Ρέκβιεμ για τον Παναγιώτη Γεννηματά

Ρέκβιεμ για τον Παναγιώτη Γεννηματά

Ο μεταδιδακτορικός ερευνητής στο ΑΠΘ Αθανάσιος Γραμμένος αποχαιρετά τον Παναγιώτη Γεννηματά που έφυγε πριν από λίγες ημέρες.

Ένας «μεγάλος» δεν είναι πια εδώ. Το βράδυ της 26ης Σεπτεμβρίου πέθανε αιφνιδίως στα 73 του χρόνια, ο Παναγιώτης Γεννηματάς. Το έργο του, η πληθωρική του προσωπικότητα και το εύρος της διανοίας του δεν συνοψίζονται σε ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα.

Ο Γεννηματάς ήταν πολύ περισσότερο από το άθροισμα των ιδιοτήτων και των διακρίσεών του. Πολιτεύτηκε, υπηρέτησε σε θέσεις ευθύνης φορέων και ιδρυμάτων, συμβούλεψε Πρωθυπουργούς, Προέδρους και Αρχιεπισκόπους, ίδρυσε και διοίκησε πολλούς οικονομικούς κι επενδυτικούς φορείς, έγραψε βιβλία και παρέδωσε διαλέξεις σε όλη την Ελλάδα. Ήταν πάντα πρωτοπόρος, ακροβατώντας μεταξύ του πολιτικού, του φιλοσόφου και του τεχνοκράτη.

Ήταν ευρέως γνωστός από την πολυετή πορεία του στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων στο Λουξεμβούργο, την οποία υπηρέτησε ως ο πρώτος Έλληνας Αντιπρόεδρος, από το 1994 έως το 2000. Κατά τη διάρκεια της θητείας του διαχειρίστηκε με υποδειγματικό τρόπο τα μεγαλύτερα αναπτυξιακά έργα της Ελλάδας, όπως η κατασκευή του αγωγού µεταφοράς φυσικού αερίου, η Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, ο διεθνής αερολιμένας Αθηνών, η Αττική Οδός και πολλοί νέοι αυτοκινητόδρομοι.

Γνωρίζοντας τις ελληνικές συνήθειες στην εκτέλεση αντίστοιχων έργων, έθεσε αμετάκλητους όρους που από τη μία οδήγησαν στην άριστη διεκπεραίωσή τους αλλά από την άλλη, απογοήτευσαν κάποιους εγχώριους παράγοντες. Παράλληλα, με τη διορατικότητά του διευκόλυνε μια σειρά δημοσίων επενδύσεων στα Βαλκάνια αλλά και στην Τουρκία, δεσμεύοντάς την σε μία εναλλακτική προσέγγιση την επαύριο της κρίσης των Ιμίων.

Ως ελάχιστη αναγνώριση της προσφοράς του, η Τράπεζατον ανακήρυξε «Επίτιμο Αντιπρόεδρο» ύστερα από την ολοκλήρωση της θητείας του. Το 1999 ο RomanoProdi εκλέχτηκε Πρόεδρος της Κομισιόν και πρότεινε στην ελληνική κυβέρνηση τον Γεννηματά ως τον Έλληνα Επίτροπο. Ωστόσο, ο Κώστας Σημίτης διόρισε την Άννα Διαμαντοπούλου, στηρίζοντας μια κομματική επιλογή. Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, ίδρυσε και διηύθυνε την Τράπεζα Ωμέγα, η οποία το 2006 συγχωνεύτηκε με την ProtonBank.

Γεννήθηκε το 1949 στον Πειραιά. Καταγόταν από τις Θαλάμες της Μεσσηνιακής Μάνης. Η ιστορία της οικογένειάς του πηγαίνει πίσω στην αυλή του Παλαιολόγου. Μετά την Άλωση, ορισμένοι Γεννηματάδες διέφυγαν με δικό τους πλοίο με προορισμό τη Βενετία. Έκαναν στάση στο Οίτυλο και για άγνωστο λόγο αποφάσισαν να εγκατασταθούν στην Μάνη, η οποία ήταν ακόμα ελεύθερη και ανήκε στο δεσποτάτο του Μυστρά.

Ο ίδιος ήταν γιος του Νικόλαου Γεννηματά, που είχε διατελέσει Πρόεδρος του ΟΛΠ και Βουλευτής του Λαϊκού Κόμματος. Φοίτησε στη Ράλλειο Σχολή και στην Ιωνίδειο Πρότυπο Σχολή του Πειραιά, σπούδασε Νομικά και Πολιτικές Επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο Συνταγματικό Δίκαιο, την Πολιτική Κοινωνιολογία και τις Διεθνείς Σχέσεις στο Μόναχο.

Στη Μεταπολίτευση άσκησε επί μακρόν τη δικηγορία, αλλά εργάστηκε παράλληλα ως πολιτικός σύμβουλος στο Υπουργείο Εμπορικής Ναυτιλίας και στη συνέχεια ως Ειδικός Σύμβουλος του Πρωθυπουργού Γεωργίου Ράλλη. Άλλωστε, το 1974 ήταν ένας εκ των 40 ιδρυτικών μελών της Νέας Δημοκρατίας. Το 1981 πολιτεύτηκε στην Α’ Πειραιώς αλλά έχασε την έδρα από τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο. Παραιτήθηκε από το κόμμα το 1985.

Ίσως θα έπρεπε να προβληματίσει τους φίλους της συντηρητικής παράταξης το γεγονός ότι η σημερινή ηγεσία δεν εξέδωσε ένα δελτίο τύπου, ούτε βρήκε μια κουβέντα για να αποχαιρετήσει ένα ιδρυτικό της στέλεχος κι έναν διακεκριμένο ευρωπαίο αξιωματούχο.


Η κοινωνική του συμμετοχή ήταν ακούραστη. Διετέλεσε σύμβουλος σε εργοδοτικές οργανώσεις, ίδρυσε την Ένωση Εμπορικων Συλλογων Ελλαδος, τον Συλλογο Εισαγωγέων-Εξαγωγέων Προϊόντων Χάλυβος, ήταν μέλος του Δ.Σ. του Εθνικού Συμβουλίου Ιδιωτικής Πρωτοβουλίας, όπως επίσης και του Δ.Σ. Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Διετέλεσε ακόμα Γενικός Γραμματέας του Ινστιτούτου Ευρωπαϊκού Πολιτισμού, Πρόεδρος της Μεσσηνιακής Ναυτιλιακής, Πρόεδρος της Χρηματιστηριακής εταιρείας Εurosec, ενώ πριν μεταβεί στο Λουξεμβούργο είχε εργαστεί ως Σύμβουλος Διοίκησης της Τραπέζης της Ελλάδος με αυξημένες αρμοδιότητες διοίκησης.

Συνεργάστηκε με τις πολιτικές ηγεσίες της χώρας, σε κρίσιμες περιόδους προσαρμογής της ελληνικής οικονομίας στις νέες συνθήκες της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ωστόσο, ήταν πολύ επιφυλακτικός για την ένταξη της χώρας στην Ευρωζώνη και είχε προειδοποιήσει ήδη από το 1997 ότι η Ελλάδα δεν ήταν έτοιμη για το εγχείρημα του ΕΥΡΩ επειδή η πραγματική δυνατότητα σύγκλισης θα απαιτούσε πολύ υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης.

Το 1999 είπε με τόλμη ότι με την πολιτική κουλτούρα της μικρότερης δυνατής προσπάθειας και των συμβιβασμών η συμμετοχή στην ΟΝΕ είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και το κόστος θα φανεί μετά το 2001. Τα όσα ζούμε σήμερα, έγραψε, έχουν ρίζες στο μεταπολιτευτικό παρελθόν και μάλιστα στο πρόσφατο. «Στη δεκαετία του ’90 παίχτηκαν πολλά. Λήφθηκαν οι μεγάλες αποφάσεις. Αλλά το κτίριο που τόσο βιαστικά χτίστηκε δεν είχε και την ανάλογη στατική μελέτη. Έτσι ας μην εκπληττόμαστε που το σάρωσαν οι άνεμοι της επόμενης δεκαετίας».

Από τον ζηλωτικό του διαφωτισμό και την κοφτερή ειλικρίνεια, η οποία δυστυχώς δικαιώθηκε το 2010, αποκόμισε την αντιπάθεια του Κώστα Σημίτη και των στενών συνεργατών του καθώς δεν ανεχόταν να αμαυρώνεται το μονοδιάστατο τότε εμπόριο αισιοδοξίας, το succes story της εποχής.

Στα επόμενα χρόνια, το πολιτικό κατεστημένο τον αγνόησε επιδεικτικά, ανίκανο να αντιπαρατάξει έστω έναν αξιόλογο θεωρητικό απέναντί του, όταν εκείνος προειδοποιούσε για την ανάγκη εθνικής οχύρωσης μπροστά στην επελαύνουσα επιτροπική δεσποτεία. Το ίδιο συνέβη και κατά την επιβολή των μνημονιακών δεσμεύσεων, όταν εγκαταλείφθηκε οριστικά από τις ελληνικές κυβερνήσεις η προοπτική της ανεξάρτητης εθνικής πολιτικής και επελέγη η βίαιη πρόσδεση στο άρμα της Γερμανίας.

Παρ’ όλ’ αυτά, ο Παναγιώτης Γεννηματάς ήταν ένας σπουδαίος και αυθεντικός ευρωπαϊστής. Κοσμοπολίτης και πολύγλωσσος, αναγνώριζε ότι η θέση της Ελλάδας είναι εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μάλιστα όχι ως ουραγός -όπως κατέληξε λόγω του εγγενούς ενδοτισμού των διαχειριστών της κρίσης- αλλά ως συνδιαμορφωτής των πολιτικών του μέλλοντος.

Το 2010 δημοσίευσε το σύγγραμμα Αγωνία για την Ευρώπη, στο οποίο ανέλυε τη σκέψη του για το ομοσπονδιακό όραμα και την ευρωπαϊκή ταυτότητα. Τις παραμονές των εκλογών του 2015, έστειλε το δικό του αγωνιώδες μήνυμα, συστήνοντας «ανεξαρτήτως εκλογικού αποτελέσματος, να μην υποστείλουμε την ευρωπαϊκή σημαία».

Μια λιγότερο γνωστή πτυχή της καριέρας του είναι η σχέση του με τον μακαριστό Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο. Ο Γεννηματάς ανέλαβε να επικουρήσει την Αρχιεπισκοπή στην εκπόνηση ενός ρεαλιστικού σχεδίου για την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας της Εκκλησίας, έτσι ώστε να της αποδώσει πολύτιμους πόρους που είχε ανάγκη για το έργο της.

Ο Χριστόδουλος είχε διαβλέψει και την επερχόμενη εκκλησιαστική κρίση στην Ουκρανία, γι’ αυτό στα τέλη της δεκαετίας του ’90 είχε ζητήσει από τον Γεννηματά να επισκεφτεί το Κίεβο με την ιδιότητα του Ευρωπαίου αξιωματούχου, ούτως ώστε να βολιδοσκοπήσει εκ του ασφαλούς (και χωρίς την αντίδραση του Οικουμενικού Πατριαρχείου) το έδαφος ως προς το αίτημα οικονομικής βοήθειας της αποσχισθείσας από τη Μόσχα, Αυτοκέφαλης Ουκρανικής Εκκλησίας.

Το ταξίδι δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ, όμως ο ίδιος, καίτοι υπέρμαχος του διαχωρισμού κράτους-Εκκλησίας, είχε συμβάλλει σημαντικά στην κατανόηση των σύγχρονων οικονομικών στρατηγικών από τον Αρχιεπίσκοπο.

Για όσους παρακολουθούσαν τη σκέψη του, ο Γεννηματάς ήταν ένας αυθεντικός διανοούμενος κι ένας μελαγχολικός φιλόσοφος από εκείνους που σπανίζουν διότι δεν εξωραΐζουν τη δυστοπική πραγματικότητα ούτε τη φέρνουν στα μέτρα ευωχίας του συνομιλητή.

Συνέλαβε αθόρυβα τα κοσμογονικά μηνύματα των ιστορικών μεταβολών, τα οποία και κατέγραψε στο πλούσιο και εμβριθές συγγραφικό έργο του. Παρακολουθούσε με επιμονή τη διεθνή βιβλιογραφία, διάβαζε συνεχώς και διαχώριζε χειρουργικά το σημαντικό από το εντυπωσιακό. Έτσι, απέδωσε συγγράματα και σημειώσεις αξιοθαύμαστης ακρίβειας και τεκμηρίωσης. Μιλούσε μια «γλώσσα» δύσκολη, που πάει πίσω απ’ τις βιτρίνες και ως εκ τούτου διέθετε επίγνωση και εγκυρότητα.

Σε ένα από τα τελευταία συγγράμματά του με τίτλο Ανθρώπινη Χειραφέτηση και Ύστερος Καπιταλισμός πραγματεύεται την έννοια της ελευθερίας υπό το πρίσμα νέων διαχειριστικών αναγκών και συμπεριφορικών εξαναγκασμών. Στο τελευταίο του -υπό έκδοση- βιβλίο, με τίτλο Ρέκβιεμ για την Παγκοσμιοποίηση, πρόλαβε να εντάξει την ανάλυση του νέου διπολισμού, ο οποίος διαμορφώνεται με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Με τα μάτια στραμμένα στη μεγάλη εικόνα, κατέγραψε τον εξελισσόμενο ανταγωνισμό μεταξύ πολιτικής και ελεύθερης αγοράς, ο οποίος την μεταψυχροπολεμική περίοδο γέννησε ανεξέλεγκτες καταστάσεις και κρίσεις.

Η παρέμβαση της Ρωσίας, κάτω από συνθήκες πρωτοφανούς αδράνειας, ο καταστροφικός ρόλος της γερμανικής Ostpolitik, καθώς και οι συνεπακόλουθες πολιτικές κυρώσεις αναδιανέμουν τις ζώνες ισχύος και βάζουν τέλος στο φιλελεύθερο consensus της ελεύθερης μετακίνησης προσώπων, αγαθών και κεφαλαίων. Ανησυχούσε επειδή οι συγκρούσεις των «γιγάντων» θα έχουν σοβαρές επιπτώσεις και για τους Έλληνες, οι οποίοι δυστυχώς δεν διαθέτουν τις απαραίτητες ηγετικές φυσιογνωμίες.

Η ζωή του Γεννηματά, ωστόσο, δεν ήταν έμπλεη μόνο από αστικές αβρότητες. Έκανε λάθη και τα πλήρωσε ακριβά. Στάθηκε όμως πάντα στο ύψος του με την αλύγιστη μανιάτικη αξιοπρέπεια κι ήρθε κοντά στη νεότερη γενιά με σκοπό να μεταδώσει λίγη από την εμπειρία του. «Ό,τι προλάβω», έλεγε κι ύστερα αναρωτιόταν με πατρική έγνοια εάν ο άνθρωπος του μέλλοντος θα διαβάζει. Υπήρξε ευπατρίδης, αγνός δάσκαλος και μέντορας. Ήταν ένας φάρος ήθους και ανδρείας σ’ ένα πέλαγο τρικυμιώδους μετριότητας. Έφυγε νωρίς και το κενό του είναι δυσαναπλήρωτο.

*Η εξόδιος ακολουθία θα τελεστεί στις Θαλάμες της Μάνης, την Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου.

Ο Αθανάσιος Γραμμένος είναι μεταδιδακτορικός ερευνητής στο ΑΠΘ

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα