανδίας και τα Ταμεία που επενδύουν στο Σίτυ του Λονδίνου – έχουν δύο κοινά μεν αλλά φαινομενικά ενάντια χαρακτηριστικά: Να είναι ταυτόχρονα περίπλοκα και απλοϊκά.

Πρώτον, αν τα δει κανείς ως μηχανισμούς συλλογής εσόδων είναι πολύπλοκοι και σχεδόν κανείς ασφαλισμένος δεν μπορεί να παρακολουθήσει – ή έστω να κατανοήσει επαρκώς – τις διαδρομές των εισφορών του προς τον σχηματισμό της σύνταξης. Το πλήθος των παραμέτρων που προσδιορίζουν την τελικά καταβαλλόμενη σύνταξη είναι τόσο μεγάλο, περίπλοκο και γραφειοκρατικό, που κάνει την όλη διαδικασία να είναι διανοητικά απρόσιτη στον μέσο πολίτη. Σε ορισμένες μάλιστα χώρες, όπως στην δική μας, τα κριτήρια επιπλέον αλλάζουν κατά το δοκούν από τις σκοπιμότητες των εκάστοτε  κυβερνήσεων, με αποτέλεσμα οι υπολογισμοί να μοιάζουν περισσότερο με τον παραλογισμό του Κάφκα παρά με τον ορθολογισμό του Καρτέσιου.

Η πολυπλοκότητα και η μεταβλητότητα είναι αυτές που οδηγούν επίσης στις μεγάλες καθυστερήσεις απονομής, συχνά μάλιστα δεν προλαβαίνουν να ολοκληρωθούν εγκαίρως πριν ο απόμαχος περάσει σε τόπο πιο χλοερό.  Ακόμα και όσοι διαχειρίζονται τις συντάξεις έπεσαν τελικά και οι ίδιοι στο πιθάρι των παράλογων κανόνων υπολογισμών (όπως για παράδειγμα αυτές που επιβάλλονται με τον λαβύρινθο του Νόμου Κατρούγκαλου του 2016) και δεν μπορούν πλέον να ξεκολλήσουν – ακόμα και να ήθελαν.

Το δεύτερο χαρακτηριστικό  ότι παρά την πολυπλοκότητα τους, όλα τα ασφαλιστικά συστήματα καταλήγουν τελικά σε κάποιον απλό αριθμό: την σύνταξη που παντρεύεται ο εργαζόμενος όταν αφυπηρετήσει και είναι καθοριστική για το επίπεδο ζωής του. Ένα σκέτο νούμερο, είτε βασίζεται σε πολλαπλές εισφορές και Ταμεία που πλήρωσε στο διάβα του βίου του, είτε σε ένα και μόνο. Είτε είναι σύνταξη Διοικητή, είτε λοστρόμου. Είτε προέρχεται από διαδοχική ασφάλιση φορέων είτε από μια μονοταμειακή διαδρομή. Απλώς  πληρώνει μια ζωή και στο τέλος η ασφαλιστική μηχανή βγάζει το νούμερο που του αναλογεί. Ούτε αλγόριθμους, ούτε περίπλοκους κανόνες.

Προφανώς κάθε ασφαλισμένος θα ήθελε να μεγιστοποιήσει το νούμερο αυτό αλλά το σύστημα είναι πολύπλοκο και δεν είναι καθόλου σαφές ποιο ακριβώς κουμπί πρέπει να πατήσει. Είναι όπως όταν πηγαίνεις σε Shopping Mall  στην Αμερική για να αγοράσεις ένα παντελόνι, αλλά μέχρι το βράδυ έχεις προβάρει το μισό στοκ του ουρανοξύστη και ακόμα δεν έχεις αποφασίσει.

Παρόμοια δυσκολία έχουν και οι οικονομολόγοι που ασχολούνται επαγγελματικά ή ακαδημαϊκά με το συνταξιοδοτικό σύστημα αλλά δεν μπορούν εύκολα να το εξηγήσουν στους ενδιαφερόμενους πολιτικούς και ασφαλισμένους. Για αυτό οι αναλογιστές σε όλο τον κόσμο καταφεύγουν συνήθως στην ελληνική μυθολογία και πιο συγκεκριμένα στην ιστορία του τζίτζικα και του μέρμηγκα. Ο πρώτος καλοπερνάει τα καλοκαίρια στην Μύκονο αλλά όταν έρθει το φθινόπωρο λιμοκτονεί γιατί δεν φρόντισε να αποταμιεύσει και ικετεύει τον δεύτερο να τον συνδράμει. Αγέρωχος ο μέρμηγκας του αντιτάσσει ότι «ο μη-εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω», όσο βαρύ και να είναι το τίμημα που θα πληρώσει.

Ο μύθος του Αισώπου αποτελεί την πιο ανόθευτη και διαχρονική εκδοχή του κεφαλαιοποιητικού ασφαλιστικού συστήματος που επιδιώκει να καθιερώσει η συντηρητική παράταξη σε κάθε χώρα. Αν φροντίζεις για το μέλλον σου γεμίζοντας σιγά-σιγά τον δικό σου κουμπαρά, ανταμείβεσαι για τους κόπους σου όταν έρθει η ευλογημένη ώρα. Αν τα περιμένεις όλα από τους άλλους, θα μείνεις μόνος σου, έρημος και απένταρος.

Βέβαια καμμιά φορά γίνονται και στραβές. Πέφτει και σκορπίζει ο κουμπαράς και άντε να μαζεύεις τα σπασμένα. Ή πάλι μαζεύονται πολλοί στην γειτονιά που δεν έχουν φτιάξει δικό τους κουμπαρά και ετοιμάζονται να μοιραστούν τον δικό σου! Η πρώτη περίπτωση λέγεται οικονομική κρίση, η δεύτερη μεταφορά πόρων από τους έχοντες στους μη-κατέχοντες. Η διαδικασία έχει και άλλες παραλλαγές: αν το μοίρασμα των κουμπαράδων γίνει βίαια έχουμε κοινωνική επανάσταση, αν γίνει με ρέγουλα και ειρηνικά λέμε ότι εφαρμόζουμε το αναδιανεμητικό μοντέλο.

Εξ ολοκλήρου κεφαλαιοποιητικό σύστημα (το όραμα κάθε νεοφιλελεύθερου μέρμηγκα) σημαίνει ότι δεν δίνεις του αγγέλου σου νερό, αν πρώτα δεν έχει κολλήσει ένσημα στον ΕΦΚΑ.  Ζήσε (αν σε αφήσουν) κα άσε τους άλλους να πεθάνουν!

Από την άλλη πάλι, αν δεν υπάρχει καμμία κεφαλαιοποίηση για να αποδώσει κάτι παραπάνω στους πιο συνεπείς ασφαλισμένους γιατί αυτοί να τρέχουν να θρέψουν το ανώνυμο πλήθος περικόπτοντας έτσι την δική τους μερίδα και ευημερία; Σύμφωνα την διάσημη θεωρία της «συλλογικής δράσης» του Mancour Olson, ο αλτρουϊσμός δεν δουλεύει σε μαζική κλίμακα παρά μόνο αν συνυπάρχει με κάποια «διακριτή προοπτική ατομικής βελτίωσης και οφέλους», δηλαδή εντάξει να βοηθήσουμε τους τζίτζικες αλλά μην γίνουμε και όλοι ίδιοι!*

Ποιά παραλλαγή κεφαλαιοποιητικού και αναδιανεμητικού ταιριάζει σε κάθε εποχή, κοινωνία, τύπο εργαζόμενου και μορφή διακυβέρνησης καθορίζεται από πολλά δεδομένα και προτιμήσεις, αλλά πάντα περιστρέφεται γύρω από τον μύθο του Αισώπου, όχι όμως μονοσήμαντα και αυτόματα, όπως πιστεύουν οι ακραιφνείς.

Για παράδειγμα, η Ελλάδα μετά τον Εμφύλιο είχε μείνει με έναν ώριμο πληθυσμό φτωχό και γηρασμένο, η ενδιάμεση γενιά είχε αφανιστεί ή εκπατριστεί και μόνο η πολύ νεότερη θα μπορούσε να συμβάλει στην χρηματοδότηση των συντάξεων των μεγαλύτερων. Αν επιλεγόταν αμιγώς κεφαλαιοποιητικό σύστημα θα κλαίγανε μανούλες ουκ ολίγες, αλλά ευτυχώς οι τότε κυβερνήσεις σοφά επέλεξαν το αμιγώς αναδιανεμητικό.  Έτσι, με  τις κοόρτεις των εργαζόμενων που θα ωρίμαζαν στην δεκαετία του 1960 και του 1970 τροφοδότησαν με υγιή τρόπο τις συντάξεις των μεγαλύτερων.  Ήταν μια από τις πιο έξυπνες μακροχρόνιες αποφάσεις της μεταπολεμικής περιόδου στην Ελλάδα. (Η άλλη ήταν η ένταξη στην ΕΟΚ, αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία).

Τέτοιες όμως γενναιόδωρες αναλογίες νέων εργαζομένων με συνταξιούχους δεν κρατούν για πάντα και – το κυριότερο – μπορεί να αντιστραφούν σε βραχύ χρονικό διάστημα. Γιατί όμως; Διότι με τις καλές συντάξεις που θα τους περιμένουν όταν βγούν από την εργασία τους, προβλέπουν ότι θα έχουν καλύτερη ποιότητα ζωής και προς τούτο κάνουν λιγότερα παιδιά για να έχουν χρόνο να την απολαύσουν. Τα λιγότερα παιδιά τους όμως βλέπουν ότι η παλιότεροι τους εκμεταλλεύονται  και για να μην τους πιάσουν κώτσους, προτιμούν να γλεντάνε και τα ίδια παρά να γεννάνε.   Έτσι ξεκινάει ο πόλεμος των γενεών με τους παλιότερους να απαιτούν περισσότερα και τους νεότερους να μην ενδίδουν γιατί δεν έχουν!

Μάλιστα όσοι μπορούν, φεύγουν έξω γιατί όταν έρθει η σειρά τους στην σύνταξη, ποιος θα έχει μείνει να τους πληρώνει αυτούς; Κανείς! Και κάπως έτσι θα καταρρεύσει το σύστημα, την ίδια στιγμή που θα διακηρύσσει την ανάγκη αλληλεγγύης στους όλο και περισσότερους συνταξιούχους.

Η συντηρητική παράταξη θα φωνάζει τότε ότι το ασφαλιστικό πρέπει να χτιστεί ξανά προς το συμφέρον του μέρμηγκα, δηλαδή να γίνει όσο περισσότερο κεφαλαιοποιητικό για τον κάθε ασφαλισμένο δίνοντας του συγκεκριμένα κίνητρα συσσώρευσης, όπως προτείνει ο M. Olson. Η Αριστερά ξέρει ότι αυτό ακούγεται πειστικό για τους μεγάλους πληθυσμούς ασφαλισμένων, φοβάται όμως ότι η ίδια θα βγει από το παίγνιο αναδιανομής στο οποίο στηρίζει τις προοπτικές της για πολιτική επιρροή και συμμετοχή στην εξουσία. Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε τώρα με επίδικο την διαχείριση του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (ΤΕΚΑ)

Άρα πρέπει να αντιτάξει δύο πράγματα: Το πρώτο είναι να αμφισβητήσει τις ακραίες εκδοχές του κεφαλαιοποιητικού μοντέλου και να διεκδικήσει ένα μέρος αναδιανομής για τους πιο αδύναμους και φτωχούς τζίτζικες. Εύκολα το πετυχαίνει γιατί ούτε η κυρίαρχη τάξη θέλει μεγάλες ανισότητες στο επίπεδο διαβίωσης των συνταξιούχων, ούτε φοβάται πλέον ότι μια ελεγχόμενη κεϋνσιανή πολιτική θα διαλύσει την οικονομία. Με μέτρο όλα γίνονται σήμερα. Ιδίως στις σημερινές συνθήκες μετά την κρίση χρέους και την πανδημία, η σπουδή να μην αφήσουν ανεκμετάλλευτες ευκαιρίες χρηματοδότησης είναι αξιοσημείωτη, σχεδόν για όλες τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Διαφορετικά οι μέρμηγκες θα έτρεμαν από τις μεγάλες ανισότητες που έρχονται μετά την πανδημία και δεν θα είχαν πώς να τις αντιμετωπίσουν. Σε αυτό λοιπόν το πεδίο, πολλές συμφωνίες και συναινέσεις μπορούν να υπάρξουν.

Το δεύτερο ζήτημα που ευλόγως αναμοχλεύει η Αριστερά είναι ποιος έχει την ευθύνη για να αξιοποιηθούν οι διαχρονικές εισφορές των εργαζομένων. Στόχος είναι αφενός να αυξηθούν οι αποδόσεις που θα εισπράξουν οι ασφαλισμένοι χωρίς υπέρμετρο ρίσκο, αλλά επίσης και οι πόροι που συσσωρεύονται να γίνουν ένα πιο δυναμικό εργαλείο που θα βοηθήσει την γενικότερη ανάπτυξη με νέες επενδύσεις. Είναι το λεγόμενο διπλό μέρισμα (double dividend) στην οικονομία, αλλά καθόλου αυτονόητο να επιτευχθεί στην πράξη γιατί εξαρτάται ποιός θα είναι ο διαχειριστής των αποθεματικών και πώς θα αποσοβήσει το ρίσκο της διπλής κατάρρευσης του αποθεματικού και των αποδόσεων (double loss). Στην πράξη τώρα, αυτός που μπορεί να παίρνει τις εισφορές κάθε χρονική στιγμή και να τις παραδίδει ως μελλοντικό κεφάλαιο, μπορεί να είναι είτε το κράτος, είτε θεσμικοί επενδυτικοί φορείς είτε  οι εκπρόσωποι των ασφαλισμένων (μαζί συνδικάτων και εργοδοτών που βάζουν και τα φράγκα).

Και έτσι φτάνουμε στην επόμενη (και πιο δύσκολη) σύγκρουση για το ποιος είναι ο πλέον κατάλληλος. Η κυβέρνηση (και η διεθνής εμπειρία κατά μέσον όρο) λέει ότι ένας συνδυασμός θεσμικών επενδυτών και κρατικής εποπτείας παράγει το καλύτερο αποτέλεσμα, με αποδόσεις 2-3% παραπάνω ετησίως από τα αμιγώς κρατικά σχήματα**. Σε ανάλογες εκτιμήσεις έχουμε καταλήξει με παλιότερες μελέτες, που είψαν γίνει για λογαρισμό της Διανέοσις***.

Όχι όμως με τον καπιταλισμό ηλίθιε, είναι η προειδοποίηση της Αριστεράς λέγοντας ότι αργά ή γρήγορα ο διαχειριστής της αγοράς θα μπει στον πειρασμό να λεηλατήσει τα αποθεματικά που διαχειρίζεται και να οδηγήσει το Επικουρικό σε χρεοκοπία και τους ασφαλισμένους σε απόγνωση. Προς τούτο υπάρχει και έτερος διδακτικός μύθος, πάλι του Αισώπου, που πάλι μας λέει τι θα πάθει κάποιος αν οι δύο πλευρές που συμπράττουν έχουν λάθος κίνητρα και ενάντιες επιδιώξεις.

Σύμφωνα με τον άλλο αυτό μύθο, ένας βάτραχος συμφωνεί να περάσει στην απέναντι όχθη ένα σκορπιό, αφού πείθεται ότι δεν θα τον δαγκώσει γιατί τότε την έκανε και αυτός. Όταν όμως τελικά τον δαγκώνει, ο σκορπιός του λέει ότι δυστυχώς αυτή είναι η φύση του και δεν μπορεί να την αλλάξει. Ο μύθος χρησιμοποιείται ευρύτατα στις διεθνείς πολιτικές σχέσεις για να δείξει πως ένας κακόπιστος παίκτης θα βρει τελικά την  ευκαιρία να αθετήσει μια συμφωνία, αλλά επίσης εφαρμόζεται και στα κοινωνικά ζητήματα. (Για παράδειγμα, οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας, ΗΠΑ-Κίνας, Ισραήλ-Χεζμπολάχ, εργατικών ενώσεων και πληθωριστικών κυβερνήσεων, κλπ).

Όσο όμως εντυπωσιακός και να είναι ο μύθος με τον σκορπιό, δεν επαληθεύεται στην πράξη με την αγορά και η Αριστερά μια χαρά το γνωρίζει αυτό, ιδιαίτερα για την Ελλάδα. Επειδή οι συντάξεις είναι «εγγυημένες» μόνο σε ονομαστικό επίπεδο, και όχι σε όρους αγοραστικής δύναμης, διαβρώνονται κάθε φορά που έχουμε αιφνιδιαστικό πληθωρισμό και δεν προλαβαίνουν να προσαρμοστούν. Έτσι μεταπολεμικά, οι συντάξεις κατέρρευσαν πολλές φορές όπως στην διάρκεια των αλλεπάλληλων καταρρεύσεων της Δραχμής το 1944-1945, κατά την θηριώδη υποτίμηση 50% το 1953, την διολίσθηση και τον στασιμοπληθωρισμό της δεκαετίας του 1980 και σε κάθε μεγάλη κερδοσκοπία στα είδη  «λαϊκής κατανάλωσης».

Επιπλέον, το κράτος ήταν εκείνο που επενέβη βίαια και καταστροφικά στις αποδόσεις των ταμείων.  Το πλέον διάσημο παράδειγμα υπήρξε η εξαναγκαστική πτώχευση του μέχρι τότε επίζηλου και βιώσιμου Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου κατά  την δεκαετία του 1980. Η τότε κυβέρνηση προσέφερε στους πολιτικούς πρόσφυγες του Εμφυλίου που επέστρεφαν στην Ελλάδα μετά από υπερορία 30 ετών, το δικαίωμα να ενταχθούν ως δικαιούχοι στο ΝΑΤ χωρίς υποχρέωση εισφορών. Το ΝΑΤ θα έπαιρνε ως μερική αποζημίωση του επιπλέον κόστους τις εισφορές που είχαν καταβάλει οι πρόσφυγες στις χώρες του σοσιαλισμού όπου εργαζόταν σκληρά, πλην όμως γινόταν σε σοσιαλιστικό χρήμα και αντιλαμβάνεται κανείς εύκολα τι αξία θα είχαν αν μεταφέρονταν σε άλλες καπιταλιστικές χώρες! Για την ακρίβεια, ούτε καν αναζητήθηκαν προς επιστροφή από τις «αδελφές» κυβερνήσεις των Καντάρ, Τσαουσέσκου, Μπρέζνιεφ και άλλων συντρόφων.

Ενθαρρυμένες από την παντελή έλλειψη αντιδράσεων, οι επόμενες κυβερνήσεις συνέχισαν με την αιφνίδια ένταξη νέων ομάδων δικαιούχων αλλά όχι αναδρομικά υπόχρεων, όπως και πάλι των ποδοσφαιριστών στο δύσμοιρο ΝΑΤ, των αυτοκινητιστών (ΤΣΑΥ) στο Ταμείο Επαγγελματιών (ΤΕΒΕ) και αρκετές άλλες εντάξεις και ενσωματώσεις μικρότερης κλίμακας. Όλες αυτές επέφεραν μοιραίο πλήγμα στις αναλογίες που θα έπρεπε να υπάρχει μεταξύ υπόχρεων και δικαιούχων (κανονικά άνω του 2) και διαμόρφωσαν μια κουλτούρα αυθαιρεσίας στην διάρθρωση, την σύνθεση και την  ευθύνη των Ταμείων. Η μοναδική περίπτωση σοβαρής ανάμειξης θεσμικών επενδυτών στο κλέψιμο των ασφαλιστικών ταμείων ήταν το σκάνδαλο  με τα «δομημένα ομόλογα» του 2006-2007, και εκεί όμως υπήρξε κρατικό πατρονάρισμα και σχεδιασμός. Το PSI ήταν το έσχατο μέγα πλήγμα στα Ταμεία, αποτέλεσμα επίσης κρατικών αιτίων και αποφάσεων.

Άρα γιατί η Αριστερά επιμένει στην διαφύλαξη της διαχείρισης από το κράτος, όταν ξέρει ότι αυτό ακριβώς προκάλεσε κατά καιρούς την κατάρρευση των ταμείων; Μήπως ζήλεψε την αποτελεσματικότητα του διαλυμένου, ανίκανου και εν πολλοίς διεφθαρμένου μηχανισμού του Υπουργείου Απασχόλησης για να του εμπιστευτεί τις εισφορές εκατομμυρίων ασφαλισμένων; Όχι βέβαια! Μπορεί σε μερικά ζητήματα η Αριστερά να είναι αιθεροβάμων (πού είσαι Ανδρέα να τους δεις) αλλά δεν είναι ούτε αφελής ούτε απληροφόρητη για το τι πραγματικά συμβαίνει. Τότε γιατί το διεκδικεί; Μα γιατί αυτός είναι ο πιο εύσχημος τρόπος για να περάσει ο έλεγχος των αποθεματικών στους συνδικαλιστές (της). Αυτό αποτελεί σήμερα ένα από τα πιο καλά κρυμμένα μυστικά του πελατειακού κράτους στην Ελλάδα, το οποίο απομυζούν όλα τα κόμματα ισοπόσως και ισοδυνάμως. Και η συντηρητική παράταξη φυσικά, αν και για ιδεολογικούς λόγους δεν μπορεί να το παραδεχτεί ανοιχτά.

Στην αντιμαχία λοιπόν που έχει ξεσπάσει κανείς δεν λέει όλη την αλήθεια και κανείς δεν αποκαλύπτει τους στόχους του. Δυστυχώς όμως, τέτοια προβλήματα δεν λύνονται πλέον με προσφυγή στην ελληνική μυθολογία, αλλά χρειάζονται οι πιο σκληροπυρηνικοί κανόνες της Παλαιάς Διαθήκης για να αποκαλύψουν όλοι τις μύχιες σκέψεις τους. Ο πιο πρόσφορος συμβιβασμός που μου έρχεται στο νού είναι η «Σολομώντεια λύση»: Να αναλάβει την εποπτεία διαχείρισης το χρηματο-οικονομικά εξελιγμένο Υπουργείο Οικονομικών.

Αφενός, μπορεί να συνεργάζεται με θεσμικούς επενδυτές χωρίς να φοβάται ότι θα το κοροϊδέψουν, άρα η Αριστερά δεν έχει κανένα λόγο να το αρνηθεί. Επίσης θα κάνει την άσκηση της μελλοντικής δημοσιονομικής (του) πολιτικής πιο εύκολη και αξιόπιστη, απλούστατα γιατί θα έχει ισχυρό κίνητρο για αυξημένες αποδόσεις ώστε να μειώνει τις επιχορηγήσεις και τα συμπληρώματα στο ΤΕΚΑ που λέει ότι δεσμεύεται να καλύπτει.

Ο συμβιβασμός αυτός αναγκάζει και τις δύο πλευρές να πουν τι πραγματικά πιστεύουν για το μέλλον και τις αποδόσεις του Επικουρικού Ταμείου, αντί να ξεσκονίζουν τον Αίσωπο. Διδακτικό είναι και αυτό, αλλά όχι  και πολύ χρήσιμο για τις ανάγκες της εποχής μας.

* Mancour Olson, The Logic of Collective Action. Harvard University Press, Cambridge, MA.

**Οι αποδόσεις της κεφαλαιοποιητικής ασφάλισης γνώρισαν μεγαλύτερες διακυμάνσεις, αλλά σε βάθος εικοσιπενταετίας, οι μέσες ετήσιες αποδόσεις της κεφαλαιοποιητικής ασφάλισης ήταν 4,2% ενώ αυτές του συστήματος νοητής κεφαλαιοποίησης 1,7%.

***Mε βάση την αναλογιστική ανάλυση της περιόδου 2017-2060 που έγινε στην μελέτη Χριστοδουλάκη κ.α. (2018), εκτιμήθηκε ότι η χρηματοδότηση των επικουρικών συντάξεων με πλήρη κεφαλαιοποίηση, θα δημιουργήσει αποθεματικά τουλάχιστον 50 δισ. ευρώ στην πρώτη δεκαετία λειτουργίας του συστήματος. Οι πόροι αυτοί θα είναι πολύτιμοι για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης της χώρας, Προέβλεπε επίσης ότι το νέο σύστημα συντάξεων θα διαθέτει αυτόματους σταθεροποιητές για τη βιωσιμότητά του, όπως στα μοντέλα Ιταλίας ή Σουηδίας (Settergren and Mikula, 2006), ούτως ώστε η απαιτούμενη κρατική χρηματοδότηση να είναι ελάχιστη και μακροχρόνια μηδενική. Βλέπε Χριστοδουλάκης, Νεκτάριος . κ.α. (2016).

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα