JOEL SAGET/AFP

ΚΩΣΤΑΣ ΓΑΒΡΑΣ: “ΣΤΟ Ζ ΗΤΑΝ ΣΑ ΝΑ ΓΡΑΦΟΥΜΕ ΣΕ ΕΝΑ ΤΟΙΧΟ, ΚΑΤΩ Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ”

Σε μια μεγάλη αποκλειστική συνέντευξη, ο θρυλικός σκηνοθέτης μας μιλά για την καριέρα του λίγο πριν τιμηθεί για το σύνολο του έργου του.

«Αρνούμαι τελείως αυτό που λέτε όλοι σας, “κινηματογράφος πολιτικός”. Δεν ξέρω τι πάει να πει αυτό, δεν ξέρω τι έννοια έχει», μου λέει ο Κώστας Γαβράς με μια φοβερά ευγενική χροιά στη φωνή του αλλά και με μια απόλυτη σιγουριά. «Όλος ο κινηματογράφος είναι πολιτικός».

Είναι μια πολύ σημαντική τοποθέτηση ειδικά όταν έρχεται από έναν δημιουργό όχι μόνο τόσο σπουδαίο όσο αυτός, αλλά και του οποίου το σινεμά υπήρξε πάντοτε συνώνυμο με την πολιτική, τόσο σε επίπεδο φιλοσοφικό ή κοινωνικό, αλλά και θεματικό. Στο έργο του ασχολείται με την κάθε λογής εξουσία, με παρεμβατικές πολιτικές, με αντίσταση σε καθεστώτα, με τη σχέση βίας, ηθικής και εξουσίας.

Αλλά πάνω από όλα, κι αυτό είναι κάτι που το πιστεύει κι ο ίδιος ακράδαντα, είναι ένας σκηνοθέτης θεαμάτων. Σινεμά θεάματος και σασπένς, σινεμά που οδηγεί τον θεατή σε καθηλωτικές διαδρομές γεμάτες αδιέξοδα και αγωνία– σινεμά που, πρωτίστως ως θεάμα, αντιδρά πολιτικά στην ίδια την κοινωνία, στους ανθρώπους, στις συνθήκες ενός κόσμου που βρίσκεται σε μια διαρκή, συχνά βίαιη, κατάσταση αλλαγής.

Ο Κώστας Γαβράς με το τιμητικό βραβείο για το σύνολο της καριέρας του στο Λοκάρνο, τον Αύγουστο του '22. Locarno Film Festival / Ti-Press / Marco Abram

Όπως λέει για αυτόν κι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ του Λοκάρνο, ο κριτικός Τζιόνα Νατσάρο, «έχει ερευνήσει εκτενώς την ιστορία του 20ού αιώνα, χωρίς ποτέ να τυφλώνεται από ιδεολογίες. Παρότι θεωρείται “πολιτικός δημιουργός”, ο Κώστας Γαβράς είναι πρωτίστως ένας σπουδαίος auteur, προικισμένος με μια αξιοσημείωτη αίσθηση φόρμας και στυλ». Πώς εντοπίζουμε λοιπόν αυτή τη σύνδεση φόρμας και (πολιτικού) περιεχομένου στο σινεμά του Γαβρά;

Το Λοκάρνο φέτος αποφάσισε να τιμήσει τον έλληνα σκηνοθέτη με ένα βραβείο για το σύνολο του έργου του, προβάλλοντας συνοδευτικά δύο από τις λιγότερες γνωστές ταινίες του: το ντεμπούτο του, Διαμέρισμα Δολοφόνων (1965), και το Shock Troops (1967). Η συνέχεια υπήρξε πολύ περισσότερο γνωστή, από το εμβληματικό Ζ μέχρι τον Χρυσό Φοίνικα του Αγνοούμενου, κι ένα σύνολο έργου που υπήρξε καθοριστικό για την εξέλιξη του, πώς να το πούμε, πολιτικά αφοσιωμένου, θεαματικού σινεμά.

Με αφορμή αυτή την τιμητική βράβευση στο ελβετικό Φεστιβάλ, μιλήσαμε με τον σπουδαίο σκηνοθέτη για το σύνολο της καριέρας του, για τη δημιουργία του Ζ, για τη σχέση του με τον Ιβ Μοντάν και τη Σιμόν Σινιορέ, για την άρνησή του να μετακομίσει στην Αμερική για να κάνει καριέρα στο Χόλιγουντ και για την αντίληψη περί πολιτικής και θεάματος από το τότε μέχρι το σήμερα.

ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ ΔΟΛΟΦΟΝΩΝ: ΜΙΑ «ΤΡΟΜΑΚΤΙΚΑ ΕΥΚΟΛΗ» ΑΡΧΗ

Compartiment tueurs (1965) PECF/Collection Christophel/AFP


Ο Γαβράς ύστερα από περισσότερο από μια δεκαετία στη Γαλλία, κι έχοντας ήδη δουλέψει ως βοηθός δίπλα σε σημαντικούς σκηνοθέτες όπως οι Ρενέ Κλερ, Ρενέ Κλεμάν, Ζακ Ντεμί, καταφέρνει το 1965 να σκηνοθετήσει την πρώτη του ταινία. Το Διαμέρισμα Δολοφόνων (Sleeping Car Murders / Compartiment tueurs) είναι ένα whodunnit σε ένα τρένο από τη Μασσαλία προς το Παρίσι, με πρωταγωνιστές τους Ιβ Μοντάν, Ζαν Λουί Τρεντινιάν και Σιμόν Σινιορέ. Ήδη από το πρώτο του φιλμ ο Γαβράς επιδεικνύει ένα εντυπωσιακό έλεγχο φόρμας και σασπένς και η συμμετοχή μεγάλων ονομάτων υπογραμμίζει ακόμα περισσότερο την άφιξη ενός σημαντικού ταλέντου.

«Μπορώ να πω πως η καριέρα μου άρχισε τρομακτικά εύκολα. Στην περίπτωση της ταινίας Διαμέρισμα Δολοφόνων, έκανα αυτό το σενάριο χωρίς να γνωρίζω τον συγγραφέα του βιβλίου, κάπως σαν εξάσκηση, σε συνέχεια της δουλειάς που έκανα σαν βοηθός σκηνοθέτη και στην σχολή. Με ένα τρόπο περίεργο έπεσε στα χέρια των ηθοποιών, ιδίως του Ιβ Μοντάν και της Σιμόν Σινιορέ, που θέλανε να κάνουν το φιλμ. Όλα γίναν εύκολα ύστερα.

Θυμάμαι είχα γράψει το σενάριο με το χέρι, και το έδωσα σε μια γραμματέα να το χτυπήσει στη μηχανή, κι εκείνη το έδωσε στον διευθυντή των Studios de Boulogne που ήταν και παραγωγός, κι ο οποίος μου είπε να κάνουμε αυτό το φιλμ. Άρχισε έτσι μια σειρά γεγονότων που δεν την περίμενα καθόλου, η οποία με ανησυχούσε– γι’αυτό λέω για «τρομακτική ευκολία», γιατί έκανα ένα φιλμ που με ενδιέφερε, που ήξερα πώς να το κάνω καλά τεχνικά, που με ενδιέφερε σαν θέαμα. Από την άλλη με ανησυχούσε πολύ γιατί δεν ήταν ακριβώς εκείνο που σκεπτόμουν να κάνω από πάντα.

Επιπλέον υπήρχε ο φόβος πως αν κάνεις ένα τέτοιο φιλμ, με διάσημους ηθοποιούς, και δεν πετύχει, αν δεν είναι καλό, θα ήταν καταστροφή για κάποιον που μόλις αρχίζει. Ευτυχώς πέτυχε, και ήρθε η συνέχεια.

Δεν το αρνούμαι αυτό το φιλμ, με ενδιαφέρει πάρα πολύ, ήταν ευκαιρία για μένα να δείξω τι μπορούσα να κάνω σαν σκηνοθέτης. Με την έννοια του να βάλω επί σκηνής ηθοποιούς, να τους κάνω εικόνα μπροστά στην κάμερα. Αυτή η σχέση με ενδιαφέρει, κι από αυτή την άποψη το φιλμ είναι πετυχημένο».

Ο ΙΒ ΜΟΝΤΑΝ, Η ΣΙΜΟΝ ΣΙΝΙΟΡΕ ΚΙ Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ

Ο Κώστας Γαβράς στο Παρίσι, το 1985. AP Photo/Chaumeil


Ένα σημαντικό κεφάλαιο της πορείας του Γαβρά αφορά τη σχέση του με ηθοποιούς σαν τον Μοντάν και την Σινιορέ. Ο Μοντάν υπήρξε βασικός του πρωταγωνιστής για μια σειρά από σημαντικά φιλμ όπως η Ομολογία και η Κατάσταση Πολιορκίας και η Σινιορέ εκτός από πρωατωνίστρια στο πρώτο του φιλμ (αλλά και στην Ομολογία) έπαιξε το δικό της ρόλο στο να στραφεί το ενδιαφέρον προς το Ζ.

«Γνώρισα τον Ιβ Μοντάν και τη Σιμόν Σινιορέ μέσω του Ρενέ Κλεμάν, που ήμουν τότε βοηθός του [σσ. στην ταινία Le jour et l’heure]. Μου είχε ζητήσει να ασχοληθώ με τα προβλήματα που μπορεί να αντιμετωπίζει η Σιμόν. Εκείνο που μας είχε φέρει κοντά ήταν ότι η Σιμόν ενδιαφερόταν πολύ για τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο. Είχε ήδη μάθει πολλά πράγματα από τον Κώστα Αξελό που ήταν φίλος της και της είχε εξηγήσει πολιτικά και θεωρητικά τι ήταν ο κομμουνισμός στην Ελλάδα, τι ήταν ο εμφύλιος, κλπ. Τελείως φιλοσοφικά και πολιτικά.

Μια μέρα μου ζήτησε να της εξηγήσω πώς ήταν αυτά στην καθημερινή ζωή. Της μίλησα για τον πατέρα μου που είχε προβλήματα, επειδή ήταν στο ΕΑΜ και ήταν αντιβασιλικός. Την ενδιέφερε πολύ να μάθει για την καθημερινότητα στην Ελλάδα κι έτσι πλησιάσαμε πολύ μεταξύ μας. Ήμουν βοηθός σκηνοθέτη τότε, αλλά θυμάμαι μου ζήτησαν να πάω στην εξοχή μαζί τους, μαζί με κάτι άλλους φίλους που είχαν καλέσει. Κάναμε ομάδες για βόλεϊ-μπολ, και άλλα τέτοια πράγματα. Ήρθαμε πολύ κοντά ύστερα από εκείνη τη δουλειά, καθαρά φιλικά. Εγώ ήμουν πολύ πιο νέος από αυτούς. Ακολούθησε κι ο Μοντάν σε αυτή τη σχέση κι έτσι φτάσαμε στο να κάνω το πρώτο μου φιλμ μαζί τους. Για πρώτη φορά παίζαν κι οι δύο σε ένα φιλμ.

Εκείνο φυσικά που μας έφερε πολύ πιο κοντά ήταν το Ζ. Ο Μοντάν δέχτηκε να κάνει ένα μικρό στο φιλμ, σε μια διάρκεια 2 ωρών ο Μοντάν παίζει 7-8 λεπτά μόνο. Η επιτυχία του φιλμ σε Γαλλία, στο εξωτερικό, στην Αμερική, μας έφερε όλους ακόμα πιο κοντά. Και με την Ομολογία γίναμε πια τελείως φίλοι».

Ζ: «ΗΤΑΝ ΣΑ ΝΑ ΓΡΑΦΟΥΜΕ ΣΕ ΕΝΑ ΤΟΙΧΟ “ΚΑΤΩ Η ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ”»

Z (1969) ALAMY/VISUALHELLAS.GR


Η επιτυχία των πρώτων ταινιών του, η καλή του δημιουργική σχέση με ονόματα σαν τον Τρεντινιάν και τον Μοντάν, και φυσικά το συνεχιζόμενο ενδιαφέρον για την κατάσταση στην Ελλάδα, φέρνει τον Γαβρά μπροστά στην ανάπτυξη αυτού που έμελλε να γίνει το καθοριστικό φιλμ της καριέρας του– και ενός ολόκληρου κινηματογραφικού είδους.

«Όταν ετοιμάζαμε το Ζ υπήρχαν δύο πράγματα αρνητικά. Καταρχήν η ίδια ιστορία. Όπως μου λέγανε τότε, είναι ένας έλληνας βουλευτής στην άλλη άκρη του κόσμου που σκοτώνεται, ποιον μπορεί να ενδιαφέρει. Αυτό ως προς το περιεχόμενο. Μετά, δεν είχε κεντρικό σταρ. Μεγάλοι ηθοποιοί δέχτηκαν να παίξουν, είχαν ένα μικρό ρόλο, έρχονταν και μετά εξαφανίζονταν. Δεν είχε γυναίκα, δεν είχε ιστορία αγάπης, δεν είχε έναν κεντρικό χαρακτήρα που ακολουθεί όλο το έργο.

Κι επιπλέον δεν έμοιαζε σε κανένα άλλο φιλμ εκείνη την εποχή που είχε σουξέ. Γιατί όπως θα ξέρετε, τα φιλμ γεννιούνται πολλές φορές επειδή υπάρχει ένα άλλο φιλμ εκείνη την εποχή που δείχνει προς την επιτυχία. Δεν υπήρχε κανένα τέτοιο φιλμ εκείνη την εποχή. Ήταν όλα λοιπόν αρνητικά. Κι η σκέψη που μπορεί λοιπόν να κάνει κανείς, ύστερα από το φιλμ και την επιτυχία του, είναι ότι το κοινό καμιά φορά μας εκπλήσσει, γιατί παίρνει δρόμους που δεν τους περιμένουμε.

Ακολούθησα σκηνοθέτες που με ενδιέφεραν πολύ τότε, ιδίως τον Ζακ Ντεμί, η τεχνική του με ενδιέφερε πάρα πολύ, ο τρόπος που συμπεριφερόταν με τους ηθοποιούς. Κι επίσης με ενδιέφερε η τεχνική του Κλεμάν. Η τεχνική όμως αλλάζει συνεχώς και εξαρτάται από το θέμα. Όταν άρχισα να σκέφτομαι πώς να γυρίσω το Ζ, οδηγήθηκα μπροστά σε κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που είχα κάνει πριν κι αυτό που ήξερα. Διάλεξα να διαβώ έναν άλλο δρόμο… ούτε ξέρω ακριβώς πώς τον διάλεξα. Αλλά ήρθε αυτόματα νομίζω. Γιατί πάντα πιστεύω ότι κάθε ιστορία, κάθε σενάριο επιβάλλει τον δικό του τρόπο να γυριστεί η ταινία.

Αυτό που έλεγα στους ηθοποιούς κάθε φορά για να τους εξηγήσω πώς θέλω να συμπεριφερθούν, είναι «σα να γράφουμε πάνω σε ένα τοίχο, Κάτω Η Δικτατορία». Με αυτή την έννοια, του ότι κάνουμε κάνουμε κάτι απαγορευμένο, με αυτό το πάθος πρέπει να δημιουργούμε συνεχώς. Κι εγώ κάπως έτσι ξεκίνησα το φιλμ. Με ένα μοντάζ γρήγορο, γιατί χρειάζεται μια γραφή γρήγορη χωρίς να σκέφτεται κανένας αισθητικές λύσεις. Μια ταχύτητα. Και το εφαρμόσαμε όλοι μας. Κι οι ηθοποιοί. Ο Τρεντινιάν μου είπε πως θα το κάνει χωρίς να πληρωθεί. Έτσι γεννήθηκε αυτό το φιλμ, με μια διαδικασία που δεν είχαν άλλα φιλμ, τα οποία έγιναν με διαφορετικό τρόπο όσο αφορά την κινηματογραφική δομή αλλά και τα γυρίσματα».

Ο Κώστας Γαβράς στην 75η επέτειο του Φεστιβάλ Καννών, τον Μάιο του 2022. Joel C Ryan/Invision/AP

Η ταινία κυκλοφορεί το 1969 και σταδιακά κερδίζει την προσοχή κοινού και φιλμικού κόσμου, φτάνοντας μέχρι και τα Όσκαρ όπου γίνεται η πρώτη μη αγγλόφωνη ταινία που προτείνεται για το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Κι αν, όπως λέει ο Γαβράς, πρόκειται για ένα φιλμ που δεν έμοιαζε με κάτι που ήδη υπήρχε εκεί έξω, στη συνέχεια επηρεάζει μια πλειάδα δημιουργών, από τον Φρίντκιν μέχρι τον Σόντερμπεργκ, ακόμα και νεότερους σκηνοθέτες σαν τον Αντρέας Φοντάνα του εξαιρετικού “Αζόρ”. Σημειώνω στον Γαβρά πως την επίδραση του Ζ τη συναντάμε ουσιαστικά ακόμα και στον τρόπο που δομούνται τις επόμενες δεκαετίες μέχρι και τα τηλεοπτικά αστυνομικά procedurals. «Είναι μια παρατήρηση που με ενδιαφέρει πολύ, δεν το είχα πολυσκεφτεί και νομίζω πως έχετε δίκιο», μου λέει, πριν εξηγήσει το πώς αντιλαμβάνεται ο ίδιος την αποδοχή του φιλμ.

«Ουσιαστικά έμεινα κατάπληκτος από την επιτυχία της ταινίας. Είχε αρχίσει πολύ άσχημα. Τις δύο πρώτες βδομάδες η ταινία έπαιζε σε κινηματογράφους σχεδόν άδειους. Πρώτη φορά θυμάμαι έμεινα κατάπληκτος όταν ο ιδιοκτήτης ενός κινηματογράφου στο Σανς Ελιζέ μου τηλεφώνησε και μου είπε ότι δεν έχει πολύ κόσμο μέσα, αλλά μένουν όλοι ως το τέλος και χειροκροτάνε. Το τι έγινε ύστερα δεν το περιμέναμε καθόλου. Ήρθε μια πιο μεγάλη απήχηση κι ένα ενδιαφέρον που δεν το περιμέναμε. Μας είχαν απογοητεύσει όλοι, οι συμπαραγωγοί, οι διανομείς… αλλά το ότι δεν σκεφτήκαμε ποτέ ότι θα κάνουμε μια μεγάλη επιτυχία όπως αυτή που έγινε, ήταν κάτι πολύ θετικό νομίζω.

Ακούω μέχρι σήμερα ότι πολλοί άνθρωποι βλέπουν το Ζ και ενώ δεν είναι υποχρεωμένοι να μιλήσουν, μου λένε ότι η ταινία δεν έχει αλλάξει καθόλου, μένει νέα. Νομίζω πως, αν αυτό είναι αλήθεια και δεν είναι απλώς ένα κοπλιμέντο, έχει πολύ να κάνει με το περιεχόμενο της ταινίας. Διότι είναι ένας δικαστής που κάνει σωστά τη δουλειά του, που στην κοινωνία μας σήμερα φαίνεται ως κάτι το καταπληκτικό. [γελάμε] Ένας άνθρωπος που κάνει θετικά τη δουλειά του, με κίνδυνο να χάσει το μέλλον του. Αυτό είναι το ουσιαστικό θέμα του Ζ, που ενδιαφέρει πολλούς ανθρώπους.

Κι ύστερα είναι το θεαματικό κομμάτι. Όπως σας έλεγα, αυτό που με ενδιαφέρει είναι το θέαμα. Κάνουμε θεάματα. Δεν πρόκειται να κάνουμε λόγους πολιτικούς, ακαδημαϊκούς, φιλοσοφικούς πάνω σε ένα θέμα. Είναι ένα θέαμα. Και το θέαμα βρίσκει τους θεατές του. Ή μερικές φορές δεν τους βρίσκει καθόλου [γελάει] κι είναι κι αυτό τροφή για σκέψη. Αυτή τη φορά όμως τους βρήκε».

ΣΙΝΕΜΑ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΙΝΕΜΑ ΘΕΑΜΑΤΙΚΟ

JOEL SAGET/AFP JOEL SAGET/AFP


Με αφορμή την κατηγοριοποίηση του «πολιτικού σινεμά» και αυτή την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σχέση ανάμεσα στο πολιτικό περιεχόμενο και το κινηματογραφικό θέαμα, ο Γαβράς έχει πολλές σκέψεις να προσφέρει. Ορμώμενος από το Ζ αλλά και λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο πια του έργου του.

«Όπως έλεγε ο Ρολάν Μπαρτ, όλα τα φιλμ είναι πολιτικά και όλα τα φιλμ μπορούν να αναλυθούν πολιτικώς. Εγώ νομίζω κάνω θέαμα, και νομίζω το θέαμα όπως όλα τα σπουδαία φιλμ που έχουμε δει ως τώρα πρέπει να έχουν περιεχόμενο, να έχουν κάποια σημασία και ουσιαστικά να μιλάνε για την κοινωνία.

Εμένα με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι, όλα μου τα φιλμ είναι για τον τρόπο που άνθρωποι φέρονται στους άλλους ανθρώπους. Η εξουσία που έχουν. Πώς την χρησιμοποιούν. Δε μιλώ για εξουσία πολιτική, αλλά γενική. Όλοι μας έχουμε εξουσία απέναντι σε κάποιους, είτε μικρή είτε μεγάλη, κι άλλοι έχουν σε εμάς. Κι αυτή η σχέση εξουσίας είναι που κάνει τη ζωή αυτό που είναι.

Δεν έχω εφεύρει τίποτα, οι αρχαίοι Έλληνες το σύστησαν αυτό, με το θέατρό τους και κατ’επέκταση με τη φιλοσοφία. Το θέατρό τους, που επίσης ήταν τότε ένα θέαμα! Από τότε δεν σταματήσαμε ποτέ να κάνουμε θεάματα. Και τα πιο ενδιαφέρονται θεάματα που έχω γνωρίσει εγώ είναι εκείνα που καταπιάνονται με μεγάλες έννοιες, εκείνα που μιλάνε για τους ανθρώπους. Και την εξουσία που έχουν– καθένας από εμάς.

Εμένα εκείνο που με ενδιαφέρει είναι πώς η εξουσία, πολιτική εξουσία αυτή τη φορά, πώς άλλαξε τη ζωή των ανθρώπων. Ο δικαστής του Ζ για παράδειγμα, σαν άνθρωπος και δικαστής φέρθηκε κατά τη γνώμη μου τέλεια όσο αφορά τις υποχρεώσεις που είχε απέναντι στον κόσμο και στο επάγγελμά του. Τα προτάγματα του επαγγέλματός του τα υπηρέτησε ακριβώς όπως πρέπει. Αυτό με ενδιαφέρει πολύ, αυτή η αλήθεια. Κι υπάρχουν ίδια παράδειγμα και σε άλλα μου φιλμ. Εκείνο σε γενικές γραμμές που με ενδιαφέρει πολύ, είναι η αντίσταση απέναντι στην εξουσία. Στην αρνητική εξουσία. Αυτό είναι κάτι που με οδηγεί συχνά στο τι κάνω και στο ό,τι με ενδιαφέρει.

Μπορώ να σας πω επίσης, κατά κάποιο τρόπο υπήρχε μια αρνητική αντιμετώπιση εκείνη την εποχή απέναντι σε μερικά έργα. Θυμάμαι συμπαραγωγούς και αιθουσάρχες που λέγανε «μη μιλάτε για πολιτική, μη μιλάτε για πολιτική!» [γελάμε] Σήμερα ακούμε παντού, και σε κονσέρτα ακόμα που γίνονται, άνθρωποι να λένε πως πρόκειται για κάτι πολιτικό. Και έχουν δίκιο. Η σχέση μεταξύ των ανθρώπων και το θέαμα αυτό, φυσικά και έχει μια σχέση με την Πόλη. Όλα είναι πολιτικά, γενικά!

«ΗΤΑΝ ΕΤΟΙΜΟΙ ΝΑ ΜΕ ΔΕΧΤΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ»

Τζακ Λέμον, Σίσι Σπέισεκ και Κώστας Γαβράς στην πρεμιέρα του Αγνοούμενου στις Κάννες το 1982. AP Photo/Jean-Jacques Levy


Μετά την επιτυχία του Ζ, ο Γαβράς όπως είναι φυσικό συγκεντρώνει ενδιαφέρον από το Χόλιγουντ όμως ο ίδιος δεν βιάζεται καθόλου να κάνει αυτό το βήμα. Ανάμεσα σε άλλα, είναι γνωστό πως απορρίπτει ακόμα και τον Νονό, μιας και δεν ένιωθε πως είχε κάτι να δώσει στην συγκεκριμένη ιστορία. Αντ’αυτού, παραμένει στη Γαλλία ξεκινώντας τα ‘70s με δύο από τις σημαντικότερες ταινίες του, την Ομολογία και την Κατάσταση Πολιορκίας που προτείνονται για Χρυσή Σφαίρα, και το Special Section που κερδίζει βραβείο Σκηνοθεσίας στις Κάννες. Εν τέλει, βρίσκει το πρότζεκτ που τον ενδιέφερε στην Αμερική, αλλά με απολύτως δικούς του όρους.

«Όταν πήγα να παρουσιάσω το Ζ στην Αμερική έγινε κάτι άμεσο, υπήρχαν κατευθείαν προτάσεις. Ένας ατζέντης μου πρότεινε να κάνω ένα συμβόλαιο για 5 φιλμ και να εγκατασταθώ στην Αμερική, όλα αυτά που κάνουν συνήθως. Αυτό που τους ενδιαφέρει τους παραγωγούς είναι όταν εμφανίζεται κάποιος που κάνει κάτι διαφορετικό, να πάει και να το πετύχει και στην Αμερική. Δηλαδή κυρίως στην Αμερική! Ήταν έτοιμοι να με δεχτούν στην Αμερική να κάνω καριέρα.

Παρόλο που το Χόλιγουντ είναι η Μέκκα των σκηνοθετών, μιας και οι αμερικάνοι και το Χόλιγουντ είχαν από την αρχή ξένους δημιουργούς που τους καλούσαν εκεί να κάνουν καριέρα, και μερικοί έκαναν και καταπληκτικά φιλμ, εγώ απομακρύνθηκα. Γνώρισα έναν ατζέντη που με ενδιέφερε σαν άνθρωπος, μου είπε εγώ δεν σας ζητάω τίποτα, αν μου ζητούν να σας γνωρίσουν, αν μου στέλνουν κάποιο σενάριο, να τα στέλνω; Θέλετε; Και του λέω, εγώ δεν θέλω να έχω δεκάδες σενάρια. Αν βρίσκετε κάτι που μπορεί να με ενδιαφέρει να μου το στέλνετε, αλλιώς δεν θέλω να το ακούσω.

Κι έτσι, χρόνια ύστερα, έγινε το πρώτο μου φιλμ στην Αμερική, ο Αγνοούμενος. Κι αυτό δεν έγινε καν στην Αμερική δηλαδή, γιατί εγώ δεν την γνώριζα την Αμερική. Έγινε κυρίως έξω.

Εγώ ένιωθα και πάντα νιώθω καλύτερα στη Γαλλία από την Αμερική, που το ξέρουμε όλοι, είναι ένα μέρος πολύ δύσκολο για τους σκηνοθέτες. Είσαι θεός για λίγο καιρό, πετυχαίνει ένα φιλμ, κι ένα άλλο, αλλά όταν ύστερα αρχίζει κάτι να μην πετυχαίνει ο σκηνοθέτης χάνεται, πολύ γρήγορα. Είναι η φύση του Χόλιγουντ. Δεν είναι καθόλου αρνητική, έχουν γίνει καταπληκτικά έργα από την αρχή με αυτό τον τρόπο. Μπορεί να επιζήσει κανείς σε αυτό το σύστημα. Αλλά εγώ δεν ένιωθα ότι μπορούσα να ζήσω σε αυτό το χώρο, να εγκατασταθώ εκεί πέρα. Και ζήτησα σε όλα τα φιλμ που έκανα στην Αμερική να μην εγκατασταθώ εκεί. Μόνο τα γύριζα, και το post το έκανα μετά πάντα στη Γαλλία».

Ο ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΣ: «ΟΤΑΝ ΕΙΠΑ ΟΤΙ ΘΕΛΩ ΤΟΝ ΤΖΑΚ ΛΕΜΟΝ, ΔΕΝ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΑΝ ΚΑΘΟΛΟΥ ΤΙ ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΑΝΩ ΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΤΑΙΝΙΑ»

missing. (1982) ALAMY/VISUALHELLAS.GR


Το 1982 ο Κώστας Γαβράς σκηνοθετεί την πρώτη του ταινία για το Χόλιγουντ, την ιστορία της εξαφάνισης ενός αμερικάνου δημοσιογράφου στον απόηχο της εγκαθίδρυσης της δικτατορίας του Πινοσέτ στη Χιλή, με τη στήριξη των ΗΠΑ. Είναι μια ταινία που, όπως λέει κι ο ίδιος, δεν θα περίμενε κανείς από ένα χολιγουντιανό στούντιο, όμως εκεί φαίνεται στην πράξη πώς χρησιμοποίησε την δύναμη και το cache που είχε χτίσει όλα αυτά τα χρόνια. Το αποτέλεσμα είναι θριαμβευτικό, καθώς Ο Αγνοούμενος κερδίζει το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, τιμάται με Όσκαρ Σεναρίου και παραμένει μια από τις πιο πολιτικά θαρραλέες ταινίες που έχει γεννήσει το Χόλιγουντ. Ο Γαβράς θυμάται πώς δημιουργήθηκε το φιλμ με απολύτως δικούς του όρους.

«Όταν διάβασα το βιβλίο και το σενάριο που είχε γραφτεί ήδη, λέω πως το σενάριο αυτό δεν με ενδιαφέρει καθόλου. Εκείνο που με ενδιαφέρει είναι οι τελευταίες 70-80 σελίδες του βιβλίου, μια σχέση πατέρα με γιο σε μια κατάσταση δραματική, κατά την περίοδο Πινοσέτ. Εκείνο με ενδιέφερε κι έκανα μια πρώτη σύνοψη, 50-60 σελίδες, και λέω πως αν το δεχτείτε, χωρίς να έχουμε συμβόλαιο, χωρίς τίποτα, τότε κάνουμε το φιλμ. Αν όχι, τότε απλώς δεν το κάνουμε.

Η ταινία ήταν κάτι που κανείς δεν την περίμενε έτσι, και σίγουρα δεν την περίμεναν από ένα μεγάλο στούντιο σαν την Universal. Αυτό που κατάλαβα ήταν πως ναι μεν ήταν επιτυχία για το κοινό, αλλά ήταν επιτυχία κυρίως για τον πιο νέο κόσμο, για τους νέους στα πανεπιστήμια. Μου ζητούσαν να πάω σε πανεπιστήμια κι έβλεπα αληθινό ενθουσιασμό εκείνη την εποχή για το τι έλεγε η ταινία, και για τον χαρακτήρα της ταινίας που χάθηκε. Ήρθε η επιτυχία από ένα μέρος που δεν ήταν τόσο συνηθισμένο.

Μου πρότειναν για το ρόλο ηθοποιούς όπως ο Τζιν Χάκμαν, ηθοποιούς με δύναμη, που μπορούσαν να αντιμετωπίσουν την αδικία. Εμένα με ενδιέφερε ένας μικρός αμερικάνος, που δεν είχε καμία σχέση με αυτή τη δύναμη, ένας άνθρωπος καθημερινός. Τον Τζακ Λέμον τον είχα δει στην Γκαρσονιέρα, που λένε πως είναι κωμωδία, εγώ δε νομίζω πως είναι κωμωδία, είναι τραγωδία και την είχε παίξει κι ο ίδιος σαν τραγωδία. Μου άρεσε πολύ και σε 2-3 άλλες ταινίες, αλλά ουσιαστικά ήταν η Γκαρσονιέρα [ο λόγος που τον ήθελα].

Όταν είπα στην εταιρεία ότι θέλω τον Τζακ Λέμον, δεν καταλάβαιναν καθόλου τι θέλω να κάνω με αυτή την ταινία. Χρειάστηκε να επιμείνω πάρα πολύ και χάρη στον παραγωγό Εντ Λούις που τους έπεισε κι εκείνος. Ζούμε λίγο μέσα σε σχήματα. Και τους ηθοποιούς τους έχουν σε ένα μικρό τετράγωνο και δεν τους επιτρέπουν να βγουν από τη θέση τους γιατί θέλουν να είναι σίγουροι πως θα κάνουν τη συγκεκριμένη δουλειά. Το βλέπουν ως μεγάλο κίνδυνο να τους βάλουν σε άλλη θέση».

ΤΟ ΣΤΙΓΜΑ ΤΗΣ ΠΡΟΔΟΣΙΑΣ: «ΟΛΟΙ ΜΟΥ ΛΕΓΑΝΕ, ΠΟΥ ΕΙΔΑΤΕ ΕΣΕΙΣ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΡΑΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ;»

Betrayed (1988) ALAMY/VISUALHELLAS.GR


Μετά τον Φοίνικα ο Γαβράς συνεχίζει να δημιουργεί αγωνιώδες, προσωποκεντρικό σινεμά με πάντοτε σαφές πολιτικό στίγμα, άλλοτε στην Ευρώπη κι άλλοτε στην Αμερική. Συνεχίζοντας με τις ταινίες του να προσεγγίζει άφοβα, ζητήματα όπως το παλαιστινιακό, την άνοδο του φασισμού, αλλά και τον ρόλο των media στο πολιτικό τοπίο. Δουλεύει με τον σεναριογράφο Τζο Έστερχαζ (Βασικό Ένστικτο) στις ταινίες Το Στίγμα της Προδοσίας (Betrayed) και στο Μουσικό Κουτί, το οποίο κερδίζει τη Χρυσή Άρκτο στο Βερολίνο. Θυμάται όμως ακόμα και πρότζεκτ που δεν προχώρησαν, ακριβώς επειδή δεν θα συνέβαιναν με τους δικούς του όρους.

«Δεν είχα ποτέ όρεξη να κάνω καριέρα στην Αμερική. Ήθελα να κάνω πότε-πότε ένα φιλμ στην Αμερική αν η ιστορία με ενδιέφερε πολύ ή μια συνεργασία που να έχει μεγάλη σχέση με την Αμερική, όπως το Στίγμα της Προδοσίας. Μια ταινία που έχει σχέση με τον ρατσισμό, σε σημείο που όταν δουλεύαμε το σενάριο, όλοι μου λέγανε, Πού είδατε εσείς αυτό το πράγμα στην Αμερική;

Είχαμε ταξιδέψει με τον σεναριογράφο τον Τζο Έστερχαζ παντού, κι είδαμε την άκρα δεξιά της Αμερικής, το τραμπισμό κατά μία έννοια, που ήταν παντού, και στις μεγάλες πόλεις. Χόλιγουντ δεν το βλέπαμε καθόλου αυτό. Εκεί λέγανε “α αυτοί είναι ρατσιστές, μικροχωριάτες που δεν έχουν καμία δύναμη”. Αποφάσισα πως θα προχωρούσαμε αν έβρισκα στην πραγματικότητα αυτή την αλήθεια για την οποία μου μιλούσε ο Έστερχαζ. Και γι’αυτό ταξιδέψαμε για ένα μήνα παντού στις μεγάλες αμερικάνικες επαρχίες.

Κανείς τότε δεν κατάλαβε πώς κάναμε μια ταινία τέτοια, σε μια εποχή που αυτά τα προβλήματα υποτίθεται δεν υπήρχαν πια. Και φυσικά τώρα, τόσο χρόνια ύστερα, όλα αυτά εκδηλώθηκαν πολύ άγρια. Θέλω να πω, άλλα πράγματα που συναντούσε κανείς στην Αμερική δεν με ενδιέφεραν και τόσο. Και ουσιαστικά δεν με ενδιέφερε να εγκατασταθώ μονίμως στην Αμερική. Με κανένα τρόπο.

Ένα πρότζεκτ που με ενδιέφερε να κάνω αλλά δεν έγινε ήταν όταν οι αμερικάνοι, δηλαδή ο Χάρι Σάλτσμαν, μου είχε πει να κάνω ένα μεγάλο γαλλικό βιβλίο, την Ανθρώπινη Μοίρα του Αντρέ Μαλρώ. Φυσικά στην πράξη δεν τους πολυενδιέφερε. Θέλαν τόσο πολύ να επέμβουν στο σενάριο που αποφασίσαμε να το παρατήσουμε. Οι αμερικάνοι ενδιαφέρονταν να αλλάξουν αρκετά το σενάριο, ήθελαν απλά να κάνουν το πρώτο φιλμ στην Κίνα. Αυτό τους ενδιέφερε περισσότερο από το περιεχόμενο».

«ΟΙ ΝΕΟΙ ΚΑΤΑΛΑΒΑΙΝΟΥΝ ΟΤΙ ΔΕ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΖΗΣΟΥΝ ΣΕ ΕΝΑ ΚΟΣΜΟ ΣΑΝ ΑΥΤΟΝ»

JOEL SAGET/AFP


Ο Γαβράς συνεχίζει για δεκαετίες να δημιουργεί ακόμα και μπαίνοντας στον 21ο αιώνα, από το βραβευμένο με Σεζάρ Αμήν (με τους Ούλριχ Τουκούρ και Ματιέ Κασοβίτς) μέχρι την τελευταία του ταινία, και πρώτη γυρισμένη στην Ελλάδα, το Ενήλικοι στο Δωμάτιο για το οποίο είχαμε μιλήσει στο Φεστιβάλ Βενετίας πριν λίγα χρόνια. «No», μου λέει γελώντας όταν ρωτάω αν βλέπει κάποιο άλλο φιλμ στο μέλλον. «Προτιμώ να μη μιλήσω γιατί δεν ξέρω αν θα τα βγάλω πέρα» λέει με έναν γλυκό, φύσει ευγενικό τόνο στη φωνή του. Όμως ξέρει πως το κλειδί για την επόμενη μέρα του κόσμου μας, βρίσκεται έτσι κι αλλιώς στα χέρια μιας νεότερης γενιάς, που ξέρει πως η παρούσα κατάσταση δεν είναι βιώσιμη.

«Ζούμε σε μια εποχή καταπληκτικά άσχημη. Συναντώ νέους, μιλώ μαζί τους και νιώθω πως δεν υπάρχει ελπίδα όπως είχε η δική μας γενιά για έναν καλύτερο κόσμο. Εδώ και 15-20 χρόνια αυτή η ελπίδα έχει εξατμιστεί τελείως κι οι άνθρωποι αναρωτιούνται πού πάνε. Κι έχει προστεθεί τα τελευταία χρόνια και το πρόβλημα της φύσης, της γης, της θάλασσας. Και ξαφνικά υπάρχει κι ένας τρομακτικό πόλεμος στη μέση της Ευρώπης. Είναι κάτι τρομακτικό το τι ζούμε σήμερα.

Το πιο απελπιστικό που μπορώ να πω είναι ότι δεν βλέπω να υπάρχουν λύσεις. Ευτυχώς κάτι που γεννιέται σιγά σιγά είναι ότι πολλοί νέοι καταλαβαίνουν ότι δεν μπορούν να ζήσουν σε έναν κόσμο σαν κι αυτόν. Κι όχι μόνο δε μπορούν να ζήσουν, αλλά κι ο ίδιος ο κόσμος δεν μπορεί να επιζήσει. Το πρόβλημα είναι τεράστιο κι αυτό αρχίζουν να το νιώθουν, αρχίζουν να αντιδρούν. Κι αυτό, μου φαίνεται σημαντικό».

Ο Κώστας Γαβράς θα λάβει τιμητική διάκριση για το σύνολο του έργου του στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, που διεξάγεται 3-13 Αυγούστου. Ευχαριστούμε το Φεστιβάλ του Λοκάρνο για τη φιλοξενία.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα