OSHUA BLANCHARD/GETTY IMAGES NORTH AMERICA/AFP - ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΟΛΛΑΡΟΣ/ 24 MEDIA LAB

ΕΙΝΑΙ Ο ΜΕΡΚ ΜΕΡΚΟΥΡΙΑΔΗΣ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΣΩΣΕΙ ΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ;

Θεωρεί τον Μπιθικώτση "Έλληνα Μπρους Σπρίνγκστιν", κουμπάρος του είναι ο Μπρους Ντίκινσον των Iron Maiden, έχει ποντάρει 2.5 δισ.$ για να αλλάξει τη μουσική βιομηχανία.

Αυτό που κάνει ο Μερκ Μερκουριάδης από το 2016 κι έπειτα είναι σίγουρα ενδιαφέρον, πιθανώς να αποδειχθεί επαναστατικό, σε κάθε περίπτωση πάντως έχει ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα της μουσικής βιομηχανίας. Στον ίδιο αρέσει να φαντάζεται ότι στα γραφεία των μεγάλων πολυεθνικών δισκογραφικών πετάνε βελάκια στο πορτρέτο του (κάτι που, έστω μεταφορικά, δεν αποκλείεται να συμβαίνει) και η εταιρεία που έστησε για να αλλάξει το οικονομικό μοντέλο διαμοιρασμού της μουσικής πίτας αξίζει ήδη μερικά δισεκατομμύρια δολάρια, κάνοντάς τον να καυχιέται ότι είναι ο μεγαλύτερος υπερασπιστής των μουσικών που λατρεύει από μικρό παιδί.

Αλλά σε τούτη τη γωνιά της υφηλίου, το πρώτο πράγμα που μοιραία μας κάνει να τον προσέξουμε είναι το επώνυμο του. Mε τις προφανείς ελληνικές ρίζες και την ιστορία που κουβαλά: μετανάστευση, νοσταλγία, επιτυχία, ελληνικό δαιμόνιο κι αμερικάνικο όνειρο.

Ο πατέρας του, με καταγωγή από την Κωνσταντινούπολη και βορειοελλαδίτικα παιδικά χρόνια και η μητέρα του, «κάτω από το αυλάκι», δε συναντήθηκαν ποτέ στην Ελλάδα. Μετανάστευσαν αμφότεροι στον Καναδά το 1954 και γνωρίστηκαν μέσω του… ποδοσφαίρου. Ο μπαμπάς, βλέπετε, ήταν τόσο καλός ποδοσφαιριστής που ήταν να παίξει στον ΠΑΟΚ. Την εποχή που ετοιμαζόταν για το μεγάλο ποδοσφαιρικό άλμα, ήρθε μια πρόσκληση από την καναδική κυβέρνηση που υποδεχόταν μετανάστες. Του ζήτησαν μάλιστα, επειδή είχε καλή φήμη λόγω της μπάλας, να λειτουργήσει ως κράχτης που θα προσέλκυε συμπατριώτες του. Κάτι σαν πολύ πρώιμος influencer, δηλαδή. Το έκανε κι εδραίωσε μάλιστα την εξέχουσα θέση του στην ελληνική κοινότητα ως προπονητής της τοπικής ελληνικής ομάδας στο Τορόντο. Ένας από τους παίκτες του επέμενε να τον γνωρίσει στην αδελφή του. Από την γνωριμία προέκυψε κι ο Μερκ Μερκουριάδης, γεννημένος το 1963 στη γαλλόφωνη περιοχή του Κεμπέκ.

Matt Winkelmeyer/Getty Images North America/AFP

Μιλήσαμε πριν μερικές εβδομάδες μέσω Zoom. Στην Αθήνα ήταν βράδυ Πέμπτης, στο Λος Άντζελες ούτε καν μεσημέρι αλλά εκείνος ήδη αρκετές ώρες ξύπνιος. Ως τυπικός εκπρόσωπος του 5ΑΜ club, έχει σηκωθεί τα ξημερώματα, έχει κάνει γυμναστική, έχει απαντήσει τον πρώτο μεγάλο όγκο μέιλ της ημέρας πριν ξεκινήσει το μπαράζ τηλεδιασκέψεων.

Χαμογελαστός, fast talker, από αυτούς τους ανθρώπους που σε πείθουν να αγοράσεις ακόμα κι αν δεν έχουν κάτι να σου πουλήσουν. Ξυρισμένο κεφάλι, εφαρμοστό t-shirt, φουσκωμένο στέρνο – αυτό δεν είναι το πρώτο κείμενο για εκείνον που τον παρομοιάζουν με «πορτιέρη». Το κάλεσμα από την πατρίδα των γονιών του, του δίνει έξτρα κέφι για να διηγηθεί με ακόμα περισσότερες λεπτομέρειες την προσωπική ιστορία του. (Αν και υποψιάζομαι ότι είναι πάντα πρόθυμος στις συνεντεύξεις του, μερικοί άνθρωποι από υπερδυνάμεις διαθέτουν το storytelling.)

Πίσω στο οικογενειακό του παραμύθι θα βρούμε και τη σύνδεση με τη μουσική. Κάποια στιγμή ο αδερφός του πατέρα του γυρίζει στην Ελλάδα έχοντας βγάλει πολλά λεφτά στον Καναδά. Είναι 1966, παραμονές της δικτατορίας. Η δημοκρατία καταλύεται, τα χρήματά του σε δραχμές χάνουν την αξία τους, και οι γιοι του έχουν συνέχεια προβλήματα με τις αρχές. Πήγαιναν στο σχολείο της αμερικάνικης κοινότητας στην Αθήνα («με καθηγητές κυρίως τύπους που είχαν εγκαταλείψει τις ΗΠΑ για να αποφύγουν την στράτευση και ήταν όλη την ώρα μαστουρωμένοι») και φορούσαν μπλούζες με το σήμα της ειρήνης που οι αξιωματικοί της χούντας θεωρούσαν βλάσφημο αφού το περνούσαν για σπασμένο σταυρό.

«Έτσι ο μεγαλύτερος ξάδερφος μου επέστρεψε στον Καναδά, ο πατέρας του φοβόταν ότι αν έμενε στην Ελλάδα είτε θα έμπαινε φυλακή ή θα σκοτωνόταν. Πρέπει να ήταν 1971 κι εκείνος 11 χρόνια μεγαλύτερος μου – σχεδόν ενήλικος. Ήξερε τα πάντα (ή τουλάχιστον περισσότερα από μένα) για τα ναρκωτικά, τα κορίτσια, τις μηχανές. Και φυσικά για τη μουσική. Είχε τα πρώτα άλμπουμ των Fleetwood Mac με τον Πίτερ Γκριν. Άκουγε Wishbone Ash. Άκουγε Black Sabbath. Είχε τα άλμπουμ του Curtis Mayfield και τα 2-3 των Deep Purple πριν το “Machine Head”. Βασικά, είχε τα 10 από τα 12 άλμπουμ που διαμόρφωσαν τη ζωή μου. Έγινε ο μεγάλος αδερφός που δεν είχα ποτέ κι έτσι ξεκίνησε η μεγάλη περιπέτεια που με έχει φέρει εδώ που είμαι σήμερα. Ποιος ξέρει τι θα έκανα χωρίς εκείνον και την επιρροή του;».

Πιστεύει ότι η μουσική είναι καλύτερη επένδυση από το πετρέλαιο ή τον χρυσό και είναι πρόθυμος να επιχειρηματολογήσει γι’ αυτό.

Εκεί ξεκινά το μεγάλο ταξίδι του Μερκ Μερκουριάδη στη μουσική βιομηχανία. Κι όσοι έχουν μιλήσει για εκείνον στα δεκάδες ρεπορτάζ της τελευταίας πενταετίας που τον αφορούν, παραδέχονται ότι είναι καλός σε αυτό που κάνει ακριβώς γιατί έχει παραμείνει fan με τον ίδιο αγνό τρόπο όπως τότε που τον μυούσε ο ξάδερφός του στα 70s. Γι’ αυτό τον εμπιστεύονται οι καλλιτέχνες, γι’ αυτό πείθει τους επενδυτές. Γιατί πιστεύει ότι η μουσική είναι καλύτερη επένδυση από το πετρέλαιο ή τον χρυσό και είναι πρόθυμος να επιχειρηματολογήσει γι’ αυτό. Ακόμα κι αν χρειαστεί να αραδιάσει κάποιους στίχους από ένα ξεχασμένο B-side της δεκαετίας του ‘80 ή να εντυπωσιάσει με κάποιες εγκυκλοπαιδικές γνώσεις που μόνο ένας μουσικός nerd μπορεί να έχει.

Έτσι βγήκε στη γύρα το 2016. Παρουσιάζοντας το σχέδιό του σε 177 επενδυτές, από τους οποίους αρχικά τον εμπιστεύθηκαν λιγότεροι από 1 στους 4 (ανάμεσά τους συνταξιοδοτικά funds, πανεπιστημιακά κληροδοτήματα και… η Εκκλησία της Αγγλίας που σήμερα παίρνουν μέρισμα ως κι 7 πένες ανά μετοχή). Τι τους ζήτησε; «Να μας υποστηρίξουν στην προσπάθειά μας να αγοράσουμε τους καταλόγους (ή έστω ένα μέρος τους) σπουδαίων καλλιτεχνών. Να καθιερωθούν τα τραγούδια ως κεφάλαιο». Τι τους είπε; «Η μουσική θα έχει πάντα αξία γιατί μας συνοδεύει στις καλές και στις κακές μας στιγμές, άρα το εισόδημα που δημιουργεί είναι προβλέψιμο κι αξιόπιστο και δεν επηρεάζεται από γεωπολιτικές αναταράξεις» [σ.σ. η συζήτησή μας έγινε πριν την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία]. Τι έχει στο πίσω μέρος του μυαλού του για το τέλος της διαδρομης; «Δε με ενδιαφέρει καθόλου να γίνω ο μεγαλύτερος publisher στην ιστορία. Αυτό που θέλω είναι να καταστρέψω το υπάρχον σύστημα και το παράδειγμα που προωθεί η μουσική βιομηχανία».

OSHUA BLANCHARD/GETTY IMAGES NORTH AMERICA/AFP - ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΟΛΛΑΡΟΣ/ 24 MEDIA LAB

Το 2018 η εταιρεία του Hipgnosis Song Fund (όνομα παρμένο από τους θρυλικούς designers εξωφύλλων) εισήχθη στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου. Στο τέλος του 2021 απασχολεί σχεδόν 100 υπαλλήλους (ανάμεσά τους και τις τρεις κόρες του Μερκουριάδη, ο γιος του είναι ο μοναδικός στην οικογένεια που παίζει μουσική) κι έχει ξοδέψει πάνω από 2.5 δισεκατομμύρια δολάρια για να αποκτήσει τα δικαιώματα περισσότερων από 65.000 τραγουδιών, ανάμεσά τους σχεδόν 3000 νο.1 χιτ του παρελθόντος. Από ονόματα όπως o Νιλ Γιανγκ, η Ντέμπι Χάρι των Blondie, ο Μπάρι Μάνιλοου, οι Red Hot Chili Peppers, o Ντέιβ Στίουαρτ των Eurythmics, o Λίντσεϊ Μπάκιγχαμ των Fleetwood Mac, ο RZA των Wu Tang Clan και οι σπουδαίοι παραγωγοί Μαρκ Ρόνσον, Τζακ Αντόνοφ, Timbaland.

«Είναι πολύ απλό το κόνσεπτ της Hipgnosis. Αγοράζουμε μόνο μουσική που έχει “αποδείξει” την αξία της. Δηλαδή, αν αγαπάς τον Μπρους Σπρίνγκστιν, ε τότε το “Darkness on the Edge of Town” είναι κομμάτι της ζωής σου. Όπως είναι για μένα το “Sweet Dreams (are made of this)” των Eurythmics. Aν το άκουσες πρώτη φορά το 1982 στην εφηβική ηλικία (ή λίγο μεγαλύτερος όπως εγώ) δεν μπορεί παρά να έμεινε μαζί σου για πάντα. Στις ευτυχισμένες στιγμές, η μουσική είναι το σάουντρακ της καλύτερης εκδοχής που μπορεί να πάρει ο κόσμος κι ο εαυτός μας. Στις κακές στιγμές είναι καταφύγιο και παρηγοριά».

Αυτό είναι το elevator pitch του Μερκουριάδη, αυτό που θα έλεγε μέσα σε ένα ασανσέρ για να βρει τα χρήματα που χρειάζεται προκειμένου «να μην τον πατήσουν σαν μύγα οι δισκογραφικές». Τον βοήθησε βέβαια και η συγκυρία της πανδημίας. Οι καλλιτέχνες που είχαν εμπεδώσει τις τελευταίες δύο δεκαετίες ότι «τα λεφτά βγαίνουν στον δρόμο», βρέθηκαν καθηλωμένοι κι αναγκάστηκαν να επανεκτιμήσουν τον κατάλογό τους. Ξαφνικά, βέβαια, τους προσφέρθηκε κι ένας πακτωλός χρημάτων, συνέπεια της αλλαγής που έφερε στην αγορά η Hipgnosis. Γιατί ενώ μέχρι τώρα οι εκδοτικές εταιρείες έπαιρναν ένα μερίδιο 10-25% για να διαχειρίζονται τα πνευματικά δικαιώματα των τραγουδιών που χρησιμοποιούνταν σε ταινίες, τηλεοπτικές σειρές, διαφημιστικά, βίντεο γκέιμ και πάσης φύσεως πλατφόρμες, ο Μερκ Μερκουριάδης αγοράζει εφάπαξ ολόκληρους (ή τουλάχιστον μισούς) καταλόγους εξασφαλίζοντας την αποκλειστικότητα σε μελλοντικά royalties. Έτσι έσπασε ένας άγραφος κανόνας της μουσικής βιομηχανίας που έλεγε στους καλλιτέχνες «ό,τι και να γίνει μην πουλήσετε ποτέ τον κατάλογό σας, όσα και να πάρετε δε θα είναι αρκετά».

Ως πιο πολύτιμο πετράδι στο στέμμα του, ο Mερκουριάδης θεωρεί μάλλον το 50% του καταλόγου των 1180 κομματιών του Νιλ Γιανγκ που απέκτησε έναντι 110 εκατομμυρίων δολαρίων, όπως ανέφεραν δημοσιεύματα. Την ίδια εποχή (τέλη 2020), η Στίβι Νικς των Fleetwood Mac πούλησε το 80% του καταλόγου της έναντι 100 εκ. $ και, φυσικά, το αποκορύφωμα ήταν η μυθική συμφωνία του Μπομπ Ντίλαν με τη Universal τον Δεκέμβριο του 2020: το σύνολο του καταλόγου για ποσό που μπορεί και να ξεπέρασε τα 300 εκατομμύρια δολάρια. Ο Μερκουριάδης λέει «εμείς δε θα μπορούσαμε ποτέ να δώσουμε τόσα λεφτά», αλλά ξέρει -ακόμα κι αν δεν το ομολογεί ευθέως- ότι αυτά τα ποσά είναι ένα τέρας που εκείνος και η εταιρεία του δημιούργησαν. Ο μέσος όρος των συμφωνιών της βιομηχανίας έχει φτάσει να είναι περίπου 17.5 φορές τα ετήσια κέρδη που αποφέρει ο εκάστοτε καταλόγος. Ο Μερκουριάδης έχει πληρώσει ως και 22 φορές πάνω.

OSHUA BLANCHARD/GETTY IMAGES NORTH AMERICA/AFP - ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΚΟΛΛΑΡΟΣ/ 24 MEDIA LAB

Ο Μερκουριάδης, αρκετά θεατρικά είναι η αλήθεια και για προφανείς λόγους δημοσιότητας, έχει κηρύξει τον πόλεμο στις μεγάλες δισκογραφικές. Είναι βέβαια παιδί τους, σάρκα από τις σάρκες τους. Στα 19 του έπιασε δουλειά στο παράρτημα της Virgin στο Τορόντο. Εξελίχθηκε αμέσως, ανέπτυξε τοπικούς καλλιτέχνες, βοήθησε τους Simple Minds να γίνουν μπάντα σταδίων στη Βόρεια Αμερική και λίγα χρόνια μετά μετακόμισε στο Λονδίνο για να δουλέψει στη Sanctuary, εταιρεία που έστησαν οι μάνατζερ των Iron Maiden (έγινε μάλιστα κουμπάρος με τον frontman τους, Μπρους Ντίκινσον). Η δισκογραφία σέρβιρε ακόμα με χρυσά κουτάλια σε εποχές «κρασιού και λουλουδιών» που η πολυτέλεια μπερδευόταν με την υπερβολή κι ο Μερκουριάδης βρέθηκε να δουλεύει με τους Guns ‘N’ Roses και τον Έλτον Τζον, να μανατζάρει τον Λου Ριντ και την Beyonce, να βοηθά να «γίνουν» οι Strokes στην αυγή του 21ου αιώνα. Και μετά, ο κόσμος άρχισε να κατεβάζει παράνομα και δωρεάν τη μουσική, η βιομηχανία κατέρρευσε κι ο Μερκουριάδης θυμάται σήμερα «δε διαγνώστηκα ποτέ επίσημα, αλλά σίγουρα είχα σημάδια κατάθλιψης».

Του πήρε σχεδόν 10 χρόνια να συνέλθει. Να καταλαβει προς τα που πάνε τα πράγματα και να σχεδιάσει το επόμενο βήμα του. Το οποίο τον φέρνει οριστικά κι αμετάκλητα στο απέναντι στρατόπεδο με τις πολυεθνικές που έχουν επιβιώσει από την κρίση: τις Big 3 – Sony/ Universal/ Warner. «Μα ακριβώς αυτές είναι το πρόβλημα. Οι τρεις μεγαλύτερες δισκογραφικές εταιρείες ελέγχουν τις τρεις μεγαλύτερες εκδοτικές εταιρείες και τις φρενάρουν στο να διεκδικούν μεγαλύτερες αποζημιώσεις για τους συνθέτες. Κι έτσι καταλήγει ο συνθέτης, ενώ έχει τον πιο σημαντικό ρόλο στην δημιουργική διαδικασία, να είναι ο χειρότερα αμειβόμενος “άνθρωπος στο δωμάτιο”. Γιατί από την πλευρά των εκδοτικών προκύπτει μόλις το 1/5 του εισοδήματος, ενώ οι δισκογραφικές κρατάνε τα υπόλοιπα 4/5. Αυτή είναι η οικονομική εξίσωση. Κι αυτό είναι που θέλω να αλλάξω».

Η συζήτηση για τους συνθέτες είναι κρίσιμη. Ο Μερκουριάδης υποστηρίζει ότι στην εποχή του streaming το 90% των performers δεν γράφουν οι ίδιοι τα τραγούδια τους (αφού -τουλάχιστον προ πανδημίας- βρίσκονται συνεχώς σε περιοδεία), αν και πληρώνονται περίπου 5 φορές τα χρήματα των συνθετών. Αυτό δεν είναι πρόβλημα; Κι επίσης, οι streaming πλατφόρμες δεν αποτελούν μέρος του προβλήματος όταν όλο και περισσότεροι καλλιτέχνες δημοσίως παραπονιούνται ότι και λίγο πληρώνονται, αλλά και δεν καταλαβαίνουν πώς; «Όχι, ούτε το ένα, ούτε το άλλο είναι πρόβλημα», απαντά χωρίς δεύτερη σκέψη. «Οι streaming υπηρεσίες είναι μάλλον ευλογία και σίγουρα όχι κατάρα, αρκεί να δει κανείς που βρισκόμασταν πριν από πέντε χρόνια. Η δε επικράτησή τους μας δείχνει ότι οι άνθρωποι έχουν αποδεχθεί ότι θα πληρώνουν κάθε στιγμή που χρησιμοποιούν μουσική. Όταν ξεκινήσαμε στην Hipgnosis υπήρχαν περίπου 30 εκατομμύρια συνδρομητές σε streaming πλατφόρμες. Σήμερα, είναι 500 εκατομμύρια. Και σε 7-8 χρόνια από τώρα, προς το τέλος της δεκαετίας, θα είναι ίσως 2 δισεκατομμύρια.
Οι μουσικοί δεν έχουν μεγάλα κέρδη από τις πλατφόρμες, ακριβώς γιατί τους τη φέρνουν οι δισκογραφικές. Τα μερίδια για καθε 1 ευρώ που ξοδεύεται καταλήγουν περίπου ως εξής: Δισκογραφική 48.5% – Πλατφόρμα 30% – Ερμηνευτής 10% – Συνθέτης 11.5% (πολλές φορές μάλιστα είναι 4 ή 5 σε κάθε κομμάτι). Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι το 30% των streamers αλλά το υπόλοιπο 70%, από το οποίο το 58,5% πάει στις δισκογραφικές και μόλις το 11,5% στους συνθέτες. Οι δισκογραφικές, επίσης, δεν πληρώνουν πάνω από 10% στους καλλιτέχνες, γιατί τους ανήκουν οι ηχογραφήσεις (αν δεν τους άνηκαν, θα έπρεπε να τους δίνουν το μισό από το προαναφερθέν 58,5%) κι έτσι ο καλλιτέχνης γίνεται ο δεύτερος χειρότερα αμειβόμενος στο δωμάτιο. Για πες μου, λοιπόν, βλέποντας αυτά τα ποσοστά, ποιος είναι ο κακός της υπόθεσης;».

Έχει πάρει φόρα και συνεχίζει: «Η μουσική βιομηχανία αποτελείται από ανθρώπους ακαλλιέργητους. Οι μεγάλες εταιρείες δεν τους επέτρεψαν να εξελιχθούν. Πληρώνονται δύο φορές τον χρόνο, στο τέλος κάθε εξαμήνου. Ανάμεσα σε αυτές τις περιόδους δεν έχουν ιδέα τι γίνεται. Παίρνουν κάποια λογιστικά reports δεκάδων χιλιάδων σελίδων που σπάνε κυριολεκτικά σε δισεκατομμύρια μικρές συναλλαγές. Η συντριπτική πλειοψηφία τους δεν έχει την υποδομή να κατανοήσει αν πληρώνεται δίκαια και σωστά. Δεν μπορούν όλοι να έχουν υπαλλήλους για να το κάνουν. Υπογράφουν συμβόλαια 80-90-100 σελίδων, ακριβώς για να εξουθενώνονται και να αφήνουν τα πράγματα στην τύχη τους. Εκεί ποντάρουν οι εταιρείες.
Είναι και κάτι άλλο: Ο υπολογισμός των χρημάτων που δικαιούνται δημιουργεί μεγάλες καθυστερήσεις πληρωμών. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, το κεφάλαιο με το οποίο οι εταιρείες κάνουν ανάπτυξη π.χ. νέων καλλιτεχνών είναι τα χρήματα που δεν έχουν πάρει στην ώρα τους οι συνθέτες. Καταλήγουμε στο εξής: Η μουσική βιομηχανία έχει αναγνωρίσει εξαρχής ότι οι άνθρωποι είναι διατεθειμένοι να κάνουν παράλογα πράγματα (ή να παραβλέψουν πολλά) με αντάλλαγμα τη δόξα και τη φήμη. Ας πούμε, ελπίζω ότι εσύ δε θα έδινες προς δημοσίευση ένα έτοιμο ρεπορτάζ ή μία συνέντευξη χωρίς να ξέρεις το πλαίσιο της αμοιβής σου (ποσό, χρόνος κτλ.). Ε, οι μουσικοί το κάνουν αυτό όλη την ώρα».

LOS ANGELES, CALIFORNIA - JANUARY 23: Merck Mercuriadis attends the 2020 Billboard Power List Event at NeueHouse Hollywood on January 23, 2020 in Los Angeles, California. Joshua Blanchard/Getty Images for Billboard/AFP (Photo by Joshua Blanchard / GETTY IMAGES NORTH AMERICA / AFP) Getty Images via AFP

Η κριτική που του ασκείται είναι ότι κι ο ίδιος δεν έχει παρουσιάσει ακριβώς ένα λεπτομερές σχέδιο σχετικά με το τι θα κάνει μακροπροθεσμα καλύτερα για να μεγαλώσει την πίτα. Αρκείται σε μια κάπως αόριστη υπόσχεση για ένα αποτελεσματικότερο “song management”, όπως επαναλαμβάνει συνεχώς («οι υπάλληλοι μας έχουν μικρότερο όγκο τραγουδιών να διαχειριστεί ο καθένας κι έτσι μπορούν να πετύχουν καλύτερα syncs»). Κι, επίσης, την ίδια μυστικοπάθεια που καταλογίζει στις δισκογραφικές π.χ. για τις συμβάσεις απορρήτου που έχουν με το Spotify και την Apple, εφαρμόζει και η Hipgnosis στα NDAs που υπογράφει με τους καλλιτέχνες. Η ερώτηση είναι άλλη όμως, στο τέλος της ημέρας γιατί το κάνει;

«Ίσως υπάρχει κάπου και το σύνδρομο του Ρομπέν των Δασών, ο Φρόιντ θα το επιβεβαίωνε. Αλλά, ο βασικός λόγος είναι η τελευταία παράγραφος της σελίδας μου στη Wikipedia. Θέλω να γράφει ότι κατάφερα να κάνω συνθέτες και καλλιτέχνες να αντιμετωπίζονται καλύτερα. Αυτή θέλω να είναι η κληρονομιά μου. Δεν διαβάζω νότες, δεν μπορώ να γράψω ένα τραγούδι. Το μόνο όργανο που μπορώ να παίξω είναι το iPhone κι αυτό ξέρω να το κάνω καλά. Χαίρομαι πολύ ότι την όποια φήμη κι επιτυχία μου την έχω κάνει για τους καλλιτέχνες κι όχι εις βάρος τους. Όποιος καλλιτέχνης δουλεύει μαζί μου, βγάζει περισσότερα λεφτά από μένα. Κι έτσι θα έπρεπε να είναι».

Από όλα τα τεράστια ονόματα που έχει κατά καιρούς συνεργαστεί ξεχωρίζει τον «άνθρωπό του» Νάιλ Ρότζερς των Chic (που είναι και στο board της εταιρείας), θεωρεί τον Morrissey «παρεξηγημένο κι όχι διατεθειμένο να παίξει το παιχνίδι των συμβιβασμών», παραμένει πιστός στην απόφασή του να απέχει από το αλκοόλ ήδη από τα 80s (είναι και vegan), παραμένει πιστότερος στην Άρσεναλ (κι ας τον πλήγωσε κάποτε ο ΠΑΟΚ, η παρολίγο ομάδα του μπαμπά του), ενώ διαλέγει για το ερημονήσι τους εξής τρεις δίσκους: Pink Floyd, Wish You Were Here // Neil Young, Harvest // Cat Stevens, Tea for the Tillerman.

Πριν κλείσουμε, τον ρωτάω αν είναι στα πλάνα του να ασχοληθεί και με ελληνικούς καταλόγους. «Δε με ενδιαφέρει τίποτα από τον Νταλάρα και μετά. Με ενδιαφέρει μόνο το πριν: Τα ρεμπέτικα, ο Τσιτσάνης, Καζαντζίδης, και φυσικά ο Θεοδωράκης με τον Χατζιδάκι. Αν αγόραζα, λοιπόν, κάποια δικαιώματα θα ξεκινούσα από τον κατάλογο του Θεοδωράκη και του Μπιθικώτση. Ειδικά τον Μπιθικώτση τον θεωρώ τον “έλληνα Μπρους Σπρίνγκστιν” κι ας λένε ότι αυτός είναι ο Νταλάρας. Αν ήταν και οι δύο 24 ετών, συνομήλικοι την ίδια εποχή, ο Νταλάρας δε θα έπιανε μία μπροστά του. Κι ας ακούγεται αυτό αιρετικό».

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα