Τι λένε για τις γυναίκες οι γυναίκες στην ηγεσία της ακροδεξιάς
Διαβάζεται σε 10'
Μια νέα γενιά λευκών γυναικών με οργισμένη τοποθέτηση αναλαμβάνουν την ηγεσία της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς. Τι υποστηρίζουν όμως για τις γυναίκες;
- 08 Μαρτίου 2025 07:19
Μια νέα τάση που δημιουργεί προβληματισμό καταγράφεται τα τελευταία χρόνια στα ακροδεξιά κόμματα της Ευρώπης, τα οποία τοποθετούν ολοένα και συχνότερα γυναίκες στις ηγεσίες τους, ενώ μάλιστα καταγράφουν πρωτοφανή εκλογικά ποσοστά.
Η Ακροδεξιά, τόσο σε επίπεδο ιδεολογίας αλλά και πρακτικής, στεκόταν διαχρονικά απέναντι στις γυναίκες. Η επιστροφή στις “παραδοσιακές αξίες”, η ανωτερότητα της φυλής της οποίας ηγούνται λευκοί, straight άντρες και η αποδοχή ενός και μόνο μοντέλου οικογένειας, της λεγόμενης πυρηνικής (γυναίκα, άνδρας, παιδί), η εναντίωση στις αμβλώσεις και τα αναπαραγωγικά δικαιώματα των γυναικών, η μη αποδοχή της ισότητας των φύλων και των ποσοστώσεων για τις γυναίκες είναι μόλις μερικά από τα κομμάτια του ψηφιδωτού της.
Ωστόσο από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, συναντάμε το εξής «παράδοξο». Μια σειρά από γυναίκες αναλαμβάνουν την ηγεσία κομμάτων της Ακροδεξιάς, με τις Τζόρτζια Μελόνι, Μαρίν Λεπέν και Άλις Βάιντελ να αποτελούν τα πιο “επιτυχημένα” τέτοια παραδείγματα, καθώς διεκδικούν ή έχουν ήδη κατακτήσει την εξουσία. Αλλά και στην περίπτωση της Ελλάδας, ένα από τα κόμματα της ακροδεξιάς που κατάφερε να εξασφαλίσει την είσοδό του στην ευρωβουλή, αυτό της Αφροδίτης Λατινοπούλου, έχει στην ηγεσία του μια γυναίκα. Πώς γίνεται όμως η Ακροδεξιά, δύναμη πολέμια του φεμινιστικού κινήματος και των γυναικείων δικαιωμάτων εν γένει, να έχει γυναίκες στην ηγεσία της;
«Η Ακροδεξιά προσαρμόζεται στις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές» απαντά η Ιωάννα Μεϊτάνη, συνιδρύτρια-συντονίστρια του Σημείου για τη Μελέτη και την Αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς. Όπως εξηγεί μιλώντας στο NEWS 24/7, η Ακροδεξιά «δεν μένει σε όλες τις περιπτώσεις κολλημένη στις παραδοσιακές θέσεις για τη γυναίκα. Αυτό που κρατάει είναι ο ρόλος της γυναίκας ως μάνας: να γεννάει “καθαρούς” απογόνους της φυλής». Και αυτό, όπως τονίζει, είναι ισχυρότερο από τον ρόλο της γυναίκας «στην κουζίνα».
Τι λένε για τη θέση της γυναίκας οι ηγέτιδες της Ακροδεξιάς
Προκειμένου να κατανοήσουμε καλύτερα το φαινόμενο, ας δούμε τι υποστηρίζουν τα παραπάνω ακροδεξιά κόμματα και κυρίως οι ίδιες ως γυναίκες, για τις γυναίκες.
Η «Εθνικός Συναγερμός» της Μαρίν Λεπέν που έλαβε το 32% των ψήφων των Γάλλων στις τελευταίες εκλογές, παρουσιάζει μια σύνθετη και μερικές φορές αντιφατική στάση απέναντι στις γυναίκες και τα δικαιώματα των γυναικών. Από τη μία πλευρά, η ίδια η Λεπέν συχνά χαρακτηρίζει την πλατφόρμα της ως φεμινιστική. Αναφέρει ιστορικές προσωπικότητες όπως η Ολύμπια ντε Γκουζ και η Σιμόν Βέιλ και ισχυρίζεται ότι υποστηρίζει τα δικαιώματα των γυναικών, υποστηρίζοντας ότι οι γυναίκες πρέπει να μπορούν να ζουν με ασφάλεια, να έχουν ίσες ευκαιρίες, ενώ κατά τη διάρκεια της προεδρικής του εκστρατείας το 2022, η Λεπέν δήλωσε ότι δεν έχει πρόθεση να ανατρέψει το δικαίωμα στην άμβλωση στη Γαλλία.
Οι «παραδοσιακές αξίες» που υποστηρίζει το κόμμα της στο πρόγραμμά του από την άλλη, ενισχύουν πατριαρχικούς και συντηρητικούς ρόλους φύλου. Για παράδειγμα, τονίζει τη σημασία της οικογένειας και της αύξησης των γεννήσεων, θεωρώντας τη μητρότητα ως έναν κεντρικό, σχεδόν ιερό ρόλο. Στέκεται απέναντι σε αυτό που αποκαλεί “νέο-φεμινισμό” ή “woke” – θέσεις που, σύμφωνα με τη Λεπέν, δημιουργούν μια εχθρική ατμόσφαιρα προς τους άνδρες και ενθαρρύνουν μια «περιττή θυματοποίηση». Το κόμμα της έχει επίσης αντιταχθεί σε ορισμένα μέτρα για την ισότητα των φύλων στο παρελθόν, όπως οι ποσοστώσεις και η ενσωμάτωση του θηλυκού γένους στη γλώσσα για τις επίσημες επικοινωνίες.
Ουσιαστικά, ενώ η Μαρίν Λεπέν και το κόμμα της προσπαθούν να προσελκύσουν τις γυναίκες παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως προστάτες του γαλλικού πολιτισμού και της ασφάλειας (συχνά συνδέοντας ζητήματα όπως η μετανάστευση με απειλές κατά των γυναικών), το ευρύτερο πολιτικό τους πλαίσιο παραμένει ριζωμένο σε μια παραδοσιακή, εθνικιστική αντίληψη για τους ρόλους φύλου. Οι επικριτές της αποκαλούν αυτή την προσέγγιση «ψευδές φεμινισμό» ή στρατηγικό «rebranding» που αποσκοπεί στο να κερδίσει τις γυναίκες ψηφοφόρους χωρίς να δεσμευτεί πλήρως σε προοδευτικές πολιτικές φύλου.
«Σε μια σύγχρονη Ευρώπη, η ακροδεξιά γυναίκα μπορεί να είναι επιτυχημένη, δυναμική, και άρα ηγέτιδα ενός κόμματος» σημειώνει η Ιωάννα Μεϊτάνη.
Στην περίπτωση της Μελόνι, συναντάμε ένα πρόγραμμα επικεντρωμένο στον εθνικισμό με συντηρητικές θέσεις, ειδικά όσον αφορά τα αναπαραγωγικά δικαιώματα. Εξίσου αποκαλυπτικές είναι οι στρατηγικές εθνικές και διεθνείς συμμαχίες που έχει δημιουργήσει η Μελόνι με παράγοντες και οργανώσεις από το συντηρητικό φάσμα της Καθολικής Εκκλησίας. Στο μανιφέστο του κόμματος του 2018, η λίστα με τις απειλές για την «φυσική» οικογένεια επεκτάθηκε, περιλαμβάνοντας την «ιδεολογία του φύλου», στην οποία πρέπει να αντισταθούμε για να διατηρήσουμε την ιταλική ταυτότητα. Έχει εκφράσει αντιρρήσεις σχετικά με τα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, αντιτιθέμενη στον γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου και στην τεκνοθεσία από ομόφυλα ζευγάρια. Επιπλέον, η κυβέρνησή της έχει προωθήσει νομοθεσία που καθιστά την παρένθετη μητρότητα έγκλημα.
Έχει ταχθεί κατά των ποσοστώσεων φύλου και έχει εκφράσει τον σκεπτικισμό της απέναντι στον φεμινισμό, θεωρώντας τον περισσότερο ως ιδεολογικό εργαλείο παρά ως κίνημα υπέρ των γυναικών. Επιπλέον, έχει αντιταχθεί σε νομοθεσίες που προωθούν την ισότητα των φύλων, όπως η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ενίσχυση της αρχής της ίσης αμοιβής για ίση εργασία.
Η Άλις Βάιντελ ενώ είναι ανοιχτά ομοφυλόφιλη και ζει με τη σύντροφό της με καταγωγή από τη Σρι Λάνκα και τα δυο τους παιδιά, το κόμμα της, AfD αντιτίθεται στον γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου και στις υιοθεσίες από ομόφυλα ζευγάρια. Ο τρόπος ζωής της θα έλεγε κανείς ότι κάθε άλλο παρά συνάδει με το οικογενειακό πρότυπο «πατέρας – μητέρα – παιδί» χωρίς ιστορικό μετανάστευσης, που προωθεί το κόμμα της.
«Σε χώρες με μεγαλύτερο κοινωνικό προοδευτισμό από την Ελλάδα, όπως η Γερμανία (περίπτωση Βάιντελ), η ακροδεξιά γυναίκα μπορεί να είναι και ομοφυλόφιλη. Γιατί πώς θα προσεγγίσει το κόμμα της, που θέλει να έχει πλατιά απεύθυνση, το ομοφυλόφιλο 10% του πληθυσμού; Η ψήφος είναι ψήφος, απ’ όπου κι αν προέρχεται.» εξηγεί η Ιωάννα Μεϊτάνη.
Το κόμμα της Βάιντελ έχει επίσης ταχθεί κατά του σύγχρονου φεμινισμού, τον οποίο θεωρεί απειλή για τις παραδοσιακές οικογενειακές αξίες, με τη νεολαία του κόμματος να ηγείται της εκστρατείας αυτής σε επίπεδο διαδικτύου.
Και στην περίπτωση του AfD και της Βάιντελ, περισσότερος λόγος γίνεται για το δικαίωμα μιας γυναίκας στην ασφάλεια, ιδιαίτερα όταν αναφέρονται στην «απειλή» των μεταναστών, τους οποίους ταυτίζουν με εγκληματίες. Σε ομιλίες της, η Βάιντελ έχει αναφερθεί στους πρόσφυγες ως «κορίτσια με μαντίλες και άντρες με μαχαίρια» (Kopftuch Mädchen und Messer Männer), προκαλώντας σφοδρές αντιδράσεις για τη ρατσιστική και ξενοφοβική της θέση.
Στην περίπτωση της Αφροδίτης Λατινοπούλου, δεν υπάρχουν και πολλές αναφορές στις γυναίκες σε επίπεδο προγράμματος του κόμματός της, παρά μόνο στην επίλυση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας, άρα ως «μητέρες των Ελλήνων». Ωστόσο, δεν θα μπορούσαμε να μην αναφερθούμε στην αντίληψή της για το γυναικείο φύλλο, όπως αυτή εκφράστηκε όταν ξεκίνησε να γίνεται γνωστή, μέσω αναρτήσεών της στο τότε Twitter. Σε ένα από τα πιο πολυσυζητημένα βίντεό της, αισθάνθηκε την ανάγκη να επιτεθεί στη γυναικεία αυτοδιάθεση και να εκφράσει την ενόχλησή της για την αξύριστη μασχάλη, χαρακτηρίζοντας τις γυναίκες που επιλέγουν να έχουν τρίχες στο σώμα τους «νοσηρή μειοψηφία που δεν θα αλλάξει στην πλειοψηφία τα πρότυπα ομορφιάς».
Η στρατηγική της “εξευγενισμένης προσέγγισης”
Η ύπαρξη μιας γυναίκας ως επικεφαλής ή υποψήφιας ενός ακροδεξιού κόμματος αποτελεί μέρος μιας πολιτικής στρατηγικής που εκφράζεται με τον γερμανικό όρο Verharmlosungsstrategie.
Όπως αναφέρει το γερμανικό Brigitte, πρόκειται για στρατηγική που στοχεύει να κάνει τα ριζοσπαστικά κόμματα να φαίνονται πιο αθώα. Με στερεοτυπικούς όρους, οι γυναίκες συνδέονται με χαρακτηριστικά όπως η ευγένεια, η καλοσύνη και η τρυφερότητα – όροι που απέχουν πολύ από το να χαρακτηρίζουν τα ακροδεξιά κόμματα. Δεδομένου ότι οι γυναίκες θεωρούνται στη σφαίρα αυτή λιγότερο επικίνδυνες, απειλητικές και ριζοσπαστικές, τα κόμματα αυτά θέλουν να χρησιμοποιήσουν αυτήν την εικόνα για να προσελκύσουν ένα ευρύτερο εκλογικό κοινό.
Η Μελόνι που αρνείται ότι το κόμμα της είναι φασιστικό, αν και υπήρξε μέλος της νεολαίας ενός νεοφασιστικού κόμματος, αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς οι ακροδεξιές γυναίκες εμφανίζονται ως αβλαβείς και έτσι τους δίδεται η δυνατότητα να ριζοσπαστικοποιούνται χωρίς να γίνονται αντιληπτές.
Η Βάιντελ, επαναλαμβάνοντας ότι το κόμμα της είναι «συντηρητικά φιλελεύθερο», εντάσσεται επίσης σε αυτή την επιφανειακή ανανέωση. Η Λεπέν ήταν πρωτοπόρος σε αυτόν τον τομέα. Ανασχεδίασε το ριζοσπαστικό FN, το οποίο κληρονόμησε από τον πρόσφατα αποθανόντα πατέρα της, Ζαν-Μαρί Λεπέν. Όχι μόνο άλλαξε το όνομα από «Εθνικό Μέτωπο» σε «Εθνικό Συναγερμό», αλλά προχώρησε σε μια απο-δαιμονοποίηση του κόμματος. Αυτό σήμαινε την αποπομπή ενός αριθμού μελών του κόμματος που χαρακτηρίζονταν δημοσίως ως ρατσιστές, αντισημίτες ή Πετανιστές. Η επιτυχία αυτής της στρατηγικής είναι κάτι παραπάνω από εμφανής, αν αναλογιστεί κανείς τα πρόσφατα εκλογικά ποσοστά του κόμματός της.
Παραδοσιακές αξίες και θηλυκότητα
Οι γυναίκες σε ηγετικές θέσεις ακροδεξιών κομμάτων αποτελούν συχνά εργαλείο προώθησης των παραδοσιακών αξιών που αυτά επιδιώκουν να επιβάλουν. Οι έμφυλες αυτές αξίες κορυφώνονται στην παρουσίαση των γυναικών αυτών ως μητέρων. Ο στερεοτυπικός γυναικείος ρόλος συνδέεται με τη φροντίδα, την προστασία και την ανατροφή των παιδιών.
Όπως οι μητέρες προστατεύουν τα νεογέννητα, έτσι και τα ακροδεξιά κόμματα αξιοποιούν αυτήν την εικόνα, προωθώντας τις γυναικείες υποψηφιότητες ως «μητέρες του έθνους». Παρουσιάζονται ως ηγέτιδες που θα προστατεύσουν τον λαό από απειλές όπως η μετανάστευση, η απώλεια εθνικής κυριαρχίας και η εξάπλωση των «woke» ιδεών.
Οι ίδιες οι υποψήφιες συχνά υιοθετούν αυτή τη στρατηγική. Η Τζόρτζια Μελόνι έχει εστιάσει στην ενίσχυση της στήριξης προς τις μητέρες, ενώ η Μαρίν Λεπέν προττάσει ένα πιο παρεμβατικό κοινωνικό κράτος.
Παράλληλα, βλέπουμε να χρησιμοποιούν έντονα και τη θηλυκότητα. Η Τζόρτζια Μελόνι, για παράδειγμα, κατά την προεκλογική της εκστρατεία επαναλάμβανε διαρκώς ότι είναι γυναίκα, μητέρα και Χριστιανή. Αντίστοιχα, η Μαρίν Λεπέν, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 2010, δήλωνε σε συνέντευξή της στο rfi ότι είναι «μια σύγχρονη, απελευθερωμένη γυναίκα, διαζευγμένη, εργαζόμενη μητέρα που αγαπά τα ζώα».
Όμως πάνω από όλα, η γυναικεία παρουσία στην ηγεσία των ακροδεξιών κομμάτων είναι ένα από τα μέσα προσέλκυσης του εκλογικού σώματος, ακόμα κι αν οι τυπικοί ψηφοφόροι της δεξιάς είναι κυρίως άνδρες. Οι ακροδεξιές γυναικείες προσωπικότητες δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι οι πολιτικές τους απευθύνονται στις γυναίκες, ώστε να προσελκύσουν και τις γυναικείους ψήφους. Και φαίνεται να τα καταφέρνουν.
«Στη σύγχρονη Ευρώπη, η Ακροδεξιά διαλέγει έξυπνα τις προτεραιότητες της γλώσσας και της καμπάνιας της, ανάλογα τη χώρα» υπογραμμίζει η συντονίστρια του Σημείου για τη Μελέτη και την Αντιμετώπιση της Ακροδεξιάς και καταλήγει: «Αν μια γυναίκα είναι αρκετά σκληρή και μας λέει αυτά που θέλουμε, ας είναι και ομοφυλόφιλη (Βάιντελ). Αν μια ηγέτιδα είναι πατριώτισσα, ας είναι και γυναίκα (Λατινοπούλου). Ο πατριωτισμός, η λύσσα απέναντι στους κατασκευασμένους εχθρούς, η αποφασιστικότητα, η αναλγησία είναι ιδιότητες που αξιολογούνται πολύ ψηλά. Άρα δεν θεωρώ ότι μιλάμε για αντίφαση».