Οι ταινίες της εβδομάδας: O Πάολο Σορεντίνο μας πάει στη Νάπολη του Μαραντόνα

Οι ταινίες της εβδομάδας: O Πάολο Σορεντίνο μας πάει στη Νάπολη του Μαραντόνα

Κάθε Πέμπτη ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

O “Οίκος Gucci” του Ρίντλεϊ Σκοτ έφτασε τα 26.000 εισιτήρια το πρώτο τετραήμερο κυκλοφορίας πιάνοντας το #1 των εισπράξεων, μια απόδοση που δεδομένων των ονομάτων και της αναγνωρισιμότητας του στόρι δεν φαντάζει βέβαια αληθινά ικανοποιητική, αλλά στις παρούσες συνθήκες θεωρείται καλή.

Για μια ταινία που εξάλλου φαίνεται κι από τις συζητήσεις, πως έχει καταφέρει αν μη τι άλλο να αφορά. (Οι συνεχείς δημόσιες δηλώσεις των προσώπων που εμπλέκονται με την αληθινή ιστορία, κακό οπωσδήποτε δεν κάνουν.)

Το “Gucci” σημείωσε και ρεκόρ προσέλευσης θεατών στην Αμερική για ενήλικο (δηλαδή όχι franchise, όχι σίκουελ, όχι υπερήρωες) δράμα επί πανδημίας, με τη Lady Gaga μάλιστα να προσελκύει σημαντικό αριθμό νεότερων θεατών. Είναι μήπως αυτή η εμπορική ώθηση που χρειαζόταν μια ταινία σαν αυτή για να πάρει ακόμα και το δρόμο των Όσκαρ;

Είναι νωρίς ακόμα, πάντως κάθε τέτοιο -πώς το είπαμε πριν- ενήλικο δράμα που φέρνει τον κόσμο στις αίθουσες, είναι πάντοτε ευχάριστη συγκυρία.

Αυτή την εβδομάδα έχουμε αρκετές καλές νέες προτάσεις για το κοινό που ζητά τέτοια ακριβώς ορίτζιναλ φιλμ στο σινεμά του- αλλά και μια σημαντική νέα εμπορική πρόταση. Νέος Γουές Άντερσον, νέος Πάολο Σορεντίνο, νέο φιλμ του Κρίστιαν “Transit” Πέτζολντ (στο Άστυ, με 5 ευρώ εισιτήριο σε όλες τις παραστάσεις), αλλά και νέοι “Ghostbusters”.

Οι κριτικές των ταινιών της εβδομάδας:

Το Χέρι του Θεού

(“The Hand of God / È stata la mano di Dio”, Πάολο Σορεντίνο, 2ω10λ)

3 / 5

Νέα, αυτοβιογραφική ταινία για τον Πάολο Σορεντίνο, μια ιδέα που πάντα κουβαλούσε μέσα του σκοπεύοντας να πραγματοποιήσει, αλλά διαρκώς ανέβαλε μέχρι σήμερα. Βαθιά προσωπική ταινία για τον αγαπητό Ιταλό σκηνοθέτη, κάτι σαν το δικό του “Roma”, ακολουθεί την εφηβεία ενός αγοριού στη Νάπολη των ‘80s το καλοκαίρι που ο Μαραντόνα ήρθε στην πόλη και υπό μία έννοια, κατά τον ίδιο τον Σορεντίνο, του έσωσε τη ζωή.

Το φιλμ περνάει από διάφορες στιγμές-σταθμούς της εφηβείας του νεαρού ήρωα, από την πρώτη φορά που κάνει σεξ μέχρι τη στιγμή που αγάπησε τον κινηματογράφο, κι από τη συνάντηση με έναν από τους ήρωές του μέχρι την τραγική απώλεια των γονιών του. Βλέπουμε εδώ έναν Σορεντίνο οπωσδήποτε πολύ πιο μινιμαλιστικό από ό,τι τον έχουμε συνηθίσει σε ταινίες σαν το “Grande Bellezza” και το “Il Divo” ή ακόμα και τα τηλεοπτικά του “Young Pope” / “New Pope”. Ίσως είναι το θέμα που τον συγκρατεί, πάντως συνειδητά μοιάζει να μην στοχεύει σε τίποτα το υπερβατικό, δομώντας το φιλμ του με έναν ιδιάζοντα τρόπο.

Αντί να πει μια συμβατική δραματική ιστορία απώλειας και ενηλικίωσης, μας βάζει βαθιά μέσα στον κόσμο του εφήβου ήρωά του μέσα από μια σειρά βινιέτες, μικροεπεισόδια που είτε κανένα δεν έχει σημασία είτε όλα έχουν όλη τη σημασία του κόσμου. Απογεύματα στο εξοχικό, αποδράσεις με την οικογένεια, πρώτοι έρωτες, ταλαιπωρημένο σόι, βόλτες, φάρσες, μαθήματα ζωής. Και τότε, χτυπά η τραγωδία- ως ένα ακόμα μικρό επεισόδιο, όχι ως κλιμακούμενη αφήγηση.

Εκεί φυσικά αλλάζουν όλα, όμως πάντοτε σε ευθεία αναλογία με ό,τι έχουμε ήδη δει, καθώς κάθε τι μικρό και μεγάλο, κάθε τι γνώριμο, αποκτά άλλη σημασία. Είναι μια ιστορία δομημένη με ενδιαφέροντα τρόπο, που πιθανώς να μην απογειώνει (ο Σορεντίνο μοιάζει να κοιτά ο ίδιος με δέος την ιστορία του αντί να κάνει εμάς να κοιτάξουμε με δέος αυτή) όμως λειτουργεί ως μια (αυστηρά vintage και ΑΚΡΩΣ ‘80s Ιταλική) ματιά στο χρόνο, και στην ενηλικίωση ενός αγοριού καθώς μαθαίνει να πιστεύει στα όνειρα.

Η Γαλλική Αποστολή

(“The French Dispatch”, Γουές Άντερσον, 1ω47λ)

3.5 / 5

Στη νέα του ταινία, την πρώτη live action μετά το αριστοτεχνικό “Grand Budapest Hotel”, ο Γουές Άντερσον μοιάζει να πηγαίνει το στυλ του ακόμα περισσότερο στα άκρα από όσο φαινόταν πως το έκανε σε εκείνη την ταινία. Αν το “Grand Budapest” ήταν μια σειρά από διοράματα μες στα οποία οι διάφορες φιγούρες έπαιζαν αναπαραστάσεις μιας κάποιας ιστορίας του 20ου αιώνα, η “Γαλλική Αποστολή” είναι περισσότερο ένα ερμητικά κλειστό κουτί όπου κάθε φιγούρα είναι ακίνητη στη θέση της. Η ταινία είναι 100% δομή και τίποτα δεν μοιάζει ποτέ να κινείται ούτε χιλιοστό.

Η “Αποστολή” παίρνει τη μορφή μιας ανθολογίας, με τρεις μικρές ιστορίες, μια σύντομη ματιά στην πόλη που τις φιλοξενεί, και μια νεκρολογία, να συνθέτουν την ταινία-τεύχος, μια οπτικοποίηση του τελευταίου τεύχους ενός φανταστικού περιοδικού αμερικάνων ανταποκριτών σε μια υποθετική γαλλική πόλη του 20ού αιώνα. Πάντα χαρακτήριζα τις ταινίες του Άντερσον ως animation που απλά είναι γυρισμένα με ηθοποιούς, όμως εδώ φαίνεται πως, ακόμη περισσότερο, θα μπορούσαν να είναι απλώς όσο πιο κοντά μπορεί να φτάσει το σινεμά στο τυπωμένο κείμενο και εικόνα.

Τα πάντα παρουσιάζονται με αφηγούμενο exposition πάνω σε εικόνες και χαρακτήρες ακινητοποιημένους μες στο πάντα αψεγάδιαστο, συμμετρικό, τακτοποιημένο κάδρο. Η ιστορία, οι ήρωες, οι σκέψεις του εκάστοτε αφηγητή, αποδίδονται από τον Άντερσον και τον διευθυντή φωτογραφίας Ρόμπερτ Γιόμαν περίπου ως κείμενο που θα διάβαζες στο περιθώριο μιας τυπωμένης εικόνας. Κι όπως θα συνέβαινε και σε ένα εφευρετικά γραμμένο ή στημένο κείμενο, οι δομικές αλλαγές είναι διαρκείς. Κάπου, μια εικόνα έχει χρώμα. Κάπου, μια σημαντική ατάκα ή παρατήρηση αποδρά από την κειμενική ροή και βγαίνει με bold στο πλάι. Κάπου, ένα κεφάλαιο του κειμένου είναι γραμμένο με άλλη γραμματοσειρά. Κάπου, ο γραφίστας έχει φτιάξει ένα ωραίο μονόστηλο στο πλάι της σελίδας. Κάπου, η δράση αποτυπώνεται ως κόμικ. Κάπου, ο αφηγητής προσθέτει ατάκτως μια ατάκα που είχε κόψει, αλλά τώρα δεν ξέρει ακριβώς πού να την ταιριάξει καλύτερα.

Είναι κάπως συγκινητικό το ότι αυτή η τελειομανής προσέγγιση χρησιμοποιείται για μια ιστορία, ή τελοσπάντων ένα τεύχος ιστοριών, που σε έναν κάποιο βαθμό αφορούν όλες τη γλυκόπικρη αποδοχή του ανολοκλήρωτου. (Καλύτερη όλων, μακράν, εκείνη με Λέα Σεϊντού και Μπενίσιο ντελ Τόρο πάνω στον αταξινόμητο χαρακτήρα της τέχνης.) Αφηγήσεις διακόπτονται, έρωτες δεν επιστρέφονται, ιδεολογίες αμφισβητούνται και η ίδια η ζωή, νομοτελειακά, θα λάβει κάποτε ένα άτακτο φινάλε- μιας ύπαρξης που ποτέ δεν επρόκειτο να είναι έτσι κι αλλιώς τακτική. Πώς δομείς το εξ ορισμού απρόβλεπτο; Ο Γουές Άντερσον βάζει σε τάξη την υπαρξιακή σύγκρουση της ωρίμανσης και διαρκώς υπενθυμίζει: «Δεν κλαίμε».

Η Νύμφη του Νερού

(“Undine”, Κρίστιαν Πέτζολντ, 1ω31λ)

4 / 5

Η Ουντίνε δουλεύει ως ιστορικός πόλεων, κάνοντας ξεναγήσεις σε επισκέπτες πάνω στην αστική ανάπτυξη του σημερινού Βερολίνου. Όταν ο άντρας τον οποίο αγαπά την αφήσει, ένας αρχαίος μύθος γίνεται πραγματικότητα και την κυνηγά. Σύμφωνα με τη δοξασία, θα πρέπει να σκοτώσει τον άντρα που την πρόδωσε και να επιστρέψει στο νερό. Όμως εκείνη ερωτεύεται ξανά. Θα μπορέσει να χαράξει τη δική της πορεία, να γράψει τον δικό της μύθο;

Μια κλασικά παραμυθένια εκδοχή ενός πνεύματος του νερού επανατοποθετείται από τον Κρίστιαν Πέτζολντ (ένας από τους απόλυτους masters του σημερινού ευρωπαϊκού σινεμά, με ταινίες σαν το “Transit” και το “Phoenix”) στη Γερμανία του σήμερα, σαν ένα φολκλόρ που ασφυκτιά παγιδευμένο στις αυστηρές δομές μιας πόλης σε αναζήτηση της αληθινής της αστικής και ιστορικής ταυτότητας. Κάτω από την αρχιτεκτονική και την ιστορία, βρίσκεται τελικά κάτι το αρχέγονο, τρυφερό όσο και βίαιο την ίδια στιγμή, ένα τραγικά ρομαντικό παραμύθι αίματος, πόνου και μιας τόσο μεγάλης απουσίας, παιγμένο με αβίαστα παθιασμένο τρόπο από το εκπληκτικό onscreen ζεύγος των Πόλα Μπιρ (με βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βερολίνου) και Φραντζ Ρογκόφσκι – δηλαδή το ίδιο ζευγάρι του μεγαλειώδους “Transit”.

Το σινεμά του Πέτζολντ είναι γεμάτο με ρομαντικής διάστασης νέες αναγνώσεις κλασικών κειμένων μέσα σε ένα αυστηρά καθορισμένο νέο πλαίσιο, είτε πρόκειται για παλαιότερα φιλμ, είτε για λογοτεχνία, είτε για φολκόρ, είτε για την ίδια την Ιστορία. Η σύγκρουση των κόσμων αυτών κάνει όλα του τα φιλμ ανατρεπτικά με έναν υπόγειο τρόπο, σαν βαριές σιωπές που οδηγούν σε ουρλιαχτά. Η τελική πράξη της “Νύμφης” είναι από τα πιο τολμηρά και εντυπωσιακά εγχειρήματά του ως σήμερα, μια αναπολογητικά fantasy ιστορία για τη σχέση ρομαντισμού, βίας και μύθου στον κόσμο του σήμερα.

Ghostbusters: Legacy

(“Ghostbusters: Afterlife”, Τζέισον Ράιτμαν, 2ω4λ)

1.5 / 5

Μια μητέρα με τα δύο της παιδιά, έχοντας μόλις δεχθεί έξωση από το σπίτι τους, μετακομίζουν σε μια στοιχειωμένη φάρμα στη μέση του πουθενά κι εκεί ανακαλύπτουν τη σχέση τους με τη θρυλική ομάδα κυνηγών φαντασμάτων από τα ‘80s. Πλήρως ανέμπνευστο αναπακετάρισμα των Ghostbusters των Ορθόδοξων με τη λογική του δεκαετίες μετά legacy σίκουελ όπου τα πάντα οδηγούν σε γνώριμες αναφορές και προϋπάρχουσα μυθολογία. Υπάρχει συμπαθητικός (“The Force Awakens”) και αληθινά εξαιρετικός (“Creed”) τρόπος να το κάνεις αυτό, όμως στην ταινία του κατ’επανάληψη -εδώ και ένα σερί ετών- αποτυχημένου Τζέισον Ράιτμαν, τα πάντα υπάρχουν απλώς για να θυμίζουν κάτι από την ταινία και την εποχή του πατέρα του, Άιβαν.

Κι εμείς εδώ, στο τέλος της Ιστορίας, συνεχίζουμε να καταναλώνουμε το ίδιο, ξαναζεσταμμένο, μπαγιάτικο φαγητό, δηλώνοντας ικανοποιημένοι αν είναι έστω κάτι που μασιέται και καταπίνεται. Το “Ghostbusters: Legacy” βλέπεται, αν και με έναν «Make Blockbusters Great Again» τρόπο, αλλά σε κανένα απολύτως σημείο του δεν πείθει πως έχει έστω μισή ιδέα δική του. Ακόμα χειρότερα, δεν πείθει πως γυρίστηκε για κανένα άλλο λόγο πέραν του ότι ο γόνος Ράιτμαν απλά έλαβε ως δώρο τα κλειδιά για της οικογενειακής επιχείρησης-κολοσσού. Υποθέτω πως δεν είναι ούτε ο πρώτος, ούτε θα είναι κι ο τελευταίος.

Κυκλοφορεί επίσης

Κλίφορντ – Ο Κόκκινος Σκύλος: Η αγάπη ενός κοριτσιού για τον σκύλο της θα του δώσει τεράστιες διαστάσεις. Κυριολεκτικά! Οικογενειακή περιπέτεια βασισμένη στη σειρά παιδικών βιβλίων με ήρωα τον σκύλο Κλίφορντ.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα