Νέες ταινίες: Η μεγαλειώδης “Χώρα του Θεού” σε μια εβδομάδα γεμάτη φεστιβάλ Καννών

Νέες ταινίες: Η μεγαλειώδης “Χώρα του Θεού” σε μια εβδομάδα γεμάτη φεστιβάλ Καννών

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Στην τρίτη της εβδομάδα η “Φάλαινα” του Αρονόφσκι όχι απλά κρατάει γερά αλλά ανεβαίνει και στην κορυφή του εγχώριου box office εκτοπίζοντας το “Avatar: The Way of Water”. Η ταινία αρέσει πολύ, συγκινεί και συζητιέται και έχοντας ξεπεράσει τα 50.000 εισιτήρια χωρίς να χάνει δυναμική, είμαστε περίεργοι πού μπορεί να φτάσει.

Κακό δε θα της κάνουν οι τρεις οσκαρικές της υποψηφιότητες, αν και πιθανώς να υπήρχαν ελπίδες για κάτι κάπως καλύτερο. (Σενάριο ας πούμε, που είναι πολύ αδύναμη η κατηγορία των διασκευασμένων, ή και γιατί όχι, ακόμα και ταινία.) Γενικότερα, με την ανακοίνωση των υποψηφιοτήτων μπαίνουμε τώρα σε μια περίοδο όπου αναμένεται να δούμε αν το ελαφρύ ζωήρεμα των τελευταίων εβδομάδων μπορεί να φέρει νέο κόσμο στις αίθουσες.

Μερικά από τα μεγάλα οσκαρικά φιλμ θα κυκλοφορήσουν μες στον Φλεβάρη (“Πνεύματα του Ινισέριν”, “Tar”), κάποια βρίσκονται ήδη στις αίθουσες (από το γιγάντιο “Avatar” ως το indie hit “Aftersun”), ενώ στις 2 Φεβρουαρίου θα επανακυκλοφορήσει το μεγάλο φαβορί των 11 υποψηφιοτήτων, “Τα Πάντα Όλα”.

Διεθνώς, το “Avatar” ξεπέρασε τα 2 δις. εισπράξεων, η 6η μόλις ταινία στην ιστορία που το καταφέρνει. Ξέρετε τι θα λέγαμε τώρα, ας μην επαναλαμβανόμαστε.

Όσο για αυτή την εβδομάδα, είναι αρκετά ιδιόμορφη. Κυκλοφορούν 4 (όλα τους από καλά ως σπουδαία) διαμάντια από το φεστιβάλ Καννών κι ένας Τζέραρντ Μπάτλερ. Δεν υπάρχει κακή επιλογή.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Η Χώρα του Θεού

4/5

(“Godland / Vanskabte land”, Χλίνουρ Πάλμασον, 2ω23λ)

Στην Ισλανδία του 19ου αιώνα, ένας λουθηρανός ιερέας από τη Δανία αναλαμβάνει μια αποστολή επιμόρφωσης και καταγραφής. Ταξιδεύει στην Ισλανδία με σκοπό να επιβλέψει το χτίσιμο μιας νέας εκκλησίας, και παράλληλα καταγράφει τη ζωή του τόπου μέσα από εικόνες που παίρνει. Όμως το αφιλόξενο τοπίο κι η αδυναμία του να συνεννοηθεί με τους ντόπιους, θα δοκιμάσουν σκληρά την πίστη του. Στο πρώτο της μέρος η ταινία παίρνει όλο της χρόνο ώστε να καταγράψει το τοπίο αφήνοντάς μας να το βιώσουμε σα να επρόκειτο κι εμείς να αναμετρηθούμε μαζί του, πριν φέρει τον ιερέα εν μέσω μιας νέας (για εκείνον) κοινότητας που προκαλεί κάθε του κομμάτι πίστης, ηθικής και κοσμοθεωρίας.

Κάτι παραπάνω από απλός απόγονος του “Αγκίρε” του Χέρτσογκ ή των μπεργκμανικών του συνιστωσών, πρόκειται για ένα απίστευτης σκληρής ομορφιάς φιλμ πάνω στη σχέση του ανθρώπου με το τοπίο, πάνω στην αποικιοκρατία και στο πώς καταγράφεται (κι από ποιους, και με τι κριτήρια) η ίδια η ανθρώπινη Ιστορία, πάνω –τελικά– στον Χρόνο και στον Θάνατο. Σε όλη του τη διάρκεια, πρόσωπα και ιστορίες αποτυπώνονται ως μια στιγμή στο χρόνο (κυριολεκτικά κιόλας– χάρη σε πρωτόλειες φωτογραφικές μηχανές και της υπομονετικής διαδικασίας που απαιτούν), άνθρωποι και ζωντανά αντιμάχονται, αναμετρώνται και πεθαίνουν, ενώ γύρω τους βρυχάται ένας άγριος τόπος που μοιάζει αιώνιος. Τα πάντα μοιάζουν μικρά και τεράστια την ίδια στιγμή, λεπτομέρειες και κοσμογονίες μες στο ίδιο κάδρο.

Κάδρο τετράγωνο για την ακρίβεια, γεμάτο με τον Χρόνο και τον Τόπο, μες στο οποίο αποτυπώνονται και εξερευνώνται ανθρώπινες συμπεριφορές υπό ένα πρίσμα ηθικής, πίστης και ενστίκτου επιβίωσης, σε αντιπαραβολή με το μεγαλειώδες που τις περιβάλλει. Η πορεία του ιερέα είναι αργή, υποβλητική, αλλά και καθηλωτική ταυτόχρονα, καθώς ο ίδιος διαρκώς έρχεται αντιμέτωπος με αλήθειες, με ήθη, με ανθρώπους που δοκιμάζουν κάθε του όριο και προσχεδιασμένη ιδέα. Μπορεί ποτέ να είναι τελικά αυτός που θα πει την ιστορία αυτών των ανθρώπων; Αυτού του τόπου (ενός τόπου που μοιάζει ακόμα κι αυτός σε αγώνα καθορισμού ταυτότητας κατά τη διάρκεια της ταινίας); Μπορεί κανείς; Μπορεί να επιβάλει τη δική του; Σταδιακά, η περιπέτεια ενός ανθρώπου αφομοιώνεται από την περιπέτεια της ύπαρξης.

Σε σκηνοθεσία Χλίνουρ Πάλμασον του “Μια Λευκή, Λευκή Μέρα” (από τις καλύτερές μας ταινίες του 2020), η “Χώρα του Θεού” τον επιβεβαιώνει ως ένα από τα πιο σημαντικά ανερχόμενα ονόματα του ευρωπαϊκού σινεμά. Μια ταινία που προβλήθηκε μεν στις Κάννες αλλά όχι στο επίσημο διαγωνιστικό, κερδίζοντας τον ανεπίσημο τίτλο της ταινίας του ‘22 για την οποία οι περισσότεροι απόρησαν «μα καλά, πώς γίνεται αυτό να μην ήταν στο διαγωνιστικό;». Η επόμενη ταινία του Πάλμασον θα είναι.

Μπελ: Ο Δράκος και η Πριγκίπισσα

(“Belle”, Μαμόρου Χοσόντα, 2ω1λ)

3.5/5

Μέσα στον digital κόσμο του U, ένα συνηθισμένο, συνεσταλμένο κορίτσι από μια επαρχιακή πόλη, γίνεται η Μπελ, μια παγκοσμίως λατρεμένη τραγουδίστρια. Είναι εκεί, μέσα στο U, που η Σούζου/Μπελ αναπτύσσει δεσμό με έναν μυστηριώδη Δράκο, που θα καταλήξει να επηρεάζει –φυσικά– και τις αληθινές ζωές τους.

Ο Μαμόρου Χοσόντα του αγαπητού (και υποψήφιου για Όσκαρ) “Mirai” αφηγείται μια γνώριμη ιστορία προσωπικής αυτο-εκπλήρωσης μέσα από την ανάπτυξη ενός ιδεατού alter ego σε ένα ψηφιακό app περιβάλλον, μες στο οποίο (και με τη βοήθεια μιας αποστομωτικά όμορφης πολυχρωμίας) ζωντανεύει μια μοντέρνα επαναδιατύπωση του παραμυθιού της Πεντάμορφης και του Τέρατος.

Ο τρόπος που αναπτύσσεται ο μύθος και η εικονογραφία του κλασικού παραμυθιού μέσα σε ένα πιστευτό ψηφιακό περιβάλλον, μπορεί να συνεπάρει κάθε θεατή. Έχει πάντα ενδιαφέρον να παρατηρούμε πώς λειτουργούν εμβληματικά παραμύθια όταν μετατοπίζονται στο χώρο ή το χρόνο κρατώντας απαράλλαχτο κάτι πολύ βαθιά στην ουσία τους. Είναι ίσως και μία από τις σημαντικές ενδείξεις για το πώς συμπεριφορές, φόβοι και ανθρώπινα «θέλω» παραμένουν στη βάση τους αναλλοίωτα με ό,τι στάδιο του πολιτισμού κι αν τα ντύσεις.

Ο Χοσόντα δεν καινοτομεί στην επαναδιατύπωση της ιστορίας ή στο χτίσιμο αυτού του γνώριμου κόσμου, όπου άνθρωποι δημιουργούν τα άβαταρ-προβολές του εαυτού τους. Όμως τα πλέκει μεταξύ τους με τρόπο ορμητικό και εντυπωσιακό, δημιουργώντας κάτι δομικά και συναισθηματικά στιβαρό, και ταυτόχρονα εντυπωσιακό ως αγνή αισθηματική περιπέτεια. Μα πάνω από όλα; Απλά πανέμορφο.

Νοσταλγία

3 / 5

(“Nostalgia”, Μάριο Μαρτόνε, 1ω57λ)

Ο Φελίτσε επιστρέφει στη γειτονιά που μεγάλωσε στη Νάπολη για να φροντίσει την γερασμένη μητέρα του που αργοπεθαίνει. Λείπει από την χώρα εδώ και 45 που τα έχει περάσει στην Μέση Ανατολή και την Αφρική. Είναι παντρεμένος, ζει καλή ζωή, έχει οικογένεια μακριά πια από τη Νάπολη. Στην αρχή δεν είναι καν ο ίδιος που θέλει να γυρίσει πίσω. Όσο όμως περνά χρόνο στα άγρια στενά της («δεν έχει αλλάξει τίποτα, τα πάντα είναι ίδια» λέει σε ένα τηλεφώνημα στη γυναίκα του, καθώς κοιτάζουμε την πόλη από ψηλά), η Νάπολη τον τραβά σε μια δίνη αναμνήσεων και ενοχών.

Ξαφνικά, όλα αυτά από τα οποία έτρεξε κάποτε να ξεφύγει, θα βρεθούν μπροστά του. Θα αρχίσει να αναζητά τον παιδικό του φίλο, που σήμερα είναι διαβόητος κακοποιός. Κόντρα στις συμβουλές ενός ιερέα ο οποίος κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να προστατεύει παιδιά από την επιρροή της μαφίας, ο Φελίτσε αποφασίζει να μείνει, μέχρι να κοιτάξει το παρελθόν του στα μάτια.

Το παρελθόν αποκαλύπτεται σταδιακά στη διάρκεια του φιλμ μέσα από πολαρόιντ αισθητικής αποσπάσματα, όσο στο παρόν ο Φελίτσε (του ταιριαστά στοιχειωμένου Πιερφραντσέσκο Φαβίνο) περικυκλωμένος από άγριες αναμνήσεις, μοιάζει τελικά ο ίδιος με ηχώ. Άλλοτε δεν θυμάμαι, άλλοτε δεν τον θυμούνται, όμως επιμένει. Γιατί όσο κι αν τα πάντα έχουν αλλάξει, η νοσταλγία που νομοτελειακά βιώνει και που τον τυλίγει, ρίχνει ένα φίλτρο πάνω στα πάντα. Εδώ, η πόλη θα είναι πάντα αυτή που ήταν. Εδώ, τα θραύσματα του παρελθόντος είναι πάντα ζωντανά. Ακολουθώντας αυτή τη διαδρομή του ήρωα, το φιλμ γίνεται συχνά αρκετά συμβατικό ως δράμα, τη στιγμή που η απόλυτη δύναμή του βρίσκεται στην αποτύπωση της σχέσης του Φελίτσε με αυτό ακριβώς το περιβάλλον. Μια νοσταλγία που δε μπορεί παρά τελικά να τον καθορίζει, μια νοσταλγία που τελικά συνδέεται με την ίδια του την συνείδηση. Όμορφο, στιβαρό φιλμ από την Ιταλία, με συμμετοχή στο διαγωνιστικό των Καννών.

Joyland

3/ 5

(Σαϊμ Σαντίκ, 2ω6λ)

Μια συνηθισμένη, πατριαρχική οικογένεια στο Πακιστάν περιμένει πώς και πώς πότε θα έρθει ο αρσενικός απόγονος που θα συνεχίσει το «όνομα» της οικογένειας. Ο νεότερος όμως γιος, έτσι κι αλλιώς μακριά από αυτό που το περιβάλλον του περιμένει –και θεωρεί δεδομένο– από εκείνον, χαράζει βήμα βήμα μια άλλη διαδρομή στη ζωή του. Αρχίζει να χορεύει σε ένα ερωτικό χοροθέατρο, λέγοντας μάλιστα στους δικούς του πως είναι άλλος ο ρόλος του από ό,τι στην πραγματικότητα, θέλοντας να πλασάρει ως βιτρίνα ένα πιο σοβαρό, υπεύθυνο προφίλ. Παράλληλα, αρχίζει να ερωτεύεται την τρανς σταρ, δίπλα στην οποία ανακαλύπτει νέες πτυχές ενός κόσμου μέχρι πρότινος πιο μονότονου, πιο μονόχρωμου.

Με σημείο έναρξης αυτή την απαγορευμένη ερωτική ιστορία, η κάμερα του Σαντίκ αρχίζει σταδιακά να ανοίγει το εύρος της καταγραφής, εξετάζοντας εν τέλει την ανάγκη πολλών μελών αυτού του οικογενειακού περιγύρου για κάποια μορφή απελευθέρωσης– και το κατά πόσο κάτι τέτοιο μπορεί να είναι εφικτό ή καν να αρθρωθεί. Βαθιά συναισθηματικό φιλμ, μιλά με φροντίδα και αγάπη (αλλά ποτέ πατροναριστικά) για όλους τους ανθρώπους που μπορεί να ένιωσαν ποτέ ένα βάρος στις πλάτες τους και έναν προκαθορισμένο δρόμο μπροστά τους, και δυσκολεύτηκαν (ή και ίσως δεν κατάφεραν ποτέ) να βάλουν δικούς τους κανόνες σε ένα περιβάλλον υπόκωφα καταπιεστικό.

Μικρού βεληνεκούς αλλά αληθινά τρυφερή, όμορφη ταινία η οποία κέρδισε τον queer Φοίνικα στις Κάννες (όπου και έκανε πρεμιέρα) και στη συνέχεια μάζεψε βραβεία σε ό,τι φεστιβάλ πέρασε, ανάμεσά τους και το βραβείο σεναρίου στις Νύχτες Πρεμιέρας.

Κυκλοφορεί ακόμα

Εκτός Ελέγχου: Με ακατανόητα γενικόλογο ελληνικό τίτλο, κυκλοφορεί και η πιο πρόσφατη περιπέτεια με τον Τζέραρντ Μπάτλερ με αληθινό τίτλο το καταπληκτικά λιτό και συγκεκριμένο “Plane”, όπου ο Μπάτλερ ως πιλότος θα προβεί σε αναγκαστική προσγείωση– μέσα σε εμπόλεμη ζώνη.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα