24 MEDIA LAB/ Γρηγόρης Κολλάρος

ΘΑ ΜΟΥ ΕΠΙΤΡΕΨΕΙΣ ΝΑ ΜΗ ΘΕΛΩ ΝΑ ΓΙΝΩ ΜΑΝΑ

Η Νίκη Μπάκουλη εξηγεί γιατί καμιά γυναίκα δεν οφείλει ν΄απολογείται για τις αποφάσεις της.

Ο κανόνας θέλει τους θηλυκούς οργανισμούς όλων των ειδών που κυκλοφορούν εκεί έξω (με εξαίρεση τον ιππόκαμπο) να γεννιούνται προγραμματισμένοι να αναπαράγουν -τα είδη. Αυτή είναι η φύση μας. Όταν την περιέλαβε η θρησκεία μετά η πατριαρχία, προέκυψε και η παρανόηση ότι είμαστε μηχανές αναπαραγωγής.

Κάποιοι το πιστεύουν μέχρι σήμερα -αν κρίνω από τις γενοκτονίες και τα λοιπά τρομακτικά φαινόμενα στα οποία οι γυναίκες εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως αντικείμενα. Δεν θα ήθελα να συγκλονίσω αυτούς τους κάποιους, αλλά οι γυναίκες είμαστε άνθρωποι. Με ‘θέλω’ και με ‘δεν θέλω’. Με ‘μπορώ’ και με ‘δεν μπορώ’ -να υποστηρίξουμε σωστά- και σίγουρα με το δικαίωμα να αποφασίζουμε για ό,τι μας αφορά.

Αν έχω καταλάβει κάτι σε αυτήν τη ζωή είναι ότι πάντα είναι χρήσιμο να φτάνουμε μέχρι εκεί που μπορούμε. Ακόμα και αν δεν φτάνουμε απαραίτητα εκεί όπου θέλουμε. Αρκεί να είμαστε ειλικρινείς για το τι μπορούμε να υποστηρίξουμε, σωστά.

Συνήθως το αν θα κάνουμε παιδιά έχει να κάνει με το τικ στο συγκεκριμένο κουτάκι των κοινωνικών στερεοτύπων, γιατί πίστεψε με, αν δεν το τικάρεις, δεν περνάς καλά για πάρα πολλά χρόνια. Κυρίως γιατί στο διάβα σου εμφανίζονται αναρίθμητοι που σε ρωτούν “πότε θα κάνεις παιδί;” ή “γιατί δεν έχεις κάνει παιδί;”.

Με αφορμή την ημέρα της γυναίκας, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω κάτι, όσο πιο απλά μπορώ, μπας και σταματήσει αυτή η λαίλαπα, αφού δεν πιστεύω ότι θα ξημερώσει η ημέρα που θα μάθουμε να ασχολούμαστε όλοι με τον εαυτό μας και όχι το αιδοίο της απέναντι: όποια γυναίκα δεν έχει παιδί, σε ηλικία που η κοινωνία έχει κρίνει πως ΠΡΕΠΕΙ, έχει και έναν καλό λόγο. Εννοώ ότι όπως είμαστε προγραμματισμένες να γεννάμε, είμαστε και προγραμματισμένες να υπεραναλύουμε το κάθε τι στη ζωή μας (από σπορ). Δεν κάνουμε πολλά πράγματα τυχαία. Δεν είναι δηλαδή, ότι έχουμε ξεχαστεί -και άρα πρέπει να σε ευχαριστήσουμε που μας το θυμίζεις.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι λοιπόν, που μια γυναίκα δεν αποκτά παιδιά. Υπάρχουν τα ψυχολογικά που κουβαλάμε (από σοκ που έχουμε υποστεί), όπως προκύπτουν και οργανικά θέματα. Μόνο στο περιβάλλον μου έχω πέντε γυναίκες που ήθελαν να γίνουν μάνες (ενδεχομένως όσο τίποτα άλλο στη ζωή τους), αλλά δεν τα κατάφεραν και γιατί διέλυσαν το ‘σύστημα’ γιατροί με τελείως λάθος αγωγές.

Έχω δυο περιπτώσεις γνωστών που το ωάριο τους ‘σκότωνε’ το σπερματοζωάριο του άνδρα που είχαν επιλέξει για σύντροφο της ζωής τους, ενώ ξέρω και αρκετές που δεν μπορούσαν -όσο και αν ‘σκότωσαν’ τον εαυτό τους, με αναρίθμητες επώδυνες διαδικασίες (από αυτές που αφήνουν σημάδια και στη ψυχή), για να τα καταφέρουν.

Αυτές είναι όμως, ιστορίες που αν θέλουν θα διηγηθούν οι ίδιες. Επειδή δεν θέλω να κάνω ό,τι κοροϊδεύω (να είμαι αδιάκριτη και ασεβής), θα σου μιλήσω για τη δική μου ιστορία. Πριν αρχίσω όμως, θα ήθελα να κρατήσεις ότι είναι πάντα χρήσιμο να μην κάνεις ερωτήσεις που δεν θα ήθελες να σου κάνουν. Και αν είσαι έτοιμη να μιλήσεις για τη μητρότητα (είναι κάτι που ‘έχεις’, που ξέρεις), θεωρώ δεδομένο ότι έχεις κρύψει καμια δεκαριά άλλα θέματα κάτω από το χαλί και θα ήθελες να μείνουν για πάντα εκεί. Αν όμως, πιέζεις την τύχη σου, μπορεί να πέσεις πάνω σε κάποια σαν κι εμένα, να γίνει το ίδιο αδιάκριτη και να ‘ξύσει την πληγή σου’. Εικάζω ότι δεν το θες αυτό.

Δεν ξέρω πώς λειτουργείς στις σχέσεις σου, αλλά αν είσαι στοιχειωδώς ειλικρινής με τον εαυτό σου θα συμφωνήσεις πως όλοι μας μιλάμε για θέματα που αφορούν, όταν θέλουμε, όπου επιλέγουμε. Δεν βγάζουμε δελτία τύπου και σίγουρα δεν ασχολούμαστε με όσους αδιάκριτους δεν μας νοιάζουν.

Το ‘γιατί’ που ξεκινάει ήπια και καταλήγει σε ‘κατηγορώ’

Η ερώτηση που θα με έβαζε στη λίστα των πιο πλούσιων ανθρώπων του Forbes, αν έπαιρνα από ένα ευρώ κάθε φορά που μου την έκαναν (αρχικα ήταν το ‘παντρεύτηκες;’ και μετά το ‘γιατί δεν παντρεύτηκες;’ -λες και η επιλογή μου επηρέαζε με τον όποιον τρόπο τη ζωή τους) , αρχικά με ενοχλούσε, σε κάποια φάση με πλήγωνε και όταν πια είχα πάρει τις αποφάσεις μου έδινα πληρωμένες απαντήσεις (ανάλογα με το ύφος και τη σχέση που είχα με όποιον μου την έκανε).

Στα πρώτα χρόνια της τέταρτης δεκαετίας της ζωής μου (που είναι το 30 με 40, για να μην μπερδεύεσαι) συνήθιζα να είμαι πιο απολογητική και ενοχική. Έτσι εξηγούσα “δεν θα ήθελα να ζητήσει άσυλο σε άλλο σπίτι, όταν θα μπορεί να μιλήσει” και στη δεύτερη ερώτηση (που πάντα ερχόταν) πρόσθετα ότι είχα διάφορα θέματα που δεν είχα διαχειριστεί και δεν είχα ψυχική ισορροπία.

Πριν μπω στα 40 είχα καθιερώσει το “δεν θέλω” και μετά καθόμουν να απολαμβάνω (χαιρέκακα) την εμφάνιση του Error 404 (page not found) στον εγκέφαλο των περιέργων. Ενίοτε έβλεπα τα εγκεφαλικά τους κύτταρα να κάνουν buffering, όπως προσπαθούσαν να επεξεργαστούν την πληροφορία.

Όταν ήμουν 40something προτιμούσα το “ας ζούσες εσύ τη ζωή μου και ας τα έκανες καλύτερα. Εγώ έτσι μπόρεσα, έτσι τα έκανα”, χωρίς να εξηγήσω πώς είχε η ζωή μου. Επειδή είχα παρατηρήσει πως έρχονταν και ξαναέρχονταν οι ίδιοι, με το ίδιο ερώτημα (κόρη τους να ήμουν, δεν θα είχαν τέτοιο άγχος) καθιέρωσα το “βλέπω πώς μεγαλώνετε εσείς τα παιδιά σας -τίγκα στα ψυχολογικά- και είπα να μην καταστρέψω κι εγώ μια ψυχή”. Κάπου εκεί έχασα πολλούς ‘ακόλουθους’ και έμεινε το “ρε εσύ, είχα σπάσει το κεφάλι μου να θυμηθώ τι έχω ξεχάσει. Ευχαριστώ!”, στους λίγους που επιμένουν -και συμπαθώ. Έχω να σου πω και ότι ενώ είμαι πιο κοντά στα 50 από ό,τι είμαι στα 40, κάποιοι ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ να με ρωτούν πότε θα κάνω παιδί.

Είχα δυο επιλογές: ή θα αυτοκτονούσα ή θα ζούσα καλύτερα. Όπου ‘καλύτερα’, θα ξεφορτωνόμουν τον πόνο και την οργή που είχα by default λειτουργίες από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου. Θα σταματούσα και να με μισώ.

Σε κούρασα; Φαντάσου ΠΟΣΟ κουράστηκα εγώ να ακούω αυτήν την ερώτηση από τα 25 και μετά. Τότε άρχισαν τα πρώτα “γιατί δεν παντρεύεσαι; Παιδί δεν θα κάνεις;” στην Κατερίνη, όπου πήγαινα τα καλοκαίρια -η περιφέρεια έχει δομήσει την ύπαρξη της στο φαινομενικό συντηρητισμό.

Επίσης, είναι εύκολο να καταλάβεις το πανηγύρι που επικρατούσε στο κεφάλι μου, την εποχή που η συντριπτική πλειοψηφία των φίλων μου έκαναν οικογένειες και παιδιά. Τότε που η κοινωνία με είχε πείσει πως έχω εγώ το πρόβλημα, που δεν θέλω παιδιά.

Να σου πω εδώ πως είχα αποφασίσει πως δεν θα κάνω παιδί από τα 10 (θα σου εξηγήσω σε λίγο το πώς και το γιατί). Παρ’ όλα αυτά, το ‘κατηγορώ’ ήταν τέτοιο που προβληματίστηκα -μην έχουν δίκιο όσοι έλεγαν πως δεν πάει κάτι καλά με εμένα. Την ίδια ώρα, οι επιλογές που έκαναν σε συντρόφους ούρλιαζαν πως πολλά δεν πάνε καλά. Ώσπου έπιασα πάτο. Με είχε κουράσει ο εαυτός μου, δεν ήθελα να ζω άλλο μαζί του, έτσι όπως ήταν. Είχα δυο επιλογές: ή θα αυτοκτονούσα ή θα ζούσα καλύτερα. Όπου ‘καλύτερα’, θα ξεφορτωνόμουν τον πόνο και την οργή που είχα by default λειτουργίες από όταν θυμάμαι τον εαυτό μου. Θα σταματούσα και να με μισώ.

Πρώτα θα σου πω ότι δεν αυτοκτόνησα ήταν ότι σε μια έρευνα που έκανα για τους τρόπους, δεν βρήκα κάποιον που να εγγυάται 100% το αποτέλεσμα (και με την τύχη που δεν με ‘έδερνε’, φοβήθηκα πως τυχόν αποτυχία θα σημαίνει ότι θα εξαρτώμαι από άλλους). Έτσι, ζήτησα βοήθεια.

Επειδή θέλω και όχι γιατί ρώτησες, θα σου πω ότι μέχρι τα 30, τις σπάνιες φορές που άφηνα τον εαυτό μου να χαρεί, αυτομάτως αισθανόμουν πως προκαλώ την τύχη μου και ότι στη γωνία με περίμενε κάποια νέα κατραπακιά. Για να κάνω μια τεράστια ιστορία μικρή, θα σου πω ότι από τα 3 έως τα 23 είχα χάσει δυο αδέλφια και τους γονείς μου. Όσο ζούσαν οι γονείς μου, τους ‘έτρωγε’ το μαράζι της απώλειας του -κατά επτά χρόνια μεγαλύτερου- αδελφού μου. Οπότε οικογενειακώς δεν ξέραμε τι είναι χαρά, απόλαυση ή ό,τι άλλο θετικό, αφού δεν είχαμε δικαίωμα να είμαστε ευτυχισμένοι. Σημειολογικά, στο σπίτι μας δεν ανάβαμε ποτέ όλα τα φώτα.

Πάντα υπήρχε σκοτάδι. Δεν θέλαμε το φως (κυριολεκτικά και μεταφορικά). Δεν ήταν για εμάς. Ακόμα θυμάμαι -σαν να ήταν χθες- την πρώτη επίσκεψη στο σπίτι συμμαθήτριας. Ένιωσα σαν να περνώ την πύλη του παραδείσου (όπως τη δείχνουν στις ταινίες, να είναι λουσμένη στη φως και την θετική ενέργεια). Θυμάμαι ότι είχα μείνει έκθαμβη, χωρίς να καταλαβαίνω το γιατί

Αυτό που καταλάβαινα ήταν ότι δεν ήθελα να ‘δένομαι’ με ανθρώπους ή κατοικίδια (ή οτιδήποτε), γιατί δεν ήθελα να ξεσκιστεί ξανά η ψυχή μου από τον πόνο, όταν πεθάνουν. Όχι ‘αν’. ‘Όταν’. Είχα κουραστεί να μένω πίσω, να είμαι πάντα αυτή που πρέπει να αποχωριστώ -με τον πιο βίαιο τρόπο- κάποιον που αγαπώ.

Όταν ανακάλυψα ότι είχα μάθει λάθος τα βασικά, ‘κόλλησα’ στην προεπιλογή του λογισμικού μου: το φόβο του θανάτου -του συντρόφου, του παιδιού.

Οι γονείς μου ουσιαστικά, τελείωσαν όταν έχασαν τον αδελφό μου. Έκτοτε πήγαιναν από κεκτημένη, γεμάτοι μίσος και οργή που εκτόνωναν μεταξύ τους (γιατί ήταν οι μόνοι που μπορούσαν να καταλάβουν ο ένας τον άλλον -μοιράζονταν την ίδια απώλεια). Οι τσακωμοί τους έγιναν ο λόγος που στα 5 είπα στη μητέρα μου πως δεν θα παντρευτώ ποτέ. Αντιλαμβάνεσαι ότι σε εκείνη την ηλικία, δεν ήξερα ότι ο γάμος (η συμβίωση) βγαίνει και σε ειρηνική έκδοση. Και έτσι πορεύτηκα έως τα 30: όποιος δεν με έβριζε, δεν τον ήθελα. Βαριόμουν όσους με φρόντιζαν. Παράλογο; Αδιαμφισβήτητα. Αλλά δεν γεννήθηκα έτσι. Έγινα.

Όταν ανακάλυψα ότι είχα μάθει λάθος τα βασικά, ‘κόλλησα’ στην προεπιλογή του λογισμικού μου: το φόβο του θανάτου -του συντρόφου, του παιδιού. Ομολογώ ότι πάντα με στενοχωρούσε η εικόνα μου μπροστά στο ιερό, να ανταλλάζω όρκους αιώνιας πίστης και από πίσω μου να υπάρχει το κενό. ΟΚ, θα ήταν οι -πολυαγαπημένες μου- θείες. Δεν θα ήταν όμως, οι γονείς μου. Ή ο αδελφός μου. Και θα ήταν αισχρό να είμαι ευτυχισμένη. Άρα, γιατί να παντρευτώ;

Στα 10 το σώμα μου αποφάσισε να περάσει στο γυναικείο στάδιο (καταλαβαίνεις τι εννοώ). Η αλλαγή συντελέστηκε ενώ ήμουν σε καλοκαιρινές διακοπές με τους γονείς μου (τη μοναδική φορά που πήγαμε όλοι μαζί). Έγινα έξαλλη όταν η μάνα μου, μου είπε πως δεν μπορώ να μπω στη θάλασσα. Έπαθα φρενίτιδα, όπως μου εξηγούσε πως αν δεν έχω περίοδο, δεν θα μπορώ να κάνω παιδιά. Της είπα “τότε, δεν θα κάνω παιδιά” και συνέχισα να κλαίω λες και με έσφαζαν. Όπως περνούσαν τα χρόνια, επεξεργαζόμουν αυτήν την απόφαση πριν καταλήξω στο ότι δεν ήθελα να δημιουργήσω μια νέα ζωή, η οποία θα ‘έτρωγε’ τα σκατά που έτρωγα τότε εγώ.

Την εποχή που παντρεύονταν και έκαναν παιδιά όλοι γύρω μου, είχα βάλει κάτω όλα τα ενδεχόμενα. Όπως; Να αποκτήσω παιδί, μόνη -με την παραδοσιακή μέθοδο ή με αναδοχή. Είχα παραδεχθεί ότι είχα τεράστια ανάγκη να ζήσω την ανιδιοτελή αγάπη που στερήθηκα με το θάνατο των δικών μου.

Η έλλειψη συντρόφου (με την έννοια του συνοδοιπόρου -γιατί σύντροφο είχα, αλλά όπως του είχα πει μαζί του δεν μεγάλωνα ούτε κάκτο) και η υιοθεσία σκύλου μου έδειξε ξεκάθαρα ότι δεν μπορούσα. Την υπομονή άρχισα να τη γνωρίζω, όταν γνώρισα την Κάρμα -τον πρώτο μου σκύλο. Εκείνη ήταν που με έκανε και να καταλάβω πως στις (πολύ συχνές) εκρήξεις μου, ήμουν τρομακτική. Η οργή (αυτή που είχα για φίλη από παιδί, που ήταν το οξυγόνο μου -αν δεν ήμουν θυμωμένη, γινόμουν γιατί αλλιώς δεν ήξερα τη ζωή αλλιώς) ήταν ακόμα μέσα μου.

Ειλικρινά δεν θυμάμαι τον αριθμό των ‘ταμπελών’ που προσπάθησαν να μου ‘φορέσουν’. Ή τι ακριβώς έγραφαν. Στα πιο διαχρονικά ήταν το ‘γεροντοκόρη’.

Κυρίως όμως, φοβόμουν. Τι; Το θάνατο, στην εγκυμοσύνη (σε κάθε στάδιο της), τη γέννηση (πάνω στη γέννα ή τα επόμενα λεπτά) και μετά κάθε μέρα της ζωής του παιδιού. Επειδή δεν ήθελα να γίνω σαν τη μάνα μου (αυτόν τον φόβο ζούσε κάθε μέρα της δικής μου ζωής -και είχε γίνει τέρμα υπερπροστατευτική), οπότε είπα να προσπεράσω.

Κατόπιν διαφόρων αποτυχημένων σχέσεων (που δεν θα μπορούσαν να είναι επιτυχημένες, αφού επέλεγα ανθρώπους που εγγυόντουσαν το τέλος της σχέσης -αργά ή γρήγορα, ώστε να μην έχω άλλους θανάτους και περιπέτειες όπως γάμοι και παιδιά) και αφότου είχα ζητήσει βοήθεια από ειδικό, ‘τσιμέντωσα’ την απόφαση ότι αν δεν έβρισκα έναν συνοδοιπόρο -έναν άνθρωπο που να είμαι σίγουρη πως ό,τι και αν γίνει μεταξύ μας, θα είναι σωστός στο παιδί μας-, δεν θα γινόμουν ποτέ μάνα.

Ακόμα τον ψάχνω. Δηλαδή, θα τον έψαχνα αν δεν είχα αποφασίσει κάπου στα 40, ότι δεν θα κάνω παιδί. Έκτοτε αναζητώ κάποιον να μοιραστούμε τις ζωές μας -μόνο βάσει των ‘θέλω’ μας. Πίστεψε με, η απόφαση αυτή δεν ήταν εύκολη. Αφότου την πήρα, πέρασα μια περίοδο πένθους για αυτό που τόσο είχα ανάγκη, αλλά δεν θα αποκτούσα, πριν δω ξεκάθαρα ότι ήταν το καλύτερο. Για όλους. Άπαξ και πήρα την απόφαση, ‘πήρα’ και τις συνέπειες. Αν θα το μετάνιωνα; Ήμουν σίγουρη ότι θα μετάνιωνα περισσότερο να αποτύχω στην προσπάθεια.

Δεν ξέρω αν έγινα κατανοητή, αλλά ενώ είχα τις εσωτερικές μου αναζητήσεις (και μάχες), είχα και την κοινωνία να ρωτάει, να σχολιάζει και μετά να κουνάει το δάχτυλο. Ειλικρινά δεν θυμάμαι τον αριθμό των ‘ταμπελών’ που προσπάθησαν να μου ‘φορέσουν’. Ή τι ακριβώς έγραφαν. Στα πιο διαχρονικά ήταν το ‘γεροντοκόρη’.

Ειλικρινά δεν με ενδιέφερε τι έλεγαν οι άλλοι για εμένα -πόσο μάλλον όταν δεν με ήξεραν και δεν τους είχα πει ποτέ όσα διαβάζεις σήμερα. Ίσα ίσα, οι ακραίες τοποθετήσεις ήταν και παραμένουν μια φανταστική ασίστ, για να διακόπτω τα πολλά πολλά -βέβαιη πως δεν υπάρχει περίπτωση επικοινωνίας με όποιον τις κάνει.

Γενικά, δεν με εξέπλητταν πολλά. Στα λίγα που μου είχαν κάνει εντύπωση ήταν ότι ένας σύντροφος μου είχε ρωτήσει κοινό μας γνωστό -άνθρωπο του επαγγελματικού μου περιβάλλοντος- για εμένα, πριν κάνει την κίνηση. Ο συνάδελφος του είχε απαντήσει “δεν έχει παντρευτεί και δεν έχει κάνει παιδιά”. Ήμουν 38. Έμεινα άναυδη. Μετά αισθάνθηκα άσχημα για τον συνάδελφο -που μεγαλώνει και δυο κόρες.

Έχω δει τις συνέπειες στις αποφάσεις γυναικών που ενώ ήθελαν να γίνουν μάνες, δεν μπόρεσαν και οι σύντροφοι τους ήταν κατά της υιοθεσίας. Στο μυαλό μου, όταν θες να γίνεις γονέας, γίνεσαι. Δεν χρειάζεται το παιδί να έχει το DNA σου. Και εν πάση περιπτώσει, δεν είσαι ο Αϊνστάιν για να χρειάζεται ο πλανήτης το DNA σου. Αλλά και να είσαι, αφενός μπορεί να μην περάσει η ευφυΐα στο παιδί, αφετέρου αποφάσισε επιτέλους, ποιες είναι οι προτεραιότητες σου: να δώσεις αγάπη και φροντίδα ή να το ‘τι θα πει ο κόσμος’;

Εφόσον θες να προσφέρεις σε μια ψυχή τα εφόδια για να έχει υγεία στο σώμα, τη ψυχή και το μυαλό (ώστε να μάθει να σέβεται τον εαυτό της και έτσι να σέβεται και τους άλλους), να της μάθεις να είναι ειλικρινής -κατ’ αρχάς με τον εαυτό της- όπως ανακαλύπτει ποια είναι και τελικά, τη ζωή, ενώ είναι βέβαιη πως ό,τι και αν συμβεί εσύ θα είσαι πάντα εκεί, να στηρίζεις και να συνοδεύεις σε αυτό το ταξίδι, τότε είμαι σίγουρη πως θα βρεις τρόπο να γίνεις γονιός. Να γίνεις μάνα.

Αν θες προέκταση του εαυτού σου ή να σωπάσεις τα ‘γιατί’ ή γιατί κάνουν όλοι (χωρίς να υπάρχουν οι προϋποθέσεις να μη διαλύσεις μια ψυχή ή η διάθεση να δώσεις ή να απαρνηθείς όσα χρειάζονται), μην πάρεις ούτε γάτα. Θα είναι κρίμα.

Επειδή υπήρξα ‘προβληματικό’ παιδί (άλλη μια ταμπέλα που μου φόρτωσαν), να σου πω ότι από μηδέν ηλικία μπορούσα να καταλάβω τη ‘μαυρίλα’ της μητέρας μου. Και τον πόνο της.

Ωραία τα λέω, αλλά δεν τα κάνω ωραία, σωστά; Αφότου πέρασα από τη φάση να σκεφτώ και να ρωτήσω για την αναδοχή και την υιοθεσία και ενώ τα είχα βρει με τον εαυτό μου, τη ζωή (μου) και το θάνατο (των άλλων), είχα την ειλικρίνεια να ομολογήσω στον εαυτό μου πως δεν μπορώ. Ότι κουράστηκα να αγωνίζομαι -για να επιβίωσω και μετά να ξεφορτωθώ τους δαίμονες μου. Ότι δεν θέλω να αναλάβω την πιο σημαντική από όλες τις ευθύνες: την ανατροφή ενός παιδιού.

Για δεκαετίες με είχα του πεταματού. Με εξόντωσα, με έφθειρα. Ήθελα να με περιποιηθώ. Επίσης, είχα την ευλογία να βρω το ‘ανήκειν’ στους σκύλους μου, τους οποίους χωρίς να το καταλάβω, επέλεξα για οικογένεια μου. Ανακάλυψα ότι πέραν των συμβατικών (κοινωνικών) επιλογών, υπήρχε και αυτή που μπορούσα να υποστηρίξω, σε ό,τι αφορά τη δημιουργία οικογένειας. Από όταν έμεινα μόνη, ένιωθα σαν φτερό στον άνεμο. Οι σκύλοι μου έδωσαν ρίζες. Και τους ευγνωμονώ. Το τι λέει λοιπόν, η κοινωνία (οι άλλοι, ο κόσμος, η γειτονιά) με αφήνει παγερά αδιάφορη.

Σε μια συνεδρία, η ψυχολόγος μου μου είπε “πέρασες τη μισή σου ζωή να φοβάσαι πως θα πεθάνουν αυτοί που αγαπάς και για αυτό απέφυγες περαιτέρω συγκινήσεις και υιοθετείς σκύλους που ξέρεις πως το πιθανότερο είναι να πεθάνουν πριν από εσένα”. Και για όσα μου προσφέρουν (ό,τι είχα ανάγκη, με πρώτο την ανιδιοτελή αγάπη), αποφάσισα να δέχομαι τον πόνο της απώλειας.

Δεν υπάρχει για πάντα. Υπάρχει η ευκαιρία να μοιραζόμαστε τη ζωή μας με ψυχές που επιλέγουμε, που τους δίνουμε χρόνο, αγάπη και φροντίδα όπως τις βλέπουμε να μεγαλώνουν, να εξελίσσονται να ωριμάζουν και να φεύγουν από κοντά μας. Αυτές τις ψυχές δεν τις βάζουμε πάνω ή κάτω από εμάς, αλλά δίπλα μας.

Επειδή υπήρξα ‘προβληματικό’ παιδί (άλλη μια ταμπέλα που μου φόρτωσαν), να σου πω ότι από μηδέν ηλικία μπορούσα να καταλάβω τη ‘μαυρίλα’ της μητέρας μου. Και τον πόνο της. Οπότε μην αυταπατάσαι. Αν δεν είσαι εσύ καλά, αν δεν κάνεις ό,τι μπορείς για να είσαι ΟΚ με τον εαυτό σου, δεν θα είσαι ποτέ καλή μάνα. Δεν είναι τα δώρα ή η πλήρης αφοσίωση που σε κάνει καλή σε αυτήν την ευθύνη. Είναι η αναγνώριση του ορίου μεταξύ εσού και της ψυχής που έχεις φέρει στον κόσμο -η οποία ζει τη δική της ζωή. Ευθύνη σου είναι να την στηρίζεις. Όχι να την ‘πνίγεις’ ή να την πλάθεις ή να την ορίζεις. Για όσο πάει. Για όπου πάει -αφού κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι ξημερώνει.

Τη φετινή Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας, θέλουμε να θυμίσουμε τις υπόλοιπες 364 ημέρες του χρόνου, που μπορεί να μην λέγονται ημέρες της γυναίκας, αλλά είναι. Η 24 MEDIA ενώνει τις δυνάμεις των Μέσων της κάνοντας μια κοινή ετήσια αναδρομή του περιεχομένου που έχει παράξει με στόχο τη στήριξη των γυναικών σε κάθε τους μάχη

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα