Είδαμε τη “Συμφορά από το πολύ μυαλό” – Και του ρολογιού οι δείκτες σταμάτησαν

Είδαμε τη “Συμφορά από το πολύ μυαλό” – Και του ρολογιού οι δείκτες σταμάτησαν

Είδαμε την παράσταση που σκηνοθετεί στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων ο Στάθης Λιβαθινός και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.

Μπαίνοντας στο θέατρο της Οδού Κυκλάδων είναι πολύ δύσκολο να μην μελαγχολήσεις. Να μην κάνεις ένα flash back στην εποχή που ο Λευτέρης Βογιατζής ζούσε και δημιουργούσε εκεί. Η θολή μεγάλη φωτογραφία του πάνω από το ταμείο (με το που μπαίνεις δεξιά), ο οικεία υποφωτισμένος χώρος γεμάτος με φωτογραφίες από παλιές παραστάσεις, στο βάθος το φουαγιέ με το παλιό πιάν, ο “κρυμμένος” κήπος. Όσα χρόνια κι αν έχουν περάσει από τον θάνατο του μεγάλου σκηνοθέτη, δύσκολα μπορεί κάποιος να αποκόψει τον χώρο από αυτόν.

Κι αυτό ο πολιτιστικός οργανισμός ‘Λυκόφως’ του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου που ανέλαβε το ιστορικό θέατρο της Κυψέλης για τα επόμενα 10 χρόνια το γνωρίζει καλά, και οι επιλογές των έργων που ανεβαίνουν εκεί δεν είναι τυχαίες. Όπως τυχαίο δεν είναι και το πρώτο έργο που σκηνοθετεί εκεί ο Στάθης Λιβαθινός, η ‘Συμφορά από το πολύ μυαλό’ του Αλεξάντρ Γκριμπογέντοφ που ανέβηκε για πρώτη φορά από τον Λευτέρη Βογιατζή το 1986 και έκτοτε δεν παρουσιάστηκε ποτέ ξανά στην Ελλάδα.

Οι χαρακτήρες του έργου αυτού δεν εκπλήσσουν, ούτε οι μεταξύ τους σχέσεις και δυναμικές: ένα υπερσυντηρητικός πατέρας, μία αλαφροίσκιωτη κόρη που παρασύρεται από τον επικίνδυνο γαμπρό και παραμερίζει τον καλό, μία πονηρή υπηρέτρια που βάζει φιτιλιές όπως και όπου μπορεί, αξιωματικοί και γερο- πρίγκιπες. Και μέσα στο σκηνικό αυτό ένας ρομαντικός επαναστάτης, ο Τσάτσκι. Χαρισματικός και δυναμικός νεαρός Ρώσος αριστοκράτης αφού ταξίδεψε επί τρία χρόνια στο εξωτερικό επιστρέφει στη Μόσχα, όπου όλα έχουν αλλοιωθεί. Το κορίτσι που αγαπά έχει πέσει στα δίχτυα ενός αδίστακτου χειριστικού υπαλλήλου, ενώ όλοι οι φίλοι και οι γνωστοί του είναι βουτηγμένοι σε μία ατέρμονη ματαιοδοξία και υποκρισία. Όλοι ζουν και θυσιάζουν τα πάντα στον βωμό του συμφέροντος. Ο επαναστάτης Τσάτσκι, δεν μπορεί να συμβιβαστεί και όταν συνειδητοποιεί πως δεν μπορεί να αλλάξει τον κόσμο του, η λύση είναι μία…

Ο Στάθης Λιβαθινός με τη σκηνοθετική του προσέγγιση προσπαθεί να αναδείξει τις αναλογίες του τότε με το δικό μας “σήμερα” και να (απο)δείξει πως ο άνθρωπος μένει τελικά ο ίδιος στον πυρήνα του στο πέρασμα των εποχών και πως οι κοινωνίες απλώς αλλάζουν περίβλημα αναδεικνύοντας -σχεδόν- πάντα τη μετριότητα. Και αυτό το έκανε καλά, καθώς γνωρίζει εις βάθος και το ρωσικό θέατρο και τη ρωσική γλώσσα. Η νέα έμμετρη μετάφραση της Έλσας Ανδριανού αποτέλεσε το κατεξοχήν εργαλείο του, καθώς αναδύει και το άρωμα της εποχής που διαδραματίζεται, αλλά και διαμορφώνει την ατμόσφαιρά της. Απόλυτα εναρμονισμένη η μουσική του Δημήτρη Μαραμή δημιούργησε μία όμορφη ρομαντική αίσθηση και σε σημεία -ιδιαίτερα στις εναλλαγές των επεισοδίων- ήταν αυτή που κινητοποιούσε εκ νέου τις αισθήσεις μας.

Η παράσταση είναι δουλεμένη στην εντέλεια μέχρι και στην τελευταία της λεπτομέρεια και εξαιρετικά κουρδισμένη. Εκπλήσσει ο έξοχος εικαστικός της διάκοσμος (χάρμα οφθαλμών το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου), καθώς όλα περιστρέφονται γύρω από το επιβλητικό ρολόι που δέσποζε στο κέντρο του δαπέδου της σκηνής, σαφές και ξεκάθαρο σύμβολο του χρόνου. Πώς συνομιλούν τα παλαιά με τα σύγχρονα ήθη και πόσο αλλάζουν -αν αλλάζουν- οι κοινωνίες μέσα ανα τους αιώνες; Μήπως τελικά όλα είναι μικροί και μεγάλοι φαύλοι χρονικοί κύκλοι;

Απάντηση σε αυτό δε δίνεται με σαφήνεια ή μάλλον χάνεται μέσα σε δραματουργικούς πλατειασμούς που κουράζουν και αποσυντονίζουν και που θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί χωρίς ουσιαστική επίπτωση, χαρίζοντάς μας ένα πιο σφιχτό κείμενο και μειώνοντας κατά πολύ τη διάρκεια του έργου. Αν σ΄αυτό προσθέσει κάποιος τη εγγενή δυσκολία της έμμετρης πυκνής απόδοσης του κειμένου -γεγονός που από μόνο του καλεί τον θεατή σε απόλυτη συγκέντρωση- και το πολυπρόσωπο του έργου, τότε γίνεται κατανοητό πως η παράσταση αυτή αποτελεί μία ιδιαίτερα δύσκολη “πίστα”, ακόμη και για το ισχυρά μυημένο κοινό.

Η υποκριτική ομάδα των 13 ηθοποιών (Τζωρτζίνα Δαλιάνη, Θέμης Θεοχάρογλου, Ιωάννα Κολλιοπούλου, Αθανασία Κουρκάκη, Νέστωρ Κοψιδάς, Μάριος Κρητικόπουλος, Πάρις Λεόντιος, Νεφέλη Μαϊστράλη, Λίλλυ Μελεμέ, Ερρίκος Μηλιάρης, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Δημήτρης Φιλιππίδης, Γιλμάζ Χουσμέν) κάποιες φορές λειτουργούσε σαν μία σφιχτή υποκριτική γροθιά, άλλες όμως χαλάρωνε αισθητά. Εντυπωσιακός ο Δημήτρης Φιλιππίδης που στο υποκριτικό του ντεμπούτο επωμίστηκε τον δύσκολο πρωταγωνιστικό ρόλο του χειμαρρώδη Τσάτσκι και τον έφερε εις πέρας με επιτυχία αποδεικνύοντας πως έχει ταλέντο και μάλιστα μεγάλο. Τα εκφραστικά του μέσα και η κινησιολογία του είναι εξαντλητικά δουλεμένα και αν καταφέρει να τιθασεύσει με τον ίδιο τρόπο την εκρηκτική του προσωπικότητα και τον υπέρμετρο ενθουσιασμό του στην εκφορά του λόγου, θα έχει σίγουρα ένα λαμπρό μέλλον. Η Ιωάννα Κολλιοπούλου καταφέρνει και επωμίζεται με τρόπο ικανοποιητικό έναν ρόλο που δεν την έχουμε συνηθίσει μέχρι τώρα, αυτόν της νεαρής Σοφίας. Απολαυστικός ο Νέστωρ Κοψιδάς στον ρόλο του υπερσυντηρητικού πατέρα της, αλλά και η Νεφέλη Μαϊστράλη στον ρόλο της υπηρέτριας.

Συμπέρασμα: Μία παράσταση με ονειρεμένο εικαστικό πλαίσιο, εξαιρετικά δουλεμένη σκηνοθετικά και τεχνικά που θα μπορούσε να απογειωθεί και να αποτελέσει θεατρικό διαμάντι, αν δεν αυτοστραγγαλιζόταν από τη δραματουργική της διαχείριση.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα