Σιντ Βίσιους, Στιβ Τζόουνς και Τζόνι Ρότεν σε συναυλία των Sex Pistols. WS COLLECTION/ALAMY STOCK PHOTO/VISUALHELLAS.GR

Ο SID VICIOUS ΚΑΙ Η ΕΦΗΜΕΡΗ, ΤΣΑΚΙΣΜΕΝΗ ΤΡΟΧΙΑ ΤΟΥ ΠΑΝΚ

Με αφορμή τη συμπλήρωση 64 χρόνων από τη γέννησή του Sid Vicious (10/5/1957), το Magazine καταγράφει τη σύντομη ζωή του, το φαινόμενο των Sex Pistols και το μουσικό κίνημα του πανκ.

Το ημερολόγιο έδειχνε 2 Φεβρουαρίου του 1979, όταν νωρίς εκείνο το πρωί η Αν Μπέβερλι Ρίτσι, βρήκε τον γιο της νεκρό στο κρεβάτι του, στο σπίτι της φίλης του, Μισέλ Ρόμπινσον, στο Μανχάταν. Είχαν προηγηθεί ένα πάρτι και μια υπερβολική δόση ηρωίνης που έστειλε τον Σάιμον Τζον Ρίτσι, πιο γνωστό ως Σιντ Βίσιους, στον άλλο κόσμο πριν καν προλάβει να συμπληρώσει 22 χρόνια ζωής. Ο θάνατος του πρώην μπασίστα των Sex Pistols ήταν ο τραγικός συμβολισμός των τίτλων τέλους στη σκηνή του πανκ, που επηρεάστηκε από το παρελθόν, στη συνέχεια το αρνήθηκε, το μηδένισε και αναχωρώντας μετά τη διετία 1976-78 χωρίς να ενδιαφερθεί για τους καθιερωμένους κανόνες, άφησε πίσω του μια εκκωφαντική σιωπή, στοιχειωμένη από τα ουρλιαχτά της πλέον άναρθρης κραυγής στην ιστορία της ροκ μουσικής.

Ο Σάιμον Τζον Ρίτσι γεννήθηκε στις 10 Μαΐου του 1957 στο νοτιοανατολικό Λονδίνο και με αφορμή αυτή την επέτειο (συμπληρώνονται τη Δευτέρα 64 χρόνια), θα επιχειρήσουμε στο σημερινό κείμενο να προσεγγίσουμε, μέσα από την προσωπική του ιστορία, τόσο τους Sex Pistols, όσο και συνολικά το κίνημα του πανκ. Και για να ξεκινήσουμε αυτή την αναδρομή, ο καλύτερος τρόπος – νομίζω – είναι να πάμε στις 26 Νοεμβρίου του 1976, την ημέρα δηλαδή που στα βρετανικά δισκοπωλεία κυκλοφόρησε ένα 45άρι, οι στίχοι του οποίου αιφνιδίασαν την αστική τάξη. “Είμαι ένας αντίχριστος, είμαι ένας αναρχικός”, ξερνούσε μέσα από το μικρόφωνο ο Τζόνι Ρότεν, ο frontman των Sex Pistols, στο πρώτο single της μπάντας, με τίτλο “Anarchy in the U.K.”.

“ΔΕΝ ΞΕΡΩ ΤΙ ΘΕΛΩ, ΑΛΛΑ ΞΕΡΩ ΠΩΣ ΝΑ ΤΟ ΑΠΟΚΤΗΣΩ”

Το εξώφυλλο του "Anarchy in the U.K.", του πρώτου σινγκλ των Sex Pistols, που κυκλοφόρησε στις 26 Νοεμβρίου του 1976.

Η σοκαριστική αισθητική του πανκ είχε “εγκλωβιστεί” στο σλόγκαν “δεν ξέρω τί θέλω, αλλά ξέρω τον τρόπο να το αποκτήσω”. Ο παραδοσιακά εξεγερτικός χαρακτήρας του ροκ ποτέ δεν είχε φτάσει σε τόσο ακραία ριζική αμφισβήτηση. Για την ακρίβεια, ήταν η πρώτη φορά που ο “αντιστασιακός” λόγος ενός μουσικού κινήματος ξεπερνούσε με τέτοια ευκολία και περιφρόνηση τα όρια, έχοντας ως βασικό του όπλο τη λεξιπενία. Ίσως όμως εκεί τελικά βρισκόταν συσσωρευμένη η δύναμη του πανκ. Μια θορυβώδης όσο και ξεκάθαρη άρνηση που δεν χρειαζόταν καθόλου τις λέξεις, επιλέγοντας τις αχαλίνωτες εκρήξεις ως την εναλλακτική διέξοδο στις εξεζητημένες ρητορικές του άλλου ροκ της εποχής.

Ο Άγγλος δημοσιογράφος Τζον Σάβατζ, στο βιβλίο του, “England’s dreaming” (1991), όπου παρουσιάζει το πανκ, σχολιάζει ως εξής: “Αυτό που σήμερα φαίνεται καταπληκτικό, είναι τα τότε φανερά συμπτώματα ψύχωσης: το σχεδόν αυτιστικό βλέμμα των συμμετεχόντων, οι νευρικές κινήσεις των Clash, η ταχύτητα με την οποία άλλαζε η διάθεση του Τζόνι Ρότεν. Σε συνδυασμό με ένα φτωχό λεξιλόγιο που έκρυβε προθέσεις και ευφυΐα, αυτά τα κενά βλέμματα έδειχναν τη συλλογική κατάθλιψη ενός ολόκληρου έθνους”. Και δεν απέχει από την πραγματικότητα αυτή η περιγραφή. Το 1975, η Μεγάλη Βρετανία ήταν βυθισμένη σε οικονομική ύφεση με ενάμιση εκατομμύριο άνεργους και τη νεολαία εγκλωβισμένη σε μια μη διαχειρίσιμη απελπισία.

Η ΕΦΗΒΕΙΑ ΤΟΥ ΣΙΝΤ ΒΙΣΙΟΥΣ

Η μητέρα του Σιντ Βίσιους, Αν Μπέβερλι Ρίτσι, μέσα σε ασθενοφόρο έξω από το 6ο αστυνομικό τμήμα της Νέας Υόρκης, λίγες ώρες μετά τον θάνατο του γιου της (2/2/1979). ⓒ 1979 David Karp/Associated Press

Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον, με αμφίβολο όχι μόνο το “αύριο”, αλλά και το “σήμερα”, βρέθηκε στην εφηβεία του και ο Σάιμον. Ο βιολογικός πατέρας του, φρουρός στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ, είχε εγκαταλείψει τον ίδιο και τη μητέρα του, η οποία ξαναπαντρεύτηκε, όμως ο δεύτερος σύζυγός της πέθανε έξι μήνες αργότερα από καρκίνο. Από τότε, η Αν Ρίτσι εγκαταστάθηκε στο ανατολικό Λονδίνο και αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στον γιο της. Το 1973, σε ηλικία 16 ετών, ο Σάιμον πήγαινε στην τεχνική σχολή Hackney και εκεί γνώρισε τον Τζον Λίντον (μετέπειτα Τζόνι Ρότεν, frontman των Sex Pistols). Ο Λίντον είχε περιγράψει τον Σάιμον ως φαν του Ντέιβιντ Μπόουι και fashion victim, που τρελαινόταν να βρίσκει, να αγοράζει και να φοράει τα πιο “αντισυμβατικά” ρούχα.

Ένα από τα μέρη στα οποία σύχναζε ο Σάιμον, ήταν η μπουτίκ που είχε ανοίξει στο Λονδίνο από το 1971 ο Μάλκολμ ΜακΛάρεν μαζί με τη σύντροφό του, στιλίστρια Βίβιεν Γουέστγουντ, πελάτες της οποίας ήταν ανάμεσα σε άλλους – εκτός από τον Λίντον – και οι Στιβ Τζόουνς, Πολ Κουκ και Γκλεν Μάτλοκ, όλοι οι μελλοντικοί Sex Pistols. Ο ΜακΛάρεν, ένας τυχοδιώκτης οπορτουνιστής και “σκηνοθέτης” ταραχών, υπήρξε ο βασικός υπεύθυνος για την “ενορχήστρωση” της ανατροπής στη Βρετανία. Πριν δούμε όμως με ποιο τρόπο, ας επιστρέψουμε πρώτα στη Μεγάλη Βρετανία, στα μισά των 70s, για να δώσουμε το λόγο στον Μαρκ Πέρι, ιδρυτή του Sniffin’ Glue, ενός πανκ φανζίν (μικρό, ερασιτεχνικό περιοδικό που το διακινούσαν χέρι με χέρι) εκείνης της εποχής.

ΤΟ ΠΑΝΚ ΣΥΣΤΗΝΕΤΑΙ ΜΕ ΚΩΔΙΚΕΣ ΔΡΟΜΟΥ

Ο Τζόνι Ρότεν στο πρώτο live των Sex Pistols στις ΗΠΑ (Ατλάντα, 6/1/1978). Στο βάθος δεξιά διακρίνεται ο ντράμερ Πολ Κουκ. ⓒ 1978 Associated Press

“Η Αγγλία σαπίζει. Το μοναδικό πράγμα που τα παιδιά μπορούν να ονειρεύονται σήμερα, είναι μια σταθερή απασχόληση. Δεν έχουν πλέον επιλογές”, εξηγούσε ο Πέρι, συνοψίζοντας σε τρεις προτάσεις το κυρίαρχο συναίσθημα των νέων μπροστά στο γενικό αδιέξοδο. Όμως, πέρα από την τότε κοινωνική πραγματικότητα, το ίδιο το ροκ αδυνατούσε να προσφέρει διεξόδους στην ανάγκη για εκτόνωση, κριτική, προκλήσεις. Το glam βρισκόταν σε κατάσταση παρακμής και αποσύνθεσης, ενώ το progressive, πλην ελάχιστων εξαιρέσεων, βολόδερνε σε ασαφείς λαβύρινθους ακατανόητων πειραματισμών και δυσκολοφόρετων συνθέσεων, τελείως αποξενωμένων από μια γενιά που κόχλαζε, έτοιμη να εκραγεί.

Η συγκυρία λοιπόν ήταν ιδανική από κάθε πλευρά, ώστε η καινούργια μουσική άποψη να εμφανιστεί εκθειάζοντας την καταστροφή και το χάος, μέσα από ένα εκρηκτικό μείγμα που ξεκινούσε από την αρνητικότητα και κατέληγε στον τρόμο και την σύγχυση, “σπέρνοντας” μια αδιαπραγμάτευτη αδιαλλαξία που έκοβε την ανάσα. Η ειδοποιός διαφορά με το υπόλοιπο ροκ ήταν ότι το πανκ, πριν διεκδικήσει, φρόντισε να μηδενίσει τα πάντα, όχι με επιχειρήματα και ρητορική, αλλά με κώδικες δρόμου, όπως το “no future” ή το “destroy”, που δεν άφηναν το παραμικρό περιθώριο για παρερμηνείες. Και τελικά, εκείνη “η απόλυτη φρίκη της πλήξης”, όπως την χαρακτήρισε η Βιβ Αλμπερτίν (τραγουδίστρια των Slits), οδήγησε στην απόλυτη επικράτηση μιας trash αισθητικής, που όχι μόνο κυριάρχησε στη “βρώμικη” διετία 1976-78, αλλά άλλαξε για πάντα και την εικόνα του ροκ συνολικά.

ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΑΠΟ ΤΟ GARAGE ΚΑΙ ΤΗΝ BRITISH INVASION

Η Πάτι Σμιθ, "ιέρεια" του proto-punk. ⓒ 1979 Orazio Spadi/Associated Press

Όσο πάντως και αν το πανκ συνδέθηκε – στην ακμή του τουλάχιστον – με τη Βρετανία, ως μουσική “άποψη” ανδρώθηκε στην άλλη μεριά του Ατλαντικού. Οι ρίζες του βρίσκονται στη δεκαετία του ’60, στις μπάντες του garage και σε ό,τι πλέον ονομάζουμε proto-punk. Οι Kingsmen και η διασκευή τους στο “Louie-Louie” υπήρξε ο “κανόνας” πάνω στον οποίο χτίστηκαν ευλαβικά τα θεμέλια του νέου παιχνιδιού. Τη σκυτάλη πήραν όλοι οι “επιθετικοί διάβολοι” που τραγούδησαν νευρωτικά το κενό, τη βία, την πλήξη, το σεξ, ακόμα και την πολιτική αντιπαράθεση στα όριά της, σε μια πρώιμη καταγραφή μουσικής παρανομίας. Οι Sonics, οι Seeds, οι MC5, οι Stooges με τον Ίγκι Ποπ, όλοι τους πρωτοπόροι στην τελετουργία μιας ριζοσπαστικής αυθεντικότητας και ελεύθεροι σκοπευτές στη σκηνική τους παρουσία, σε ένα ροκ εν ρολ διαταραγμένο, οργιαστικό, παθιασμένο και ενίοτε παραληρηματικό.

Οι επιρροές από την British Invasion, με πρωταγωνιστές μπάντες όπως οι Kinks, οι Who και οι Small Faces, ολοκλήρωσαν το αρχικό παζλ, παραβιάζοντας το “συμβόλαιο” του ροκ, σε μια εντελώς καινούργια αντισυμβατική προώθηση των γραμμών στο μέτωπο της διεκδίκησης μιας αδυσώπητης έκστασης, γεμάτης με αχαλίνωτη ενέργεια και απειλητική οργή. Το “My generation” και ο πολεμικός τρόπος σύνθεσης και παιξίματος της κιθάρας από τον Πιτ Τάουνσεντ, κυοφόρησαν μέσα τους την αντίδραση στην καταθλιπτική καθημερινότητα με αιχμηρό και προφητικό ζήλο. Το “πορτραίτο” συνέχισε να αποκτά ακόμα περισσότερες “σκιές” μέσα από τις παρτιτούρες και κυρίως από τα live των Velvet Underground ή του Ντέιβιντ Μπόουι, σε μια πορεία μη αναστρέψιμη, που ήταν σαφές ότι οδηγούσε στον ήχο των περιθωριακών και των απόκληρων.

ΤΟ PROTO-PUNK ΔΕΙΧΝΕΙ ΤΟΝ ΔΡΟΜΟ

Το θρυλικό κλαμπ CBGB στη Νέα Υόρκη. Μέσα σε αυτό στεγάστηκε ολόκληρο το κίνημα του πρώιμου πανκ. ⓒ 1993 Jim Cooper/Associated Press

Η ρωγμή είχε δημιουργηθεί και έψαχνε πλέον την οριστική διέξοδο. Το proto-punk βρήκε τον δικό του “ναό” στο θρυλικό κλαμπ CBGB της Νέας Υόρκης, εκεί όπου μπάντες όπως οι Television, οι Ramones, οι Talking Heads, οι Angel and the Snake (μετέπειτα Blondie), αλλά και η Πάτι Σμιθ, άρχισαν να ξετυλίγουν το νήμα του εξτρεμισμού, κερδίζοντας ένα ολοένα αυξανόμενο κοινό που τραγουδούσε μαζί τους ανησυχητικούς στίχους και αφηνόταν σε έναν αλαζονικό μηδενισμό και μια ανομολόγητη τρέλα, η οποία με τη σειρά της απέρριψε οτιδήποτε ανιαρό ή ακατανόητο είχε βρεθεί στο δρόμο της, μέσα από το πιο βίαιο ξεκαθάρισμα που είχε γνωρίσει μέχρι τότε το ροκ. Και κάπου εκεί ήταν που εμφανίστηκε στο προσκήνιο ο Μάλκολμ ΜακΛάρεν.

Στις αδιάκοπες επισκέψεις του στις ΗΠΑ, για να παρουσιάσει τις “συλλογές” του, ο ΜακΛάρεν μυήθηκε στον νέο ήχο, έγινε περιστασιακά μάνατζερ των New York Dolls και γοητεύτηκε από τον Ρίτσαρντ Χελ, την εμφάνισή του και το “Blank Generation”, ένα 45άρι μέσα στο οποίο κωδικοποιείται το προφανές: “Ανήκω σε μια κενή γενιά, μπορώ να μείνω ή να φύγω όποτε θέλω”. Οι ιδέες και οι παραστάσεις της Νέας Υόρκης μεταφέρθηκαν στην έτοιμη να τις ενστερνιστεί Βρετανία. Ο ΜακΛάρεν, επιστρέφοντας στο Λονδίνο, μετονόμασε την μπουτίκ του σε SEX και άρχισε να εμπορεύεται σαδομαζοχιστικά προϊόντα. Παράλληλα όμως, υπήρξε και ο συνδετικός κρίκος των τάσεων, τις οποίες φρόντισε να αποκρυπτογραφήσει στο ευρύτερο κοινό.

Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΩΝ SEX PISTOLS

Ο Μάλκολμ ΜακΛάρεν, μάνατζερ των Sex Pistols. ⓒ 1978 Associated Press

Το Σίτι του περιθωρίου βρήκε “κρησφύγετο” στο SEX και ανάμεσά τους ξεχώρισε αμέσως ο Τζόνι Ρότεν, ένας τύπος με βαμμένα πράσινα μαλλιά και ένα μπλουζάκι με στάμπα “Μισώ τους Pink Floyd”, που μερικές εβδομάδες μετά έγινε μέλος των Sex Pistols, συμπληρώνοντας την επιθετική διαστροφή μιας μπάντας που ήταν έτοιμη πλέον να μετατρέψει την εχθρότητα, τον μηδενισμό και την αδιαλλαξία σε θορυβώδες σύνθημα μιας βίαιης αντίδρασης απέναντι στους πάντες και τα πάντα. Από το ξεκίνημά του το 1975, το συγκρότημα προκάλεσε εκτεταμένες αντιδράσεις, ενώ οι συναυλίες του κατέληγαν σχεδόν πάντα με επεισόδια. Μέσα σε λίγους μόλις μήνες, απέκτησαν τη φήμη της κινητής έκρηξης και έγιναν η πιο μισητή μπάντα στην ιστορία του ροκ, αυτή με τις περισσότερες διώξεις και απορρίψεις από το μουσικό κατεστημένο.

Τα αρχικά μέλη ήταν ο τραγουδιστής Τζόνι Ρότεν, ο κιθαρίστας Στιβ Τζόουνς, ο ντράμερ Πολ Κουκ και ο μπασίστας Γκλεν Μάτλοκ. Στο μεταξύ, ο 18χρονος πλέον Σάιμον, είχε γνωρίσει στο SEX την Αμερικανίδα Κρίσι Χάιντ, πριν αυτή δημιουργήσει την μπάντα της, τους Pretenders. Η Χάιντ προσπάθησε – χωρίς αποτέλεσμα – να πείσει τον Σάιμον να κάνουν έναν εικονικό γάμο, ο οποίος θα της εξασφάλιζε άδεια εργασίας. Εκείνη την εποχή ήταν που ο Ρότεν έδωσε στον κολλητό του το παρατσούκλι με το οποίο έγινε ευρύτερα γνωστός. Ήταν το χάμστερ του Ρότεν, ονόματι Σιντ (από τον Σιντ Μπάρετ), εκείνο που δάγκωσε μια μέρα τον Σάιμον, με αποτέλεσμα ο τελευταίος να φωνάξει “Sid is really vicious” (ο Σιντ είναι μοχθηρός).

ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΜΟΥΣΙΚΑ ΒΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΣΙΝΤ ΒΙΣΙΟΥΣ

Οι Sex Pistols σε συναυλία στις ΗΠΑ. Από αριστερά, Σιντ Βίσιους, Τζόνι Ρότεν και Στιβ Τζόουνς. ⓒ 1978 Associated Press

Από εκείνη τη στιγμή, ο Ρότεν άρχισε να τον αποκαλεί Σιντ Βίσιους και το “Σάιμον” αυτόματα ξεχάστηκε. Οι δυο τους, Ρότεν και Βίσιους, έπαιζαν συχνά στο δρόμο, κυρίως διασκευές τραγουδιών των Ramones, αλλά ήταν τόσο τραγικοί, που ο κόσμος τους έδινε χρήματα για να σταματήσουν! Και ενώ οι Sex Pistols έβρισκαν σιγά σιγά το δρόμο τους, ο Σιντ ψαχνόταν ακόμα μουσικά. Το 1976 έκανε το ντεμπούτο του, παίζοντας ντραμς σε ένα live των Siouxsie and the Banshees, ενώ λίγο αργότερα έγινε μέλος – μαζί με τον Κιθ Λεβίν των Clash – στους The Flowers of Romance, μια πρώιμη πανκ μπάντα, στην οποία έπαιζαν η Τζο Φολ και η Σάρα Χολ, κοπέλες των Στιβ Τζόουνς και Πολ Κουκ των Sex Pistols, αλλά και η Βιβ Αλμπερτίν, (μετέπειτα τραγουδίστρια των Slits).

Ένα άλλο βρετανικό πανκ συγκρότημα, οι Damned, έψαχναν για τραγουδιστή και τον κάλεσαν για ακρόαση. Όμως ο άλλος υποψήφιος, Ντέιβ Βέινιαν (που πήρε τελικά τη θέση), απέκρυψε από τον Σιντ την ώρα του ραντεβού, κάτι που έκανε έξαλλο τον Βίσιους όταν το έμαθε, με αποτέλεσμα σε ένα live της μπάντας, τελείως μαστουρωμένος, να εκσφενδονίσει το γυάλινο ποτήρι του πάνω στη σκηνή, με στόχο τον Βέινιαν. Όμως το ποτήρι πέτυχε στο μάτι μια κοπέλα και ο Σιντ βρέθηκε στη φυλακή! Την ίδια εποχή, οι Sex Pistols είχαν τα δικά τους προβλήματα. Πρώτα τα κλαμπ που τους απαγόρευαν να παίξουν, μετά οι δισκογραφικές εταιρείες που ακύρωναν τις συμφωνίες λίγες μόνο μέρες μετά την υπογραφή συμβολαίων συνεργασίας.

Ο “ΘΟΡΥΒΟΣ” ΤΩΝ SEX PISTOLS

Οι Sex Pistols με την αρχική τους σύνθεση το 1977. ⓒ 1977 Associated Press

Το “Anarchy in the U.K.”, το πρώτο τους σινγκλ, αποσύρθηκε σε χρόνο ρεκόρ από τα δισκοπωλεία, ενώ το δεύτερο, το “God save the Queen”, καταστράφηκε από την ίδια την εταιρεία (Α&Μ) πριν καν κυκλοφορήσει. Ο Στιβ Τζόουνς ξεκαθάριζε ότι “οι Sex Pistols δεν ήταν μουσική, αλλά χάος”, προκαλώντας εμμονικό ντελίριο στον πυρήνα των λίγων, αλλά πιστών φαν της μπάντας. Ο Τζόνι Ρότεν “μοίραζε” μπαρούτι, περιφρόνηση και βρισιές σε κάθε ζωντανή εμφάνιση: “στοίχημα ότι δεν μας μισείτε τόσο, όσο εμείς μισούμε εσάς” και ούρλιαζε φάλτσα πάνω στη σκηνή, δείχνοντας ότι όλα τού ήταν παντελώς αδιάφορα, ανάμεσά τους και το να υπηρετήσει με οποιονδήποτε τρόπο το ροκ.

Ο Τζον Σάβατζ γράφει: “Για το μεγαλύτερο μέρος των ακροατών τους, η μουσική των Sex Pistols δεν ήταν παρά ένας θόρυβος που δεν ξεχώριζες τίποτα. Σε κάθε συναυλία τους όμως, υπήρχαν ένα ή δυο άτομα που ακούγοντάς τους, εγκατέλειπαν τα πάντα για να τους ακολουθήσουν”. Τα λόγια του αποδεικνύονται από εκείνο που συνέβη στις 4 Ιουνίου του 1976, στο Lesser Free Trade Hall του Μάντσεστερ, όταν οι Sex Pistols έπαιξαν μπροστά σε μόλις 40 άτομα, ανάμεσα όμως στους οποίους ήταν εκείνοι που θα σχημάτιζαν τους Joy Division, τους Fall και τους Smiths! Η οριστική σφραγίδα πάντως του πανκ ως κατάργησης κάθε ιεραρχίας και απεριόριστης απουσίας κάθε έννοιας νόμου και τάξης, συνέβη στο τηλεοπτικό πλατό του “Thames today”, ενός σόου της αγγλικής τηλεόρασης, την 1η Δεκεμβρίου του ’76, πέντε μόλις μέρες μετά την κυκλοφορία του “Anarchy in the U.K.”.

Η ΑΥΤΟΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΠΑΝΚ

Πανκιά στο Λονδίνο. ⓒ 1981 Bob Dear/Associated Press

Ο Τζόουνς αποκάλεσε τον παρουσιαστή, Μπιλ Γκρούντι, “dirty fucker”, ενώ και τα υπόλοιπα μέλη πρόσθεσαν τις δικές τους πινελιές: “χοντρό γουρούνι”, “γέρο ανώμαλε”, “μαλάκα”. Το αποτέλεσμα ήταν να αναβληθούν οι συναυλίες τους, να διακοπεί η διακίνηση του σινγκλ στα δισκοπωλεία, να σταματήσουν τα ραδιόφωνα να παίζουν το “Anarchy in the U.K.”. Όμως, ήδη πίσω από τους Pistols, μια ατελείωτη ορδή από συγκροτήματα έκαναν την εμφάνισή τους, υιοθετώντας την ετικέτα του πανκ και την “ηθική” του, δηλαδή το DIY (do it yourself) και προσπερνώντας με χαρακτηριστική αυθάδεια ολόκληρη τη μουσική βιομηχανία. Το περιέγραψε ως εξής ο ΜακΛάρεν σε μια συνέντευξή του στον Observer: “Είναι η μελλοντική γενιά της Αγγλίας και θα είμαστε περήφανοι γι’ αυτούς. Πρόκειται για έναν ταξικό πόλεμο, θέλουν να καταστρέψουν την κοινωνία”.

Το πανκ κίνημα πέρασε έτσι στην αυτοδιαχείριση, οργανώνοντας με επιτυχία την δική του, ανεξάρτητη “οικονομία”. Δημιουργήθηκαν μικρές αίθουσες συναυλιών, δισκογραφικές εταιρείες περιορισμένου χρόνου, ατομικές παραγωγές 45αριών που η διάθεσή τους γινόταν ταχυδρομικά ή στις συναυλίες. Παράλληλα πολλαπλασιάστηκαν τα φανζίν (48 Thrills, London’s Outrage, London’s Burning, Bondage) ακολουθώντας το μοντέλο του Sniffin’ Glue του Μαρκ Πέρι, που είχε ξεκινήσει να κυκλοφορεί τον Σεπτέμβρη του ’76. Ο πρώτος πανκ δίσκος 45 στροφών βγήκε σε αυτή την ιδιότυπη αγορά τον Νοέμβριο του ’76 από τη μικρή δισκογραφική εταιρεία Stiff Records (το “New Rose” των Damned) και αμέσως ακολούθησε το “Anarchy” των Sex Pistols.

Ο ΣΙΝΤ ΒΙΣΙΟΥΣ ΓΙΝΕΤΑΙ ΜΕΛΟΣ ΤΩΝ SEX PISTOLS

Οι Sex Pistols το 1977. Από αριστερά, Πολ Κουκ, Σιντ Βίσιους, Τζόνι Ρότεν και Στιβ Τζόουνς. ⓒ 1977 Associated Press

Έτσι άρχισαν να γίνονται γνωστές μπάντες όπως οι Clash, οι Slits, οι Siouxsie and the Banshees, οι Buzzcocks, οι Damned, οι Stranglers, οι X-Ray Spex και πολλές άλλες. Να ανοίξουμε εδώ μια παρένθεση για να πούμε ότι τον Φεβρουάριο του 1977 έγινε γνωστό πως ο μπασίστας Γκλεν Μάτλοκ δεν ήταν πλέον μέλος των Sex Pistols, γιατί οι υπόλοιποι τον είχαν διώξει επειδή “του άρεσαν οι Beatles και έπλενε τα πόδια του καθημερινά”! Ο Ρότεν σε μεταγενέστερη συνέντευξή του, είχε υποστηρίξει πως η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, ήταν η άποψη του Μάτλοκ για τους στίχους του “God save the Queen”: “Μας παρουσιάζει ξεκάθαρα ως φασίστες”, ήταν τα λόγια του και κάπως έτσι είδε την πόρτα της εξόδου.

Αμέσως ο Ρότεν έφερε στην μπάντα ως αντικαταστάτη τον Βίσιους, ο οποίος όμως δεν είχε ιδέα από το παίξιμο του μπάσου. Παρόλα αυτά, η αλλαγή έγινε με τις “ευλογίες” του ΜακΛάρεν, που είχε δηλώσει ότι “αν ο Τζόνι είναι η φωνή του πανκ, τότε ο Σιντ είναι η νοοτροπία”. Το συγκρότημα ήταν έτοιμο να ηχογραφήσει το πρώτο του άλμπουμ, όμως στο στούντιο ήταν ο Στιβ Τζόουνς εκείνος που έπαιξε και το μπάσο, αφού ο Σιντ, από τη μια δεν ήταν έτοιμος ακόμα για να πιάσει το όργανο στα χέρια του και από την άλλη, εκείνες τις μέρες βρισκόταν στο νοσοκομείο λόγω ηπατίτιδας. Τελικά οι υπόλοιποι του επέτρεψαν να παίξει μόνο σε ένα τραγούδι του LP, το “Bodies”. Ποιο ήταν όμως εκείνο το βινύλιο που χαρακτηρίστηκε ως το “ευαγγέλιο” του πανκ;

“NEVER MIND THE BOLLOCKS”

Το εξώφυλλο του πρώτου και μοναδικού άλμπουμ των Sex Pistols, "Never mind the Bollocks".

Ήταν ο σημαντικότερος σταθμός σε όλη αυτή την “παράνομη” απόρριψη, που ήρθε τον Οκτώβριο του 1977, όταν κυκλοφόρησε το πρώτο και μοναδικό άλμπουμ των Sex Pistols, με τίτλο “Never mind the bollocks”, κάτι σαν “Στ’ αρχίδια μας”. Σπέρνοντας με τον πλέον εφιαλτικό για τους αστούς τρόπο, ψυχωτικές οδούς διαφυγής, ο Ρότεν και η παρέα του μοίρασαν μορφασμούς μίσους, ουρλιάζοντας είτε οι ίδιοι, είτε τα όργανά τους. Ο δίσκος ανέβηκε στην κορυφή του βρετανικού chart και το πανκ γέννησε μια κατάσταση καθαρής παραφροσύνης μέσα από μια μουσική αποδόμησης σε καθαρά “διαταραγμένη υπηρεσία”. Ο ΜακΛάρεν αφαίρεσε το “προσωπείο” μια δεκαετία αργότερα: “Οι Sex Pistols ήταν για μένα η εικόνα ενός πιστολιού, μιας πιν-απ, μιας όμορφης κοπέλας, ενός καθαρού δολοφόνου”.

Στη Βρετανία του ’77, οι “μεγαλομανείς αλήτες” του πανκ, όπως τους χαρακτήριζε ο Τύπος, άρχισαν τελικά να προσελκύουν το ενδιαφέρον των ΜΜΕ, “επιβάλλοντας” τη δική τους πραγματικότητα, μέσα από την κατακόρυφη αύξηση της δημοτικότητάς τους, κυρίως στη νεολαία, που φαινόταν να απολαμβάνει με σαδιστική ικανοποίηση το μείγμα αυτό της “αντίχριστης” μουσικής, του κοινωνικοπολιτικού εξτρεμισμού και των ακραίων ενδυματολογικών τάσεων. Υπήρξε μια ριζική αλλαγή στη “μόδα” του πανκ, νευρωτική, παρακμιακή, μέχρι και αρρωστημένη. Το κυρίαρχο μοντέλο της ανδροπρεπούς, “μάτσο” εμφάνισης του ροκ, έδωσε τη θέση του σε μια αμφιλεγόμενη, αυστηρά κωδικοποιημένη μέσα στην ιδιαιτερότητά της, νέα διάσταση που έπιανε τα όρια της – χωρίς φύλο – διαστροφής.

ΣΙΝΤ ΒΙΣΙΟΥΣ ΚΑΙ ΝΑΝΣΙ ΣΠΑΝΤΖΕΝ

Οι Sex Pistols σε live στο Μέμφις του Τενεσί των ΗΠΑ στις 7 Ιανουαρίου του 1978. Σε πρώτο πλάνο ο Σιντ Βίσιους και πιο πίσω ο Τζόνι Ρότεν και ο Στιβ Τζόουνς. ⓒ 1978 Associated Press

Λιπόσαρκα σώματα, τρυπημένα με παραμάνες, δεμένα με περιλαίμια και αλυσίδες, “διακοσμημένα” με καρφιά, βαμμένα μαλλιά, ξυρισμένα κρανία με μοϊκάνες, μακιγιάζ, ρούχα με αγκυλωτούς σταυρούς ή με πορτρέτα του Μαρξ, περιβραχιόνια με τη λέξη χάος ή άλλα σλόγκαν που φρόντιζαν να θυμίζουν στους περαστικούς τον μηδενισμό και την αδιαλλαξία. Η εφημερίδα Sun τους είχε χαρακτηρίσει “ως άτομα που μοιάζουν με τους Hell’s Angels σε έναν εφιάλτη αντάξιο με το Κουρδιστό Πορτοκάλι”, ενώ η Daily Mail είχε βάλει τη λεζάντα “αυτά τα υποκείμενα είναι το κατακάθι του πολιτισμού”, κάτω από μια φωτογραφία μιας ομάδας ακραίων φαν των Sex Pistols που ονομάζονταν Bromley Contingent (μια εξ αυτών ήταν και η Siouxsie Sioux).

Μια άλλη Αμερικανίδα γκρούπι των Sex Pistols, ήταν η Νάνσι Σπάντζεν, την οποία γνώρισε ο Σιντ το 1977 και αμέσως έγιναν ζευγάρι. Λέγεται ότι ήταν η Νάνσι εκείνη που “μύησε” τον Βίσιους στην ηρωίνη, αν και ο Σιντ είχε ήδη “γνωριστεί” με πολλά ναρκωτικά, τα οποία του προμήθευε η μητέρα του. Οι Pistols έπαιξαν για τελευταία φορά ζωντανά στην Αγγλία ανήμερα τα Χριστούγεννα του 1977 και τον Ιανουάριο του 1978 αναχώρησαν για μια μεγάλη τουρνέ στις ΗΠΑ, η οποία όμως τελικά διήρκεσε μόλις δυο εβδομάδες, αφού υπήρξαν πολλές ακυρώσεις, αλλά και συνεχόμενες συγκρούσεις ανάμεσα στα μέλη του γκρουπ. Ο Ρότεν κατηγορούσε τον ΜακΛάρεν ότι ήθελε να αλλάξει τον χαρακτήρα της μπάντας, για να την εκμεταλλευτεί εμπορικά.

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΩΝ SEX PISTOLS ΚΑΙ Η ΣΟΛΟ ΚΑΡΙΕΡΑ

Σιντ Βίσιους και Τζόνι Ρότεν στο τελευταίο live πριν τη διάλυση των Sex Pistols, στις 14 Ιανουαρίου του 1978 στο Σαν Φρανσίσκο. ⓒ 1978 Associated Press

Όμως το μεγαλύτερο πρόβλημα ήταν η συμπεριφορά του Σιντ, που παραδομένος όλο και περισσότερο στην κατάχρηση της πρέζας, δημιουργούσε αλλεπάλληλες εντάσεις στα live, ερχόμενος σε σύγκρουση με το κοινό. Το χειρότερο περιστατικό συνέβη στο Σαν Αντόνιο, όταν ο Βίσιους χτύπησε έναν φαν με το μπάσο στο κεφάλι, ενώ σε μια άλλη συναυλία, ανεβαίνοντας στη σκηνή και έτοιμος να καταρρεύσει από τη μαστούρα, χάραξε πάνω στο γυμνό του στήθος με ένα ξυράφι τις λέξεις “gimme a fix”. Στις 14 Ιανουαρίου του 1978 έπεσαν οι τίτλοι τέλους για τους Sex Pistols μετά την τελευταία τους συναυλία στο Σαν Φρανσίσκο. Λίγο αργότερα, ο Σιντ ηχογράφησε τρία τραγούδια για το soundtrack και την ταινία “The Great Rock ‘n’ Roll Swindle”.

Επρόκειτο για μια σάτιρα-ντοκιμαντέρ πάνω στην πορεία των Sex Pistols και – κυρίως – του μάνατζέρ τους, Μάλκολμ ΜακΛάρεν. Εκεί ο Βίσιους τραγούδησε το “My way” (τη μεγάλη επιτυχία του Φρανκ Σινάτρα) και δυο χιτς του Έντι Κόχραν, το “C’mon everybody” και το “Something else”. Στη συνέχεια, με μάνατζερ πλέον την Νάνσι Σπάντζεν, ο Σιντ ξεκίνησε τη σόλο καριέρα του, στη σύντομη διάρκεια της οποίας συνεργάστηκε με μουσικούς όπως ο Μικ Τζόουνς των Clash, ο Γκλεν Μάτλοκ των Sex Pistols, ο Ρατ Σκάιμπις των Damned και η αμερικάνικη πρώιμη πανκ μπάντα των New York Dolls. Εγκαταστάθηκε μαζί με τη Νάνσι στη Νέα Υόρκη και έδινε τις περισσότερες συναυλίες του στο nightclub “Max’s Kansas City”, προσελκύοντας πολύ κόσμο σε αυτές.

Η ΝΑΝΣΙ ΝΕΚΡΗ ΣΤΟ CHELSEA HOTEL

Υπάλληλοι του δήμου της Νέας Υόρκης μεταφέρουν το πτώμα της Νάνσι Σπάντζεν έξω από το Chelsea Hotel (12/10/1978). ⓒ 1978 Associated Press

Στις 15 Αυγούστου του 1978, ο Βίσιους έδωσε την τελευταία του συναυλία στην Αγγλία, μαζί με τους Vicious White Kids, μια μπάντα που είχε στήσει ο ίδιος αποκλειστικά για εκείνη την εμφάνιση στο Electric Ballroom του Λονδίνου. Μαζί του ήταν ο Γκλεν Μάτλοκ στο μπάσο, η Στέλα Νόβα των Rich Kids στην κιθάρα, ο Ρατ Σκάιμπις των Damned στα τύμπανα και η Νάνσι Σπάντζεν στα δεύτερα φωνητικά (αν και ο Μάτλοκ, όταν την άκουσε στις πρόβες, φρόντισε να είναι κλειστό το μικρόφωνό της στο live!). Δυο μήνες αργότερα, το πρωί της 12ης Οκτωβρίου, ο Σιντ ξύπνησε μετά από μια ακόμα “γενναία” μαστούρα στο δωμάτιό του, στο Chelsea Hotel του Μανχάταν, βρίσκοντας τη Νάνσι νεκρή στο δάπεδο του μπάνιου. Το θύμα είχε μαχαιρωθεί στην κοιλιά και είχε πεθάνει από την αιμορραγία.

Ο Σιντ συνελήφθη και κατηγορήθηκε για τη δολοφονία. Στην ανάκριση, ο Βίσιους είχε πει πως εκείνος και η Νάνσι είχαν μαλώσει το προηγούμενο βράδυ, δίνοντας όμως αλληλοσυγκρουόμενες εκδοχές για το τί είχε συμβεί στη συνέχεια. “Τη μαχαίρωσα, αλλά δεν ήθελα να τη σκοτώσω”, ήταν η πρώτη του κατάθεση, όμως μετά είπε ότι δε θυμόταν τίποτα και κατέληξε λέγοντας πως σε κάποιο σημείο του καυγά, η Νάνσι είχε πέσει η ίδια καταλάθος πάνω στο μαχαίρι. Στις 22 Οκτωβρίου, δέκα μέρες μετά τον θάνατο της Νάνσι, ο Σιντ αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει κόβοντας τις φλέβες του στον καρπό του με μια σπασμένη λάμπα. Ακολούθησε και δεύτερη απόπειρα, όταν προσπάθησε να πηδήξει από το παράθυρο του νοσοκομείου όπου νοσηλευόταν, όμως τον πρόλαβε το προσωπικό της κλινικής.

Ο ΣΙΝΤ ΝΕΚΡΟΣ ΑΠΟ OVERDOSE

Αστυνομικοί μεταφέρουν το πτώμα του Σιντ Βίσιους (2/2/1979). ⓒ 1979 G. Paul Burnett/Associated Press

Στις αρχές του Δεκεμβρίου, ο Βίσιους επιτέθηκε στον Τοντ Σμιθ, αδερφό της Πάτι, στη διάρκεια μιας συναυλίας της πανκ μπάντας Skafish στη Νέα Υόρκη και συνελήφθη από την αστυνομία, με τον δικαστή να διατάζει τον εγκλεισμό του στη φυλακή Rikers Island και την υποχρεωτική αποτοξίνωσή του μέσα από ένα σκληρό πρόγραμμα 55 ημερών. Τελικά αφέθηκε ελεύθερος την 1η Φεβρουαρίου του 1979 με χρηματική εγγύηση, την οποία πλήρωσε η Virgin Records, ενώ πολύ αργότερα, ο Τζόνι Ρότεν είχε αποκαλύψει ότι ήταν ο Μικ Τζάγκερ, εκείνος που είχε καλύψει τα έξοδα του δικηγόρου του Σιντ. Εκείνο το βράδυ συγκεντρώθηκαν στο διαμέρισμα της καινούργιας του φίλης, Μισέλ Ρόμπινσον, μερικοί φίλοι του Βίσιους για να γιορτάσουν την απελευθέρωσή του.

Ο Σιντ ακολουθούσε πρόγραμμα μεθαδόνης και ήταν καθαρός για αρκετές εβδομάδες, όμως στη διάρκεια του δείπνου, ένας από τους καλεσμένους, ο φωτογράφος Πίτερ Κόντικ, τού έδωσε ηρωίνη. Ο Βίσιους πέθανε κάποια στιγμή μέσα στη νύχτα από υπερβολική δόση και όπως γράψαμε και στην αρχή του κειμένου, ήταν η μητέρα του, Αν Μπέβερλι, εκείνη που τον βρήκε νεκρό το επόμενο πρωί. Επειδή κανένα γραφείο κηδειών στη Νέα Υόρκη δεν ήθελε να αναλάβει τη σορό του Σιντ, από φόβο για τυχόν επεισόδια από τους φαν του, τελικά η αποτέφρωση έγινε στο Garden State Crematory στο Νιού Τζέρσεϊ. Ο Βίσιους είχε εκφράσει την επιθυμία να ταφεί δίπλα στη Νάνσι, αλλά η Σπάντζεν ήταν Εβραία και θαμμένη σε εβραϊκό νεκροταφείο στην Πενσιλβάνια.

ΕΦΗΜΕΡΟΣ Ο ΣΙΝΤ, ΕΦΗΜΕΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝΚ

Η σύλληψη του Σιντ Βίσιους ως βασικού ύποπτου για τη δολοφονία της Νάνσι Σπάντζεν (13/10/1978). ⓒ 1978 Associated Press

Η μητέρα του Σιντ και η αδερφή της, επισκέφθηκαν τη μητέρα της Νάνσι, Ντέμπορα, ζητώντας της την άδεια να σκορπίσουν τις στάχτες του Βίσιους πάνω από το μνήμα της κόρης της, όμως εκείνη δε δέχτηκε. Τελικά, οι δυο γυναίκες, μαζί με τρεις ακόμα φίλους του Σιντ, παρά την άρνηση της Ντέμπορα Σπάντζεν, πήγαν στο εβραϊκό κοιμητήριο και έριξαν τις στάχτες του εκεί που ίδιος είχε ζητήσει, πάνω από τον τάφο της αγαπημένης του. Κάπως έτσι γράφτηκαν οι τίτλοι τέλους στη σύντομη, κολασμένη και τραγική ζωή του Σιντ Βίσιους, ενός από τα “σύμβολα” του πανκ, που ακολούθησε μια εφήμερη τσακισμένη τροχιά λεηλασίας, δολιοφθοράς, παρακμής, εξάρτησης και παρανομίας, πριν παρασυρθεί μέσα στη δίνη του αυτοκαταστροφικού του πεπρωμένου.

Το ίδιο εφήμερο όμως υπήρξε και το πανκ, ακριβώς επειδή κανείς δε θα άντεχε για πολύ να ακούει συνεχώς τρία μονότονα ακόρντα να εναλλάσσονται στην πιο θορυβώδη μορφή τους. Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, ήταν οι ίδιες οι πανκ μπάντες που το βαρέθηκαν πρώτες. Κυρίως εκείνες των οποίων οι μουσικοί ένιωσαν γρήγορα να εγκλωβίζονται στον αρνητισμό της δημιουργίας. Η επανάσταση του κινήματος του πανκ, έστω η βούληση για αυτήν, συναντήθηκε με τη ροκ μουσική, στέλνοντας το μήνυμά της, αν και κανείς δε θα μπορούσε να ισχυριστεί με απόλυτη σιγουριά ότι αυτός ήταν ο σκοπός της, αφού η πολιτική συνείδηση ήταν κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που “πρέσβευαν” οι Sex Pistols, σε αντίθεση με τους Clash ή τους Dead Kennedys στο Σαν Φρανσίσκο.

Η ΠΑΡΑΚΜΗ ΤΟΥ ΠΑΝΚ

Ο Σιντ Βίσιους ακολουθείται από δημοσιογράφους την ημέρα της απελευθέρωσής του (16/10/1978) με εγγύηση, έπειτα από την κατηγορία για τον φόνο της Νάνσι Σπάντζεν. ⓒ 1978 Hal Goldenberg/Associated Press

Μπάντες όπως αυτές οι δυο τελευταίες, “αναγκάστηκαν” (ή επέλεξαν) να ξεκόψουν από τη φύση του παράλογου, το οποίο φρόντιζαν να προωθούν – δασκαλεμένα από το ένστικτο της αυτοπροστασίας – τα ΜΜΕ. Το πανκ αυτοπαγιδεύτηκε μέσα στην ίδια την “εικονική” του πραγματικότητα. Ο Τζόνι Ρότεν, το αναμφισβήτητο έμβλημα του κινήματος, “ο μοναδικός πραγματικά τρομακτικός τραγουδιστής που γνώρισε η ροκ μουσική” σύμφωνα με τον δημοσιογράφο και μουσικοκριτικό Γκριλ Μάρκους, με τα βαμμένα πορτοκαλί μαλλιά-καρφιά, τα σκισμένα ρούχα πιασμένα με παραμάνες, τους σταυρούς σκουλαρίκια, το γραμμένο με το χέρι “destroy” στα μανίκια, τα δερμάτινα παντελόνια, αλλά και με το παιδικό πρόσωπο του μανιακού που συχνά θύμιζε ψυχασθενή, με το μοναδικό χάρισμα που διέθετε να σκορπάει στις συναυλίες τις “αρχές” του πανκ, ακόμα και αυτός, πέρα από το προφανές, δημιουργούσε – άθελά του – ερωτηματικά στο κοινό.

Όσοι αναζητούσαν το “μήνυμα”, εισέπρατταν ως απάντηση το τίμιο αλλά ασαφές “είμαστε το μέλλον, το δικό σας μέλλον”. Τελικά η προσαρμοστικότητα και η δύναμη της μουσικής βιομηχανίας από τη μια και το αναμφισβήτητο ταλέντο πολλών πανκ μουσικών που ενστικτωδώς ζητούσε δημιουργικές διεξόδους από την άλλη, ξεκαθάρισαν το τοπίο. Ήδη από το ξεκίνημα του 1978, η συντριπτική πλειοψηφία των πανκ συγκροτημάτων είχαν υπογράψει συμβόλαια με τις μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες, την ίδια στιγμή που το “do it yourself” είχε σχεδόν εξαφανιστεί από την πιάτσα. Τα φανζίν είχαν μετατραπεί στην πλειοψηφία τους σε κανονικά περιοδικά και η μανία των αξεσουάρ είχε οδηγήσει την πανκ μόδα σε κορεσμό.

Η ΔΙΚΑΙΩΣΗ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΟ POST-PUNK

Οι Clash, από τις σημαντικότερες πανκ μπάντες που βρήκαν δημιουργική διέξοδο στο post-punk. Από αριστερά, Joe Strummer, Paul Simonon, Topper Headon και Mick Jones. ⓒ 1981 Mario Cabrera/Associated Press

Τα ΜΜΕ είχαν μετατρέψει με τη δική τους προπαγάνδα την πανκ σκηνή σε ένα κίνημα τελείως παθητικό, κοινότοπο, σχεδόν ξεπερασμένο λίγους μόλις μήνες μετά την ακμή του. Εκείνη την χρονική στιγμή επέλεξε ως την πιο κατάλληλη ο Τζόνι Ρότεν για να διαλύσει τους Sex Pistols, κλείνοντας τον κύκλο της απάθειας, η οποία είχε καταφέρει να διαβρώσει τα σαθρά, όπως αποδείχτηκαν, θεμέλια του πανκ. “Είχατε ποτέ την εντύπωση ότι πέσατε θύματα απάτης;”, θα ρωτήσει ρητορικά το κοινό του Σαν Φρανσίσκο, λίγο πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους στη στείρα επανάληψη του “No future”, που είχε “στοιχειώσει” ολόκληρη την συντηρητική Αγγλία στο “God save the Queen”. Η εξέλιξη όμως της ροκ μουσικής, δικαίωσε το πέρασμα μέσα από το πανκ, σαν ένα χρήσιμο όσο και κρίσιμο σταυροδρόμι που ταρακούνησε το στερέωμα.

Σαν ένα μεταβατικό στάδιο που χάρισε φρεσκάδα και νέες ιδέες στο “οικοδόμημα”. Οι ίδιοι οι πανκ πρωταγωνιστές “ανέπνευσαν” δημιουργικά, όταν απεγκλωβίστηκαν επιτέλους από το τέλμα της εκρηκτικής ανυπαρξίας, στην οποία είχαν καταδικαστεί προσωρινά. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το λεγόμενο post-punk, έβγαλε συνθετικά αριστουργήματα που καθόρισαν σε τεράστιο βαθμό την μουσική από τα 80s μέχρι και σήμερα. Το μεγαλύτερο παράδειγμα το έδωσε ο ίδιος ο Τζόνι Ρότεν, με τους PIL (Public Image Limited), ως Τζόν Λίντον πλέον και με μια διάθεση πειραματισμού μέσα από φόρμες που ήταν έτοιμες να διαμορφώσουν τον ήχο που ο ίδιος είχε προαναγγείλει λέγοντας ότι “το ροκ εν ρολ διαρκεί εδώ και 25 χρόνια, είναι καιρός να το διαλύσουμε”.

Στα ίδια μονοπάτια περπάτησαν πολλοί ακόμη, θυμηθείτε μόνο το “Scream” και τους Siouxsie & The Banshees, το “London Calling” και τους Clash ή το “No more heroes” και τους Stranglers. Η μουσική τους ευφυΐα θεωρήθηκε τότε από τον πιο φανατικό πυρήνα των φαν τους ως προδοσία. Όμως ο χρόνος δικαίωσε την διέξοδο ως την πλέον βιώσιμη επιλογή. Έτσι κι αλλιώς, η σκιά του πανκ πλανήθηκε πάνω από όλες τις σημαντικές δημιουργίες που ακολούθησαν, δείχνοντας ότι η επιρροή του υπήρξε ισχυρή, είτε στο post-punk, είτε στο new wave, είτε στην πειραματική μουσική, είτε στην ηλεκτρονική. Οι Sex Pistols μπορεί να μην επέζησαν από την ολική ανατροπή και την έξαψη της έκρηξης, άνοιξαν όμως τον δρόμο για να επιβιώσει ένα κουρασμένο, γερασμένο και αποπροσανατολισμένο ροκ, το οποίο προσπαθούσε ασθμαίνοντας να βγάλει τη δεκαετία του ’70, χωρίς πολλές προοπτικές για τα 80s.

Ο Σιντ Βίσιους, ένας παρορμητικός και αδιάλλακτος δραπέτης του περιθωρίου. Και από την άλλη, το πανκ, ίσως το πιο ξεχαρβαλωμένο αίνιγμα της ιστορίας του ροκ. Τέσσερις δεκαετίες μετά, ανήκουν μαζί στη μυθολογία της μουσικής “διαστροφής” και της “βρώμικης” διαφορετικότητας που τόσο πιστά υπηρέτησαν, παρανομώντας αχαλιναγώγητα τόσο στις παρτιτούρες όσο και πάνω στη σκηνή.

* Βίντεο: Ο Σιντ Βίσιους στο “My way” από το “The Great Rock ‘n’ Roll Swindle”.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα