Η ΣΧΕΣΗ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ ΜΕ ΤΟ ΚΚΕ
Ο Μίκης Θεοδωράκης αφιέρωσε μεγάλο μέρος της ζωής του στην πολιτική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ σε μία σχέση πάντως που δεν ήταν πάντα ευθύγραμμη. Στις 25 Ιουνίου η μεγάλη συναυλία του κόμματος για τον μεγάλο μας συνθέτη.
«Τώρα στο τέλος της ζωής μου, την ώρα των απολογισμών, σβήνουν απ’ το μυαλό μου οι λεπτομέρειες και μένουν τα “Μεγάλα Μεγέθη”. Ετσι βλέπω ότι τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά και τα ώριμα χρόνια μου τα πέρασα κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ. Για το λόγο αυτό θέλω να αφήσω αυτόν τον κόσμο σαν κομμουνιστής».
Αυτά έγραψε ο Μίκης Θεοδωράκης σε επιστολή προς το Γενικό Γραμματέα του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα στις 5 Οκτωβρίου του 2020, έντεκα μήνες πριν αφήσει, πλήρης ημερών, δόξας και αναγνώρισης, τα εγκόσμια.
Αυτό το άρθρο, που επιχειρεί να ιχνηλατήσει τη σχέση του μεγάλου μουσικοσυνθέτη με το κόμμα του, θα μπορούσε ίσως να σταματήσει εδώ. Οταν ένας άνθρωπος του κύρους, των αγώνων και της ιστορίας του Μίκη Θεοδωράκη εκφράζει -γραπτώς μάλιστα- την επιθυμία να πεθάνει ως κομμουνιστής γιατί “τα πιο κρίσιμα, τα δυνατά και τα ώριμα χρόνια μου τα πέρασα κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ” ίσως δεν υπάρχουν πολλά να γραφτούν ακόμα.
Ομως, αξίζει τον κόπο να συνεχίσουμε έτσι ώστε οι αναγνώστες του 2025, ιδίως οι νεαρότεροι στους οποίους οι κόσμοι των ιδεολογικών και κομματικών ταυτίσεων τους μοιάζουν μάλλον ξένοι, να αποκτήσουν μία όσο το δυνατόν μία πιο σφαιρική γνώση γι’ αυτή τη σχέση που σφυρηλάτησε τη ζωή του Μίκη (με τα πάνω της και τα κάτω της βέβαια).
Στην πολιτική στράτευση μετρά πολύ το τάιμινγκ. Ο Μίκης επέλεξε να δραστηριοποιηθεί πολιτικά όχι σε ουδέτερους καιρούς αλλά σε μία χρονική περίοδο που όλα τα κάλυπτε η βαριά σκιά της κατοχής από τους Ναζί και τους πρόθυμους συμμάχους τους. Οταν ο Θεοδωράκης μπαίνει στην ΕΠΟΝ, το 1943, είναι μόλις 18 ετών. Η αντιστασιακή δράση, γιατί περί αυτού πρόκειται, ενέχει θανάσιμους κινδύνους, είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου στην κυριολεξία αλλά ο νεαρός Μίκης, όπως και ο όψιμος άλλωστε, ποτέ δεν δίστασε να πέσει μέσα στη φωτιά των αγώνων. Θα έλεγε κανείς ότι γι’ αυτό γεννήθηκε.
Στα 21 του ο Θεοδωράκης πήγε για πρώτη φορά εξορία. Τον “φιλοξένησαν” η Ικαρία και εν συνεχεία η Μακρόνησος, γνωστοί τόποι μαρτυρίου για χιλιάδες κομμουνιστές αγωνιστές. “Στο λιμανάκι του Αη-Γιώργη, στο δρόμο για τους φούρνους της Μακρονήσου (…) η καρδιά μου χτυπούσε τόσο δυνατά, που νόμιζα ότι ακούγεται σαν τύμπανο. Ο αξιωματικός θύμωσε κι άρχισε να μας βρίζει. Μετά απευθυνόμενος στους χωροφύλακες φώναξε “Βαράτε τους”. Κι αυτοί άρχισαν να μας χτυπούν με τον υποκόπανο των όπλων τους. Εγώ με τον Ροσέτο (μετέπειτα καθηγητή στο Πολυτεχνείο) μείναμε πίσω, όπου έπεφτε το περισσότερο ξύλο, για να προφυλάξουμε τους πιο λεπτούς και αδύνατους. Ήμαστε και οι δύο ψηλοί και δυνατοί. Ντερέκια!” εξιστορεί ο ίδιος ο Μίκης στην “Πρώτη Συμφωνία”. Είναι, προφανώς, αδύνατον μετά από τέτοιου είδους εμπειρίες, να μην είχε εμποτιστεί ο νεαρός, τότε, συνθέτης, με το μαχητικό DNA που τον συνόδευσε μέχρι το τέλος της ζωής του.
Παράλληλα με τη μουσική του πορεία, η οποία διαφάνηκε από την αρχή της ως εξέχουσα (γρήγορα ο συνθέτης έσπασε το στενό όριο των ελληνικών συνόρων και συστήθηκε στο ευρωπαϊκό και το παγκόσμιο κοινο), ο Μίκης συνέχιζε να αναπτύσσει πολιτική δράση. Πάλι σε καιρούς δύσκολους και “γκαστρωμένους” πολιτικά αφού το μετεμφυλιακό κράτος, εν πολλοίς εκδικητικό και με ακροδεξιές απολήξεις, δημιουργούσε και συνέθετε ένα ασφυκτικό πλαίσιο. Πάλι με αφετηρία την πίστη στη σοσιαλιστική προοπτική της κοινωνίας.
Επικεφαλής της Νεολαίας Λαμπράκη
Το ΚΚΕ, ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 40, ήταν παράνομο. Το σχήμα της ΕΔΑ ανέλαβε να συστήσει και πάλι την Αριστερά στις πλατιές μάζες με όρους σχετικής νομιμότητας και ο Θεοδωράκης μπήκε μπροστάρης (και) σ’ αυτόν τον αγώνα. Εκλέχθηκε βουλευτής της ΕΔΑ και αργότερα, μετά τη δολοφονία του βουλευτή του κόμματους Γρηγόρη Λαμπράκη από παρακρατικούς της δεξιάς στη Θεσσαλονίκη, ίδρυσε τη Νεολαία Λαμπράκη.
Κατά κοινή ομολογία, αυτός ο σχηματισμός εξελίχθηκε στο μαζικότερο και δυναμικότερο νεολαιίστικο κίνημα της “ανήσυχης” δεκαετίας του 60. Η Νεολαία Λαμπράκη, παρότι διατηρούσε μια σχετική αυτονομία, κινείτο στον ιδεολογικό άξονα του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, προωθώντας τις αξίες του λαϊκού κινήματος, της ειρήνης και της κοινωνικής δικαιοσύνης. Ενωνε το χώρο σε μία δύσκολη εποχή. Κατέβαινε στις μάζες οι οποίες, λόγω και της δεξιάς αντιδραστικότητας, απείχαν πολύ λίγο από την πλήρη ριζοσπαστικοποίηση.
Ο ίδιος ο Μίκης είχε περιγράψει την αρχή της πορείας της Νεολαίας Λαμπράκη ως εξής: “Οι πρώτες εβδομάδες ήταν πολύ δύσκολες και πολλές φορές έφθασα κοντά στην παραίτηση. Οι δύο νέοι συνεργάτες στο «Γραφείο» ήταν ο Ανδρέας Λεντάκης και ο Γρηγόρης Γιάνναρος. Διέκρινα αμέσως ότι πρόκειται για νέους σημαντικής αξίας.
Εγώ από τη μεριά μου είχα προτείνει τον Θεόδωρο Πάγκαλο και τον Δημήτρη Καραχάλιο, που κι αυτοί δεν υστερούσαν σε αξία. Πόσο όμως θλιβόμουν, όταν διαπίστωνα ότι οι δύο πρώτοι περιόριζαν την συμμετοχή τους στο να διεκπεραιώνουν τις εντολές της ηγεσίας… Δεν είχαν, ως φαίνεται, το δικαίωμα να συμμετέχουν στην οποιαδήποτε πρωτοβουλία εάν δεν είχαν λάβει το «πράσινο φως». Με άλλα λόγια βρισκόμουν ξανά μπροστά στο τόσο γνωστό μου κομματικό μοντέλο, όπου όλες οι κύριες αποφάσεις εκπορεύονταν από μια χούφτα ανθρώπους, που στην περίπτωσή μας και μάλιστα στα κρίσιμα χρόνια της Κατοχής και του Εμφύλιου αποδείχθηκαν κατώτεροι των περιστάσεων.
Αλλά φαίνεται ότι οι σύντροφοί μου δεν είχαν ακόμα τίποτα διδαχτεί από τις βιβλικές καταστροφές που προκάλεσαν λαθεμένες εκτιμήσεις και αποφάσεις μιας ανεξέλεγκτης ηγεσίας και κυρίως από τις μεγάλες απώλειες και οδυνηρές θυσίες στις οποίες υποβλήθηκαν οι Έλληνες κομμουνιστές”.
Στην προσπάθειά του για μαζικότητα, ο Θεοδωράκης δεν ξεχνά τις ρίζες του, τους “Ελληνες κομμουνιστές” χωρίς να παραλείπει να προχωρήσει σε κριτική. Είναι η ιδεολογική μαγιά, με βάση την οποία, θα επιχειρήσει να ετοιμάσει νέα υλικά για τους νέους αγώνες που έρχονταν.
Και επιπλέον: “Οι πραγματικοί στόχοι που έθεσα εγώ εξ αρχής ήταν να αποδείξω έμπρακτα ότι: Πρώτον η μοναδική δύναμη της Αριστεράς όφειλε να είναι το μαζικό κίνημα. Δεύτερον η ΕΔΑ δεν είχε τέτοιον προσανατολισμό και αν είχε, δεν μπορούσε να τον πραγματοποιήσει, γιατί ήταν καθηλωμένη σε ξεπερασμένες και αποτυχημένες ιδεοληψίες και σε οργανωτικές αγκυλώσεις που την καθήλωναν σε ρόλο περισσότερο παρατηρητή παρά πρωταγωνιστή στον στίβο της ζωής. Τρίτον ότι μετά το 1961 άρχισε να ξαναγεννιέται μέσα σε όλο τον λαό ένα καινούριο ριζοσπαστικό κίνημα και τέταρτο ότι εγώ γνώριζα τους τρόπους με τους οποίους αυτό το κίνημα μπορούσε να αναδειχτεί και να γίνει πολιτική δύναμη κρούσης”. Ετσι όρισε ο Μίκης τους στόχους της Νεολαίας Λαμπράκη, κίνημα που ήταν ήδη ένα βήμα μπροστά από την πολιτική πραγματικότητα της εποχής.
Χούντα και Μεταπολίτευση
Η Χούντα των Συνταγμαρχών που επιβλήθηκε στις 21 Απριλίου του 1967, επιχειρεί να σταματήσει βίαια και ανώμαλα την πορεία της χώρας προς τον ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της.Ο Θεοδωράκης είναι και πάλι εκεί για να αναλάβει δράση. Η Χούντα στοχοποίησε προσωπικά το συνθέτη απαγορεύοντας τα τραγούδια και τα έργα του αλλά ο ίδιος προτίμησε και πάλι το δρόμο του αγώνα. Και φυλακίστηκε, και εκτοπίστηκε (πρώτα στο Βραχάτι και αργότερα στη Ζάτουνα της Αρκαδίας) και δήλωσε παρών στις (κομμουνιστικές και μη) πολιτικές διεργασίες του καιρού του.
Μέσα στο ζόφο της δικτατορίας, το ΚΚΕ διασπάστηκε (1968). Εν αρχή, ο Μίκης συντάχθηκε με τους ανανεωτικούς του ΚΚΕ Εσωτερικού, όμως το 1972, και ενώ βρισκόταν ήδη στο εξωτερικό μετά την αμνήστευσή του, αποστασιοποιείται από τα δύο στρατόπεδα προτιμώντας την αυτόνομη πορεία. Η σχέση του με το ΚΚΕ εξακολουθεί να χαρακτηρίζει την πολιτική του δράση, όπως θα συνέβαινε μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1974, στις πρώτες εκλογές της Μεταπολίτευσης είναι υποψήφιος με την Ενωμένη Αριστερά, σχήμα στο οποίο συμμετέχει και το ΚΚΕ χωρίς πάντως να εκλεγεί, γεγονός που έφερε ξανά προστριβές του συνθέτη με το τότε κομματικό κατεστημένο.
Ο Μίκης πια, λόγω και της πλούσιας αντιδικτατορικής του δράσης (που συνόδευτηκε από ανάλογης σημασίας και συμβολισμού μουσικό έργο) ήταν μία προσωπικότητα οικουμενική, ένας παράγοντας που ξεπερνούσε τα πολιτικά στεγανά. Ενα αστέρι αυτόφωτο. Ακόμα και έτσι όμως ο Θεοδωράκης δεν αποκόπηκε ποτέ από τις πολιτικές του ρίζες.
Τη δεκαετία του 80 πάντως, όταν το ΠΑΣΟΚ επισκίασε την Αριστερά και αναρριχήθηκε με ταχύτητα στην εξουσία, ο Μίκης έμεινε πιστός στο κόμμα. Στο κόμμα του. Παρά τις πολλές διαφορές και τις κατά καιρούς διαφωνιες. Εκλέχθηκε βουλευτής με το ΚΚΕ και το 1981 και το 1985 (πριν παραιτηθεί το 1986 όταν θεώρησε ότι έκλεισε ο κύκλος του).
Και όταν αργότερα (στις αρχές της δεκαετίας του 90 και ενώ είχε ήδη σχηματιστεί η κυβέρνηση συνεργασίας Συνασπισμού-Νέας Δημοκρατίας) ο Μίκης έφτασε να γίνει Υπουργός (Ανευ Χαρτοφυλακίου) της Κυβέρνησης Μητσοτάκη (σε μία εμφανώς ιδιαίτερα συμβολική κίνηση συμφιλίωσης που πάντως στο καιρό της κατακρίθηκε άγρια), η σχέση με το ΚΚΕ δεν έσβησε. Πέρασε βέβαια από σαράντα κύματα αλλά η ανθεκτικότητά της στο χρόνο ήταν τέτοια που όταν οι συνθήκες ωρίμασαν έφτασε και πάλι σε περιόδους ακμής.
Ο Μίκης, γηραιός πια, επέστρεψε εκεί από όπου είχε ξεκινήσει, τιμώντας τα πρώτα και στα στερνά του (έστω και αν υπήρξε αυτή η αμφιλεγόμενη παρουσία του στα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία το 2018). Η ανάγκη του, όταν ένιωσε ότι το τέλος πλησίαζε, να οριοθετήσει πολιτικά την πορεία του αυστηρά στο πλαίσιο του κομμουνισμού, μέσα στις συντεταγμένες που βάζει και το ΚΚΕ, δείχνει πολλά για το αποτύπωμα που άφησε η σχέση στην ψυχή της μεγάλης αυτής προσωπικότητας.
Γι’ αυτό, παρά τις αναταράξεις που είχε το ταξίδι που έκαναν μαζί, το ΚΚΕ τιμά τα 100 χρόνια με την πολύ μεγάλη συναυλία της Τετάρτης στο Καλλιμάρμαρο. Για να σφραγίσει, ίσως για πάντα, την κοινή περπατησιά τους που χαρακτήρισε εν πολλοίς τον πολιτικό 20ο αιώνα στην Ελλάδα.
Εισιτήρια, για τη συναυλία, εδώ.
To video της ΚΝΕ για τη συναυλία