Νέες ταινίες: Η ξέφρενη “Βαβυλώνα” με Μπραντ Πιτ και Μάργκο Ρόμπι

Νέες ταινίες: Η ξέφρενη “Βαβυλώνα” με Μπραντ Πιτ και Μάργκο Ρόμπι

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Στα ταμεία συνεχίζεται η άνοδος σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό διάστημα καθώς εκτός από το “Avatar: The Way of Water”, έχουμε την έκπληξη της “Φάλαινας” που πλέον ανοίγοντας σε ευρύ κύκλωμα καταφέρνει να μη χάσει τη δυναμική της και να ξεπεράσει τα 25.000 εισιτήρια φέρνοντας κόσμο στις αίθουσες και ξεκινώντας πολλές συζητήσεις.

Κάτι που εξάλλου έχει καταφέρει και το “Aftersun” που συνεχίζει σε μια ντουζίνα αιθουσών, και φτάνει τις 20.000 εισιτήρια αποτελώντας επίσης σημείο εκκίνησης για κουβέντα. Κι ενώ δεν αποτελεί κυκλοφορία διανομής, παρά δύο ειδικές προβολές σε μια αίθουσα, θέλουμε σίγουρα να αναφέρουμε και τις δύο sold out προβολές του αριστουργήματος “Ζαν Ντιλμάν” της Σαντάλ Άκερμαν, που διοργανώθηκαν από τις Νύχτες Πρεμιέρας μετά την ανακήρυξη του φιλμ ως #1 στην επιδραστική λίστα του περιοδικού Sight & Sound.

Όσο για την πρώτη θέση στο box office, συνεχίζει φυσικά το “Avatar: The Way of Water”, που στην Ελλάδα φτάνει τα 380.000 εισιτήρια ενώ παγκοσμίως σαρώνει: Μόλις είχε το τρίτο καλύτερο 5ο ΣΚ κυκλοφορίας στην ιστορία, πίσω μόνο από τον “Τιτανικό” και, εχμ, το “Avatar”. Ο Τζέιμς Κάμερον συνεχίζει να παίζει σε ένα γήπεδο όπου κανείς άλλος δε μπορεί καν να φτάσει, με το σίκουελ να αναμένεται να φτάσει τα 2 δις εισπράξεων παγκοσμίως μέχρι το ΣΚ.

Αντίθετα, αποτυχία στα αμερικάνικα ταμεία αποδείχθηκε το ακριβό, φιλόδοξο φιλμ του σκηνοθέτη του “La La Land”, Ντέιμιεν Σαζέλ, που κυκλοφορεί σήμερα στην Ελλάδα. Αυτό δε σημαίνει πως δεν αξίζει της προσοχής σας, όπως και δύο ακόμα πολύ ενδιαφέρουσες πρεμιέρες.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Βαβυλώνα

3.5 / 5

(“Babylon”, Ντέιμιαν Σαζέλ, 3ω9λ)

Ένας μεγάλος πρωταγωνιστής του σινεμά. (Μπραντ Πιτ ως μεγάλο όνομα του βωβού σινεμά, αστείος αλλά και πικρός και μελαγχολικός όταν πρέπει.) Μια κοπέλα που θέλει όσο τίποτα να γίνει σταρ. (Μάργκο Ρόμπι ξέφρενη, σε ερμηνεία-χείμαρρο που εντοπίζει την απόγνωση μες στην μανιακή –σχεδόν καρτουνίστικα– ενέργεια.) Ένα παιδί για όλες τις δουλειές που είναι προορισμένος για κάτι πολύ μεγαλύτερο. (Ντιέγκο Κάλβα, η ανακάλυψη της ταινίας, όχι ιδιαίτερα συναρπαστικός ωστόσο.)

Ιστορίες ανόδου και πτώσης πολλών διαφορετικών χαρακτήρων κατά την περίοδο της μεγάλης μετάβασης από τον βωβό στον ομιλούντα κινηματογράφο πριν από σχεδόν έναν αιώνα, κεντημένες μεταξύ τους άναρχα, εκστατικά, με απέχθεια, με λατρεία. Όλα μαζί. Την ίδια στιγμή. Στην μεγάλη επιστροφή του Ντέιμιεν Σαζέλ (“La La Land”) σε ένα σινεμά του υπερθεάματος, ένα σινεμά που ακροβατεί φωνάζοντας και χορεύοντας, αναζητώντας τι μπορεί να υπάρχει ανάμεσα στον κυνισμό και την εγκαρδιότητα.

Κάθε κεφάλαιο αυτής της σάγκα αποτελεί ένα μακρόσυρτο πάρτυ, κυριολεκτικά και μη. Από την εναρκτήρια σεκάνς όπου οι τρεις ήρωες συναντιούνται για πρώτη φορά χωρίς να ξέρουν πόσο θα σημαδέψουν ο ένας τις διαδρομές των άλλων, σε ένα αληθινό πάρτυ (γεμάτο ξέφρενη παρακμή, εντελώς «τελευταίες μέρες της Ρώμης») όπου η δράση, οι ήχοι, η κίνηση και τα χρώματα δεν σταματούν ποτέ. Μέχρι κάθε τους επόμενη στάση, όπου όμως κάθε επιμέρους κεφάλαιο στήνεται, καδράρεται και δραματουργείται σα να επρόκειτο για μια μικρή προσωπική εποποιία.

Είναι μια πραγματική κινηματογραφική παράκρουση, με έναν τόνο που ακροβατεί ανάμεσα σε σουρεάλ καρτούν και υπαρξιακή σπουδή, με ένα σωρό σκηνές ανθολογίας (το γύρισμα της πρώτης ταινίας της ηρωίδας της Μάργκο Ρόμπι, για παράδειγμα), όσο και σεκάνς που πραγματικά μπορούν να τραβήξουν πολύ ή να χάνουν και να βρίσκουν διαρκώς την ισορροπία, μια τριπλή παράλληλη δραματουργία ανόδου και πτώσης που κρατά το θεατή σε εγρήγορση (ή σε απόγνωση), με φοβερό σάουντρακ από τον Τζάστιν Χέργουιτς του “La La Land”, και με μια συναρπαστική προσέγγιση στην ιδέα της «μαγείας του σινεμά»:

Η ταινία μοιάζει εξίσου κυνική όσο και μαγεμένη απέναντι στον κόσμο του Χόλιγουντ, με αγνή απογοήτευση απέναντι στην απανθρωπιά και το έρεβος που μπορεί να ελλοχεύει πίσω από τον κόσμο του θεάματος (κρατάμε την άφοβη ερμηνεία-εμφάνιση του Τόμπι Μαγκουάιρ εδώ) και τον θαυμασμό για τη διαχρονικότητα που αυτός μπορεί να γεννά, κάτι που ο Σαζέλ προσπαθεί να διαπραγματευτεί μέσα του καθώς οδηγούμαστε στο τολμηρό φινάλε. Αυτές οι εικόνες, αυτά τα πρόσωπα, θα ζουν για πάντα. Η μυθολογία τους, λέει ο Σαζέλ, συγκινημένος και συγχυσμένος την ίδια στιγμή, το ίδιο.

Πίσω από τις Θημωνιές

3.5 / 5

(Ασημίνα Προέδρου, 1ω58λ)

Στα σύνορα της βορείου Ελλάδας ένας ψαράς πνιγμένος στα χρέη και βυθισμένος στην απόγνωση (πάντα καθηλωτική η παρουσία του Στάθη Σταμουλακάτου), αρχίζει να μεταφέρει μετανάστες με τη βάρκα του έναντι αδράς αμοιβής. Η γυναίκα του είναι κλασική νοικοκυρά και πιστή χριστιανή που αρχίζει σταδιακά να ζυγίζει το ηθικό βάρος της στάσης της απέναντι σε ό,τι συμβαίνει γύρω της, στη μικρή τους κοινωνία. Η κόρη του (Ευγενία Λάβδα, ερμηνευτικά άγουρη σε σημεία αλλά με φυσικότητα και σκληρή αλήθεια πάνω της και σε κάθε της μανερισμό στις στιγμές που μετράει περισσότερο) είναι έφηβη που δεν καταλαβαίνει γιατί έχει το παλιότερο κινητό από όλες τις φίλες της.

Συγχύζεται όταν ο πατέρας της δεν την αφήνει να βγει με την παρέα της το βράδυ των γενεθλίων της. Δεν μπορεί άλλο την καταπίεση και διεκδικεί τη θέση της σε έναν κόσμο που προσπαθεί να ορίσει ως δικό της. Ένα τραγικό περιστατικό θα βρεθεί στο επίκεντρο της τροχιάς και των τριών ηρώων και ηρωίδων φέρνοντας άπαντες αντιμέτωπους με τις πράξεις τους– τα θέλω τους, τις ανάγκες τους, τα ηθικά τους βάρη, τα ηθικά τους αδιέξοδα.

Σε σενάριο και σκηνοθεσία της Ασημίνας Προέδρου στην πρώτη της μεγάλου μήκους ταινία, οι “Θημωνιές” αποτελούν στιβαρό δείγμα ενός σινεμά βαθιά κοινωνικού που καταφθάνει έτοιμο, σίγουρο για τον εαυτό του. Γιατί υπάρχει πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα σε ένα σινεμά που θέτει σύγχρονα αδιέξοδα δίχως να έχει το θράσος να δίνει εύκολες λύσεις, με ένα σινεμά που σηκώνει ψηλά τα χέρια αφήνοντας τον θεατή σε ένα βούρκο που δεν ξέρει πώς έμπλεξε.

Η Προέδρου ανήκει αποφασιστικά στην πρώτη κατηγορία κι αυτό που κάνει όλη τη διαφορά του κόσμου είναι αρχικά η προσωποκεντρική της έγνοια, το πώς μπαίνει σε σπίτια φτωχά, γεμάτα θυμό και άδεια από ελπίδα. Όσο σκοτεινή κι αποπνικτική κι αν είναι μια συνθήκη, ο θεατής ξέρει πολύ καλά πώς να τη διαχειριστεί εφόσον μπει στα παπούτσια των τραγικών ηρώων– όχι όμως ως ανθρωποθυσία κάποιου κυνικού αφηγητή, αλλά ως συνεπιβάτης σε μια ουσιαστική δραματική διαδρομή. Το δράμα της οικογένειας απλώνεται στην οθόνη με τρόπο αποτελεσματικό, φροντισμένο, αληθινό. Κάθε μέλος της οικογένειας βιώνει μια δική του κατάσταση στην οποία είναι απόλυτος πρωταγωνιστής ή πρωταγωνίστρια, και όπου κάθε τι άλλο βρίσκεται αναπόφευκτα στο φόντο.

Είναι ανθρώπινη και ειλικρινής προσέγγιση, που παρουσιάζεται μέσα από μια ένα εξαιρετικά δομημένο σενάριο τριών πράξεων, με κάθε πράξη να εστιάζει και σε ένα μέλος της οικογένειας. Κάθε επαναφήγηση της ιστορίας έρχεται μέσα από άλλα μάτια κι όχι μόνο την εμπλουτίζει, αλλά την μετατρέπει κάθε φορά σε κάτι διαφορετικό: Ένα κοινωνικό θρίλερ ή ένα εφηβικό δράμα που όλα συνυπάρχουν το ένα με το άλλο όπως εξάλλου συμβαίνει και στον κόσμο μας. Όλοι, εξάλλου, είμαστε οι αδιαφιλονίκητοι πρωταγωνιστές της ιστορίας μας.

Μέσα από τη συγκεκριμένη δομή, που καθόλου εύκολο δεν είναι να λειτουργήσει με το επιθυμητό αποτέλεσμα (και παρά κάποιες μικρές επιμέρους κοιλιές στο κάθε τμήμα), η Προέδρου καταφέρνει τελικά να στήσει ένα αξιοθαύμαστης κοινωνικής και αφηγηματικής ευκρίνειας πορτρέτο μιας αληθινής, μεθοριακής, επαρχιακής Ελλάδας– με τα βάρη και τα αδιέξοδά της, βυθισμένη στην εγκατάλειψη και την αδιαφορία της μοντέρνας καπιταλιστικής μηχανής που αφήνει εργάτες να ξεσκίζονται μεταξύ τους και φτωχοποιημένα κοινωνικά στρώματα να γίνονται ανθρώπινα ζόμπι. Ένα αληθινά μεστό, περίτεχνο κομμάτι αφήγησης για μια Ελλάδα στα όριά της.

*Μαζί, προβάλλεται κι η εξαιρετική ταινία μικρού μήκους “AirHostess-737” του Θανάση Νεοφώτιστου για την οποία είχαμε γράψει αναλυτικά μετά το φεστιβάλ Δράμας, και για την οποία είχαμε μιλήσει με τον σκηνοθέτη.

Ιερή Αράχνη

2.5 / 5

(“Holy Spider”, Άλι Αμπάσι, 1ω55λ)

Ένας serial killer κυκλοφορεί στους νυχτερινούς δρόμους της ιερής πόλης Μασχάντ εξοντώνοντας σεξεργάτριες, γιατί έτσι θεωρεί πως εξαγνίζει τον κόσμο από τους αμαρτωλούς. Μια δημοσιογράφος θα βάλει τη ζωή της σε κίνδυνο ώστε να καταφέρει να ανακαλύψει την ταυτότητά του και να τον παραδώσει στις αρχές. Είναι όμως ανοιχτά τα αυτιά των υψηλά ιστάμενων;

Βασισμένος σε αληθινό περιστατικό από τις αρχές των ‘00s στο Ιράν, ο σκηνοθέτης Αλί Αμπάσι (του απίθανου Border, εκείνης της ταινίας με τα σουηδικά τρολ που προτάθηκε για Όσκαρ μακιγιάζ) σκηνοθετεί μια ιδιόμορφη μίξη νουάρ και true crime που δεν είναι ακριβώς τίποτα από τα δύο. Βασικά, δεν είναι ακριβώς κάτι, οτιδήποτε. Το πρώτο μέρος της ταινίας μοιράζει το χρόνο της ανάμεσα στις πράξεις του δολοφόνου και την έρευνα της δημοσιογράφου χωρίς εν τέλει να αντλεί κάτι δημιουργικό ή θεματικό από αυτή την απόφαση– περισσότερο μοιάζει αναποφασιστικότητα σχετικά με το τι από τα δύο είναι η ταινία και τι είναι αυτό που θέλει να πει, καταδικάζοντας μια μορφή βίας που με λεπτομέρεια ανασυστήνει. Είναι κάπως ασαφές και ενδιάμεσο.

Όχι πως δεν είναι απόλυτα ενδιαφέρον, πάντως. Από την αρχή ως το τέλος, και ειδικά στην τελευταία πράξη όπου το φιλμ παίρνει μια νέα απρόσμενη στροφή, υπάρχει κάτι το αληθινά αξιοπερίεργο στο πώς είναι στημένη αυτή η ιστορία, τι λέει, και με τι τρόπο. Είναι μια απόπειρα εξισορρόπησης που δεν έχουμε ξαναδεί να συμβαίνει με αυτόν ακριβώς τον τρόπο. Όμως ακόμα και στην ύστατη αφηγηματική ώρα, ζητήματα και παρατηρήσεις απλά παραθέτονται με έναν τρόπο ταυτόχρονα σχηματικό όσο και παραπλανητικό, χωρίς ποτέ να εξερευνώνται στα αλήθεια. Τι είναι τελικά αυτό που αποκαλύπτεται μέσα από αυτή την ψυχικά εξαντλητική κατάδυση σε μια κάποια κόλαση; Ας το επεξεργαστούμε.

Βραβείο ερμηνείας (κάπως υπερβολικό) στο φεστιβάλ Καννών για την πρωταγωνίστρια Ζαρ Αμίρ-Εμπραχίμι, και πρόταση της Δανίας για τα φετινά Όσκαρ, με την ταινία να φτάνει προς ώρας στην shortlist 15 ταινιών που έχει ήδη ανακοινωθεί.

Ακόμα κυκλοφορούν

Η Κυριακή της Μητέρας: Το 1924, μια νεαρή καμαριέρα καταλήγει μόνη της την ημέρα της Μητέρας όταν τα αφεντικά της (Κόλιν Φερθ και Ολίβια Κόλμαν) φεύγουν δίνοντάς της σπάνια ευκαιρία να περάσει πολύτιμο χρόνο με τον κρυφό εραστή της, το αγόρι από την κοντινή έπαυλη με το οποίο βρίσκεται σε πολύχρονη σχέση. Παρόλο που εκείνος, πρόκειται να παντρευτεί μια άλλη γυναίκα. Σκηνοθετεί η γαλλίδα Ιβ Ισόν του εξαιρετικού νεανικού σεξ δράματος “Bang Gang” και του κάκιστου βιογραφικού φιλμ “Τα Κορίτσια του Ήλιου” με την Γκολσιφτέ Φαραχανί.

Άλις, Αγάπη Μου: Η Άννα Κέντρικ πρωταγωνιστεί ως μια νεαρή γυναίκα παγιδευμένη σε μια abusive σχέση.

Η Μικρή Πυροσβέστης: Παιδικό animation για μια κοπέλα που από μικρή είχε όνειρο να γίνει πυροσβέστης όπως ο πατέρας της παρόλο που στη Νέα Υόρκη του 1932 δεν επιτρεπόταν στις γυναίκες να κάνουν αυτό το επάγγελμα. Όταν όμως οι πυροσβέστες της πόλης εξαφανίζονται μυστηριωδώς, μια χρυσή ευκαιρία παρουσιάζεται μπροστά της.

Ιβάν ο Τρομερός: Το σπουδαίο δίπτυχο του Σεργκέι Αϊζενστάιν που επρόκειτο να γίνει βιογραφική τριλογία του πρώτου τσάρου της Ρωσίας πριν το τρίτο μέρος ακυρωθεί μετά τη δυσαρέσκεια του Στάλιν για το δεύτερο (και καλύτερο). Μια αληθινή ταινία-γέφυρα ανάμεσα στο σινεμά των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα και σε εκείνο που έμελλε να καταφθάσει, με σκηνογραφία, κάδρα και ερμηνείες να συμβάλλουν στην αίσθηση ενός κλιμακούμενου μπαρόκ εφιάλτη πάνω στην παράνοια της εξουσίας, που δεν υπακούει στους συμβατικούς κανόνες αισθητικής αποτύπωσης μιας βιογραφίας. Υπερβαίνοντας τελικά όχι μόνο την κυριολεξία των γεγονότων, αλλά ακόμα και την κατηγοριοποίηση σε είδος και αισθητικό ρεύμα. (5*)

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα