Πώς η ‘δύσκολη’ συνάντηση Πούτιν – Ομπάμα θα επηρεάσει τη γεωπολιτική σκακιέρα;

Πώς η ‘δύσκολη’ συνάντηση Πούτιν – Ομπάμα θα επηρεάσει τη γεωπολιτική σκακιέρα;

Ο Διευθυντής Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, Κωνσταντίνος Φίλης, μιλά στο News247 για τη 'δύσκολη' συνάντηση του Αμερικανού προέδρου Μπάρακ Ομπάμα με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμιρ Πούτιν, δύο σχεδόν χρόνια μετά το 'πάγωμα' των επαφών τους λόγω της ουκρανικής κρίσης. Τα γεγονότα και η 'χιονοστιβάδα' προστριβών που προηγήθηκαν, το 'ψυχολογικό χάσμα' και το αντίπαλον δέος της τρομοκρατίας. Θα παραμερίσουν τις διαφορές τους για μια λύση στο Συριακό και πώς επηρεάζει η Κίνα;

Ο Αμερικανός πρόεδρος Μπάρακ Ομπάμα και ο Ρώσος ομόλογός του Βλαντιμιρ Πούτιν συναντώνται σήμερα στη Νέα Υόρκη, δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης στην Ουκρανία που κλόνισε τις σχέσεις τους και έκλεισε διαύλους επικοινωνίας. Πολλά μεσολάβησαν αυτό το διάστημα, συμπεριλαμβανομένης της κλιμάκωσης της κρίσης στη Συρία και της προέλασης των τζιχαντιστών, με τις διαφορές και τις διαφωνίες των δύο ηγετών να παραμένουν πολλές και πολυεπίπεδες. Τι θα συζητήσουν και πως θα συνεννοηθούν οι δύο πλευρές, που δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν ούτε για το ποιος από τους δύο ζήτησε πρώτος τη συνάντηση, με το επιτελείο του Ομπάμα να δείχνει Πούτιν και το επιτελείο του Πούτιν να δείχνει Ομπάμα;

Το News247 μίλησε με το Διευθυντή Ερευνών του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων, Κωνσταντίνο Φίλη, σχετικά με τα γεγονότα που οδήγησαν στο τετ α τετ των δύο ηγετών, τη σημασία και τα διακυβεύματα της συνάντησης, αλλά και το παιχνίδι των εντυπώσεων.

– H συνάντηση Πούτιν – Ομπάμα στο περιθώριο της ετήσιας Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη ανακοινώθηκε με αντικρουόμενες δηλώσεις από τις δύο πλευρές σχετικά με το ποιος από τους δυο ηγέτες πήρε την πρωτοβουλία να ζητήσει τη συνάντηση, αλλά και την ίδια την ατζέντα της συζήτησης. Τελικά, οι συνομιλίες αφορούν στη Συρία όπως διατείνεται το Κρεμλίνο ή στην Ουκρανία όπως υποστηρίζει η Ουάσινγκτον. Και τι εξυπηρετεί αυτό το παιχνίδι αντικρουόμενων δηλώσεων;

Από όταν ξέσπασε η κρίση στην Ουκρανία και εν συνεχεία με την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, οι σχέσεις Ουάσιγκτον-Μόσχας κλονίστηκαν σοβαρά. Διακόπηκαν μία σειρά επαφών σε υψηλό και χαμηλό επίπεδο, με  αποτέλεσμα να χαθούν πολλοί δίαυλοι επικοινωνίας που διατηρούσαν την αλληλοκατανόηση σε ικανοποιητικά επίπεδα. Επακόλουθα, αρκούσαν δηλώσεις αξιωματούχων για τη δημιουργία εντυπώσεων και αντεγκλήσεων. Με την κατάσταση στην Ουκρανία μέχρι πριν λίγες εβδομάδες να παραμένει ιδιαίτερα ασταθής, το κλίμα ήταν φορτισμένο. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, συνήθως επικρατούν οι πιο εξτρεμιστικές απόψεις εκατέρωθεν. Έχοντας «εκπαιδεύσει» ανάλογα το εγχώριο ακροατήριο και δεχόμενοι πιέσεις για διατήρηση της άτεγκτης στάσης, ειδικότερα ο Αμερικανός πρόεδρος, είναι λογικό να προσπαθούν να δημιουργήσουν εντυπώσεις ώστε να μην χρεωθούν υπαναχώρηση έναντι της άλλης πλευράς. Ανεξάρτητα από το ποιος επεδίωξε τη συνάντηση, κρίνουν αμφότεροι πως είναι η κατάλληλη στιγμή να διερευνήσουν κατά πόσο υπάρχει κοινός τόπος στο φλέγον ζήτημα της Συρίας, αλλά και αν τηρούνται, έστω και δύσκολα, οι συμφωνίες του Μινσκ στην Ουκρανία.

– Τι οδήγησε θεωρείτε στο τετ α τετ των δυο ηγετών, ένα χρόνο μετά τη σύντομη συνάντησή τους στην Κίνα, και ενώ η θητεία του Αμερικανού προέδρου βαίνει προς το τέλος της;

Οι προστριβές είχαν πάρει τη μορφή χιονοστιβάδας: α) η άνευ όρων στήριξη της Ουάσιγκτον στο καθεστώς του Κιέβου δυσχέρανε πολύ την ειρηνευτική διαδικασία, εφόσον το τελευταίο δεν αισθανόταν την παραμικρή πίεση για συμβιβασμούς απέναντι στις ανατολικές επαρχίες, β) η ξαφνική προθυμοποίηση κρατών όπως η Σουηδία και η Φινλανδία να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, γ) η αναζωπύρωση της συζήτησης για ενίσχυση των ΝΑΤΟϊκών συμμάχων πέριξ της Ρωσίας με οπλικά και αντιαεροπορικά συστήματα, καθώς και η τοποθέτηση πυρηνικών κεφαλών στη γερμανική επικράτεια, που απαντήθηκαν με την απειλή στρατιωτικοποίησης της ζώνης του Καλίνιγκραντ από τη Ρωσία, δ) οι αντεγκλήσεις σχετικά με τον ρόλο της Μόσχας στην ενέργεια, και ε) η έσχατη επανενεργοποίηση της Ρωσίας στη Συρία, με τη διαφαινόμενη στρατιωτική εμπλοκή και τις επιπλοκές που αυτή μπορεί να επιφέρει. Σε ένα, λοιπόν, ραγδαία επιδεινούμενο περιβάλλον πολλαπλών αβεβαιοτήτων, οι δύο δυνάμεις συνειδητοποιούν, και υπό το πρίσμα του κοινού κινδύνου της προέλασης του τρομοκρατικού δικτύου, ότι πρέπει να αναζητήσουν ευρύτερες συναινέσεις, ακόμη και μεταξύ τους. Ο χρόνος είναι σε βάρος τους και προφανώς αυτό μέτρησε στην απόφαση να συναντηθούν Ομπάμα-Πούτιν, χωρίς να έχουν αποκατασταθεί κατά το ελάχιστο οι σχέσεις τους.

– Τι διακυβεύεται σε αυτή τη συνάντηση και πώς μπορεί να επηρεάσει την παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα κατά τη γνώμη σας, σε μια περίοδο ‘καυτή’ στους τομείς της ενέργειας, των ενόπλων συγκρούσεων και των ανθρωπιστικών κρίσεων που προκαλούν;

Θα είναι μία δύσκολη συνάντηση, δεδομένου του ψυχολογικού χάσματος, των διαφορετικών αντιλήψεων, των διιστάμενων συμφερόντων σε μία σειρά από μέτωπα. Από την άλλη, εξ’ανάγκης ίσως υποχρεωθούν για ένα μικρό διάστημα να παραμερίσουν τις διαφορές τους, χάριν μίας λύσης στο Συριακό, προκειμένου να μετριαστούν και οι επιπτώσεις που προκαλούνται (προσφυγικές ροές, επέκταση δράσης τρομοκρατικού δικτύου). Η ίδια η συνάντηση, δεν πιστεύω ότι θα παράξει ορατά αποτελέσματα, ούτε θα κινηθεί στο πεδίο της εφαρμογής. Θα είναι περισσότερο αναγνωριστική, όπου θα αναλυθούν διεξοδικότερα οι θέσεις της κάθε πλευράς και θα υπάρξει ανταλλαγή απόψεων γύρω από τη Συρία, ενδεχομένως -ανάλογα και τον χρόνο- και την Ουκρανία. Τηρουμένων των αναλογιών, το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα θα είναι η εξεύρεση ενός -έστω ελάχιστου- κοινού παρανομαστή για τη Συρία, όχι τόσο ως προς την εμπλοκή της Ρωσίας (δύσκολα οι ΗΠΑ θα την υποστηρίξουν ανοιχτά γιατί έτσι ρισκάρουν να έρθουν αντιμέτωποι με πολλούς εκ των περιφερειακών συμμάχων τους), όσο για ένα οδικό χάρτη, με το βλέμμα στην επόμενη μέρα. Είναι αυτονόητο πως αν επιμείνουν στις θέσεις τους, το μεν Κρεμλίνο για τον ρόλο του Άσαντ στη διάδοχη κατάσταση (όχι κατά την επίλυση αλλά κατόπιν αυτής), ο δε Λευκός Οίκος στην αποχώρησή του ως προϋπόθεση έναρξης των διαδικασιών, θα βρεθούν στο απόλυτο τέλμα. Ας ελπίσουμε ότι θα καταστούν περισσότερο ευέλικτοι και συμβιβαστικοί, υπό την πίεση των συνθηκών.

– Μπορεί η ραγδαία άνοδος της Κίνας να φέρει πιο κοντά ΗΠΑ και Ρωσία;

Σήμερα, η Ρωσία έχει στραφεί στην Κίνα ως αντίβαρο στην επιδείνωση των σχέσεων της με τους Δυτικούς της εταίρους. Το καθεστώς κυρώσεων, το αντι-εμπάργκο στα ευρωπαϊκά προϊόντα, η απόπειρα διάρρηξης των ενεργειακών δεσμών από κάποια κράτη-μέλη της Ένωσης, συνεπικουρούμενων από τις ΗΠΑ, η διάθεση γονατίσματος της Μόσχας στο οικονομικό πεδίο, η άνοδος του εθνικισμού στη Ρωσία και το φλερτ με αντιευρωπαϊκούς σχηματισμούς, οι δεσποτικές πρακτικές στο εσωτερικό της Ρωσίας και η έλλειψη checks and balances στη λειτουργία του πολιτικού συστήματος, καθώς και η απροθυμία του Κρεμλίνου –μέχρι πρότινος- να συμβιβαστεί στην Ουκρανία, καλλιέργησαν τα τελευταία δύο χρόνια την πεποίθηση ότι η επαναπροσέγγιση θα είναι δύσκολη, χρονοβόρα και αμφίβολου αποτελέσματος, δεδομένου του διευρυμένου χάσματος. Υπό αυτό το πρίσμα, η στροφή στην Κίνα αποτέλεσε αναγκαιότητα ώστε αφενός να αμβλυνθούν οι επιπτώσεις της κρίσης με τη Δύση, αφετέρου να καταδειχθεί η δυναμική της Ρωσίας και ο πλουραλισμός επιλογών στην εξωτερική της πολιτική.

Αυτή η προσέγγιση, πάντως, έλαβε χώρα με μάλλον δυσμενείς όρους για τη Μόσχα, γεγονός που το Πεκίνο αξιοποίησε τόσο στη σύναψη των διμερών συμφωνιών όσο και στην ανάπτυξη παράλληλων δομών προς τις υφιστάμενες, κυρίως στον χρηματοπιστωτικό τομέα. Προτάχθηκε, επίσης, η ενεργειακή συνεργασία, και υποβοηθήθηκε η ρωσική οικονομία που πλήττεται καίρια από τις κυρώσεις και ειδικότερα από την πτώση των τιμών πετρελαίου. Το κυριότερο στοιχείο που συνδέει Κίνα-Ρωσία είναι οι αναθεωρητικές τους βλέψεις έναντι του παρόντος συστήματος. Αυτές εκδηλώνονται σε πρώτη φάση σε περιφερειακό επίπεδο (ΝΑ Ασία και μετασοβιετικός χώρος), καθώς και με τη δημιουργία θεσμικών οργάνων (σε ζητήματα ασφάλειας, αλλά και οικονομίας), και ανάλογα το βαθμό εμβάθυνσης και επιτυχίας, πιθανόν να περάσουν και σε άλλο επίπεδο. Ωστόσο, παράλληλα, και οι δύο χώρες προσβλέπουν στην ουσιαστικότερη ενσωμάτωση τους σε μηχανισμούς συνεργατικούς και όχι αντιθετικούς προς τους δυτικούς τους συμμάχους.

Κοντολογίς, για το προβλεπτό μέλλον, η σύζευξη Κίνας-Ρωσίας θα εξακολουθήσει να δοκιμάζεται σε διάφορα πεδία πολιτικής και οικονομίας, τεστάροντας ταυτόχρονα προθέσεις και αντοχές εκ μέρους της Δύσης. Προσώρας, εκτιμώ ότι δεν είναι σε θέση ούτε προτίθενται να αμφισβητήσουν συνολικά τη Δύση, καθώς ο συνασπισμός τους και με άλλα κράτη (BRICS) είναι ετερόκλητος και ετεροβαρής και ασφαλώς δεν είναι ακόμη σε θέση να καταστεί συνολικά ελκυστικότερος έναντι της Δύσης. Κατά πόσο, όμως, η άνοδος της Κίνας θα θορυβήσει τη Ρωσία ώστε να προσφύγει στους Δυτικούς εξαρτάται από τους χειρισμούς του Πεκίνου, το βαθμό εμπιστοσύνης ή καχυποψίας, καθώς και το μέγεθος της εμβάθυνσης σχέσεων και ευθυγράμμισης συμφερόντων στο τρίγωνο Ρωσία-Δύση-Κίνα.  

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα