Οι ταινίες της εβδομάδας: Αδιάφθορη Ιζαμπέλ Ιπέρ, σκληρός Τζέραρντ Μπάτλερ κι ένα μεταφυσικό ελληνικό δράμα

Οι ταινίες της εβδομάδας: Αδιάφθορη Ιζαμπέλ Ιπέρ, σκληρός Τζέραρντ Μπάτλερ κι ένα μεταφυσικό ελληνικό δράμα

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Οι ταινίες της εβδομάδας:

Υποσχέσεις

(“Promises / Les Promesses”, Τομά Κρούιτοφ, 1ω38λ)

2.5/5

Κοινωνικό δράμα με την Ιζαμπέλ Ιπέρ στο ρόλο αδιάφθορης δημάρχου ενός φτωχότερου διαμερίσματος του Παρισιού, η οποία σκοπεύει να παραιτηθεί της θέσης της μετά την τρέχουσα θητεία της, παραμένοντας ανέγγιχτη από συμφέροντα επανεκλογής και ισχύος, αλλά και ανοίγοντας δρόμο για νέες φωνές. Όμως μια απρόσμενη υπόσχεση ταράζει το ηθικό της κέντρο βάρους και για πρώτη φορά η φιλοδοξία αρχίζει να παίρνει τον έλεγχο.

H Ιπέρ θα μπορούσε να κουβαλήσει στις πλάτες της ακόμα και τυχαίο επεισόδιο procedural αστυνομικής σειράς και… περίπου αυτό κάνει κι εδώ καθώς η ταινία διαθέτει αρκετούς από τους μηχανισμούς πλοκής και σκιαγράφησης χαρακτήρων που θα ταίριαζαν σε ένα ικανά φτιαγμένο αλλά μάλλον τυπικό τηλεοπτικό δράμα περασμένων εποχών. Ο φοβερός καρατερίστας Ρέντα Καντέμπ (από εκείνους τους ηθοποιούς που όλοι κάπου τους έχουν δει, και όλοι σε κάτι διαφορετικό) ως δεξί της χέρι είναι η κρυφή δύναμη του φιλμ, καθώς όταν η εστίαση χαμηλώνει στο δικό του πεδίο δράσης τα πράγματα γίνονται πιο σκληρά, αμφίσημα και ενδιαφέροντα.

Καθώς η ένταση ανεβαίνει και τα αδιέξοδα γίνονται πιο ασφυκτικά, το φιλμ τείνει να γίνει πιο απλόϊκό στα σχήματά του, όταν όμως ασχολείται με τις λεπτομέρειες και τις διαδικασίες ενός urban κόσμου που φωνάζει σε απόγνωση απέναντι σε ένα ψυχρό, αδιέξοδο σύστημα, τότε κερδίζει το ενδιαφέρον. Σε αυτή της την εκδοχή, παρότι ικανότατα γυρισμένη και εξαιρετικά παιγμένη, καταλήγει περίπου ως μια τρύπα στο νερό.

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Η Ιζαμπέλ Ιπέρ για την πολιτική και για τις “Υποσχέσεις”, από το Φεστιβάλ Βενετίας

Αγία Έμυ

(Αρασέλη Λαιμού, 1ω51λ)

3.5/5

Οι αδερφές Έμυ και Τερέζα ζουν στην κλειστή τους κοινότητα Φιλιππινέζων Χαρισματικών Καθολικών στον Πειραιά, κι όταν η Τερέζα μείνει έγκυος, η Έμυ –που έτσι κι αλλιώς νιώθει σαν ξένη– αρχίζει να ελκύεται από δυνάμεις που βρίσκονται μέσα της. Δυνάμεις που εκφράζονται με σοκαριστικά σωματικό τρόπο, με αποτέλεσμα οι πάντες γύρω της να αντιδρούν διαφορετικά. Φοβισμένα. Διστακτικά. Εκμεταλλευτικά.

Μια μεταφυσική κοινωνική αλληγορία στην Ελλάδα όπως ποτέ δεν την έχουμε δει να κινηματογραφείται, σαν αιχμηρό, ρεαλιστικό παραμύθι, μέσα από τα μάτια ενός κοριτσιού στο περιθώριο της κοινωνίας. Ταυτόχρονα, μια αφήγηση χειραφέτησης μέσα από σκληρές πινελιές του σινεμά του φανταστικού που αποτελεί μια από τις πιο απρόσμενες ταινίες που μας έχει δώσει εδώ και χρόνια το ελληνικό σινεμά. Κυρίως επειδή εδώ η όποια αλληγορία κι οι όποιες Ιδέες δεν παίρνουν τόσο ασφυκτικά κυρίαρχο ρόλο ώστε να χάνουμε τους χαρακτήρες ή την ιστορία. Παρά το στόρι, η εικονογραφία, οι προβληματικές του φιλμ περνούν αυστηρά μέσα από το βλέμμα, και παράλληλα με τις εμπειρίες της νεαρής πρωταγωνίστριας.

Η Αρασέλη Λαιμού, σε ένα σκηνοθετικό ντεμπούτο εντυπωσιακού στυλιστικού ελέγχου που τιμήθηκε με Ειδική Μνεία για πρώτη σκηνοθετική δουλειά στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, καταφέρνει να παραδώσει ένα φιλμ που λειτουργεί και ως κοινωνικό δράμα (μέσα από το βλέμμα των νεαρών κοριτσιών μιας κοινότητας που βρίσκεται συνήθως στο περιθώριο) αλλά και στην παράδοση του φανταστικού.

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Η Αρασέλη Λαιμού για την “Αγία Έμυ” από το Φεστιβάλ του Λοκάρνο

Χ

(Τάι Γουέστ, 1ω45λ)

3.5/5

Το 1979, ένα συνεργείο βρίσκει απομονωμένη καλύβα κάπου στην επαρχία του Τέξας, προκειμένου να γυρίσει μια ταινία πορνό. Εκτός από την ησυχία τους, αυτό που θα βρουν εκεί είναι ένα υπέργηρο ζευγάρι που αναπτύσσουν ένα ανατριχιαστικό ενδιαφέρον για την παρέα των έξι νέων. (Πρωταγωνιστεί η φοβερή Μία Γκοθ του ριμέικ “Suspiria” και του “Emma.”).

Ο Τάι Γουέστ (του φανταστικού “House of the Devil”) έχει κάνει εδώ αυτό που κάθε καλή ταινία τρόμου ξέρει να κάνει καλά, να ακουμπά σε ενστικτώδεις φόβους και να τους απλώνει μεθοδικά σε όλο το εύρος του καμβά. Οι γερασμένες φιγούρες της Περλ και του Χάουαρντ είναι γκροτέσκες με έναν τρόπο σχεδόν υπαρξιακά αγχωτικό. Είναι τεταμένες εκδοχές του γήρατος, το οποίο έρχεται με τη σειρά του αντιμέτωπο με μια τεταμένη εκδοχή της σεξουαλικότητας– αναμφίβολα, τα δύο μεγαλύτερα ταμπού όλων.

Ο σκηνοθέτες παραδίδει ένα ευθύ, καθόλου αποστασιοποιημένο, μεταμοντέρνο ή ειρωνικό θρίλερ, με απόλυτο έλεγχο της φόρμας και παραδίδοντας απλά, αγνά μαθήματα κινηματογραφικού σασπένς. Παίζει με όλο του το κάδρο, χαρτογραφεί εντυπωσιακά τον χώρο και πλέκει επιδέξια μεταξύ τους διαφορετικά αφηγηματικά νήματα ενισχύοντας τη σύνδεση φιξιόν και αλήθειας, φόβου και επιθυμίας που διατρέχει το φιλμ. Παλιομοδίτικα ανατριχιαστικό.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ: Η αναλυτική κριτική για το “Χ”

Copshop

(Τζο Κάρναχαν, 1ω47λ)

3/5

Εκτελεστής κυνηγά απατεώνα που χρωστά μια βαλίτσα χρήματα και κάπως καταλήγουν φυλακισμένοι σε αστυνομικό τμήμα. Εκεί όπου, στα διασταυρούμενα πυρά τους, θα βρεθεί μια νεαρή αστυνομικός που δεν ξέρει ποιον να εμπιστευθεί προκειμένου να σώσει τη ζωή της, όταν τα πάντα πάνε κατά διαόλου.

Ο Τζο Κάρναχαν του “Narc” σκηνοθετεί μια απολύτως μπαλατζαρισμένη, ασταμάτητα διασκεδαστική περιπέτεια εγκληματιών και αστυνόμων, εκ των οποίων έχουμε δει μπόλικες πολύ καλές το τελευταίο διάστημα (το “Ένας Οργισμένος Άνδρας Εκδικείται” με τον Τζέισον Στέιθαμ, και φυσικά το “Ασθενοφόρο” του Μάικλ Μπέι αν πάμε σε ένα λίγο πιο φρενήρες επίπεδο).

Το “Copshop” δεν επανεφευρίσκει τον τροχό ούτε έχει κάτι βαθύ να πει για την ανθρώπινη κατάσταση, όμως καταλαβαίνει κάποια πολύ βασικά πράγματα για την βαριά δράση ενός crime θρίλερ: Πως το να στήνεις μια εκρηκτική κατάσταση δίχως διέξοδο μέσα σε έναν αποκλεισμένο χώρο, μπορεί να κάνει θαύματα. Πως το να εστιάζεις στον καπνό που φεύγει από τις -κυριολεκτικά καπνισμένες!- κάννες είναι αναγκαίο. Πως το να αφήνεις τον Τζέραρντ Μπάτλερ και τον Φρανκ Γκρίλο να σκοτωθούν μεταξύ τους στο ασφυκτικό σκηνικό ενός μακελειού, είναι βάση για τίμιο, στιβαρό, οριακό b-movie σινεμά.

Η Πόλη και η Πόλη

(Σύλλας Τζουμέρκας, Χρήστος Πασσαλής, 1ω27λ)

3.5/5

Πώς μπορεί κανείς να αφηγηθεί την ιστορία της εβραϊκής κοινότητας στη Θεσσαλονίκη διαμέσου του 20ου αιώνα χωρίς να χαθεί στο χρόνο; Τις φρικαλεότητες, τους διωγμούς, τις οικογένειες που κόπηκαν στα δύο, τις χαμένες περιουσίες, τον αποδεκατισμό του πληθυσμού; Μια σύγχρονη ιστορική αλήθεια που παραμένει εν πολλοίς σιωπηλή, θαμμένη κάτω από την επιφάνεια, σαν ένοχο μυστικό, την οποία το φιλμ “Η Πόλη και η Πόλη” αντιμετωπίζει με μια αμεσότητα εξίσου σοκαριστική όσο και αναγκαία. Καθώς και μέσω μιας αφηγηματικής φόρμας που επιτρέπει σε στιγμές από όλη τη σύγχρονη Ιστορία, να συγκρουστούν σε μια στιγμή. Όχι στο σήμερα, όχι στο τότε, αλλά σε όλες τις χρονικές περιόδους, ταυτόχρονα.

Η ταινία αποπειράται να κλείσει μέσα της τον 20ό αιώνα της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης μέσα από την αναπαράσταση μικρών επεισοδίων που διαδραματίζονται σε διάφορες χρονικές περιόδους, συνοδευόμενα από επεξηγήσεις και σοκαριστικά ιστορικά στοιχεία, συχνά αγγίζοντας πρόσωπα ή καταστάσεις σχεδόν ταμπού. Γνώριμα και αγαπημένα πρόσωπα του ελληνικού σινεμά, όπως η σπουδαία Αγγελική Παπούλια και η Θέμις Μπαζάκα, εμφανίζονται σε ρόλους στις διάφορες ιστορίες, με ιστορικό υλικό αλλά και σκηνές μοντέρνες ή εντελώς αχρονικές να εμφανίζονται εμβόλιμα. Σαν θραύσματα.

Οι Πασσαλής και Τζουμέρκας με αυτό τον τρόπο επιτυγχάνουν κάτι πολύ τολμηρό: Το φιλμ ΔΕΝ ταξιδεύει τον θεατή σε καμία από τις διάφορες εποχές, παρά μετατοπίζουν τις φρικαλεότητες στο σήμερα, προσδίδοντάς τους μια απολύτως διαχρονική αίσθηση. Και γεννώντας εύλογα ερωτήματα πάνω στη θέση αυτής της σκληρής αλήθειας στον σημερινό δημόσιο διάλογο. Έτσι, παρά την έμφαση στο φορμαλισμό (η ταινία αποτελεί ένα μίγμα δοκιμιακού σινεμά, φιξιόν, αλλά και ντοκιμαντεριστικής αναπαράστασης), η εμπειρία καταλήγει ολότελα αληθινή, κάτι που περικυκλώνει, παρά κάτι που ζητά από τον θεατή να αναλογιστεί μια κατασκευασμένη υπόθεση.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ: Η αναλυτική κριτική για το “Η Πόλη και η Πόλη”

16 Φορές Άνοιξη

(“Spring Blossom / Seize printemps”, Σουζάν Λιντόν, 1ω13λ)

2/5

Μια έφηβη που δεν βρίσκεται τίποτα ενδιαφέρον στα αγόρια της ηλικίας της, ερωτεύεται έναν μεγαλύτερο άντρα στο θέατρο όπου περνάει κάποιο από το χρόνο της. Η 16χρονη Σουζάν Λιντόν γράφει, σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί, κάτι ομολογουμένως αρκετά εντυπωσιακό από μόνο του. Η ταινία της, ειλικρινής μεν, ακουμπάει ωστόσο μόνο στην επιφάνεια αυτής της επιθυμίας και μοιάζει μάλλον επαναλαμβανόμενη ακόμα και στο ελάχιστο της διάρκειάς της.

Διόνυσος, Η Επιστροφή: Η συναρπαστική 35ετής πορεία του θεατρικού σκηνοθέτη Θεόδωρου Τερζόπουλου, από το Μακρύγιαλο Πιερίας ως το πάνθεον της παγκόσμιας καλλιτεχνικής πρωτοπορίας, μέσα από σπάνιο αρχειακό κινηματογραφημένο υλικό, με οδηγό κι αφηγητή τον ίδιο.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα