Τράπεζες: Μείωση των κόκκινων δανείων κατά 3,1 δισ. ευρώ έως το 2025 και παράταση του “Ηρακλή”

Τράπεζες: Μείωση των κόκκινων δανείων κατά 3,1 δισ. ευρώ έως το 2025 και παράταση του “Ηρακλή”
iStock

Σύμφωνα με την ΤτΕ για τη χρονική περίοδο 2023 - 2025 οι τράπεζες προσδοκούν σε μείωση των "κόκκινων" δανείων κατά 3,1 δισ. ευρώ ή 32%, με τον δείκτη να διαμορφώνεται στο 4% το 2025 από 7% το 2022, συγκλίνοντας έτσι, περαιτέρω προς το μέσο όρο των τραπεζών της ζώνης του ευρώ.

Κοινή προσέγγιση στο ζήτημα των κόκκινων δανείων υιοθετούν για τα επόμενα χρόνια τόσο η Τράπεζα της Ελλάδος όσο και οι συστιμικές τράπεζες, αναγνωρίζοντας την ανάγκη για περαιτέρω μείωσής τους με την εποπτική Αρχή να εξετάσει, για τον λόγο αυτό, την εκ νέου παράταση του «Ηρακλή».

Στην Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας που δημοσίευσε χθες η ΤτΕ έκρουσε για άλλη μια φορά τον κώδωνα του κινδύνου για μια σειρά προκλήσεις που προκύπτουν από τις διεθνείς αναταράξεις με τις τράπεζες. «Η συνέχιση του πολέμου στην Ουκρανία, με την ενεργειακή κρίση που έχει πυροδοτήσει, έχει επιδράσει καθοριστικά στην αύξηση των εισαγόμενων πληθωριστικών πιέσεων, με δυσμενείς συνέπειες για το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων. Η ταχεία οικονομική ανάπτυξη το 2022 έχει συντελέσει στην άμβλυνση των πιέσεων. Εντούτοις, η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ, με τη διαμόρφωση ενός περιβάλλοντος υψηλότερων επιτοκίων, καθιστά σαφές ότι, τόσο το κόστος χρηματοδότησης, όσο και οι δυνατότητες αποπληρωμής χρέους από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, θα επηρεαστούν δυσμενώς. Το περιβάλλον αυτό, σε συνδυασμό με τις προοπτικές για επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης το 2023, ενδέχεται να επηρεάσει εκ νέου την ποιότητα των δανειακών χαρτοφυλακίων των τραπεζών, με τη δημιουργία νέων ΜΕΔ», υπογραμμίζει χαρακτηριστικά.

Στο πλαίσιο αυτό, ο ελληνικός τραπεζικός τομέας καλείται να προσαρμοστεί άμεσα, αντιμετωπίζοντας προκλήσεις όπως η περαιτέρω βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού και της κεφαλαιακής επάρκειας και η επίτευξη διατηρήσιμης κερδοφορίας.

Στο 4% ο Δείκτης κόκκινων δανείων το 2025

Οι τράπεζες με την σειρά τους να εμφανίζονται «πιστές» στο στόχο για την περαιτέρω μείωση του αποθέματος των «κόκκινων» δανείων τους, έτσι ώστε ο σχετικός δείκτης να συγκλίνει άμεσα με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Σύμφωνα με την ΤτΕ για τη χρονική περίοδο 2023 – 2025 οι τράπεζες προσδοκούν σε μείωση των «κόκκινων» δανείων κατά 3,1 δισ. ευρώ ή 32%, με τον δείκτη να διαμορφώνεται στο 4% το 2025 από 7% το 2022, συγκλίνοντας έτσι, περαιτέρω προς το μέσο όρο των τραπεζών της ζώνης του ευρώ.

«Οι παράγοντες μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων είναι κυρίως οι αποπληρωμές δανείων (1,9 δισ. ευρώ) και οι διαγραφές (1,7 δισ. ευρώ) και δευτερευόντως οι πωλήσεις (700 εκατ. ευρώ) και οι ρευστοποιήσεις εξασφαλίσεων (500 εκατ. ευρώ)», σημειώνεται χαρακτηριστικά στην Έκθεση της ΤτΕ και προστίθεται: «Η καθαρή ροή ΜΕΔ αναμένεται να παραμένει θετική (2,1 δισ. ευρώ), καθώς οι τρέχουσες οικονομικές συνθήκες αναμένεται να ασκήσουν πιέσεις βραχυπρόθεσμα στη χρηματοοικονομική κατάσταση νοικοκυριών και επιχειρήσεων».

Πιο αναλυτικά, στο τέλος του 2022 το συνολικό «κόκκινο» απόθεμα είχε διαμορφωθεί σε 13,2 δισ. ευρώ, μειωμένο κατά 28,2% ή 5,2 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση, με τη συνολική μείωση σε σχέση με το υψηλότερο επίπεδό τους (σ.σ. Μάρτιος του 2016) να προσεγγίζει το 87,7% ή 94 δισ. ευρώ. Όσον αφορά στο λόγο των ΜΕΔ προς το σύνολο των δανείων, αυτός στο τέλος του 2022 διαμορφώθηκε σε 8,7%, έναντι 12,8% στο τέλος του 2021. «Η μείωση αυτή αντανακλά την πρόοδο στις προσπάθειες εξυγίανσης του δανειακού χαρτοφυλακίου, ενώ επισημαίνεται ότι και οι τέσσερις σημαντικές τράπεζες έχουν επιτύχει τον επιχειρησιακό στόχο που είχαν θέσει για μονοψήφιο ποσοστό ΜΕΔ πριν από το τέλος του 2022, με μία εξ αυτών να είναι κάτω από το όριο του 5%», σημειώνει η κεντρική τράπεζα και συνεχίζει: «Εντούτοις, στις λιγότερο σημαντικές τράπεζες ο δείκτης των ΜΕΔ ως προς το σύνολο των δανείων είναι ιδιαίτερα υψηλός και διαμορφώνεται σε 44,8%, ποσοστό που σχετίζεται και με την ασυμβατότητα του προγράμματος παροχής κρατικών εγγυήσεων στη συντριπτική πλειοψηφία των μικρότερων τραπεζών. Επιπρόσθετα, ο δείκτης ΜΕΔ σε επίπεδο τραπεζικού τομέα παραμένει υψηλότερος του ευρωπαϊκού μέσου όρου (Δεκέμβριος 2022: 1,8%)».

Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την ΤτΕ, οι προσπάθειες αποκλιμάκωσης του υφιστάμενου αποθέματος χρειάζεται να συνεχιστούν και να εντατικοποιηθούν περαιτέρω, ιδίως υπό το πρίσμα των προκλήσεων που αναδεικνύονται.

Παράταση του «Ηρακλή»

Την ίδια στιγμή η ΤτΕ επισημαίνει ότι ορισμένες από τις συναλλαγές τιτλοποίησης παραμένουν σε εκκρεμότητα και εξετάζεται το ενδεχόμενο εκ νέου παράτασης του «Ηρακλή».

«Η λήξη του προγράμματος προβλεπόταν για τον Οκτώβριο του 2022 και εξετάζεται το ενδεχόμενο εκ νέου παράτασής του», τονίζεται στην Έκθεση, επισημαίνοντας πως με στοιχεία 31.12.2022 το συνολικό απόθεμα ΜΕΔ που έχει ενταχθεί στο επίμαχο σχέδιο ανέρχεται σε 43,8 δισ. ευρώ (από 47,9 δισ. στις 30/06/2022, με το ύψος των χορηγηθεισών από το Ελληνικό Δημόσιο εγγυήσεων να ανέρχεται πλέον σε 17,4 δισ. ευρώ.

Όπως, ωστόσο, υπογραμμίζει η κεντρική τράπεζα, η μεταφορά των εν λόγω ΜΕΔ εκτός πιστωτικού συστήματος δεν σημαίνει αυτόματα και την οριστική εξάλειψη του χρέους από την οικονομία. «Το χρέος παραμένει, με τη διαχείρισή του πλέον να πραγματοποιείται από τις Εταιρίες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (ΕΔΑΔΠ). Συνεπώς, η εύρυθμη λειτουργία της εν λόγω αγοράς για την επίτευξη της οριστικής εκκαθάρισης του χρέους είναι σημαντική παράμετρος και η αξιοποίηση του συνόλου των διαθέσιμων εργαλείων και επιλογών αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση», αναφέρεται και προστίθεται: «Η εξέταση των δυνατοτήτων επανένταξης σε καθεστώς ενημερότητας πιστούχων, οι οποίοι έχουν βιώσιμα επενδυτικά σχέδια που μπορούν να χρηματοδοτηθούν, θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και να αναδεικνύεται ως μία επιλογή η οποία θα συμβάλει καθοριστικά στην οριστική εκκαθάριση του ιδιωτικού χρέους, αλλά και στην ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας».

Περαιτέρω ενίσχυση των εσόδων

Η Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας της ΤτΕ αναφέρει ότι η επιστροφή των τραπεζών στην κερδοφορία το 2022 αποτελεί θετική εξέλιξη, ενώ και το 2023 αναμένεται περαιτέρω ενίσχυση των οργανικών εσόδων. «Βραχυπρόθεσμα, η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ ενισχύει τα καθαρά έσοδα των τραπεζών από τόκους, καθώς ένα πολύ μεγάλο μέρος των δανείων έχει συναφθεί με κυμαινόμενο επιτόκιο. Εντούτοις, μεσοπρόθεσμα η επίδραση αυτή ενδέχεται να μετριαστεί από την αύξηση του κόστους χρηματοδότησης των τραπεζών, λόγω αφενός της σταδιακής αύξησης των επιτοκίων καταθέσεων και αφετέρου του αυξημένου κόστους έκδοσης ομολόγων για την άντληση ρευστότητας και την κάλυψη εποπτικών απαιτήσεων», λέει η ΤτΕ.

Ακολουθήστε το News 24/7 στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα