PAPADAKIS PRESS

ΤΟ PODCAST ΜΙΑΣ ΓΙΟΡΤΗΣ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΓΙΝΕ ΠΟΤΕ

"Χορέψετε-χορέψετε" μας παροτρύνει το πρώτο μιας σειράς με την υπογραφή του Διονύση Σαββόπουλου που χάρη στην Επιτροπή "Ελλάδα 2021" ανέλαβε να επιλέξει και να προλογίσει "200 χρόνια κομμάτια". Ποιόν αφορά όμως αυτό εκτός απ΄τον ίδιο τον Σαββόπουλο;

Αυτό το είδος ρετρό DJing από τον “παράταιρο της γιορτής, τον μουτρωμένο του πάρτυ” που αποσύρεται δίπλα στο πικάπ και επιλέγει τα βινύλια, διευθύνοντας έτσι τη μουσική υπόκρουση της γιορτής, βάσει του δικού του γούστου, των δικών του δημιουργικών “εμμονών”, των δικών του συνειρμών, το ξέρει καλά ο Διονύσης Σαββόπουλος.

Το κάνει χρόνια. Το έκανε στο “Ζήτω (ή Ζητώ;) το Ελληνικό Τραγούδι”. Στα μουσικά προγράμματά του. Σε ραδιοφωνικές εκπομπές. Στην τηλεόραση. Στο Ηρώδειο. Στο Μέγαρο Μουσικής. Το ξαναέκανε για την Επιτροπή “Ελλάδα 2021” για το πρώτο φιλόδοξο podcast απ΄όσα ανέλαβε να φτιάξει συγκεντρώνοντας με διαφορετικές αφορμές “200 χρόνια κομμάτια”. Το τωρινό, που αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα της Επιτροπής, ανήμερα Κυριακή του Πάσχα, είναι η 70λεπτη track list μιας πασχαλινής γιορτής σε σπίτια με μωσαϊκά, χωρίς ωστόσο να περιλαμβάνει αυτό το σχεδόν αυτονόητο σε τέτοιες περιστάσεις τραγούδι, αλλά με πολλά άλλα και κυρίως με πολύ σαφή τη σαββοπουλική σφραγίδα.

Φέρει ως υπότιτλο την παρότρυνση “Χορέψετε-χορέψετε”. Και, με συνεργάτες τον μουσικολόγο καθηγητή Λάμπρο Λιάβα, τον δημοσιογράφο, συλλέκτη και ερευνητή Γιώργο Κοντογιάννη και τον αειθαλή του “σύμμαχο”, φίλο και πρωτίστως ζωγράφο Αλέξη Κυριτσόπουλο που σχεδίασε το εικαστικό μέρος, ετοιμάστηκε κυρίως από τον Σαββόπουλο που επέλεξε τα τραγούδια, συνέθεσε τα συνοδευτικά κείμενα και αφηγείται τις μικρές του ιστορίες ως “γέφυρες” από τραγούδι σε τραγούδι.

Συνολικά συγκεντρώνονται και ακούγονται εκτός χρονολογικής σειράς, με κριτήριο τον συνειρμό του Σαββόπουλου κυρίως ή αν θέλετε τον άτακτο κατάλογο μιάς σπιτικής γιορτής που-όπως είπαμε-αλλάζει βινυλια ανάλογα με τη διάθεση, 22 τραγούδια. Τα 2 ακούγονται «υπαινικτικά»: το “Ας κρατησουν οι χοροί” δανείζει τα πρώτα του μέτρα εν είδει προλόγου και επιλόγου, στη χορωδιακή εκδοχή που είχε συνοδεύσει και το βίντεο κλιπ της Επιτροπής. Και το “Γαρύφαλλο στ΄αυτί” των Χατζιδάκι και Σακελλάριου που μετρά λιγότερο από 30 δευτερόλεπτα, καθώς, όπως διευκρινίζει ο Σαββόπουλος, “δεν εξασφαλίσαμε άδεια να το παίξουμε” (Είναι γνωστό ότι ο Γιώργος Θεοφανόπουλος δεν παραχωρεί εύκολα τα δικαιώματα του Χατζιδάκι). Η επιλογή των άλλων 20 τραγουδιών δεν έχουν άλλη λογική πέραν της σαββοπουλικής.

Γιατί υπάρχει π.χ. τραγούδι του Πορτοκάλογλου (“Τι λείπει-τι φταίει»με την Ελευθερία Αρβανιτάκη) ) αλλά κανένα του Ξαρχάκου; Γιατί ακούγονται δύο τραγούδια με την Αρβανιτάκη (το άλλο είναι το Δυνατά-Δυνατά των Αρα Ντινκτζιάν-Λ.Νικολακοπούλου) και δύο με τη Βιτάλη (“Πεντε Ελληνες στον Αδη” των Γ.Παπαιωαννου-Κ.Μανεση και “Τι τα θέλεις τα λεφτά” του Παπαϊωάννου και πάλι), αλλά κανένα με την Αλεξίου π.χ.;

Γιατί ακούγεται ο εμβληματικός “Ζορμπάς” του Μίκη αλλά όχι το απαραίτητο στα ελληνικά γλέντια “Ζεϊμπέκικο της Ευδοκίας” του Λοϊζου; Γιατί απουσιάζει εντελώς ο Τσιτσάνης απ΄αυτό το podcast; Και ο Βαμβακάρης; Και ο Ακης Πάνου; Και ο Καζαντζίδης ή ο Γαβαλάς; Γιατί από το ρεπερτόριο του Παπάζογλου με τη σφραγίδα του Ρασούλη επιλέγεται το πολύ προβλέψιμο “Πότε Βούδας-Πότε Κούδας” και όχι κάτι από την “Εκδίκηση της Γυφτιάς” που άλλαξε κάποτε τον ελληνικό μουσικό ρου; Γιατί παρόλο που από τον υποκειμενικό κατάλογο αυτής της επιλογής λείπουν δεκάδες αναφορές, συμπεριλαμβάνεται ένα του Σαββόπουλου από τα λιγότερο…σαββοπουλικά, το “Σου μιλώ και κοκκινίζεις”;

Δεν υπάρχει απάντηση άλλη εκτός από το ότι “διότι έτσι ήθελε ο Σαββόπουλος”. Και ήθελε ένα ρεπερτόριο είτε παραδοσιακό, είτε με έμπνευση από την παράδοση απ΄τη μια κι απ΄την άλλη απ΄το παλιό αστικό ή “ελαφρύ” τραγούδι. Ανατολή και Δύση. Το λέει άλλωστε..

Συνεπώς η πρώτη παρατήρηση είναι αυτή. Αυτό δεν είναι καν ένα…κάπως αντικειμενικό podcast για τα 200 χρόνια ελληνικό τραγούδι αφιερωμένο σε μία χορευτική ελληνική Πασχαλιά. Είναι μία λίστα συνειρμών και προτιμήσεων του Σαββόπουλου που άλλοτε ακούγεται να κάνει γενικά σχόλια όπως π.χ. για την απαραίτητη έννοια της “χαρμολύπης” στο ελληνικό γλέντι (“Ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος έλεγε πως δεν τελειώνει ένα ελληνικό γλέντι αν δεν αυλακωθούν από θλίψη ακόμα και τα πρόσωπα των βρεφών. Πράγματι. Οι Έλληνες κάνουν τον θάνατο μέρος της γιορτής”) ή να δίνει μια ωραιοποιημένη εκδοχή του ποιοι είμαστε (“Εδώ που γεννηθήκαμε αυτό μας έλαχε να διαχειριστούμε. Να πετύχουμε σύνθεση Ανατολής και Δύσης, παράδοσης και νεωτερικότητας, να βγάλουμε το καινούριο μέσα απ το παλιό. Μπορεί και να μη γίνεται. Αλλά όταν ακούω Τσιτσάνη, Χατζιδάκι και άλλους, λέω ‘μπορεί’. Η τραγουδισμένη μας ζωή, μας κρατάει τη γιορτή συνεχώς καινούρια”).

Άλλοτε απλώς ανασύρει απολύτως προσωπικές αναμνήσεις (΄’Κι άλλοτε τα Παρισια και τα Λονδίνα μας ξεσηκώνουν. Αυτό το αγαπούσε η μαμά και οι θείες. ‘Βαλε πιο δυνατά το ραδιόφωνο Διονυσακι’, έλεγαν”, αφηγείται ο ίδιος ως εισαγωγή στο “Ακόμα ένα ποτηράκι” με την Κακια Μενδρη). Κι αλλού, πιο σπάνια, βρίσκει εκείνη την αξιοθαύμαστη εικονοκλαστική σαββοπουλική μαεστρία (όπως π.χ. όταν για να δώσει εισαγωγή στο “Περασμένες μου αγάπες” του Χιώτη με τη Μαίρη Λίντα, απλά θυμάται ότανΤα ψιλικατζιδικα έβαζαν τηλέφωνο για το κοινό και για τις νάιλον κάλτσες ηλεκτρικό μηχάνημα μανταρίσματος για τους πόντους”).

Δεν λέω, απέραντα γοητευτικα είναι όλα αυτά. Κι ας είναι θραύσματα αναμνήσεων και προσωπικών σκέψεων και ενός υποκειμενισμού στη δημιουργική εμμονή του οποίου έχουμε θητεύσει τόσα χρόνια, σε αναρίθμητες περιστάσεις.

Τί σχέση έχει όμως αυτό με το ΄21;

Δεν υποβάλλει κάποιο προβληματισμό για την πορεία του ελληνικού τραγουδιού. Δεν κάνει ιστορικές ερωτήσεις. Αντίθετα δίνει ιστορικές απαντήσεις πολύ υποκειμενικές και ..ζαχαρωμενες (π.χ. “Είμαστε μια Ανατολή που θέλησε να γίνει Δύση αλλά χωρίς να χάσει την ψυχή της”). Είναι απλώς το αποτύπωμα μίας ακόμα σαββοπουλικής έμπνευσης με όλα τα αναγνωρίσιμα στοιχεία της. Την πεισματική εμμονή να βλέπει μόνο αισιόδοξα και φωτεινά απ΄το παράθυρό του στα βόρεια προάστεια τον κόσμο, την άρνηση εδώ και χρόνια να διαισθανθεί την ταλαιπωρία και τα βάσανα των ακροατών του τους οποίους συμβουλεύει συχνα-πυκνά και αρκετά αυστηρά, την μόνιμη παρότρυνση στη γιορτή, την επιστροφή στις αναμνήσεις, τις προσωπικές του προτιμήσεις.

Προορισμένο για όσους αγαπούν τον Σαββόπουλο και τις δημιουργικές του εμμονές είναι αυτό το podcast. Για όσους τον ξέρουν και τον συγχωρούν και τους συγχώρεσε. Συνομήλικοί του κυρίως που δεν έχουν τόση πρόσβαση σ΄αυτή την τεχνολογία. Οι μικρότεροι οι πιο εξοικειωμένοι με την έννοια και τη λειτουργία του podcast φοβάμαι ότι δεν θα το ακούσουν όλο αυτό. Έστω. Έκανε ο Σαββόπουλος το κέφι του και μπράβο του.

Όλα “τα podcasts”, διαβάζουμε άλλωστε, “είναι μια προσφορά της Επιτροπής ‘Ελλάδα 2021’. Η Επιτροπή δεν λαμβάνει κρατική χρηματοδότηση και τα έσοδά της προέρχονται αποκλειστικά από τις χορηγίες”. Συνεπώς αν πληρώνεται γι αυτά ο Σαββόπουλος (που σωστά θα πληρώνεται γιατί αυτή η διαδικασία έχει δουλειά), το κόστος καλύπτεται από το ταμείο της Επιτροπής. Της Επιτροπής, όμως, που έστησε μία γιορτή από την οποία υπάρχει μία μεγάλη απούσα: Η ίδια η γιορτή και το νόημά της.

Επί της ουσίας αυτό είναι και το βασικότερο πρόβλημα αυτού του podcast. Ότι φτιάχτηκε για μία γιορτή που ποτέ δεν έγινε. Γι’ ανθρώπους που έζησαν μήνες εσώκλειστοι με την αγωνία της οικονομικής επιβίωσης και την αντικειμενική και υποκειμενική αδυναμία να γλεντήσουν ξέφρενα, να πανηγυρίσουν χαρούμενα, να κουβεντιάσουν ελεύθερα και που τόσο καιρό τώρα υποδέχονται σχεδόν παθητικά πια σχεδόν μόνο θλιβερές ειδήσεις και δύσκολες προοπτικές. “Από το παράθυρο σου/πέρασε το καλοκαίρι/πέρασε κι η συννεφιά/πέρασε όλη μας η αγάπη/πέρασε όλη μας η πίκρα/πέρασε και η χαρά”, που έλεγε κι ο Καμπανέλλης στο αριστούργημα του Μίκη που δεν επέλεξε ο Σαββόπουλος.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα