Η εγκύκλιος για τα ‘μπλοκάκια’ σε απλά ελληνικά
Οι ειδικοί αναλύουν στο News247 τη νέα εγκύκλιο του Υπουργείου Εργασίας για τις εισφορές και ειδικότερα για όσους αμείβονται με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών. Τι αλλάζει, και ποια είναι τα θολά σημεία. Ενδεικτικά παραδείγματα
- 25 Ιανουαρίου 2017 10:46
Νέα δεδομένα στην αγορά εργασίας φέρνει η εγκύκλιος του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για το κόστος και τον επιμερισμό των ασφαλιστικών εισφορών όσων ελεύθερων επαγγελματιών αμείβονται με Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών.
“Η εγκύκλιος αφορά όσους επαγγελματίες αμείβονται με μπλοκάκι και έχουν έως δύο εργοδότες. Μάλιστα, θα πρέπει να προκύπτει ότι η υπηρεσία που παρέχουν οι εργαζόμενοι είναι διαρκής και με αποκλειστικότητα και όχι ευκαιριακή”, εξηγεί ο φοροτεχνικός Αντώνης Μουζάκης, προκειμένου έτσι οι ασφαλισμένοι να μπορέσουν να υπαχθούν στην ευνοϊκή για εκείνους ρύθμιση επιμερισμού των εισφορών μεταξύ των ιδίων και των εργοδοτών τους.
Ο κίνδυνος της “ρήξης” και η γραφειοκρατία
Εδώ είναι όμως που αρχίζουν τα προβλήματα τα οποία θα φανερωθούν όταν η εγκύκλιος θα κλιθεί να εφαρμοστεί στην πράξη. Από όσα αναγράφονται σε αυτή δεν προκύπτει πουθενά η δημιουργία ηλεκτρονικού συστήματος, μιας πλατφόρμας καταγραφής στοιχείων δηλαδή, αλλά ο ίδιος ο εργαζόμενος οφείλει να αναγράφει στο ΔΠΥ του, ότι εμπίμπει στη συγκεκριμένη διάταξη. (Αν δεν το κάνει, ο εργοδότης δεν οφείλει να καταβάλει τις εισφορές που του αναλογούν).
Ο εργοδότης με τη σειρά του θα πρέπει να υποβάλει αναλυτική Περιοδική Δήλωση με την πλήρη καταγραφή των εισφορών που αντιστοιχούν σε αυτόν και τον εργαζόμενο (δηλαδή 1/3 αυτών καταβάλει ο ασφαλισμένος και 2/3 ο εργοδότης ή διαφορετικά στο 34,1% των εισφορών 12,72% ο ασφαλισμένος και 21,38% ο εργοδότης).
“Αν δεν το κάνει, ο ασφαλισμένος θα πρέπει ουσιαστικά να τον καταγγείλει, να υποβάλει δηλαδή υπεύθυνη δήλωση στον ΕΦΚΑ, δηλώνοντας εκείνος το ΑΦΜ του εργοδότη του και όποια άλλα στοιχεία αποδεικνύουν, ότι θα έπρεπε να υπαχθεί στο συγκεκριμένο καθεστώς ασφάλισης” λέει ο κ.Μουζάκης.
Στη συνέχεια, ο εργοδότης ενημερώνεται για την υποχρέωση του και αν εξακολουθήσει να αρνείται την καταβολή των εισφορών που του αναλογούν, θα πρέπει να υποβάλει ένσταση και τελικά ο ΕΦΚΑ θα είναι εκείνος που θα αποφανθεί. Στο μεταξύ, ο εργαζόμενος θα καταβάλλει εκείνος το σύνολο των εισφορών και η εκκαθάριση – επιμερισμός θα γίνεται στο τέλος κάθε χρόνου.
Η παραπάνω δαιδαλώδης διαδικασία είναι βέβαιο πως θα οδηγήσει εργαζόμένους και εργοδότες στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων προκειμένου να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση, καθώς αν ο εργοδότης δε δεχτεί να αναλάβει το επιπλέον κόστος το σίγουρο είναι πως θα το μετακυλίσει στις αποδοχές του εργαζόμενου ή ακόμα χειρότερα οι δύο πλευρές θα κλιθούν να λύσουν τη συνεργασία τους.
Και σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω η γραφειοκρατική ταλαιπωρία για τους ασφαλισμένους δε σταματά εδώ. Αν σε περίπτωση κατά τη διάρκεια του έτους υπάρξει και τρίτος εργοδότης (αντισυμβαλλόμενος) τότε ο ασφαλισμένος θα πρέπει να το δηλώσει στον ΕΦΚΑ και να ενημερώσει και τους άλλους δύο εργοδότες ώστε να μην καταβάλλουν τις εισφορές για εκείνον, αφού πλέον ο ασφαλισμένος δε θα εμπίπτει στη διάταξη και θα τις πληρώνει μόνος του με συντελεστή 26,95%.
Για την περίπτωση τώρα που κάποιος ασφαλισμένος απασχολείται σε έναν εργοδότη ως μισθωτός και προσφέρει υπηρεσίες σε άλλον εργοδότη μέσω ΔΠΥ, δε θα εμπίπτει στην παραπάνω διάταξη αλλά θα πληρώνει ο ίδιος τις εισφορές, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 36 του ν. 4387/2016 περί πολλαπλής δραστηριότητας. Μάλιστα αν κάποιος είναι νέος ασφαλισμένος (μετά το 1993) θα πληρώνει διπλή ασφάλιση και ως μισθωτός και ως ελεύθερος επαγγελματίας καθώς δεν δίνεται σ΄αυτή την κατηγορία το δικαίωμα επιλογής ενός ασφαλιστικού φορέα όπως στο παρελθόν. Έτσι, η επιβάρυνση για αυτούς θα είναι μεγαλύτερη.
“Η εγκύκλιος περιπλέκει τα θέματα και δε λύνει βασικές απορίες. Περιμένουμε και άλλες εγκυκλίους” σχολιάζει ο πρόεδρος της Ένωσης Φοροτεχνικών Ελευθέρων Επαγγελματιών Αττικής, Δημήτρης Τσαμόπουλος επισημαίνοντας πως σε νέα εγκύκλιο πέρα από τα “μπλοκάκια” το Υπουργείο δημιουργεί ερωτηματικά, τόσο στα μερίσματα των Ανωνύμων Εταιρειών, όσο και στις αμοιβές των μελών των Δ.Σ, οι οποίες φαίνεται πως πλέον θα φορολογούνται με συντελεστή 40%.
Εισοδηματικά όρια και παραδείγματα
“Με ετήσια διάρκεια σύμβασης, ισχύει το ετήσιο ανώτατο όριο των 70.320 ευρώ, συνεπώς οι οφειλόμενες ασφαλιστικές εισφορές υπολογίζονται στο συνολικό ποσό του δελτίου παροχής υπηρεσιών ακόμα και αν αυτό υπερβαίνει ανά μήνα το ποσό των 5.860,80 ευρώ, υπό την προϋπόθεση ότι σε κάθε περίπτωση δεν γίνεται υπέρβαση του ανωτάτου ετησίου ορίου.
Σε περιπτώσεις συμβάσεων με διάρκεια μικρότερη του έτους, καταβάλλονται οι ασφαλιστικές εισφορές που αντιστοιχούν στην κατανομή της συμφωνημένης αμοιβής ανά μήνα ενώ και το ανώτατο όριο λαμβάνεται υπόψη σε μηνιαία βάση (5.860,80 ευρώ).
Στην περίπτωση, τέλος, κατά την οποία το ποσό του ΔΠΥ που εκδίδεται μηνιαίως υπολείπεται της ελάχιστης βάσης υπολογισμού εισφορών (586,08 ευρώ) ο ασφαλισμένος υποχρεούται να καταβάλλει τις εισφορές που υπολείπονται του ελάχιστου ποσού κατά το χρόνο της ετήσιας εκκαθάρισης της ασφαλιστικής υποχρέωσης, οπότε και θα οριστικοποιούνται οι εισφορές.” αναφέρει η εφημερίδα “Ημερησία” παραθέτοντας και τα παρακάτω ενδεικτικά παραδείγματα.
1) Γιατρός
Παρέχει υπηρεσίες σε ιδιωτική κλινική, με σύμβαση ετήσιας διάρκειας, και αμοιβή ύψους 80.000 ευρώ, για την οποία εκδίδει τρία ΔΠΥ. Η κλινική αποτελεί τον μόνο αντισυμβαλλόμενο του συγκεκριμένου ασφαλισμένου-ιατρού, επομένως αυτός υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39. Ανεξαρτήτως του αριθμού των ΔΠΥ στις οποίες επιμερίζεται η συμφωνηθείσα αμοιβή, καταβάλλονται εισφορές με βάση το ανώτατο ετήσιο όριο των 70.320 ευρώ, με δεδομένο ότι η σύμβαση είναι ετήσιας διάρκειας. Αν η ω σύμβαση ήταν διάρκειας 10 μηνών, τότε η συμφωνηθείσα αμοιβή θα αντιστοιχούσε σε 8.000 ευρώ/μήνα, συνεπώς οι εισφορές θα υπολογίζονται επί της ανώτατης μηνιαίας βάσης υπολογισμού των 5.860,8 ευρώ. Στην τελευταία περίπτωση, όμως, ο ασφαλισμένος θα καταβάλει κανονικά εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτός) για τους υπόλοιπους δύο μήνες του έτους.
2) Γιατρός
Παρέχει υπηρεσίες σε ιδιωτική κλινική, με σύμβαση διάρκειας 10 μηνών για την οποία εκδίδει ΔΠΥ αξίας 5.000 ευρώ. Με δεδομένο ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της παρ. 9 του άρθρου 39, το ποσό της συμφωνηθείσας αμοιβής επιμερίζεται στους μήνες που διαρκεί η σύμβαση, επομένως σε κάθε μήνα αντιστοιχεί αμοιβή ύψους 500 ευρώ. Επ’ αυτής υπολογίζονται εισφορές αντιστοίχως κατανεμημένες σε βάρος του ασφαλισμένου και σε βάρος του αντισυμβαλλόμενου κατά τα ως άνω αναφερθέντα. Επιπροσθέτως, για το ποσό που υπολείπεται της ελάχιστης μηνιαίας βάσης υπολογισμού των αυτοαπασχολουμένων (586,08-500=86,08 ευρώ), ο ασφαλισμένος καταβάλλει εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτός).
3 )Λογιστής
Εργάζεται ως μισθωτός σε εταιρία και παρέχει παράλληλα υπηρεσίες σε άλλη εταιρία με ΔΠΥ. Ο εν λόγω ασφαλισμένος δεν υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39, αλλά σε αυτή του άρθρου 36 περί πολλαπλής δραστηριότητας. Επομένως, για τις αποδοχές του από τη μισθωτή εργασία υπολογίζονται εισφορές με βάση το άρθρο 38, για το δε εισόδημά του από την ελεύθερη άσκηση επαγγέλματος (ΔΠΥ) καταβάλλει εισφορές με βάση το άρθρο 39 (ως μη μισθωτός).
Αν ο ίδιος ως μισθωτός σε εταιρία, λαμβάνει και επιπλέον αποδοχές από την ίδια εταιρία με ΔΠΥ δεν υπάγεται στη διάταξη της παρ. 9 του άρθρου 39 και για το σύνολο του εισοδήματος από τη συγκεκριμένη δραστηριότητα υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 38. Συνεπώς, επί του εισοδήματος αυτού υπολογίζονται εισφορές μισθωτού και, επομένως, η εταιρία καταβάλει τις εισφορές εργοδότη που αντιστοιχούν στο σύνολο του εισοδήματος (αποδοχές από μισθωτή εργασία και εισόδημα από ΔΠΥ).
(Φωτογραφία: Sooc.gr)