Α. Καϊδατζής: Μόνο η Αριστερά μπορεί να διευθετήσει τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας

Α. Καϊδατζής: Μόνο η Αριστερά μπορεί να διευθετήσει τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας
O Ακρίτας Καϊδατζής με τον Κώστα Γαβρόγλου Eurokinissi

O Ακρίτας Καϊδατζής μιλά στο NEWS 24/7 για το βιβλίο "Τα κοινά της Παιδείας" στου οποίου τη συγγραφή πήρε μέρος και για την συμφωνία Τσίπρα-Ιερώνυμου που τελικά δεν εφαρμόστηκε ποτέ.

Η διαπραγμάτευση μεταξύ Κράτους και Εκκλησίας που οδήγησε στη συμφωνία ΤσίπραΙερώνυμου (η οποία τελικά δεν εφαρμόστηκε ποτέ) κατέχει εξέχουσα θέση στο βιβλίο που εκδόθηκε πρόσφατα υπό την καθοδήγηση του Κώστα Γαβρόγλου και έχει τίτλο “Τα κοινά της παιδείας”.

Εμβληματικός σ’ αυτή τη διαπραγμάτευση ήταν ο ρόλος του Ακρίτα Καϊδατζή, πανεπιστημιακού και πρώην Γενικού Γραμματέα της Κυβέρνησης ο οποίος έχει γράψει και το σχετικό κεφάλαιο στο συνεργατικό πόνημα.ν

Ο κ. Καϊδατζής μιλά στο NEWS 24/7 για το βιβλίο που επιχειρεί έναν αναλυτικό απολογισμό των πεπραγμένων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην Παιδεία, την ιστορικότητα της συμφωνίας και τις ενέργειες που θα μπορούσε να κάνει στο μέλλον για το θέμα μία νέα κυβέρνηση της Αριστεράς.

Σε τι αποσκοπεί η συγγραφή ενός τέτοιου “απολογιστικού” βιβλίου, σε ποιες ερωτήσεις απαντά;

Το βιβλίο έχει το χαρακτήρα τεκμηρίου. Μιλάει για όσα έγιναν στο πρόσφατο παρελθόν, αλλά γράφτηκε με το βλέμμα στο μέλλον. Έχει διπλή στόχευση. Από τη μια, απευθύνεται στον ερευνητή της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας, αλλά και στον κάθε ενδιαφερόμενο πολίτη, που θέλει να μάθει τί ακριβώς κατάφερε (αλλά και σε τί απέτυχε) η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στα πεδία αρμοδιότητας του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η ανάγκη για έναν τέτοιο κριτικό απολογισμό γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, αν αναλογιστούμε το γενικότερο έλλειμμα έγκυρης πληροφόρησης που υπάρχει. Δεν είναι μόνο τα fake news, είναι και οι αόριστες ‘φήμες’ που εντέχνως αφήνονται να αιωρούνται, οι ύπουλες διαστρεβλώσεις και, ίσως το πιο τρομακτικό, οι εκκωφαντικές αποσιωπήσεις. Ενημερωτικός λοιπόν ο πρώτος στόχος του βιβλίου, μια συμβολή στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης.

Το βιβλίο έχει όμως και μια πιο πρακτική πολιτική στόχευση. Απευθύνεται και σε όσους κληθούν να συμβάλουν σε μιαν επόμενη κυβέρνηση της Αριστεράς. Δείχνει μια κατεύθυνση: τί μπορεί να πετύχει μια προοδευτική διακυβέρνηση και ποια λάθη πρέπει να αποφύγει. Συνολικά, το βιβλίο είναι ένα σπάνιο παράδειγμα δημοκρατικής λογοδοσίας. Στον πολιτικό λόγο έχουμε εθιστεί σε προγράμματα, εξαγγελίες και υποσχέσεις. Λείπουν οι απολογισμοί, ώστε να μπορεί ο πολίτης να αξιολογήσει με τεκμήρια κατά πόσο μια κυβέρνηση ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες που είχε δημιουργήσει. Θα ήταν ευχής έργο να γενικευόταν η πρακτική τέτοιων εγχειρημάτων. Θα αναβάθμιζε την ποιότητα του πολιτικού λόγου και της ίδιας της δημοκρατίας.

Μία συμφωνία όπως αυτή των Τσίπρα-Ιερώνυμου που αρχικά χαρακτηρίστηκε ιστορική έμεινε τελικά κενό γράμμα. Γιατί συνέβη αυτό κατά τη γνώμη σας;

Καταρχάς θεωρώ ότι η πρωτοβουλία Τσίπρα – Ιερώνυμου παραμένει ιστορική. Και, μπορεί η συμφωνία να μην υλοποιήθηκε, ωστόσο δεν έμεινε κενό γράμμα, αλλά άφησε μια σημαντική παρακαταθήκη για το μέλλον. Είναι ιστορική γιατί έδειξε έναν διαφορετικό δρόμο –και ένα διαφορετικό ήθος, αν θέλετε– στις σχέσεις πολιτείας και εκκλησίας. Για πρώτη φορά, η εκκλησία δεν αντιμετωπίστηκε με πελατειακούς όρους και στη βάση προσωπικών σχέσεων και αδιαφανών συναλλαγών, αλλά με θεσμικό σεβασμό και στη βάση ενός προγραμματικού και διαφανούς διαλόγου.

Το ότι η συμφωνία δεν υλοποιήθηκε οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων και συγκυριών. Καταλυτικό ρόλο θεωρώ ότι είχε αυτό που έλεγα και παραπάνω: η τερατώδης διαστρέβλωση και κατασυκοφάντηση αυτού που οποιοσδήποτε απροκατάληπτος άνθρωπος θα αναγνώριζε ότι συνιστά μιαν ισορροπημένη και αμοιβαία επωφελή πρόταση. Μέσα ενημέρωσης, πολιτικές δυνάμεις και όσοι είχαν συμφέρον να διατηρηθεί η υφιστάμενη τελματώδης κατάσταση ‘βομβάρδισαν’ τον απλό κλήρο με κάθε λογής ανακρίβειες για να τον πείσουν ότι κινδυνεύει η θέση του. Στην πραγματικότητα ισχύει το ακριβώς αντίθετο: με τη συμφωνία η θέση των κληρικών διασφαλιζόταν ακόμα περισσότερο. Θυμίζω συνοπτικά τις βασικές αρχές της: Οι κληρικοί φεύγουν από το μισθολόγιο του Δημοσίου, αλλά το κράτος χρηματοδοτεί ετησίως την εκκλησία με το ισόποσο του κόστους μισθοδοσίας και υπό τον όρο της διατήρησης των θέσεων και των απολαβών τους. Στο πλαίσιο αυτό τακτοποιούνται επιτέλους οι οργανικές θέσεις, που αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν, με αποτέλεσμα οι κληρικοί να βρίσκονται στον αέρα. Και ίσως το σημαντικότερο: συνάπτεται διμερής σύμβαση που κυρώνεται με νόμο ώστε να μη μπορεί εφεξής να τροποποιηθεί μονομερώς από το κράτος.

Παράλληλα, διευθετείται μια άλλη μεγάλη εκκρεμότητα. Διαμορφώνεται ένα πλαίσιο συνεκμετάλλευσης εκτάσεων που διαμφισβητούνται μεταξύ Δημοσίου και εκκλησίας, προκειμένου να λογίζεται ως οιονεί κοινή περιουσία μέχρις ότου επιλυθεί οριστικά το ιδιοκτησιακό καθεστώς τους. Είμαι βαθιά πεπεισμένος ότι, αν ποτέ υπάρξει μια συμφωνία πολιτείας – εκκλησίας (και θεωρώ πως αργά ή γρήγορα θα υπάρξει τέτοια συμφωνία, καθώς πρώτα απ’ όλους η ίδια η εκκλησία θα αναγνωρίσει την αναγκαιότητά της), δεν θα είναι πολύ διαφορετική από το σχέδιο Τσίπρα – Ιερώνυμου.

Μήπως από τη δική σας πλευρά, την πλευρά της Πολιτείας, έλειψε τελικά η τόλμη έτσι ώστε είτε να προχωρήσει αυτή η συμφωνία είτε να καθοριζόταν “μονομερώς” ένα πλαίσιο χωρισμού Εκκλησίας-Κράτους;

Μια απ’ τις μεγάλες καινοτομίες της συμφωνίας, πέρα από το περιεχόμενό της, ήταν ακριβώς και η εγγύηση του διμερούς χαρακτήρα της. Τα συμφωνηθέντα δεν θα ερχόταν να τα νομοθετήσει το κράτος με έναν απλό νόμο. Γιατί ξέρουμε ότι ένας νόμος μπορεί πάντοτε να τροποποιηθεί ή και να καταργηθεί από έναν νεότερο. Μια διμερής σύμβαση όμως που κυρώνεται με νόμο δεν μπορεί να τροποποιηθεί με απλό νόμο, αλλά μόνο με την κύρωση μιας τροποποιητικής σύμβασης, δηλαδή με νεότερη κοινή συμφωνία των μερών.

Τυπικά, η κυβέρνηση θα μπορούσε να προχωρήσει σε μονομερή εφαρμογή του σχεδίου. Όμως αυτό θα αντέβαινε στην ίδια τη φιλοσοφία του, πυρήνας της οποίας ήταν ακριβώς ο χαρακτήρας της διμερούς συμφωνίας. Πολλώ δε μάλλον που, με όρους πολιτικού ρεαλισμού, κάτι τέτοιο ήταν απαγορευτικό για μια κυβέρνηση στο τελευταίο έτος της θητείας της που είχε παράλληλα πολλά μέτωπα ανοιχτά, με μεγαλύτερο όλων βεβαίως τη συμφωνία των Πρεσπών. Μόνο μια κυβέρνηση με επαρκές πολιτικό κεφάλαιο, δηλαδή με πρόσφατη τη λαϊκή νομιμοποίηση, θα μπορούσε να επιχειρήσει μια μονομερή παρέμβαση.

Από ποιο σημείο θα πρέπει να αρχίσουν στο μέλλον οι διαπραγματεύσεις για το ίδιο ζήτημα από μία νέα κυβέρνηση της Αριστεράς και πως μπορούμε να φτάσουμε στο τέλος της διαδρομής;

Καταρχάς, θεωρώ πως μόνο από μια κυβέρνηση της Αριστεράς μπορούμε να περιμένουμε μια οποιαδήποτε διευθέτηση των σχέσεων πολιτείας και εκκλησίας, προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι διακριτοί ρόλοι τους. Οι πολιτικές δυνάμεις της Δεξιάς, δυστυχώς, βαρύνονται με πολλαπλούς, φανερούς και άδηλους, δεσμούς με το χώρο της εκκλησίας, που καθιστούν απαγορευτική οποιαδήποτε πρωτοβουλία.

Μια επόμενη κυβέρνηση της Αριστεράς έχει στα χέρια της μια πολύ καλή βάση εκκίνησης για να ξαναρχίσει η συζήτηση με την εκκλησία: τη συμφωνία Τσίπρα – Ιερώνυμου. Χωρίς να είναι ριζοσπαστική, είναι πάντως αμοιβαία επωφελής και, το κυριότερο, πάει επιτέλους μετά από δεκαετίες την υπόθεση των σχέσεων πολιτείας – εκκλησίας ένα βήμα μπροστά. Μια έστω και μετριοπαθής εξέλιξη είναι σαφώς προτιμότερη από τη στασιμότητα. Θεωρώ ότι απ’ αυτή τη συμφωνία πρέπει να ξαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις, αφού προηγηθεί αυτή τη φορά καλύτερη ενημέρωση και διαβούλευση τόσο εντός της εκκλησίας όσο και εντός της κυβέρνησης και των πολιτικών δυνάμεων που θα τη στηρίζουν.

Έχει συχνά ειπωθεί ότι ο πολιτικός χρόνος τρέχει γρηγορότερα απ’ όσο ο χρόνος της εκκλησίας και αυτή η αδυναμία σύμπτωσης είναι μια από τις αιτίες για την αποτυχία εγχειρημάτων όπως το πρόσφατο. Έχω την αίσθηση ότι και η ίδια η εκκλησία πολύ σύντομα θα αντιληφθεί πως, για το δικό της καλό, πρέπει να επισπεύσει. Η κοινωνία αλλάζει. Το αίτημα των διακριτών ρόλων και της αποδέσμευσης από τον σφιχτό και παρά φύσιν εναγκαλισμό πολιτείας και εκκλησίας θα τίθεται όλο και περισσότερο και όλο και πιο επιτακτικά από τους ίδιους τους πιστούς.

*Το βιβλίο παρουσιάζεται στις 29 Σεπτεμβρίου (19:00, Κήπος Νομισματικού Μουσείου), στο καφέ στον κήπο του Νομισματικού Μουσείου, στις 7 μμ. Θα μιλήσουν ο πρώην Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο πρώην Υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, η Αντιπρύτανης Έρευνας και Διά Βίου Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλνίας Ιωάννα Λαλιώτου και ο υπεύθυνος εκπαιδευτικών θεμάτων του ΔΣ της ΟΙΕΛΕ Στράτος Γεωργούδης.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα