ΝΤΟΥΝΙΑΣ

ΝΤΟΥΝΙΑΣ: Ο ΚΡΗΤΙΚΟΣ ΠΟΥ ΖΥΜΩΝΕΙ ΤΗΝ ΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Το Magazine εξηγεί γιατί ο Χανιώτης Στέλιος Τριλυράκης, ο δημιουργός της εκπαιδευτικής βιοφάρμας «Ντουνιάς», σε ένα χωριό στα Λευκά Όρη, χαρίζει μια από τις εμπειρίες που πρέπει κάποιος να ζήσει στη ζωή του.

Tι ακριβώς συνιστά μια «ταξιδιωτική εμπειρία» και πώς κάποιες είναι καλύτερες από άλλες; Αυτή την ερώτηση έκανα οι Times της Νέα Υόρκης πριν από λίγες ημέρες σε μια επιτροπή που αποτελούνταν από ένα ζευγάρι συγγραφέων, ένα σεφ, ένα αρχιτέκτονα και ένα φωτογράφο. Και τους ζήτησαν να φτιάξουν μια λίστα με τις 25 πιο εξαιρετικές εμπειρίες που πρέπει να ζήσει κάποιος.

Και εκεί που εκατομμύρια αναγνώστες από όλο τον κόσμο «καταβρόχθιζαν» τη λίστα, ατέλειωτα πεινασμένοι για ταξίδι και εμπειρίες μετά από δυο χρόνια εγκλεισμού, κάπου ανάμεσα στα λευκά Χριστούγεννα στην Αντίς Αμπέμπα στην Αιθιοπία και στο ταξίδι σε δύο ηπείρους και οκτώ ζώνες ώρας με τον υπερσιβηρικό σιδηρόδρομο, στο νούμερο 5, έσκασε σαν λαμπερό αστέρι σε καλοκαιρινό ουρανό ο Ντουνιάς.

ΝΤΟΥΝΙΑΣ

Στα Χανιά, στη Δρακώνα Κεραμειών, το χωριό σύνορο πριν τα Λευκά Όρη. Μια βιοδυναμική φάρμα, μια ταβέρνα για τον πολύ κόσμο. Ένας κόσμος ολόκληρος, αληθινός, γνήσιος, αυθεντικός, παλιός μα και σύγχρονος. Μια εμπειρία ζωής.

Ο σεφ και επιστήμονας τροφίμων David Zilber, επικεφαλής του Fermentation Lab στο Noma, ήταν εκείνος που έγραψε στους New York Times για το Ντουνιά. Το Noma για την ιστορία, είναι το καλύτερο εστιατόριο στον κόσμο.

Δημιούργημα του chef Renė Redzepi, έχει τρία αστέρια Michelin και κατέχει την πρώτη θέση στη λίστα «World’s 50 Best Restaurants». Πέρυσι, ο ίδιος μαζί με το Redzepi έγραψαν ένα βιβλίο για τη δουλειά τους.

Μιλώντας για το θέμα της εμπειρίας ο Zilber είπε ότι είναι κάτι πραγματικά ευρύ. «Όλα είναι εμπειρία. Το να παρακολουθώ υπερβολικό Netflix ενώ είμαι άρρωστος είναι μια εμπειρία, αν και δεν μπορώ να θυμηθώ τι παρακολουθώ όταν είμαι κλινήρης στο σπίτι. Αλλά θυμάμαι 45 λεπτά με το αυτοκίνητο μέσα από τα βουνά της Κρήτης, για να φάω στη βιοδυναμική φάρμα αυτού του ανθρώπου με τα παιδιά του να τρέχουν — και μάλλον θα το κάνω όταν γίνω 75 ετών».

ΝΤΟΥΝΙΑΣ

Στη Δρακώνα Κεραμειών, στα Χανιά της Κρήτης, δεν ξέρουμε πως βρέθηκε, καταλαβαίνουμε όμως τι ένιωσε αφού έγραψε στους New York Times: «Αυτός ο άνθρωπος ήταν σεφ στα Χανιά και μετά φαίνεται να σκέφτηκε, όπως και εγώ, ότι ο κόσμος των εστιατορίων δεν είναι ακριβώς εκεί που θα έπρεπε είναι. Έτσι έφυγε και έφτιαξε μια μικρή βιοδυναμική φάρμα. Από εκεί έχει θέα σε ένα κατάφυτο φαράγγι (σ.σ. Θέρισσο) και μαγειρεύει τα πάντα σε ανοιχτή φωτιά. Θα φάτε σαλιγκάρια, αρνί στιφάδο, ό,τι υπάρχει εκείνη την εποχή. Δεν είναι πολύπλοκο φαγητό. Δεν πρόκειται ποτέ να μπει στον Οδηγό Michelin ή στη λίστα με τα «World’s 50 Best». Αλλά είναι ό,τι πιο κοντινό έχω δοκιμάσει στην «τροφή της ψυχής».

Για το Στέλιο Τριλυράκη όλος αυτός ο λόγος, τη γυναίκα του Ευμορφύλη και τα τρία παιδιά τους. Και το δημιούργημα τους, το Ντουνιά.

Στο Magazine μίλησε ο ίδιος, μα και οι φίλοι του. Η δημοσιογράφος και συγγραφέας Νανά Δαρειώτη, ο σεφ Μανώλης Παπουτσάκης και ο Χανιώτης φωτογράφος Μανούσος Δασκαλογιάννης.

Ο ΝΤΟΥΝΙΑΣ, Ο ΣΤΕΛΙΟΣ ΤΡΙΛΥΡΑΚΗΣ

ΝΤΟΥΝΙΑΣ


Στέλιος Τριλυράκης: «Όταν είδα το δημοσίευμα στους New York Times γέλασα και χάρηκα.. Είναι τόσοι πολλοί οι άνθρωποι και τα εστιατόρια. Δεν ξέρω ποιος μπορεί να ήρθε εδώ και να το έγραψε.

Κατά βάθος σκέφτεσαι ότι ο κόπος σου δικαιώνεται, τα πιστεύω σου. Είναι ένας αγώνας που κάνεις πολλά χρόνια και δεν είναι εύκολο πράγμα. Δεν είναι εύκολο να μαγειρεύεις για 40-50 ανθρώπους χωρίς να πας σουπερμάρκετ. Ευτυχώς, έχω 2-3 συνεργάτες που είναι ατόφιοι, που πρεσβεύουν το ίδιο με εμάς και με προμηθεύουν με κάποια πράγματα.

Πρέπει όμως να πω, ότι με τον Ντουνιά έχουμε κάνει 17 ντοκιμαντέρ στον πλανήτη Γη! Έχει έρθει εδώ το BBC, το CNN, το Galileo, κανάλια από την Τσεχία, την Ιαπωνία, το Βέλγιο, ενώ συνεργαζόμαστε με κάποια πανεπιστήμια από όλο τον κόσμο.

Δεν είμαστε ταβέρνα, ούτε εστιατόριο, είμαστε ένα πολυλειτουργικό αγρόκτημα. Αυτό που προσπαθώ, είναι μέσα σε ένα τριήμερο να εγκληματήσω τον κόσμο για το πως είναι η ζωή ενός αγρότη. Τους πάω καταρχάς στους κήπους, τους βάζω και κάνουν κάποια αγγαρεία, να κόψουν ας πούμε μία ντομάτα, να πιάσουν και χώμα, όχι κάτι δύσκολο. Μετά με αυτά που έχουμε μαζέψει κάνουμε και ένα μικρό μάθημα μαγειρικής».

ΤΑ ΓΙΔΟΜΟΥΣΚΑΡΑ

ΝΤΟΥΝΙΑΣ

«Εδώ στη φάρμα, έχουμε την μοναδική φίλη αυτοχθόνων βοοειδών της Κρήτης, τα “γιδομούσκαρα”. Στις 9 Δεκεμβρίου η Κτηνιατρική Υπηρεσία Χανίων και το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών θα παρουσιάσουν μία μελέτη για την προέλευση αυτών των ζώων και της μοναδικότητας που έχουν σε ολόκληρο τον κόσμο. Θέλουμε αυτά τα μοσχάρια να γίνουν προϊόν Προστατευόμενης Γεωγραφικής Ένδειξης και να τα στείλουμε από την Κρήτη σε φάρμες, σε αγροκτήματα για να σώσουμε και μετά το σήμα «ΓΠΕ» να τα βάλουμε και στο τραπέζι μας.

Όπως σε όλη τη χώρα που έχουν σωθεί αυτόχθονες φυλές, έτσι και εδώ πρέπει να πείσουμε το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής και το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης να βοηθήσουν αυτό το εγχείρημα. Βασίζονται πολλά πράγματα σ’ αυτή την εκδήλωση».

ΑΓΡΟΤΗΣ, ΚΤΗΝΟΤΡΟΦΟΣ, ΒΙΟΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΗΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΟΙΤΟΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΩΝ

«Εγώ νόμιμα είμαι αγρότης, κτηνοτρόφος βοειδών, βιοκαλλιεργητής και απόφοιτος σχολής Τουριστικών Επαγγελμάτων. Δούλεψα στα Χανιά σε μία πιτσαρία και σε μία πολύ καλή ψησταριά τον «Αποκόρωνα» και μετά ανέβηκα στο βουνό. Από τη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων, έμαθα πολλά – ότι μαθαίνεις είναι καλό – πρέπει όμως οι φοιτητές αυτών των σχολών, να επισκέπτονται μικρές μονάδες, φάρμες και αγροκτήματα και να μαθαίνουν πως παράγονται τα ελληνικά προϊόντα και ποια είναι και όχι να ξεκινούν τη μαγειρική από τη μοτσαρέλα.

Είναι δύσκολο αυτό που κάνω εδώ, έχω όμως ένα σημαντικό στήριγμα δίπλα μου, τη γυναίκα μου και τώρα τα δύο από τα τρία μου παιδιά, που είναι μάχιμα. Όσο αυξάνεται η δουλειά αυξάνονται και οι υποχρεώσεις και είναι πολύ δύσκολο να βρεις ανθρώπους να εργαστούν για σένα, στο χωριό.

Θέλω να φτιάξω και δύο μικρά ενοικιαζόμενα σπίτια αφαιρώντας 2-3 τραπέζια απ’ την ταβέρνα. Θα είναι ιδανικά για εκείνους που θέλουν να ζήσουν όλη την εμπειρία, για λίγες μέρες».

ΟΙ ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΙ

«Η φάρμα μας δεν απέχει πολλά χιλιόμετρα από το κέντρο των Χανίων, είναι όμως το τελευταίο σύνορο πριν από τα Λευκά Όρη. Μια περιοχή γεμάτη φύση, καταπράσινη, με πολύ ελιά με πιο πολλά νερά. Ξεκίνησα μόνος μου και τώρα έχω βάλει 3-4 ανθρώπους με τους οποίους αλληλοβοηθιόμαστε. Μια φάρμα με βιολογικό μέλι, ένα επισκέψιμο οινοποιείο και έναν ακόμη φίλο που κάνει ορεινή τυροκόμηση. Φέρνουμε τον κόσμο εδώ για να ζήσει αυτή την εμπειρία».

Η ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ ΕΙΝΑΙ ΤΡΟΠΟΣ ΖΩΗΣ

Χριστούγεννα στον Ντουνιά ΝΤΟΥΝΙΑΣ

«Η βιωσιμότητα δεν είναι μόδα είναι τρόπο ζωής. Αυτός που τρώει ντομάτα το χειμώνα δεν έχει σωτηρία, όμως δεν το καταλαβαίνει. Από τους ανθρώπους που μας επισκέπτονται, κάποιοι ασπάζονται αυτό που κάνουμε και κάποιοι όχι. Το φαγητό είναι δύσκολο πράγμα και είναι θέμα γούστου. Κάποιος μου ζητά ψωμί άσπρο, ενώ εγώ βάζω τέσσερα άλευρα. Αυτός μετά θα γράψει μια κακή κριτική.

Υπάρχουν πράγματα που δεν παράγω, γιατί δεν μπορώ. Στην πάνω Ελλάδα κάποιοι καλλιεργούν βιολογικά και μου στέλνουν ρύζι και γίγαντες. Έχω ένα συνεργάτη στο Ρέθυμνο που μου παρέχει τα σιτηρά, ο Κώστας ο Σιδεράκης. Είναι τρομερός. Μια φορά μου είχε μείνει στο χωράφι μια κίτρινη πατάτα. Ήταν ντόπια, χαμένη ποικιλία και εκείνος κατάφερε να την σώσει. Αυτός είναι ένα σχολείο ολόκληρο, ξέρει πάρα πολλά πράγματα, κάθεται στο χειρόμυλο με τα παιδιά ώρες και εξηγεί. Από τον ίδιο παίρνω και την σταφίδα.

Έχουμε αμπέλια, ελιές πολλές, αχλαδιά, καρύδια και τόσα άλλα. Εγώ έφυγα από την πόλη για να έρθω στο χωριό να πουλάω τα αγροτικά μου προϊόντα, όμως όταν ξεκινήσεις ένα πράγμα, αυτό φέρνει το άλλο. Τα χρόνια περνάνε και δεν μπορείς να μείνεις σταθερός, άσχετα με την κούραση. Είμαι πάντα εδώ. Εδώ ζούμε, δεν μπορώ να κλείσω το Ντουνιά. Σήμερα είχαμε τρία ζευγάρια αμερικάνων, πρέπει να είμαι εδώ».

Η ΝΑΝΑ ΔΑΡΕΙΩΤΗ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΟ ΝΤΟΥΝΙΑ

ΝΤΟΥΝΙΑΣ

Η δημοσιογράφος και συγγραφέας Νανά Δαρειώτη, διευθύντρια του περιοδικού γαστρονομίας «Olive», μας μιλά για το Ντουνιά.

«Κατακαλόκαιρο και αποφασίζουμε να κάνουμε μια «εσωτερική» εκδρομή, από τον νομό Ρεθύμνου στην Κίσσαμο στα Χανιά, έτσι, για αλλαγή παραστάσεων. Καύσωνας, οι παραλίες γεμάτες κόσμο, αναζητούμε να πάμε για φαγητό κάπου ορεινά. Μας συστήνουν μια ταβέρνα με το όνομα Ντουνιάς, με ένα ιδιόρρυθμο αφεντικό αλλά πολύ καλό φαγητό. Ξεκινάμε με το αυτοκίνητο, φτάνουμε στη Δρακώνα μεσημέρι, αστραφτερό, κάτασπρο χωριό, μόνο σπίτια, όλα κλειστά. Λϊγο πιο πέρα, μια οικογένεια τρώει στο μικρό αυλιδάκι. Τους πλησιάζουμε και ρωτάμε για την ταβέρνα Ντουνιάς, μας κοιτούν παραξενεμένοι, «δεν υπάρχει ταβέρνα στο χωριό» μας λένε, επιμένουμε εμείς μέχρι που σκάει χαμόγελο ο ένας της οικογένειας και ρωτάει «μήπως σας είπαν για τη Δρακώνα Κεραμειών;», «πιθανόν» του απαντάμε, «κοπιάστε να φάτε μαζί μας, είναι μια ώρα δρόμος από εδώ και είναι αργά», «μπα» του απαντάμε «θα το τολμήσουμε» και ξεκινάμε για τα Κεραμειά, να ανακαλύψουμε την άλλη, την κρυμμένη Δρακώνα.

Αυτά συνέβησαν πριν από δέκα, μήπως είναι και παραπάνω, χρόνια. Όλα τα άλλα είναι πια ιστορία.

Ο ΣτέλιοςΤριλυράκης και η σύζυγός του Ευμορφίλη -έχω την τιμή να ισχυρίζομαι- είναι πια φίλοι της καρδιάς μας, όμως οι επισκέψεις στον Ντουνιά θα μπορούσαν να γίνονται και αυστηρά για το φαγητό τους.

Από την πρώτη εκείνη επίσκεψη, την πρώτη συνάντηση με τις παραστιές έξω στον δρόμο όπου σιγοβράζουν σε ελαιόλαδο οι πατάτες και στις γάστρες μαγειρεύονται τραγάκια, την πρώτη επαφή με τη «θεία» τρέλα του Στελή και τη μαγεία της κουζίνας του, δεν έχουν αλλάξει πολλά. Πάντα η ίδια αναμονή για τα μαγειρέματα που θα δοκιμάσουμε, για τα νέα που θα μας αναγγείλει, για το ανοιχτόκαρδο χαμόγελο και την προσφώνηση «καλώς ήρθες άνθρωπέ μου» και την ανοιχτή αγκαλιά που απευθύνει στον σύντροφό μου.

Τα τρία παιδιά του Στέλιου και της Ευμορφίλης μεγαλώνουν παρέα με κατσίκια και κότες, σκυλιά και γιδομούσχαρα (τις μικρόσωμες βραχυκερατικές αγελάδες), έμαθαν να μελετούν στα τραπέζια της ταβέρνας, να παίζουν και να βοηθούν όταν και αν υπάρχει ανάγκη. Οι γονείς τους καλλιεργούν μποστανικά, δίκοκκο σιτάρι, μονόστοιχο κριθάρι, κάνουν αλεύρι, ζυμώνουν ψωμιά και παξιμάδια. Μαζεύουν άγρια χόρτα, τυροκομούν το γάλα της ημέρας, μαγειρεύουν σε στόφες (ξυλόσομπες), αποκλειστικά. Ο Στελής έχει σπουδάσει μάγειρας και δούλευε σε ξενοδοχεία στα Χανιά πριν πάρει την απόφαση να κάνει την αποκοτιά της ζωής του, να ανεβεί στο άκρη Θεού χωριό. Μα τώρα οι μαγειρικές του έχουν άλλη ουσία. Είναι παραδοσιακές; Απολύτως, αλλά με μια έννοια πολύ πιο βαθιά από αυτήν που συνήθως δίνουμε στη λέξη. Μαγειρεύει με τον ίδιο τρόπο και τα ίδια εποχικά, τοπικά υλικά που έκαναν και πριν από εκατό χρόνια στην περιοχή. Συνδυάζει ό,τι του δίνει το μποστάνι, ό,τι του δίνει η γη και τα βάζει στη γάστρα, στην ήπια φωτιά του ξύλου.

Το κέρασμά του σε μένα -όταν υπάρχει- είναι κεφαλάκι ψημένο στη λαδόκολλα, στον Ανδρέα μου κρασί φυλαγμένο για εκείνον. Όμως και οι δύο λαχταράμε τις σαλάτες και τα λαδερά του, πέρα από τα μελωμένα κρέατα.

Όταν πάτε, δώστε του τον χρόνο να σας εξυπηρετήσει με την καρδιά του, άλλωστε, όπως λέει και ο ίδιος «εδώ προσφέρουμε slow food, το γράφει και η πινακίδα». Δοκιμάστε όσο περισσότερα πιάτα μπορείτε και μην αντισταθείτε σε οτιδήποτε σας φανεί περίεργο, η γεύση θα σας αποζημιώσει. Πείτε ναι στις τηγανητές πατάτες αλλά να γνωρίζετε ότι θα κάνουν 40 λεπτά να φτάσουν στο τραπέζι σας, τόσο χρειάζονται να μελώσουν χοντροκομμένες στο ελαιόλαδο, στη φωτιά της παραστιάς.

Αφήστε τον χρόνο να κυλήσει κι εσείς απολαύστε την εμπειρία χωρίς άγχος και πίεση χρονική. Κι έπειτα, όταν φύγετε, αναλογιστείτε τι ακριβώς ζήσατε εκεί. Γιατί ο Ντουνιάς δεν είναι μια ταβέρνα, είναι η είσοδος σε έναν διαφορετικό χωροχρόνο, σε μια γη λίγο ουτοπική, λίγο ονειρική, λίγο εξαφανισμένη.

Υστερόγραφο Νο1: Φτάνετε εκεί είτε από τον δρόμο του Θερίσσου, μια εξαιρετικού κάλλους διαδρομή, είτε από Μουρνιές. Εμείς συνήθως από Χανιά μπαίνουμε στις Μουρνιές και φεύγουμε από Θέρισσο.

Υστερόγραφο Νο2: Μην πάρετε τη βιάση της πόλης μαζί σας. Ούτε την έπαρση και τις απαιτήσεις της. Μπείτε στους ρυθμούς του Ντουνιά και αφεθείτε».

Ο ΣΕΦ ΜΑΝΩΛΗΣ ΠΑΠΟΥΤΣΑΚΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΤΟΥΝΙΑ

ΝΤΟΥΝΙΑΣ

Ο πολυβραβευμένος σεφ Μανώλης Παπουτσάκης, ιδιοκτήτης των εστιατορίων «Χαρούπι» και «Δέκα Τραπέζια» στη Θεσσαλονίκη, που έλκει την καταγωγή του από τα Χανιά, μας μιλά για το Ντουνιά:

«Προσωπικά θαυμάζω το Στέλιο για αυτό που κάνει. Όποιος θέλει να δει πραγματικά τι σημαίνει «farm to table» και βιωσιμότητα και εποχικότητα, πρέπει απλά να τον επισκεφτεί. Σχετικά με τη βιωσιμότητα και την εποχικότητα που κάνουν σημαία τους κάποια Αθηναϊκά εστιατόρια, έχοντας βάλει τρεις γλάστρες ή πέντε παρτέρια πάνω σε μια ταράτσα και υποστηρίζουν ότι εξυπηρετούν τη βιωσιμότητα, ή το farm to table, ακούγεται αστείο μπροστά σε αυτό που κάνει ο Στέλιος.

Τα πάντα εκεί λειτουργούν όπως λειτουργεί ένα σπίτι σε ένα χωριό. Έχει δικούς του μεγάλους κήπους, κάνει δικά του κρασιά, έχει δικά του ζώα και όχι ένα και δυό, αλλά ένα κοπάδι από τη σπάνια φυλή κρητικών μοσχαριών που την έχει διασώσει, έχει πρόβατα, κατσίκες, κότες, κουνέλια. Ότι του λείπει το προμηθεύεται από το χωριό ή από εκεί γύρω. Μαγειρεύει μόνο με αυτά. Έχει τη μέσα στην καρδιά του τη φιλοσοφία του Slow Cooking.

Σημασία όμως έχει ότι όλο αυτό είναι αληθινό. Δεν είναι ένα αφήγημα. Το θέμα δεν είναι ότι το φαγητό στο Ντουνιά είναι το πιο νόστιμο που έχεις φάει ποτέ, ή το πιο καλοφτιαγμένο, όμως αυτό που κάνει στο επίπεδο μαγαζιού που φιλοξενεί κόσμο, στο βαθμό που το κάνει, νομίζω ότι δεν το κάνει κανένας άλλος στην Ελλάδα.

Ποιος άλλος έχει δικά του ζώα, κήπους, αμπέλια, ελιές, που τα καλλιεργεί μόνος του και βρίσκεται εκεί κάθε μέρα. Ο Στέλιος Τριλυράκης, είναι ένας αγρότης, ένας κτηνοτρόφος και ένας μάγειρας ταυτόχρονα. Και αυτά συνδέονται απόλυτα. Αυτά βέβαια γίνονται γιατί ο ίδιος δουλεύει ασταμάτητα και τα κάνει όλα διότι τα γνωρίζει. Είναι άνθρωπος του χωριού και ξέρει ας πούμε να φυτεύει κήπο. Αν αυτή τη στιγμή ζητήσεις από ένα μέσο μάγειρα στη χώρα, να φυτέψει κήπο δεν μπορεί, διότι δεν γνωρίζει. Βασική προϋπόθεση φυσικά είναι να βρίσκεσαι στο κατάλληλο μέρος όπως εκείνος. Δεν μπορείς να κάνεις farm to table στην Αθήνα, εκτός και αν πράγματι έχεις μια μεγάλη φάρμα έξω από την πόλη και πας κάθε πρωί και ποτίζεις τα μποστάνια και ταΐζεις τα ζώα.

Στο Στέλιο, αυτό ισχύει στο ακέραιο. Φυσικά ότι περισσεύει από φαγητό, δεν πετιέται, καθώς ταΐζει τα γουρουνάκια και τις κότες του.Αυτή η πραγματικότητα βέβαια που ζει κανείς στον Ντουνιά έχει διάφορες πτυχές. Έχει λερωμένα χέρια, μουτζουρωμένα ρούχα, χώμα κάτω από τα τραπέζια, δεν πας σε μια σάλα εστιατορίου για να φας, αλλά σε μια ταβέρνα. Η εμπειρία είναι αυθεντική, που αξίζει κάποιος να ζήσει. Είμαι υπερήφανος που ο Στέλιος είναι φίλος μου».

Ο ΜΑΝΟΥΣΟΣ ΔΑΣΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΤΟΥΝΙΑ

Ο Μανούσος Δασκαλογιάννης, ο Χανιώτης φωτογράφος, δημιουργός του «Manousos Daskalogiannis Photography», μας μιλά με τον ιδιαίτερο ποιητικό του πάντα λόγο, για το Ντουνιά.

«Kάθε επίσκεψη στο Ντουνιά, ψηλά στα βουνά, διασχίζοντας το πανέμορφο φαράγγι του Θερίσσου με τα πλατάνια, τα κατσίκια και ακόμα πιο ψηλά τ’ αμπέλια με το ρωμέικο, είναι μια ολοκληρωμένη εμπειρία. Ο Στέλιος πάνω απ’ όλα είναι φίλος, κάνει ατέλειωτες δουλειές κάθε μέρα, απ’ το να φροντίζει τους κήπους και τα ζώα του, να κόβει ξύλα, με τα δουλεμένα του χέρια να φτιάχνει το δικό του ψωμί και τυρί και να φροντίζει τους πελάτες του. Μαθημένος μέσα από μια εμπειρία ζωής τόσο από το δικό του περιβάλλον όσο και από την ευγενή κουλτούρα των Ορέων.

Το όνειρο κάθε σοβαρού μάγειρα, “από τον κήπο στο τσικάλι “, ο Στέλιος το έχει κάνει πράξη καθημερινή. Οι καλύτερες πρώτες ύλες, σε πήλινα τσικάλια, πάνω σε δυνατές φωτιές.

Κάθε φορά που φεύγω από κει, παίρνω μαζί μου όλη τη μαγεία της Κρητικής Γαστρονομίας, την αγάπη και τη ζεστασιά του Στέλιου, τη μυρωδιά του ξύλου, τις απίστευτες γεύσεις και μια μοναδική αίσθηση ελευθερίας.

Ο Στέλιος είναι αυθεντικός, τολμηρός, με χιούμορ και πολλές ουσιαστικές γνώσεις.

Με άλλα λόγια, είναι ο εαυτός του».

Ντουνιάς, Κεραμειών, Νεροκουρος 731 00, 2821 065083

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα