ΤΟ GET OUT ΤΟΥ ΤΖΟΡΝΤΑΝ ΠΙΛ ΑΛΛΑΞΕ ΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΣΙΝΕΜΑ

Με αφορμή την κυκλοφορία της νέας ταινίας του σκηνοθέτη, Ούτε Καν, ανατρέχουμε στις συζητήσεις μας με τον σκηνοθέτη Τζόρνταν Πιλ και τον παραγωγό Τζέισον Μπλουμ, που εξηγούν γιατί το Get Out υπήρξε τόσο επιδραστικό.

«Πάντα πίστευα πως αν το Get Out προτεινόταν σήμερα για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας θα κέρδιζε», μου λέει ο παραγωγός Τζέισον Μπλουμ, ένας άνθρωπος που ξέρει το αμερικάνικο σινεμά (τρόμου) όσο ελάχιστοι. Στις πασίγνωστες ταινίες που έχουν βγει από το στούντιό του μετράμε μεταξύ άλλων από το Split του Σιάμαλαν μέχρι τα Insidious και Conjuring, κι από το Invisible Man μέχρι -ναι- το Get Out.

Μπορεί να μην είναι ενδεχομένως ο πιο αντικειμενικός άνθρωπος του κόσμου πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, αλλά στην πραγματικότητα δεν έχει καθόλου άδικο. Το Get Out θα κέρδιζε αν προτεινόταν σήμερα αλλά, για να προσθέσω κι άλλη μια παράμετρο, θα κέρδιζε και τότε που προτάθηκε, αν τα βραβεία τα ξαναδίναμε σήμερα. Πολύ απλά, η επίδρασή του είναι τόσο μεγάλη.

ΤΡΟΜΟΣ ΚΑΙ ΚΩΜΩΔΙΑ

Καθώς το Ούτε Καν (Nope), η τρίτη ταινία του Τζόρνταν Πιλ, κυκλοφορεί στις ελληνικές αίθουσες με τον ίδιο πια να αποτελεί ήδη σημαντικό κεφάλαιο στο σύγχρονο σινεμά τρόμου, αξίζει να θυμηθούμε πως πριν 5 χρόνια, τίποτα δεν έμοιαζε προφανές ή δεδομένο. Τότε, ο Πιλ ήταν απλώς ένα μέλος του κωμικού διδύμου Key & Peele που για κάποιο περίεργο λόγο δοκίμαζε να σκηνοθετήσει ταινία και για κάποιο ακόμα πιο περίεργο λόγο, η ταινία αυτή δε θα ήταν κωμωδία αλλά τρόμου.

«Νομίζω πως ο τρόμος και η κωμωδία έχουν πολύ κοντινή σχέση, είναι σαν δίδυμα», μου λέει ο Πιλ στο τηλέφωνο λίγες μέρες πριν την κυκλοφορία της ταινίας στην Ελλάδα, πίσω στον Μάρτιο του ‘17. «Είναι στην πραγματικότητα μια μικρή τονική προσαρμογή που σε πάει από το αστείο στο τρομακτικό. Αλλά κατά τα άλλα έχουν και οι δύο ρυθμό, ένταση και απελευθέρωση, και αφορούν και τα δύο είδη την αναζήτηση κάποιας βαθύτερης αλήθειας που θα έχει επίδραση στους ανθρώπους. Και πρέπει και στα δύο είδη να μπορείς να προβλέψεις πώς θα αντιδρά το κοινό σου στην κάθε στιγμή καθώς παρακολουθεί την ταινία».

Ο Πιλ πήρε μαθήματα από τον ρυθμό και το timing της κωμωδίας και τα εφάρμοσε στον τρόμο, κι επιπλέον πήρε την πείρα ετών ως showrunner τηλεόρασης για να μπορέσει να διοχετεύσει ιδέες και τεχνικές πάνω στο στήσιμο ενός αριστοτεχνικού στόρι σουρεαλιστικού τρόμου που στα χέρια άλλου σκηνοθέτη εύκολα θα είχε καταρρεύσει.

Το Get Out παίρνει μια ανατριχιαστική ιστορία, εντείνει την εστίαση στα στοιχεία σουρεαλισμού και παραλογισμού χωρίς να προσπαθεί να κάνει τα πάντα να σταθούν ως απόλυτα ρεαλιστική λογική, και χρησιμοποιώντας αξέχαστες εικόνες και τολμηρούς παραλληλισμούς, αποτυπώνει μέσα από γέλιο, σασπένς και λογική ονείρου, την κοινωνική ένταση όπως τη βιώνει ένα μεγάλο κομμάτι της σύγχρονης Αμερικής.

Η ΕΚΛΟΓΗ ΤΟΥ ΟΜΠΑΜΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΤΑ-ΦΥΛΕΤΙΚΟ ΨΕΜΑ

Όλα ξεκινούν από τη γνωριμία ενός Μαύρου άντρα με τους γονείς της –λευκής– κοπέλας του κατά την επίσκεψη στο άνετο εξοχικό τους. Αυτή η συνύπαρξη θα αναδείξει εκ των πραγμάτων υπόγεια ζητήματα διαφυλεκτικής αγωνίας, σαν ένα Guess Who’s Coming to Dinner σε διάλογο με το Stepford Wives, αλλά στην μετα-Ομπάμα εποχή. Οι γονείς είναι προοδευτικοί liberals, με λεφτά, με ανοιχτά μυαλά, και τον υποδέχονται με ανοιχτές αγκαλιές. Αλλά τότε γιατί υπάρχουν τόσα πράγματα που μοιάζουν όχι ακριβώς ύποπτα, αλλά κάπως σαν εκτός θέσης, σαν ξεκούρδιστα;The vibes are off, θα λέγαμε.

Ήδη ο τρόπος με τον οποίο ο Πιλ τουμπάρει τόσο ευθέως τις απλές αφηγήσεις περί ανοιχτόμυαλων προοδευτικών, αφηγήσεις που θέλουν απλούς διχασμούς και απλές λύσεις σε ζητήματα περίπλοκα και βαθιά ριζωμένα στην αμερικάνικη ψυχή, κάνει το φιλμ να ξεχωρίζει. «Την ταινία τη συνέλαβα όταν ο Μπαράκ Ομπάμα έγινε πρόεδρος», μου λέει ο Πιλ στη συνέντευξη του ‘17 για το OneMan. «Το αρχικό της νόημα ήταν να φωνάξω για το ρατσισμό τότε, επειδή όταν εξελέγη ο Ομπάμα μπήκαμε σε αυτό το μετα-φυλετικό ψέμα στην Αμερική. Ένιωθες πως οι άνθρωποι δεν ήθελαν πια να μιλάνε για αυτό το θέμα επειδή ήλπιζαν πως η εκλογή του Ομπάμα θα είχε γιατρέψει το ρατσισμό».

Η νοητική αποσύνδεση για πολύ κόσμο υπήρξε απότομη: Αφού, σου λέει ένας καλοπροαίρετος liberal, η ταινία βγαίνει τώρα που μπαίνουμε σε μια περίοδο σκοταδιού με τον Τραμπ, γιατί στο Get Out ο εχθρός δεν είναι κάποιος άξεστος, ανοιχτά ρατσιστής φωνακλάς αχυράνθρωπος, αλλά είμαι, βασικά, εγώ; Σε μια εποχή που το κοινωνικό ταρακούνημα απελευθερώνει καλά θαμμένες φοβίες και ιδεοληψίες που ποτέ δε χρειάστηκε να τεσταριστούν στην πράξη τα αμέσως προηγούμενα χρόνια, αυτό που μοιάζει τελικά να φοβίζει περισσότερο, είναι η Ιδεολογία.

Σε αυτό το κλίμα, το Get Out κυκλοφορεί και σοκάρει. Διαθέτει πολιτική γλώσσα δίχως να χρησιμοποιεί ορολογία της επικαιρότητας (καθώς γράφτηκε επί Ομπάμα κι έχοντας στο μυαλό μια πολύ ευρύτερη παρατήρηση και ανάγκη από την Αντίσταση στον Τραμπ), χρησιμοποιεί συμβολισμούς του παραλόγου χωρίς να φοβάται να γίνει ακραίο ή pulpy, ενώ νοηματοδοτικά είναι παντελώς άφοβο. Μπλέκοντας ιδέες περί οικειοποίησης κουλτούρας και διαχρονικής εκμετάλλευσης Μαύρων σωμάτων, με την υποκρισία και την κενότητα ενός κατ’επίφασιν προοδευτικού λόγου της αφθονίας και του προνομίου.

Να πώς το θέτει κι ο Τζέισον Μπλουμ, ο παραγωγός της ταινίας παρουσιάζοντας το φιλμ τον Αύγουστο του ‘22 στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο (όπου τιμήθηκε ο ίδιος για το σύνολο της καριέρας του): «Το Get Out είναι ποπ με διάρκεια, και είναι το πιο επιδραστικό φιλμ που έχουμε παράγει ποτέ. Εισέβαλε στο πολιτιστικό zeitgeist όταν βγήκε, τον Φλεβάρη του ‘17, και εισήγαγε στον κόσμο το τεράστιο ταλέντο του Τζόρνταν Πιλ και τους σπουδαίους ηθοποιούς του». Και συνεχίζει αγγίζοντας τις παραπάνω μας σκέψεις:

«Δεν είναι απλά ένα τέλειο φιλμ με την οξεία του παρατήρηση πάνω στην οικειοποίηση και την ετερότητα, και την πρωτότυπη και την προκλητική του εικονογραφία, αλλά είναι επίσης και τέλειο σινεμά: μάζεψε ένα τεράστιο κοινό κάθε φυλής και τους έκανε όλους να πανηγυρίζουν για την επιβίωση του ίδιου προσώπου. Κοιτά πίσω, στην κληρονομιά του σινεμά είδους, αλλά εμπνέει μια νέα γενιά κινηματογραφιστών να χρησιμοποιήσουν τον τρόμο για να προκαλέσουν κάποια πολιτισμική αντίδραση. Είναι παράθυρο σε μια τρομακτική αμερικάνικη σκηνή, ένας καθρέφτης που μας δείχνει ποιοι είμαστε αλήθεια. Αλλά κυρίως είναι μια φοβερή ταινία».

ΧΙΤΣΚΟΚ, ΜΠΟΥΝΙΟΥΕΛ ΚΑΙ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΟΥ ΤΖΟΡΝΤΑΝ ΠΙΛ

Ο ίδιος ο Πιλ μου λέει πως «πολύ μεγάλο μέρος της επιλογής να είναι liberals η οικογένεια αυτή έχει να κάνει με την αρχική πρόθεση της ταινίας να μιλήσει για τον ρατσισμό εκεί που οι άνθρωποι ορκίζονται πως δεν υπάρχει». Και πως «ήθελα η οικογένεια αυτή να φέρει στον Κρις, τον πρωταγωνιστή μας, μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας. Βρίσκω πως οι ταινίες τρόμου που τείνουν να είναι πιο αποτελεσματικές για εμένα, είναι όταν ανατρέπουν ένα όμορφο ή ειδυλλιακό ή φαινομενικά τέλειο μέρος ή ανθρώπους».

Στην πολιτική αλληγορία του Πιλ ο τρόμος των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων στην (λευκή) Αμερική του σήμερα συνδέεται ευθύτατα –όσο και σουρεαλιστικά– με την ιστορική κληρονομιά. Όχι τυχαία, η πιο απόκοσμα ανατριχιαστική σκηνή της ταινίας είναι ίσως μία στην οποία κατά τα άλλα δεν υπάρχει καμία αισθητική υπόδειξη πως συμβαίνει κάτι τρομακτικό: Είναι απλώς μια ήρεμη συγκέντρωση, όπου όμως τίποτα δε μοιάζει να βγάζει νόημα καθώς παλαιές συμπεριφορές φωλιάζουν μέσα σε νέα σώματα.

Υπάρχει μεγαλύτερος κοινωνικός τρόμος από αυτόν; Από το να βλέπεις δικούς σου ανθρώπους (όποιος κι αν είσαι εσύ, όποια κι αν είναι η συλλογικότητά σου) να μετατρέπονται σε έναν παρελθοντικό εφιάλτη; «Υπήρχαν στιγμές ενώ το έγραφα που μου έρχονταν δάκρυα», λέει ο Πιλ. «Κάπου στα μισά της όλης διαδικασίας συνειδητοποίησα για τι ακριβώς μιλούσε αυτή η ταινία και ότι της έμελλε να αφορά την ίδια μας τη φωνή». Ακόμα κι αυτή η παραδοχή –πως ο Πιλ άφησε τον εαυτό του να εκπλαγεί διαπιστώνοντας στην πορεία τι σημαίνει η ταινία (κι όχι το ανάποδο, να πάρει δηλαδή έναν έτοιμο συμβολισμό και να χτίσει μια λειψή ιστορία γύρω του)– διαφοροποιεί τον σκηνοθέτη από πολλούς επιγόνους.

Στο εξαιρετικό του κείμενο για την ταινία στον New Yorker, ο Ρίτσαρντ Μπρόντι το 2017 συνδέει τον Πιλ όχι απλώς με την χιτσκοκική παράδοση αλλά και με το πνεύμα του Μπουνιουέλ, τονίζοντας πως «η ιστορική συνείδηση του ίδιου του Πιλ, μεταμορφωμένη μέσω τις ίδιας του της εσωτερικής αρχιτεκτονικής της πολιτικής του σκέψης, εκτινάζει αυτό το κλασικό στυλ στο μέλλον».

Γράφει ο Μπρόντι πως «ο Πιλ αποτυπώνει τον λευκό κόσμο μέσα από τα μάτια του Κρις. Το Get Out περιλαμβάνει μερικές από τις πιο διαπεραστικές, επίπονες λήψεις υποκειμενικής οπτικής του πρόσφατου σινεμά. Όταν ο Κρις καταφθάνει στο σπίτι των Άρμιταζ στη θέση του συνοδηγού στο αυτοκίνητο της Ρόουζ, κοιτάζει έξω από το παράθυρο και βλέπει τον Γουώλτερ, τον Μαύρο επιστάτη, να δουλεύει– βλέπει την Τζορτζίνα, την Μαύρη οικιακή βοηθό, να σερβίρει την οικογένεια στο τραπέζι του κήπου και την βλέπει, αργότερα, μέσα από τον φακό μιας κάμερας». Πράγματι, όταν κατά τη διάρκεια της ταινίας απορούμε πώς είναι δυνατόν να μην μοιράζεται κανείς αυτό το «κάτι δεν πάει καλά» συναίσθημα, είναι επειδή έχουμε μπει στον κόσμο του φιλμ (και των Άρμιταζ) μέσα από τα μάτια του Κρις.

ΑΛΛΑΖΕΙ ΠΟΤΕ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΤΡΟΜΑΖΕΙ;

Ο Τζέισον Μπλουμ με το βραβείο για το σύνολο της καριέρας του στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο τον Αύγουστο του '22. © Locarno Film Festival / Ti-Press / Marco Abram

Ο Μπλουμ βλέπει κάτι από τη διαχρονικότητα του τρόμου στην κατασκευή και στη ροή αυτής της ταινίας: «Υπάρχει μια διαρκής παρανόηση για το τι τρομάζει το κοινό. Ειδικά ανάμεσα σε παραγωγούς που δεν τους αρέσει το σινεμά τρόμου. Αυτό που κάνει τα πράγματα αξιομνημόνευτα είναι ό,τι συμβαίνει πριν το τρόμαγμα, που είναι η αφήγηση και οι ερμηνείες και το τι συμβαίνει», μου λέει καθώς συζητάμε για το αν στο πέρασμα των χρόνων αλλάζει αυτό που μας τρομάζει.

«Σκέψου την Άλισον Γουίλιαμς και τον Ντάνιελ Καλούγια στο Get Out, που μιλάνε για το ότι θα πάνε ώστε να επισκεφθεί πρώτη φορά την οικογένειά της, είναι Μαύρος, είναι λευκή, και θα είναι περίεργο επειδή είναι mixed ζευγάρι… Σκέφτεσαι όλα αυτά και ξαφνικά ένα ελάφι χτυπάει το αυτοκίνητο και πηδάς από τη θέση σου. Δεν τρομάζεις όμως επειδή ένα ελάφι χτύπησε το αμάξι, αλλά επειδή η συζήτηση αυτή σε είχε κάνει να ξεχάσεις ότι έβλεπες ταινία, είσαι πια εμπλεκόμενος σε αυτό που συμβαίνει. Κι αυτό είναι που κάνει τα τρομάγματα να λειτουργούν, κι αυτό είναι ίδιο όσο καιρό κάνω αυτή τη δουλειά».

Ο Μπλουμ μιλά για κάτι το πρωτογενές μέσα μας, που συνδέεται με τη βαρύτητα της αφήγησης, κι ο Πιλ το μετουσιώνει σε διεισδυτική ματιά. Η αλήθεια του ανθρώπου πίσω από την κάμερα δρα, ουσιαστικά, ανανεωτικά ως προς το είδος. «Ως φαν των ταινιών τρόμου ήξερα πως όλες οι κλασικές ταινίες του είδες είναι προεκτάσεις κάποιου πολύ αληθινού τρόμου, κάποιου συνόλων πολύ αληθινών φόβων. Και ο ρατσισμός είναι κάτι που με τρομάζει. Είναι ένα ελάττωμα της ανθρωπότητας, ένα ελάττωμα της κοινωνίας», μου εξηγεί το ‘17 ο σκηνοθέτης.

«Ο λόγος που δεν έχουμε πολλές ταινίες που μιλούν για το ρατσισμό είναι ότι δεν έχουμε βοηθήσει να αναπτυχθούν πολλοί Μαύροι σκηνοθέτες. Το συστημικό ζήτημα με την έλλειψη εκπροσώπησης σημαίνει πως ένας νεαρός Μαύρος σκηνοθέτης δεν ξέρει πώς να κάνει αρκετά μεγάλα όνειρα. Εγώ πάντα ήθελα να γίνω σκηνοθέτης, αλλά ποτέ δεν πίστεψα πως αυτή η ταινία θα γυριζόταν», ομολογεί.

Άρα συζητάμε πλέον για ένα φιλμ το οποίο όχι μόνο παίρνει ετερόκλητες κινηματογραφικές αναφορές εκτοξεύοντάς τες προς το μέλλον, αλλά και το κάνει με προσήλωση απέναντι στην κοινωνική τους επέκταση. Του τώρα, του «συμβαίνει εκεί έξω κάτω από τις μύτες μας», όχι την πολιτική των προφανώς στόχων.

Στο Λοκάρνο ο Τζέισον Μπλουμ μου εξηγεί πως «δεν κάνουμε σινεμά αποκλειστικά με πολιτικό μήνυμα ή μοτίβα, αλλά κάνουμε πολλές τέτοιες ταινίες. Και νομίζω οι ταινίες είναι σπουδαίος τρόπος… δεν ξέρω αν θα αλλάξεις τη γνώμη κανενός, αλλά το να κάνεις κόσμο να σκεφτεί διάφορα ζητήματα και να μιλά για αυτά; Αυτό είναι το σπουδαίο στο πώς καταφέρνεις να λες ιστορίες που ενώνουν όλη την παγκόσμια κοινότητα».

«Ο ΤΖΟΡΝΤΑΝ ΠΙΛ ΕΚΑΝΕ ΤΟΝ ΤΡΟΜΟ MAINSTREAM»

Ο Τζόρνταν Πιλ τον Αύγουστο του '22. Chris Pizzello/Invision/AP

Το Get Out κυκλοφορεί στις αρχές του ‘17 και σύντομα ο Πιλ γίνεται ο πρώτος Μαύρος σκηνοθέτης του οποίου το ντεμπούτο ξεπερνά τα $100 εκατομμύρια στο αμερικάνικο box office. Αυτή η πρωτοφανής μίξη τόνου, επιρροών, προθέσεων, οπτικής, τόλμης και –τελικά– ειδών, καταφέρνει να γίνει η πιο πολύσυζητημένη ταινία της περιόδου, με εμπορική επιτυχία που συνδυάζεται με σπάνιας ευρύτητας viral αναγνώρισης. Για αυτή την απροσδιόριστη μέτρηση του «πόσο συζητιέται» κάτι, στην περίπτωση του Get Out δεν υπήρχε αμφιβολία καθώς η ταινία έγινε άμεσα σημείο αναφοράς.

Φτάνει τελικά μέχρι τα Όσκαρ, κερδίζοντας εκείνο του Σεναρίου– κάτι ακόμα πιο αξιοθαύμαστο δεδομένου του εξωφρενικού χαρακτήρα πολλών gags τρόμου, και της παλαβής κυριολεξίας με την οποία αντιμετωπίζεται η κεντρική αλληγορία του φιλμ. Μοιάζει με στιγμή συντριβής πολλών ταμπού, με στιγμή όπου ο δρόμος ανοίγει.

Για μεγάλη ποικιλομορφία στο είδος των ιστοριών που εξυπηρετεί το είδος του τρόμου, και στο ποιοι και ποιες λένε πλέον αυτές τις ιστορίες. Στο τι είναι αυτές οι ιστορίες, τι ήρωες παίρνουν πια τον λόγο στο mainstream σινεμά.

Για τον τρόμο που αντιμετωπίζεται πλέον με άλλο μάτι, από σκηνοθέτες νέους και παλιούς που επιχειρούν να χαράξουν εκεί τη διαδρομή τους σε ένα σινεμά που Έχει Κάτι Να Πει. Συχνότατα, οφείλουμε να τονίσουμε, με πολύ πιο προσποιητά και προκατασκευασμένα αποτελέσματα σε σχέση με το τόσο τολμηρό και άφοβο Get Out.

Ακόμα και για το ίδιο το σινεμά της μετα-Ομπάμα εποχής, γενικότερα. Μιας εποχής καθορισμένης από έργα εύκολης, σαφούς ανάγνωσης, με εμφανείς καλούς και με εμφανείς κακούς (συνήθως τραμπικές παραλλήλους) και αφηγηματική καθαρότητα. Το Get Out υποσκάπτει και ανατρέπει όλα τα παραπάνω, αποτελώντας μια πολύ πιο ενδιαφέρουσα ανάγνωση από το περισσότερο mainstream αμερικάνικο πολιτικό σινεμά που ακολούθησε.

«Στον Τζόρνταν Πιλ πρέπει να αποδοθεί η αναγέννηση του είδους», καταλήγει χωρίς να αφήνει περιθώρια αμφιβολίας και λάθους ο Μπλουμ. «Οι ταινίες τρόμου ήταν μέχρι πρόσφατα πιο γκετοποιημένες, τώρα είναι στο επίκεντρο. Πάντα πίστευα πως αν το Get Out προτεινόταν σήμερα για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας θα κέρδιζε. Δεν κέρδισε τότε γιατί ήταν ταινία τρόμου κι ακόμα οι περισσότεροι έλεγαν “α, είναι μια ταινία τρόμου” και την απέρριπταν, και νομίζω πως σήμερα ο κόσμος απορρίπτει λιγότερο τον τρόμο».

Όχι όμως μόνο ο κόσμος, κι εκεί τελικά συναντάμε την σημαντικότερη ένδειξη της όλης επίδρασης: «Εννοώ και την Ακαδημία, και τους θεατές, αλλά και τους ίδιους τους σκηνοθέτες. Κάθε λογής σκηνοθέτης που δεν θα είχε κάνει ταινία τρόμου, μετά το Get Out μπορεί να σκέφτεται πως είναι ενδιαφέρον, ίσως υπάρχει κάτι εδώ», τονίζει ο παραγωγός. «Αυτό που μοιάζει ελκυστικό στους σκηνοθέτες είναι πως όταν έχουν κάτι να πουν, ο τρόμος είναι σπουδαίο όχημα. Είδαν τον Τζόρνταν να το κάνει τρομερά αποτελεσματικά και νομίζω περισσότεροι το επιχειρούν τώρα. Το αποδίδω αυτό στον Τζόρνταν. Έκανε τον τρόμο mainstream».

*Η νέα ταινία του Τζόρνταν Πιλ, Ούτε Καν (Nope) προβάλλεται στις αίθουσες από την Tulip.

*Ευχαριστούμε το Φεστιβάλ του Λοκάρνο για την φιλοξενία.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα