Παντελής Φλατσούσης: “Αυταπάτη ότι κάποια εθνική ταυτότητα συνοδεύει τα γονίδια”

Παντελής Φλατσούσης: “Αυταπάτη ότι κάποια εθνική ταυτότητα συνοδεύει τα γονίδια”
Ο Παντελής Φλατσούσης

Ο Παντελής Φλατσούσης μιλά στο NEWS 24/7 με αφορμή την παράσταση "Λάθος Χώρα" που θα παρουσιαστεί στο θέατρο Πόρτα.

Ο Παντελής Φλατσούσης αναζητά στις δουλειές του νέες φόρμες ενός θέατρου του πραγματικού. Το καλοκαίρι που μας πέρασε δημιούργησε ιδιαίτερη αίσθηση με το «Εθνικό Ντεφιλέ» που παρουσίασε στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2021. Είχαν προηγηθεί η site – specific παραστάση “Κυψέλη – New Kids On the Block” (Φεστιβάλ Αθηνών 2019), αλλά και και το “NO FUTURE!” (ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ Κοζάνης 2018). Τώρα συνεχίζει να διερευνά τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας και θεάτρου ντοκιμαντέρ, σκηνοθετώντας στο θέατρο Πόρτα μία παράσταση βασισμένη στο μυθιστόρημα “Λάθος Χώρα” του Gazmend Kapllani.

Στο “Λάθος Χώρα” (2018) του Gazmend Kapllani ο Καρλ και ο Φρεντερίκ, δύο αδέλφια από το Τερς της Αλβανίας, μια φανταστική κωμόπολη που κουβαλάει τα έντονα χνάρια της Βαλκανικής ιστορίας από την Οθωμανική Αυτοκρατορία μέχρι τις ημέρες μας, επανενώνονται έπειτα από χρόνια στα πάτρια εδάφη, καθώς ο πρώτος έχει ακολουθήσει το μεγάλο κύμα μετανάστευσης που γέννησε η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ. Κι ενώ ετοιμάζονται να θάψουν τον νεκρό πατέρα τους, «ξεθάβουν» ανομολόγητα απωθημένα και εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές του παρελθόντος.

Εμείς κάναμε με τον Παντελή Φλατσούση μία μεγάλη κουβέντα γύρω από αυτή τη Λάθος… Χώρα.

Τι είναι αυτό που σε γοήτευσε ιδιαίτερα στο έργο αυτό του Γκαζμέντ Καπλάνι;

Το Λάθος Χώρα με ενδιέφερε πάρα πολύ σαν ένα πρωταρχικό υλικό πάνω στο οποίο μπορούσα να βασιστώ για να μιλήσω για το δίπολο μετακίνηση-εγκατάσταση, που το θεωρώ πυρηνικό ζήτημα όλης της κοινωνικής ζωής μας και σήμερα, το 2021, αλλά και διαχρονικά, θα έλεγα, ότι το δίπολο αυτό το συναντάμε όσο οι πληθυσμοί συγκροτούν κοινωνίες, άρα πάμε πολύ πίσω! Το Λάθος Χώρα του Γκαζμεντ Καπλάνι μιλάει για αυτό το δίπολο με έναν τρόπο που διαρκώς διαπλέκει το ατομικό με το συλλογικό βίωμα, τη μνήμη -ατομική και συλλογική- με το βίωμα του τώρα, του παρόντος και τις μελλοντικές μας προσδοκίες. Και βέβαια πιάνει σαν αφορμή το μεγάλο μεταναστευτικό κύμα, αυτό που συνηθίζουμε να λέμε πρώτο μεταναστευτικό κύμα προς την Ελλάδα, αυτό από την Αλβανία στην Ελλάδα, και πώς αυτό το μεταναστευτικό κύμα σχετίζεται με την κατάρρευση του χοτζικού καθεστώτος στην Αλβανία, αλλά και όλων των σοσιαλιστικών καθεστώτων. Είναι, λοιπόν, για εμένα ένα πολύ ενδιαφέρον υλικό γιατί θέτει το μεταναστευτικό κύμα προς την Ελλάδα σε διεθνή και ιστορικά συγκείμενα, αυτό της κατάρρευσης των σοσιαλιστικών καθεστώτων. Εμείς εκκινούμε από το κείμενο του Γκαζμέντ Καπλάνι βέβαια για να φτιάξουμε μια δική μας δραματουργία, και μια παράσταση που είναι μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας. Δεν κάνουμε δηλαδή καθαρό ντοκιμαντέρ, δεν κάνουμε μία παράσταση τεκμηρίωσης, αλλά ούτε και καθαρή μυθοπλασία.

Τελικά υπάρχει ένας τόπος που να είναι σπίτι μας, άλλος από τις μνήμες; Εγω, πάντως, προσωπικά, δεν μπορώ να αντιληφθώ ως δικά μου τα διάφορα εθνικά αφηγήματα.

Nastasia Arapoglou

Τι συμβολίζει αυτή η “Λάθος Χώρα”;

Όπως το βλέπω εγώ και όπως το βλέπουμε στην παράσταση, θα έλεγα ότι κάθε χώρα είναι λάθος χώρα. Ανοίγει ερωτήματα: τι είναι πατρίδα, τι είναι ταυτότητα, πόσο η ατομική μου ταυτότητα επηρεάζεται από τα εθνικά αφηγήματα, πόσο ένας άνθρωπος νέος σε μια κοινωνία-ένας μετανάστης- αλλάζει, επανεφευρίσκει τόσο τον εαυτό του, όσο και την χώρα που τον υποδέχεται. Αλλά επειδή όσο ρωτάμε, ευτυχώς, ανοίγουν καινούρια ερωτήματα και το έδαφος μοιάζει όλο και πιο ρευστό και αρχιζουμε επιτέλους να απομακρυνόμαστε από τις στέρεες και καλά εγκαθιδρυμένες βεβαιότητές μας, μπαίνουν σταδιακά στο παιχνίδι και οι έννοιες της μνήμης, της παιδικής ηλικίας. Τελικά υπάρχει ένας τόπος που να είναι σπίτι μας, άλλος από τις μνήμες; Εγω, πάντως, προσωπικά, δεν μπορώ να αντιληφθώ ως δικά μου τα διάφορα εθνικά αφηγήματα. Κάθε άλλο θα έλεγα. Μπορεί να φταίει, ότι μεγάλωσα σε μια εποχή πιο παγκοσμιοποιημένη, αλλά δεν μπορώ στον τίτλο ”Λάθος χώρα” να αντιπαραβάλλω καμία ”σωστή χώρα”. Δεν είναι και εθνικό εξάλλου το ζήτημα είναι κοινωνικό, αλλιώς πρέπει να το εξετάσουμε.

Nastasia Arapoglou


Διερευνάς στις παραστάσεις σου τα όρια μεταξύ μυθοπλασίας και θεάτρου ντοκιμαντέρ. Εδώ πάλι το μυθιστόρημα αντιπαραβάλλεται με προσωπικές ιστορίες των ίδιων των ηθοποιών της παράστασης. Πώς λειτουργεί αυτό και τι θέλεις να πετύχεις;

Όταν άρχισα να βλέπω παραστάσεις θεάτρου ντοκιμαντέρ, από Έλληνες και ξένους καλλιτέχνες κατάλαβα, ότι εδώ κάτι με ενδιαφέρει πολύ, αλλά ταυτόχρονα κάτι θα ήθελα να το δω λίγο αλλιώς – άρα και να το κάνω λίγο αλλιώς, γιατί πάντα αυτό νομίζω προσπαθούμε να κάνουμε, να φτιάξουμε την παράσταση που θα θέλαμε να δούμε. Με τη λέξη “αλλιώς” εννοώ ότι θα ήθελα να μην επιβεβαιώνει την πραγματικότητα, αλλά να την ρευστοποιεί, να την παρουσιάζει έτσι ώστε να φαίνεται ικανή να αλλάξει, όχι να είναι παγιωμένη. Για μένα αυτό είναι και το νόημα στο ντοκιμαντέρ ως καλλιτεχνικό είδος σε θέατρο και σινεμά: όχι η πληροφορία, αυτό είναι λίγο πιο δημοσιογραφικό ντοκιμαντέρ. Αλλά αφού γίνεις λίγο ”δημοσιογράφος”, αφού κάνεις έρευνα, αφού πάρεις συνεντεύξεις από ανθρώπους που έχουν αυτά τα βιώματα, αυτές τις εμπειρίες, να τα παρουσιάσεις με έναν τρόπο που δε θα τα παρουσιάζει ως στέρεες και αδιαμφισβήτητες αλήθειες, αλλά ως μία πραγματικότητα ρευστή, ικανή να την αλλάξουμε. Ρευστά σύνορα μεταξύ ειδών, λοιπόν, ως ενος είδους καλλιτεχνική φόρμα, γιατί αν θέλουμε να μιλήσουμε για την πραγματικότητα το 2021, το περιεχόμενο μας σίγουρα θα μιλάει για ρευστές ταυτότητες από όλες τις απόψεις και σε όλες τις εκφάνσεις του βίου μας.

Πώς επέλεξες τους ηθοποιούς της παράστασης; Σύστησέ μας τους…

Είναι πάρα πολύ δύσκολο για έναν επαγγελματία ηθοποιό να πει δικά του βιώματα στην σκηνή, θέτει πολύ εμφανώς ζητήματα του ποιος-α είμαι εγώ και βάζει το άτομο ειδικά αν είναι επαγγελματίας ηθοποιός, αντιμέτωπο με μια ρευστότητα και με μια έκθεση που απαιτεί ειδική δουλειά. Πολλοί μπορεί να ενθουσιαστούν με την ιδέα, αλλά δεν είναι πολλοί αυτοί που μπορουν να το υποστηρίξουν. Νομίζω, όμως, ότι εδώ είναι και ένα σημείο που ένας ηθοποιός αλλάζει επίπεδο, δεν είναι δηλαδή απλώς ο ερμηνευτής του ρόλου, αλλά γίνεται καλλιτέχνης με την έννοια της πιο ουσιαστικής προσωπικής εμπλοκής στην ίδια την παραγωγής ενός καλλιτεχνικού έργου. Είναι αναπόσπαστο μέρος του έργου αφήνει το αποτύπωμά του σε αυτό. Εδώ αυτή η ρευστότητα, οποία μίλησα παραπάνω, μεταξύ των ειδών, μεταξύ ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας ήταν και μεγάλη απαίτηση από τους ηθοποιούς: περνάνε διαρκώς το ”σύνορο” μεταξύ της επινόησης που είναι οι κοινωνικοί εαυτοί τους και των αφηγητών της ιστορίας του βιβλίου.

Ποιοι άνθρωποι μπορούν να παίζουν σε ποιες ιστορίες; Είναι καιρός να το συζητήσουμε ανοιχτά στο ελληνικό θέατρο και αυτό!

Τώρα η σύνθεση του θιάσου αποτελείται από επαγγελματίες ηθοποιούς, που έχουν, όμως, κάποιο μεταναστευτικό υπόβαθρο δεύτερης γενιάς. Δεν έχουν δηλαδή μεταναστεύσει οι ίδιοι απαραίτητα, αλλά οι γονείς τους, σε κάποια στιγμή της δικής τους ζωής, έκαναν την επιλογή να μείνουν στην Ελλάδα. Με αυτό τον τρόπο αντιπαραβάλλουμε όχι μόνο την μυθοπλασία του Γκαζμέντ Καπλάνι με τις δικές τους αφηγήσεις, αλλά και το επινοημένο, μυθοπλαστικό κείμενο ενός μετανάστη πρώτης γενιάς με τις ιστορίες ζωής ανθρώπων που τυχαίνει να έχουν κάποιους τύπου μεταναστευτικό υπόβαθρο δεύτερης γενιάς. Αυτά ήταν τα ζητούμενα στην έρευνά μας για τους ηθοποιούς της παράστασης και είμαι πολύ χαρούμενος και για τους τρεις τους: την Ντέμπορα Οντόγκ με την οποια δουλεύουμε δεύτερη φορά μετά το Εθνικό Ντεφιλέ το καλοκαίρι στο Φεστιβάλ Αθηνών, τον Έλιο Μπέικο, και τον Θωμά Σιέκα, που έχω την χαρά να τους έχω γνωρίσει τώρα. Είμαι τρομερά χαρούμενος που δουλεύω με αυτούς τους τρεις ηθοποιούς. Και βεβαια με αυτή την ομάδα ηθοποιών θέτουμε και κάποια ζητήματα αντιπροσώπευσης και αναπαράστασης (ίσως εδω βοηθάει καλύτερα η λέξη representation που αγκαλιάζει και τις δύο ερμηνείες): ποιοι άνθρωποι μπορούν να παίζουν σε ποιες ιστορίες; Είναι καιρός να το συζητήσουμε ανοιχτά στο ελληνικό θέατρο και αυτό!

Γιατί λέξεις όπως Αλβανός, Βούλγαρος, Γεωργιανός κλπ κλπ θεωρούνται υβριστικές εν έτει 2021; Μπορούν να χάσουν σαν λέξεις αυτό το “ενοχοποιητικό” τους φορτίο;

‘Ελα ντε; Ούτε εγώ μπορώ να το καταλάβω αυτό. Προσπαθώ όμως! Βλέπω, ότι τα εθνικά αφηγήματα, όσο επινοημένα κι αν είναι, παραμένουν, δυστυχώς, πανίσχυρο όπλο απόδειξης συλλογικής ανωτερότητας, ιδίως όταν όλα τα άλλα επιχειρήματα απόδειξης ανωτερότητας στερεύουν, όπως γίνεται και στην ελληνική περίπτωση. Για να μη συζητήσουμε για τις εθνικές ιστορίες, που ειδικά στα Βαλκάνια -αλλά όχι μόνο- είναι εξαιρετικά εργαλειοποιημένες. Φαντάζομαι ότι έχει να κάνει με το συναίσθημα του ανήκειν αυτή η υβριστική χρήση, που περιγράφεις, και όλοι θέλουμε να επινοούμε λόγους να ανήκουμε σε κάτι λαμπρό, μεγάλο και αιώνιο που κάνει τους γείτονες να μοιάζουν μικροί, προσωρινοί και ταπεινοί μπροστά μας, ακόμα κι αν αυτό απέχει τρομερά πολύ από την πραγματικότητα. ‘Εχει να κάνει και με την υπεροψία του εγκατεστημενου και όχι μόνο από ταξική σκοπιά: είμαι εδώ και έχω δικαιώματα, ενώ εσύ ο καινούριος, ο άλλος, όχι. Από εκεί ξεκινάει και η κατασκευή του “άλλου” ως απειλή και η επινόηση, συλλογικά και ατομικά, μιας ισχυρής ταυτότητας και η εξαιρετικά επικίνδυνη αυταπάτη ότι κάποια εθνική ταυτότητα συνοδεύει τα γονίδια των ανθρώπων.

Ο φόβος είναι ζήτημα ατομικής και συλλογικής διαχείρισης,αλλά και δημόσιων πολιτικών και δεν διαχέεται αυτονόητα προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση.

Nastasia Arapoglou

Θα σου κάνω μία ερώτηση που είδα και στο δελτίο Τύπου της παράστασης: Άραγε το φαινόμενο της μετανάστευσης έχει κάνει την ελληνική κοινωνία μία πιο συμπεριληπτική κοινωνία ή έχει εντείνει φαινόμενα φοβικά απέναντι σε ό,τι ορίζεται ως διαφορετικό από το κυρίαρχο αφήγημα; Και πώς πιστεύεις πως ο φόβος αυτός μπορεί να εξαφανιστεί από την κοινωνία μας;

Ξεκινάω ανάποδα και ίσως απαισιόδοξα: ‘Οχι ο φόβος δεν μπορεί να εξαφανιστεί. Και εν τέλει ο φόβος είναι και ένα αντανακλαστικό, αλλά το προς ποιες κατευθύνσεις διοχετεύεται έχει να κάνει με το ποια είναι τα εκάστοτε κυρίαρχα αφηγήματα, πόσο ξενοφοβικά είναι, πόσο ενεργοποιημένος διαχρονικά ειναι ο κριτικός διάλογος πάνω σε ζητήματα τέτοια. Ο φόβος είναι ζήτημα ατομικής και συλλογικής διαχείρισης,αλλά και δημόσιων πολιτικών και δεν διαχέεται αυτονόητα προς την μία ή την άλλη κατεύθυνση. Στην ελληνική κοινωνία υπάρχουν και οι δύο τάσεις και εξελίσσονται ταυτόχρονα. Η πραγματικότητα και το βίωμα μας ειναι αναποφευκτα πολυπολιτισμικό, αυτό δεν οδηγεί, όμως, απαραίτητα σε συμπερίληψη. Υπάρχουν, όμως, πολύ σοβαρές προσπάθειες και άνθρωποι που εργάζονται συστηματικά στην κατεύθυνση της συμπερίληψης και ειδικά στην εκπαιδευση, που είναι ίσως και ο πιο ευαίσθητος τομέας. Την ίδια στιγμή, όμως, βιώνουμε μια συντηρητικοποίηση όχι μονο της ελληνικής αλλά και της ευρωπαϊκής κοινωνίας και ειδικά με την πανδημία θα έλεγα, ότι ζούμε σε ανοσολογικες κοινωνιες, με ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για την σχέση μας με το “άλλο” και τον φόβο απέναντι στο ξένο, αυτό που πιθανότατα μπορεί να μας μολύνει.

Η ελληνική κοινωνια προχωράει ναι, κάνει βήματα συμπεριληπτικότητας, αλλά αυτό δεν είναι μια κυρίαρχη τάση και σίγουρα αυτή τη στιγμή δεν είναι και η κρατική πολιτική κάθε άλλο θα έλεγα: το ελληνικό κράτος αντί να πιέσει τις κεντροπευρωπαικές χώρες της ΕΕ να διαφοροποιήσουν την στάση τους σχετικα με το μεταναστευτικό ζήτημα επιδιώκει να δώσει σήμα ότι κλείσαμε και δεν δεχόμαστε αλλους!

Και βέβαια, δεν νομίζω ότι είναι τιμητικά για την ΕΕ τα πάρκινγκ ανθρώπων στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και κυρίως στην Τουρκία, που από όσο διαβάζω αυτη τη στιγμή φιλοξενεί περίπου 4 εκατομμύρια μεταναστες. Σε αυτό το πλαίσιο μάλλον ο αντανακλαστικός φόβος φαίνεται όχι μόνο να μην εξαφανίζεται, αλλά να δημιουργούνται τάσεις, που να τον κατευθύνουν επιθετικά απέναντι στο ξένο, το άλλο, το από τα κυρίαρχα αφηγήματα επινοημένο ως διαφορετικό. Εδώ, φυσικά, υπάρχει και η ευθύνη του επίσημου πολιτικού λόγου σε εθνικό και κοινοτικό επίπεδο και αυτοί οι λόγοι διαμορφωνουν τασεις και συσπειρώσεις, πόσο μάλλον οταν παίζουν και επικίνδυνα πολιτικά παιχνίδια εκμεταλλευόμενοι τα ξενοφοβικά αισθήματα μερίδας του πληθυσμού. Η ελληνική κοινωνια προχωράει ναι, κάνει βήματα συμπεριληπτικότητας, αλλά αυτό δεν είναι μια κυρίαρχη τάση και σίγουρα αυτή τη στιγμή δεν είναι και η κρατική πολιτική κάθε άλλο θα έλεγα: το ελληνικό κράτος αντί να πιέσει τις κεντροπευρωπαικές χώρες της ΕΕ να διαφοροποιήσουν την στάση τους σχετικα με το μεταναστευτικό ζήτημα επιδιώκει να δώσει σήμα ότι κλείσαμε και δεν δεχόμαστε αλλους! Όποιος το κάνει όμως αυτό εθελοτυφλεί σε ένα βασικό ζήτημα, για το οποίο μιλήσαμε και στην αρχή της συνέντευξης: η μετακίνηση πληθυσμών δεν είναι ένα πρόσκαιρο, καινούριο φαινόμενο που μπορείς να το σταματήσει επειδή το αποφάσισες. Είναι ο κανόνας διαχρονικά. Απ΄τη στιγμή που οι άνθρωποι ζουν σε κοινωνίες, μετακινούνται. Εγκαθίστανται και μετακινούνται. Είμαι και είμαστε όλοι μας, παράγωγα μιας μετακίνησης – ή και περισσοτερων- ακόμα και αν είναι τόσο μακρινές που νομίζουμε ότι είμαστε από πάντα. Και είναι βέβαιο ότι τα παιδιά και τα εγγόνια μας θα μεταναστεύσουν ξανά για τους ίδιους λόγους που μετανάστευαν πάντοτε οι άνθρωποι: κλιματική αλλαγή, πόλεμοι, οικονομικοί λόγοι, αναζήτηση ευτυχίας. Δε θα αλλάξει αυτό τώρα. Ίσως ενταθεί. Και γι αυτό τον λόγο έχει και νόημα να γινει μια παράσταση, όπως το ”Λαθος Χώρα”, που μιλάει για το δίπολο μετακίνηση-εγκατάσταση: ναι παίρνουμε αφορμή από κάτι σχετικά επίκαιρο (που έγινε πριν 30 χρόνια δηλαδή), αλλά αφενός το κάνουμε για να ιστορικοποιήσουμε το παρόν, όχι για να πουμε κατι της μοδας και αφετέρου το κάνουμε με γνώση, ότι όταν κανείς μιλάει για την μετανάστευση μιλάει για το πιο διαχρονικά επίκαιρο ζήτημα των ανθρώπινων κοινωνιών.

Είναι βέβαιο ότι τα παιδιά και τα εγγόνια μας θα μεταναστεύσουν ξανά για τους ίδιους λόγους που μετανάστευαν πάντοτε οι άνθρωποι: κλιματική αλλαγή, πόλεμοι, οικονομικοί λόγοι, αναζήτηση ευτυχίας.

Ελπίδα υπάρχει; Ρωτώ γιατί ακόμη και στα δημοτικά σχολεία υπάρχουν αντίπαλα στρατόπεδα με Έλληνες και Αλβανούς. Η νέα αυτή γενιά πώς μπορεί να απαλλαχθεί από τον φόβο προς τον ξένο;

Δεν είμαι βέβαιος, ότι τα παιδιά, ειδικά του Δημοτικού, έχουν πολύ ισχυρούς αυτούς τους διαχωρισμούς. Έχοντας δουλέψει με παιδιά 10-14 ετων στο θεατρικό ντοκιμαντέρ ”Κυψέλη – New Kids On the Block” στο Φεστιβάλ Αθηνών του 2019, είδαμε την τεράστια σημασία του οικογενειακού περιβάλλοντος, αλλά και του σχολείου. Υπάρχουν εκπαιδευτικοί, που κάνουν εξαιρετική δουλειά στα ζητήματα της συμπερίληψης και σχολεία, που λειτουργούν με υποδειγματικό τρόπο και ήρθαμε σε επαφή τότε με τέτοια σχολεία και τέτοιους εκπαιδευτικούς. Το σχολείο παίζει τεράστιο ρόλο στο ζήτημα της συμπερίληψης. Δεν ξέρω, λοιπόν, αν αυτή η γενιά θα απαλλαχθεί από τον φόβο για τον ξένο, έχω όμως τη γνώμη, ότι και εμείς οι καλλιτέχνες πρέπει να εργαστούμε στο κομμάτι της αντιπροσώπευσης αυτού που τα κυρίαρχα αφηγήματα ορίζουν ως “άλλο”. Οι αναπαραστάσεις μας πρέπει να γίνουν πιο συμπεριληπτικές.

Δεν ξέρω αν αυτή η γενιά θα απαλλαχθεί από τον φόβο για τον ξένο, έχω όμως τη γνώμη, ότι και εμείς οι καλλιτέχνες πρέπει να εργαστούμε στο κομμάτι της αντιπροσώπευσης αυτού που τα κυρίαρχα αφηγήματα ορίζουν ως “άλλο”. Οι αναπαραστάσεις μας πρέπει να γίνουν πιο συμπεριληπτικές.

Μελλοντικά σχέδια

Αυτή τη στιγμή ανυπομονώ να ξεκινήσω να δουλεύω στο επόμενο πρότζεκτ μας, που θα βασίζεται σε κείμενο που θα φτιαχτεί ειδικά για την συγκεκριμένη παράσταση, θα ονομάζεται “Μετά το τέλος του κόσμου· ένα αρχείο ματαιωμένων σχεδίων” και πρόκειται να παρουσιαστεί την άνοιξη σε έναν νέο χώρο, που λειτουργεί φέτος πρώτη χρονιά, από πολύ αγαπημένους ανθρώπους. Ανυπομονω να μιλησουμε για τα ματαιωμενα, ολά αυτά που αφήσαμε στη μέση. Δεν είναι και λίγα!

Σκηνοθεσία: Παντελής Φλατσούσης/Κείμενο: Γκαζμέντ Καπλάνι/Μετάφραση μυθιστορήματος Λάθος Χώρα: Ιλίρα Αλίαϊ/Διασκευή – Κείμενο παράστασης: Παντελής Φλατσούσης & η ομάδα, βασισμένοι στο μυθιστόρημα Λάθος Χώρα του Γκαζμέντ Καπλάνι/Δραματουργία: Παναγιώτα Κωνσταντινάκου, Έλενα Τριανταφυλλοπούλου/Σκηνικά-Κοστούμια: Πουλχερία Τζόβα/Video design & editing: Κώνσταντίνος Νησίδης /Μουσική: Ανρί Κεργκομάρ/Σχεδιασμός Φωτισμών: Ελίζα Αλεξανδροπούλου/Βοηθός Σκηνοθέτη: Σόνια Καλαϊτζίδου/Βοηθός Σκηνογράφου-Ενδυματολόγου: Σοφέλπη Στάικου/Οργάνωση Παραγωγής: Στέλλα Μανικάτη

Ιnfo: Παραστάσεις: από 2 Δεκεμβρίου/Ημέρες παραστάσεων: Τετάρτη, Πέμπτη στις 21.00 & Κυριακή στις 21.15/Διάρκεια:80’/Χώρος: Θέατρο Πόρτα/Διεύθυνση: Μεσογείων 59, 115 26, Αθήνα/Εισιτήριο: 18 κανονικό, 12 φοιτητικό, 10 ανέργων ΑΜΕΑ, 5 ατέλεια

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα