Τράπεζες: Με το σταγονόμετρο και πανάκριβη η ρευστότητα

Διαβάζεται σε 5'
Τράπεζες: Με το σταγονόμετρο και πανάκριβη η ρευστότητα
Alexandros Michailidis / SOOC

Οι σταθερά αρνητικοί ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ελληνικά επιτόκια επιχειρηματικών χορηγήσεων είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη, δημιουργούν συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας για τις επιχειρήσεις.

Σε συνθήκες πιστωτικής ασφυξίας κινδυνεύουν να βρεθούν σύντομα χιλιάδες επιχειρήσεις, κυρίως μικρές και μεσαίες, καθώς η πολυπόθητη τραπεζική ρευστότητα που θα συντηρήσει τις αναπτυξιακές προοπτικές τους καθίσταται ελάχιστη και ταυτόχρονα εξαιρετικά ακριβή.

Τα επίσημα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν σταθερά αρνητικούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης για τις επιχειρήσεις, καθώς οι αποπληρωμές δανείων είναι σταθερά περισσότερες από τις νέες εκταμιεύσεις, την ίδια στιγμή που τα ελληνικά επιτόκια επιχειρηματικών χορηγήσεων είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη.

Άπαντες οι θεσμικοί φορείς του εγχώριου επιχειρείν, κάνουν λόγο για βρόγχο που απειλεί να πνίξει όσες επιχειρήσεις, κυρίως μεσαίες και μικρότερες, άντεξαν την υπερδεκαετή οικονομική κρίση.

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου (ESRB), στο οποίο προεδρεύει η Κριστίν Λαγκάρντ, οι τράπεζες ως αποτέλεσμα των επιδράσεων από την αύξηση των ευρωπαϊκών επιτοκίων, έχουν περιορίσει τη στήριξη που παρείχαν στην οικονομική δραστηριότητας.

Τα δεύτερα ακριβότερα επιτόκια στην ΕΕ

Όπως φαίνεται στην έκθεση “ESRB risk dashboard”, μέσα σε ένα χρόνο τα επιτόκια των επιχειρηματικών δανείων στην Ελλάδα έχουν υπερδιπλασιασθεί και η χώρα μας κατατάσσεται στη δεύτερη θέση στην ευρωζώνη με κριτήριο το ύψος των επιτοκίων σε αυτή την ιδιαίτερα σημαντική κατηγορία δανείων.

Είναι χαρακτηριστικό ότι μόνο σε τέσσερις χώρες της ευρωζώνης το επιτόκιο των επιχειρηματικών δανείων ξεπερνά το 6%, ενώ στην Ελλάδα η αύξηση των επιτοκίων από τον Ιούλιο του 2022 ήταν από τις πιο επιθετικές στην ευρωζώνη.

Την ίδια στιγμή όπως άλλωστε έχει αναδείξει και τα στοιχεία της ΤτΕ, οι ελληνικές τράπεζες έχουν, μετά τις κυπριακές, το δεύτερο μεγαλύτερο περιθώριο επιτοκίου στα επιχειρηματικά δάνεια στην ευρωζώνη γεγονός που οφείλεται στην διατήρηση των επιτοκίων καταθέσεων σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα και της αύξησης των επιτοκίων στα επιχειρηματικά δάνεια. Αυτό δεν ίσχυε τον Ιούλιο του 2022, πριν αρχίσει τις αυξήσεις επιτοκίων η ΕΚΤ, όταν υπήρχαν αρκετά εθνικά τραπεζικά συστήματα στην ευρωζώνη με μεγαλύτερα περιθώρια επιτοκίου από το ελληνικό.

Οι συνθήκες ρευστότητας καταγράφουν ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωση από το γεγονός ότι οι στόχοι που έθεσαν οι διοικήσεις των συστημικών τραπεζών για τις νέες χορηγήσεις του 2023 είναι πλέον ανέφικτοι με τα επίσημα στοιχεία να δείχνουν ότι ο ρυθμός αύξησης των νέων επιχειρηματικών δανείων είναι από τις χειρότερες επιδόσεις στην ευρωζώνη.

Όπως εξηγούν με κάθε ευκαιρία έμπειρα τραπεζικά στελέχη, ο περιορισμός της τραπεζικής ρευστότητας προς την πραγματική οικονομία είναι αποτέλεσμα τόσο της αύξησης των επιτοκίων, που προφανώς μειώνει τη ζήτηση για δάνεια όσο και της διάθεσης των τραπεζικών διοικήσεων να αποφύγουν τα ανοίγματα υπό τον φόβο ενός νέου κύματος κόκκινων δανείων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τον Ιούλιο 2023, ο ρυθμός αύξησης των επιχειρηματικών δανείων έπεσε στο μηδέν, ενώ τον Ιούλιο 2022 ξεπερνούσε το 10%.

Σύμφωνα πάντα με την έκθεση “ESRB risk dashboard”, οι τράπεζες έχουν επιλέξει να μείνουν ουσιαστικά εκτός της αγοράς των καταναλωτικών δανείων. Συγκεκριμένα στα καταναλωτικά δάνεια, ο ρυθμός αύξησης των χορηγήσεων ήταν αρνητικός το 2022 και έγινε ακόμη πιο βαθιά αρνητικός το 2023, όταν ουσιαστικά οι τράπεζες επέλεξαν να χορηγήσουν λιγότερα νέα δάνεια από τα ποσά που εισέπραξαν για τα παλιά. Αποτέλεσμα είναι, σύμφωνα με την έκθεση, οι ελληνικές τράπεζες να παραμένουν σταθερά στην τελευταία θέση της ευρωζώνης σε αυτή την κατηγορία δανείων.

Ένα ακόμη στοιχείο που έχει ενδιαφέρον είναι η ξεκάθαρη στρατηγική από πλευράς των τραπεζών να πάρουν οποιοδήποτε νέο ρίσκο και το οποίο αποτυπώνεται στον δείκτη δάνεια προς καταθέσεις. Ο δείκτης βρίσκεται περίπου στο 70%, με πτωτική τάση από τον προηγούμενο χρόνο, και είναι ο δεύτερος χαμηλότερος στην ευρωζώνη μετά την Κύπρο. Αυτό σημαίνει ότι το 30% των καταθέσεων που έχουν οι ελληνικές τράπεζες μένουν στην άκρη και τοκίζονται με το υψηλό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (4%), αντί να μετατρέπονται σε νέα δάνεια. Δεδομένου ότι οι τράπεζες κρατούν τα επιτόκια καταθέσεων πολύ χαμηλά, κάτω από το 2%, αυτός είναι ένας εύκολος τρόπος για να αντλούν κέρδη αυτή την περίοδο.

Μηδενικό ενδιαφέρον από τις ΜμΕ για χρηματοδοτήσεις

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον είναι φυσικό η πρόσβαση των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων στην τραπεζική ρευστότητα λόγο του υψηλότερου κόστους που φέρνουν οι απανωτές αυξήσεις επιτοκίων, να κρίνεται απαγορευτική.

Σύμφωνα άλλωστε με πρόσφατη έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε επιχειρήσεις-μέλη του Βιοτεχνικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης μόλις 1 στις 4 (24%) από αυτές πραγματοποίησε κάποια επένδυση το πρώτο εξάμηνο του έτους. Το 61,5% των επενδύσεων αφορούσε την βελτίωση του τεχνολογικού εξοπλισμού και τις ψηφιακές τεχνολογίες, το 17,5% τις κτιριακές εγκαταστάσεις, το 14% την εκπαίδευση του προσωπικού και το 7% εργασίες για ενεργειακή αναβάθμιση.

Αυτό όμως που είχε μεγαλύτερη σημασία είναι η πλειοψηφία των επενδύσεων και συγκεκριμένα το 67,5% χρηματοδοτήθηκε αποκλειστικά από ίδια κεφάλαια, το 27,5% χρηματοδοτήθηκε από κάποιο πρόγραμμα και μόλις το 5% χρηματοδοτήθηκε από κάποια τράπεζα.

Την ίδια στιγμή ιδιαίτερης αναφοράς χρήζει το γεγονός ότι οι επενδύσεις που υλοποιήθηκαν το προηγούμενο διάστημα ήταν σχετικά χαμηλού προϋπολογισμού. Ειδικότερα το 50% των επενδύσεων ήταν ύψους έως 5.000 ευρώ το 20% έως 10.000 ευρώ και πάνω από 10.000 ευρώ ήταν το υπόλοιπο 30% των επενδύσεων.

 

 

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα