Ο Χρόνης Μίσσιος σού κάνει ένα μάθημα ζωής – Θα είναι τρία λεπτά που δε θα ξεχάσεις ποτέ

Ο Χρόνης Μίσσιος σού κάνει ένα μάθημα ζωής – Θα είναι τρία λεπτά που δε θα ξεχάσεις ποτέ
Από τηλεοπτική συνέντευξη του Χρόνη Μίσσιου στην Έλενα Κατρίτση, στην οικία του στο Καπανδρίτι YouTube

Ο Χρόνης Μίσσιος είναι ο συγγραφέας που θα λέμε πάντα πως “έφυγε νωρίς”, αλλά και πως άφησε "το κλειδί κάτω από το γεράνι" για να το βρίσκουμε και να τον "ξεκλειδώνουμε". στις ατάκες του επιστρέφουμε πάντα και θυμόμαστε πως “Η ζωή μας μια φορά μάς δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία...."

Ο Χρόνης Μίσσιος είναι ένας από τους συγγραφείς που αν εντρυφήσεις στα βιβλία του, θα σου αλλάξει σίγουρα τη ζωή. Που τα λόγια του είναι γροθιά στο στομάχι, όχι μόνο το δικό σου, αλλά και ολόκληρου του κοινωνικού συστήματος. Είναι ο συγγραφέας που θα λέμε πάντα πως “έφυγε νωρίς”, αλλά και πως άφησε “το κλειδί κάτω από το γεράνι” για να το βρίσκουμε και να τον “ξεκλειδώνουμε”. Που στις ατάκες του επιστρέφουμε πάντα και θυμόμαστε πως Η ζωή μας μια φορά μάς δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία.…”

Αντιστασιακός, αγωνιστής της Αριστεράς και συγγραφέας, ο Χρόνης Μίσσιος γεννήθηκε στην Καβάλα στις 8 Νοεμβρίου του 1930, από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά.

Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ ένα τυχαίο γεγονός.

Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, η οικογένειά του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη και ο ιδιος δουλεύει σαν μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι. Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού, λόγω οικονομικής ανέχειας. Λίγο αργότερα στέλνεται από τον Ερυθρό Σταυρό στα Γιαννιτσά μαζί με άλλα παιδιά, για να γλιτώσουν την πείνα της Κατοχής. Εντάσσεται στην Εθνική Αντίσταση. Με την απελευθέρωση επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη και οργανώνεται στον Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον εμφύλιο πόλεμο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε τον θάνατο χάρη σ ένα τυχαίο γεγονός.

Φυλακίζεται ως το 1953 και από το 1962 ζει εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη. Ένα μόνο “διάλειμμα” ελευθερίας, μεταξύ 1962 και 1967, τον βρίσκει στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ, μέλος της πενταμελούς γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη και, στη συνέχεια, ιδρυτικό μέλος του ΠΑΜ. Στη φυλακή (Φυλακές Αβέρωφ, Κέρκυρας, Κορυδαλλού) πέρασε και το μεγαλύτερο διάστημα της απριλιανής δικτατορίας.

Την περίοδο της καθείρξεώς του μάλιστα έμαθε ουσιαστικά ανάγνωση και γραφή. Μέχρι και τον Αύγουστο του 1973 που αποφυλακίζεται (αμνηστία του Παπαδόπουλου) περνάει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε φυλακές και εξορίες, ως πολιτικός κρατούμενος. Με τη λογοτεχνία ασχολήθηκε σε μεγάλη ηλικία. Το πρώτο του βιβλίο “Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς…” (1985) δημιούργησε τόσο μεγάλη αίσθηση που τον καθιέρωσε από τους πρώτους μήνες της κυκλοφορίας του ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού. Ήταν ο συγγραφέας που μετέτρεψε την οδυνηρή πολιτική του εμπειρία σε ζωντανό λογοτεχνικό μύθο, καταγγέλλοντας τόσο τα βασανιστήρια και τους βασανιστές του όσο και τους κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς και τον δογματισμό τους. Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του “Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;” (1988).

Πλέον είχε καθιερωθεί στον λογοτεχνικό χώρο ως εμπνευστής μιας λογοτεχνίας που παρά τον σκληρό κόσμο τον οποίο απεικονίζει, δεν χάνει ποτέ την αισιοδοξία και την πίστη της στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου. Ακολούθησαν «Τα κεραμίδια στάζουν» (1991), «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι» (1996), το αινιγματικό “8-3=11” και το «Ντομάτα με γεύση μπανάνας» (2001).

Συμμετείχε σε ενέργειες προστασίας του περιβάλλοντος, ενώ πραγματοποίησε και τηλεοπτικές εκπομπές με θέμα την προστασία της ελληνικής πανίδας. “Κοσμοκαλόγερος”, σαν τους ήρωες ορισμένων από τα βιβλία του, ο Χρόνης Μίσσιος τα τελευταία χρόνια ζούσε στο Καπανδρίτι, με την σύντροφό του Ρηνιώ και τα σκυλιά τους σε ένα αγροτόσπιτο. Άφησε την τελευταία του πνοή σε ηλικία 82 ετών σε ιδιωτικό νοσηλευτήριο της Αθήνας, στις 20 Νοεμβρίου 2012, ενώ «πάλεψε» με τον καρκίνο αρκετά χρόνια. (Πηγές: ΕΚΕΒΙ, biblionet.gr, Βικιπαιδεια)

Ακούστε το συγκλονιστικό του κείμενο “Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται” από τον ίδιο τον Χρόνη Μίσσιο (Απόσπασμα από το βιβλίο του “Χαμογέλα ρε, τι σου ζητάνε;”)

«Η ζωή μας μια φορά μας δίνεται, άπαξ, που λένε, σα μια μοναδική ευκαιρία. Τουλάχιστον μ’ αυτή την αυτόνομη μορφή της δεν πρόκειται να ξαναϋπάρξουμε ποτέ. Και μεις τι την κάνουμε, ρε, αντί να τη ζήσουμε; Τι την κάνουμε; Τη σέρνουμε από δω κι από κει δολοφονώντας την… Οργανωμένη κοινωνία, οργανωμένες ανθρώπινες σχέσεις. Μα αφού είναι οργανωμένες, πώς είναι σχέσεις; Σχέση σημαίνει συνάντηση, σημαίνει έκπληξη, σημαίνει γέννα συναισθήματος

Έτσι, μ’ αυτή την κωλοεφεύρεση που τη λένε ρολόι, σμπρώχνουμε τις ώρες και τις μέρες μας σα να μας είναι βάρος, και μας είναι βάρος, γιατί δε ζούμε, κατάλαβες; Όλο κοιτάμε το ρολόι, να φύγει κι αυτή η ώρα, να φύγει κι αυτή η μέρα, να έρθει το αύριο, και πάλι, φτου κι απ’ την αρχή.

Χωρίσαμε τη μέρα σε πτώματα στιγμών, σε σκοτωμένες ώρες που τις θάβουμε μέσα μας, μέσα στις σπηλιές του είναι μας, στις σπηλιές όπου γεννιέται η ελευθερία της επιθυμίας, και τις μπαζώνουμε με όλων των ειδών τα σκατά και τα σκουπίδια που μας πασάρουν σαν «αξίες», σαν «ανάγκες», σαν «ηθική», σαν «πολιτισμό».

Κάναμε το σώμα μας ένα απέραντο νεκροταφείο δολοφονημένων επιθυμιών και προσδοκιών, αφήνουμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιαστικά πράγματα, όπως να παίξουμε και να κουβεντιάσουμε με τα παιδιά και τα ζώα, με τα λουλούδια και τα δέντρα, να παίξουμε και να χαρούμε μεταξύ μας, να κάνουμε έρωτα, ν’ απολαύσουμε τη φύση, τις ομορφιές του ανθρώπινου χεριού και του πνεύματος, να κατεβούμε τρυφερά μέσα μας, να γνωρίσουμε τον εαυτό μας και τον διπλανό μας…

Όλα, όλα, τ’ αφήνουμε γι’ αυτό το αύριο που δε θα έρθει ποτέ…

Μόνο όταν ο θάνατος χτυπήσει κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, πονάμε, γιατί συνήθως σκεφτόμαστε πως θέλαμε να του πούμε τόσα σημαντικά πράγματα, όπως πόσο τον αγαπούσαμε, πόσο σημαντικός ήταν για μας…

Ό­μως τ’ αφήσαμε γι’ αύριο… Για να πάμε πού; Αφού ανατέλλει, δύει ο ήλιος και δεν πάμε πουθενά αλλού, παρά στο θάνατο, και μεις, αντί να κλαίμε το δειλινό γιατί χάθηκε άλλη μια μέρα απ’ τη ζωή μας, χαιρόμαστε.

Ξέρεις γιατί; Γιατί η μέρα μας είναι φορτωμένη με οδύνη, αντί να είναι μια περιπέτεια, μια σύγκρουση με τα όρια της ελευθερίας μας. Την καταντήσαμε έναν καθημερινό, χωρίς καμιά ελπίδα ανάστασης, θάνατο, διότι αυτός είναι ο θάνατος.

Ο άλλος, όταν γεράσουμε σε αρμονία και ελευθερία με τον εαυτό μας, όταν δηλαδή παραμείνουμε εμείς, δεν είναι θάνατος, είναι μετάβαση, είναι διάσπαση σε μύριες άλλες ζωές, στις οποίες, αν εδώ, σε τούτη τη μορφή ζωής είσαι ζωντανός, αν δε δολοφονήσεις την ουσία σου, εκεί θα δώσεις χάρη και ομορφιά, όπως η Μαρία που φούνταρε προχτές από την ταράτσα για να μην πεθάνει.

Ήρθανε να την πάρου­νε, και η Μαρία είπε το όχι με τον πιο αμετάκλητο τρόπο… Πήγαμε στην κηδεία της και κει άκουσα τον παπά να λέει. «Χους εί και εις χουν απελεύσει», και τότε κατάλαβα πως η Μαρία σώθηκε. Του χρόνου, όλα τα στοιχεία της, που τα κράτησε ζωντανά σε τούτη τη μορφή ζωής, θα γίνουν πανσέ­δες, δέντρα, πουλιά, ποτάμια…

Σ’ αυτό τον τόπο όλα τα πράγματα που πάραξε ο άνθρωπος έχουν μιαν αλαφράδα, μια οικειότητα, στοργή και αγάπη για τη ζωή, άλλο πράμα.

Ακόμα κι ο χριστιανισμός, που σε άλλους τόπους, όταν έγινε εξουσία, πέρασε από φωτιά και σίδερο όσους είχαν επιφυλάξεις ή σκάλιζαν τα πράγματα πέρα από «τας αγίας γραφάς», ή δεν παπαγάλιζαν σωστά όσα διακήρυχνε ο κάθε πάπας ή αρχιεπίσκοπος, όπως και η καθοδήγησή μας, άλλωστε-βλέπεις, το νταβατζιλίκι είναι η μοίρα όλων των εξουσιών- εδώ, σε τούτον τον τόπο, παρέμεινε βασικά ανθρώπινος.

Οι άγιοί μας είναι, να πούμε, κάτι ανάμεσα σε φιλαράκια, κουμπάρους και πολιτευτές, τους ζητάμε ρουσφέτια, εκδουλεύσεις, κι άμα δε μας κάνου­νε τη χάρη, τους γαμούμε το κέρατο, που λένε. Είναι, να πούμε, σκιές ζωής. Οι πιο σοβαροί είναι αντίγραφα των πολιτικών μας νταβατζήδων, των βουλευτών, θέλουν λιβάνια, υποταγή και τα ρέστα.

Η μόνη που δεν ασκεί εξουσία είναι η Παναγιά, αυτή η γυναίκα του λαού μας, που δίνει, δίνει, χωρίς να διεκδικεί για τον εαυτό της παρά τη λαχτάρα. Η μάνα που βλέπει το παιδί της να φεύγει σα βέλος μπροστά της, κι αυτή να λαχταράει, να τρομάζει για να καταλάβει αυτό το άγνωστο, το καινούριο που έφερε στον κόσμο, και που είναι ταυτόχρονα σάρκα της και ξένο.

Είναι η πιο τραγική μορφή του ανθρώπινου είδους, γι’ αυτό σ’ όλη την ανθρώπινη ιστορία η εξουσία και η μάνα είναι τα κεντρικά πρόσωπα κάθε τραγωδίας, μόνο που η μάνα είναι ο αποδέκτης του πόνου, ενώ η εξουσία ο φορέας του. Ακόμα κι ο χριστιανισμός απογύμνωσε τη μάνα από κάθε εξουσία”.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα