Νέες ταινίες: “F1”, το νέο κινηματογραφικό υπερθέαμα από τον σκηνοθέτη του “Top Gun: Maverick”

Διαβάζεται σε 15'
Νέες ταινίες: “F1”, το νέο κινηματογραφικό υπερθέαμα από τον σκηνοθέτη του “Top Gun: Maverick”
24 Media Creative Team

Κάθε εβδομάδα, ο Θοδωρής Δημητρόπουλος βλέπει και σχολιάζει τις νέες ταινίες στις αίθουσες.

Τρία φιλμ κινουμένων σχεδίων περικύκλωσαν σαν ζόμπι τα ζόμπι του Ντάνι Μπόιλ στην κορυφή του ελληνικού box office. Το θρίλερ σίκουελ “28 Χρόνια Μετά” βρέθηκε 2ο με 13.600 εισιτήρια (όχι ιδιαίτερα καλή επίδοση) και γύρω του έχει το “Έλιο” της Pixar (πρώτο με 13.800, πολύ χαμηλό νούμερο παρά την πρωτιά) και τα ριμέικ “Πώς να Εκπαιδεύσετε το Δράκο Σας” και “Λίλο και Στιτς”.

Ας πούμε πως την έλευση του “F1” την περιμένει διψασμένη όλη η αγορά.

Σε μικρότερο κύκλωμα καλά πήγε 2η βδομάδα το φιλμ του Βασίλη Κεκάτου, “Οι Άγριες Μέρες Μας” με άλλα 5.000 εισιτήρια, το “Βερμίλιο” με άλλες 3.000 να φτάνει τα 16.000 και να συνεχίζει μια πολύ καλή πορεία ως το φεστιβαλικό χιτ του καλοκαιριού, ενώ ο Γουές Άντερσον έγραψε ένα ακόμα τίμιο 2χίλιαρο. Από τις επανεκδόσεις, διαρκή sold out έκανε στο Σινέ Παρί το “Παιδί και το Δελφίνι”, μάλλον τέλειο ταίριασμα ταινίας, αίθουσας και τοποθεσίας.

Οι νέες ταινίες της εβδομάδας

F1: Η Ταινία

(“F1”, Τζόζεφ Κοζίνσκι, 2ω36λ)

★★★½

Παλαίμαχος πιλότος της Φόρμουλα 1, ξεχασμένη πάλαι ποτέ ελπίδα του αθλήματος, επιστρέφει σε ομάδα που παλεύει για τους πρώτους της πόντους, ώστε να καθοδηγήσει τον ταλαντούχο ρούκι και να σώσει την υπόληψη της ομάδας.

Σε 25 λέξεις: Μεγάλο, γρήγορο, εντυπωσιακό φιλμ που πατάει σε γνώριμες δραματουργικές στροφές αλλά το κάνει με ορμή, χάρη και πειστικότητα. Κόβει την ανάσα και σε βάζει μέσα στο κοκπιτ.

Κριτική

Λίγα χρόνια μετά τον θρίαμβο του “Top Gun: Maverick”, ο σκηνοθέτης Τζόζεφ Κοζίνσκι επιστρέφει με ένα φιλμ που σε πολλά του σημεία μοιάζει με εντυπωσιακότερο(!) ριμέικ της ταινίας με τον Τομ Κρουζ. Έχουμε και πάλι να κάνουμε με ταχύτητα που εκφράζεται τόσο οπτικά αλλά κυρίως ηχητικά, και με την ιστορία ενός τίμιου βετεράνου κολλημένου στις δικές του συνήθειες ενός απτού κόσμου που χάνεται, ο οποίος μπαίνει ξανά στο κόκπιτ για να καθοδηγήσει τους νέους – και να τους δείξει Πώς Γίνεται.

Υπάρχει κάτι βαθιά αμερικάνικο σε αυτές τις ιστορίες του Κοζίνσκι, οριακά καουμπόικο κιόλας σε σημεία. Ο έμπειρος ήρωας που ζει μακριά από νεωτερισμούς κι από δομές ελέγχου και καθοδήγησης, που ακολουθεί μόνο το δικό του εσωτερικό εγχειρίδιο κανόνων και παλιομοδίτικης ηθικής, που ζει στο όριο αγνοώντας τις διαταγές. Ακόμα κι η είσοδος του παλαίμαχου Χέιζ (Μπραντ Πιτ) στο γκαράζ της νέας του ομάδας, γίνεται με ένα καδράρισμα που παραπέμπει σε μοναχικό καουμπόη που κινείται μακριά, στον ορίζοντα.

Ο Χέιζ είναι λοιπόν ο παλαίμαχος, η πάλαι ποτέ μεγάλη ελπίδα του αθλήματος, που ύστερα από ένα τραυματισμό αποσύρθηκε, και πέρασε την υπόλοιπη ζωή του απλά οδηγώντας. Προς κάπου. Κυνηγώντας τη μία μοναχική στιγμή που θα βρίσκεται αυτός, μόνος του, αντιμέτωπος με τον Δρόμο. Τα φέρνει έτσι η μοίρα που ο παλιός του συνοδηγός τον βγάζει από την αφάνεια, προσφέροντάς του μια θέση στην ουραγό ομάδα στην οποία τώρα εκείνος είναι τεχνικός διευθυντής. (Στο ρόλο ο Χαβιέ Μπαρδέμ, αστείος, συγκινητικός, γοητευτικός… τελειοποιώντας την τέχνη του β’ ρόλου, μια διαρκής απόλαυση.)

Ο Χέιζ έρχεται με ξεροκεφαλιά αλλά και ταλέντο, θέλοντας να βοηθήσει την ομάδα, να βοηθήσει τον ανερχόμενο ομόσταυλό του, και αν οι συνθήκες το επιτρέψουν, να κάνει κάτι και για τον εαυτό του. Η ιστορία δεν είναι πρωτότυπη, και με ευκολία μπορείς να δεις πού οδηγούν όλα και με τι τρόπο, όμως ήδη στη βάση της διαθέτει μια τέτοια μελαγχολική διάσταση καθώς μιλά για υποτιθέμενες θριαμβευτικές ζωές και καριέρες που ποτέ δεν ζήστηκαν, ποτέ δεν πραγματώθηκαν. Πώς να είναι να ζεις μια ζωή στη σκιά μιας άλλης βερσιόν σου;

Πάνω σε αυτό το υλικό, το οποίο υπηρετεί εξαιρετικά ο Μπραντ Πιτ σε έναν πολύ δυνατό και ολοκληρωμένο ρόλο, ο Κοζίνσκι χτίζει μαζί με τον Έρεν Κρούγκερ στο σενάριο, ένα πολύ αποτελεσματικό μελόδραμα ηρωισμού, αυταπάρνησης, ευφυίας, δύναμης και ταλέντου, που ακολουθεί έναν ήρωα σε διαρκείς συγκρούσεις – με τον εαυτό και τους γύρω του. Έχει ξεχαστεί κάπως αυτό, αλλά μέσα σε όλα το “Top Gun: Maverick” ήταν υποψήφιο και για Όσκαρ Σεναρίου, κάτι που δικαιολογείται ακόμα περισσότερο εκ των υστέρων και εδώ: Δεν υπάρχει στο φιλμ κάτι καινοτόμο, αλλά είναι τα πάντα τόσο ιδανικά δομημένα, με τέλειο ρυθμό, ένταση, δραματικό υπόστρωμα, χιούμορ, ανάσες.

Και ταχύτητα φυσικά. Ο Κοζίνσκι και πάλι μαζί με τον διευθυντή φωτογραφίας Κλαούντιο Μιράντα ακολουθούν τη δράση έχοντας μια εντυπωσιακά καθαρή αίσθηση γεωγραφίας και δράσης μέσα στο σιρκουί. Με ευρεία κάδρα που επιτρέπουν σε πιλότους, αυτοκίνητα και άσφαλτο να βρουν μεν τον χώρου τους, αλλά χωρίς ποτέ ως θεατής να μην χάνεις την αίσθηση της πίεσης και της κίνησης. Υπάρχει ακόμα και μια τεχνική λήψης που ξεκινάει ως ένα υποκειμενικό πλάνο που κοιτάζει τον δρόμο, αλλά που πάνω στο γκάζωμα η κάμερα στρίβει δυνατά προς τα πίσω, στρεφόμενη έξαφνα προς τον πιλότο που οδηγεί.

Το μοντάζ είναι επίσης εξαιρετικό και, μαζί με την γεμάτη παλμό μουσική ενός ανανεωμένο Χανς Τσίμερ, δημιουργούν ένα απίστευτο αισθητικό αποτέλεσμα, όπου η δράση είναι συνεχής (καθώς μέσα από αυτήν στην ουσία ξετυλίγεται δραματουργικά το έργο), πάντα έντονη, πάντα καθαρή, και ποτέ επαναλαμβανόμενη. Ακόμα κι αν σε αρκετά σημεία φτάνει στα όρια της καρτούν λογικής, κάτι που δεν είναι κακό από μόνο του, απλά έρχεται σε κόντρα με το ρεαλιστικό πλαίσιο του φιλμ, όπου τα πάντα έχουν γίνει σε συνεννόηση με την ίδια την F1, τους οδηγούς, τους διευθυντές, ακόμα και τους χορηγούς της.

Διότι ναι, υπάρχουν τέτοια προβλήματα στο φιλμ. Είναι δύσκολο σε σημεία να συμβιβάσεις την ιδέα μιας αρχετυπικά φαντασιακής ιστορίας ενός περιθωριακού, παλιομοδίτικου ήρωα, με ένα πλαίσιο διαρκούς μάρκετινγκ, brands και εταιρικών εγκρίσεων – σαν το πιο καλοφτιαγμένο native προϊόν που έχουμε δει από τη “Barbie” κι έπειτα. Όπως και –μιλώντας για branding– είναι ίσως δύσκολο για κάποιους θεατές (ανάμεσά τους κι ο υπογράφων) να χωνέψουν ένα τέτοιο εξόφθαλμο προϊόν διαχείρισης του ίματζ του Μπραντ Πιτ μετά τα όσα βγήκαν στο φως για την συμπεριφορά του απέναντι στην Αντζελίνα Τζολί και τα παιδιά τους.

Είναι δύσκολο να μην έχω διαρκώς αυτές τις σκέψεις στο μυαλό μου, αλλά μετά, είναι τόσο συχνές οι στιγμές που χανόμαστε σε γιγάντιες πίστες, υπό τον εκκωφαντικό ήχο πανίσχυρων μηχανών, που κάνουν το φιλμ μια εμπειρία σε ένα άλλο, σχεδόν αφαιρετικό επίπεδο που αφήνει τα πάντα πίσω. Ναι, υπάρχει ένα σχηματικό στόρι που ακολουθείται, αλλά εν τέλει τα πάντα λειτουργούν απλώς υποστηρικτικά ως προς το αγνό θέαμα.

Ακούγεται μειωτικό, αλλά δεν είναι: Ο Κοζίνσκι είναι εντυπωσιακός στο να δουλεύει σε πράγματα τεράστιου εύρους και μεγέθους, γιατί ξέρει πώς να γεμίζει τους χώρους και τις διαστάσεις. Ξέρει πώς να γεμίσει έναν άδειο πλανήτη στο “Oblivion”, ξέρει πώς να χορογραφήσει δράση και πινελιές ψηφιακής ομορφιάς στον αχανή CGI κόσμο του “Tron: Legacy” (εκεί όπου, by the way, τα πάντα επίσης κρέμονται από τον ηρωισμό μιας γέρικης φιγούρας σε έναν εχθρικό, εξελιγμένο κόσμο και έναν απόκοσμα νεανικό avatar), και ξέρει πώς να παραδώσει ένα οπτικοακουστικά μεστό υπερθέαμα σαν το “F1” (και νωρίτερα το “Top Gun: Maverick”).

Ξέρει πότε να πατήσει το πόδι στο γκάζι, και πότε να αφήσει το γυαλιστερό όχημά του να γλιστρήσει μες στη νύχτα. (Υπάρχει μια νυχτερινή μπαλκονάτη σκηνή που ορκίζομαι πως είχε την “Ένταση” του Μάικλ Μαν στο μυαλό του όταν τη γύριζε.) Ξέρει πώς να χρησιμοποιεί ένα φανταστικό καστ ώστε να δίνουν όλοι πινελιές χαρακτήρα σε μια περιπέτεια που θα κινδύνετε να παραγίνει μηχανική. Και ξέρει πώς να αποτυπώσει μέγεθος, και βάθος στη δράση.

Το “F1” είναι κάπως σαν μια τέλεια εκτέλεση ενός πράγματος που έχουμε δει αμέτρητες φορές, αλλά για να έρθουμε λίγο και στο αθλητικό προκείμενο, αυτό δεν είναι κάτι περίεργο ή κατακριτέο. Η ίδια η Φόρμουλα 1 βασίζεται στην ιδέα των πολλαπλών επαναλήψεων του ίδιου γύρου, ξανά και ξανά, με την εκτέλεση και την τεχνική να βελτιώνουν την επίδοση κατά χιλιοστά του δευτερολέπτου τη φορά. Είναι σαν ο Κοζίνσκι να ψάχνει αυτή την τεχνική τελειότητα με τις ταινίες του, ακόμα κι αν εξερευνά παρόμοιες διαδρομές. Ποιος άνθρωπος δεν θέλει να δει έναν σπουδαίο πιλότο να παίρνει για μια ακόμα φορά την πιο απολαυστική στροφή ενός σιρκουί; Ποτέ δεν ξέρεις – κάποια από αυτές τις φορές, θα είναι η τελειότερη.

M3GAN 2.0

(Τζέραρντ Τζόνστον, 1ω59λ)

★★

Ένα πανίσχυρο ρομπότ που έχει βασιστεί πάνω στον σχεδιασμό της M3gan, βρίσκεται ελεύθερο και τώρα η δημιουργός της ορίτζιναλ κούκλας θα πρέπει να συμμαχήσει με την ανίερη δημιουργία της για να βάλουν τέλος στα πλάνα της μυστηριώδους κατασκευής.

Σε 25 λέξεις: Περισσότερο κωμική περιπέτεια παρά κωμωδία τρόμου όπως το ορίτζιναλ, αυτό το σίκουελ έχει γέλιο, αλλά και μεγάλες κοιλιές και σεναριακές ατέλειες.

Κριτική

Η απρόσμενη επιτυχία του ελαφρώς αλλόκοτου πρώτου φιλμ, οδήγησε σε ένα βέβαιο σίκουελ, που όμως –εξίσου αλλόκοτα– δεν έχει σχέση με αυτό που προηγήθηκε. Η σεναριογράφος Ακίλα Κούπερ (που συνέγραψε και την ιδιομορφία “Malignant”) εδώ προσφέρει απλώς το στόρι μαζί με τον σκηνοθέτη Τζέραρντ Τζόνστον, που υπογράφει το σενάριο αλλά και τη σκηνοθεσία.

Μόνο που αυτό το φιλμ αφήνει στην άκρη τα όποια φλερτ του ορίτζιναλ με τον τρόμο, ξεχνώντας και το γεγονός πως πολλές από τις κωμικές ή πιο meme σκηνές προέκυπταν από αυτή ακριβώς την ένταση τρομακτικού και σαχλού. Έτσι, από μια κωμωδία τρόμου πάνω σε μια ενδιαφέρουσα οικογενειακή δυναμική απώλειας, ελέγχου και ενηλικίωσης, το franchise στρίβει απότομα με αυτό το σίκουελ, στρεφόμενο προς μια πολύ πιο καθαρά περιπετειώδη εκδοχή του concept.

Είναι πολλές οι διάσπαρτες ιδέες που πετάγονται εκεί μέσα αλλά διαρκώς εγκαταλείπονται για κάτι άλλο, με το φιλμ να μην παίρνει τελικά ποτέ σχήμα, και να προσομοιάζει sci-fi περιπέτειες με έναν μάλλον γενικόλογο τρόπο. Δεν είναι πως λείπει η διασκέδαση και το χιούμορ (μια σκηνή τραγουδιού έβγαλε κάποια από τα πιο βροντερά γέλια που έχω ακούσει σε σινεμά εδώ και καιρό) αλλά το σύνολο μοιάζει αναποφάσιστο, ασύνδετο, και από ένα σημείο και μετά; Κουραστικό.

Η Τζέιν Όστεν με Κατέστρεψε

(“Jane Austen Wrecked My Life / Jane Austen a gâché ma vie”, Λόρα Πιανί, 1ω38λ)

★★★

Μια μοναχική βιβλιοπώλισσα που ζει διαρκώς σε έναν κόσμο φαντασίας, θα κάνει το όνειρό της πραγματικότητα και θα γίνει συγγραφέας, προκειμένου να βάλει σε μια τάξη την αισθηματική της ζωή.

Σε 25 λέξεις: Γυρισμένη με φροντίδα και λογοτεχνικές αναφορές, μια γοητευτική ρομαντική κομεντί που ξέρει τι συμβάσεις αναπαράγει και με τι τρόπο. Γλυκό, ζεστό φιλμ.

Κριτική

Χωρίς να φέρνει κάτι νέο στο είδος της ρομαντικής κομεντί, το φιλμ της Πιανί ωστόσο χρησιμοποιεί κλασικά μοτίβα του είδους όχι από κυνισμό ή από τεμπελιά, αλλά από αγάπη. Με κεντρική ηρωίδα μια βιβλιοπώλη στο Παρίσι που πιστεύει πως δεν ανήκει στην εποχή της, το φιλμ την ακολουθεί σε μια σειρά από απρόοπτα και παρεξηγήσεις που τη φέρνουν στο οικογενειακό σπίτι των Όστεν. Εκεί, θα δουλέψει πάνω στη συγγραφή του βιβλίου της, αλλά και θα ερωτευτεί – όπως ακριβώς θα το είχε δει κι η προφήτισσα Τζέιν Όστεν.

Η Όστεν, μετρ των αισθηματικών δυναμικών σε ασφυκτικές κοινωνικές και ιεραρχικές δομές, με χαρακτήρες που νιώθουν παθιασμένα, ανείπωτες λέξεις ανάμεσα στις γραμμές των διαλόγων τους, δεν έχει σταματήσει να εμπνέει μέχρι και σήμερα. Και εμπνέει εξίσου, διασκευές ακαδημαϊκές όσο και αντισυμβατικές, κι αυτό σίγουρα κάτι λέει για τον πλούτο των ιστοριών και των ιδεών της. Εδώ εμπνέει μια ηρωίδα που νιώθει έξω από τον ιστό των συμβάσεων, κάτι που η Πιανί αποτυπώνει γοητευτικά και φροντισμένα, καταφέρνοντας να διαπερνά τους αιώνες με έναν σχεδόν ανεπαίσθητο τρόπο, δίχως μετακινηθεί χιλιοστό.

Είναι μια ενδιαφέρουσα άσκηση πάνω στην διαχρονικότητα κάποιων μοτίβων του είδους, που αποκαλύπτουν κάποια παντός καιρούς «θέλω» της ανθρώπινης ψυχής. Κοινώς, μετατρέπει την ίδια την ιδέα του κλισέ σε ένα χαριτωμένο αισθηματικό παιχνίδι, με αναφορές λογοτεχνικές όσο και κινηματογραφικές (τινάχτηκα στον αέρα από χαρά με το cameo του τελευταίου 10λέπτου) και με μια στιβαρή διαχείριση του ανάλαφρου αλλά και του δραματικού στοιχείου – καταλήγοντας σε ένα όμορφο φινάλε.

Ο Άνθρωπος που Γνώριζε Πολλά

(“The Man Who Knew Too Much”, Άλφρεντ Χίτσκοκ, 2ω)

★★★½

Ζευγάρι αμερικανών τουριστών στο Μαρόκο μαθαίνουν κατά λάθος μια κρίσιμη πληροφορία που δε θα έπρεπε να ξέρουν. Οι συνωμότες θα απαγάγουν τον μικρό γιο της οικογένειας, για να εξασφαλίσουν τη σιωπή του.

Σε 25 λέξεις: Χίτσκοκ σε εντυπωσιακό έλεγχο της τεχνικής του, διασκευάζει εαυτόν (ένα σαφώς λιγότερο ραφιναρισμένο, ομώνυμο φιλμ του 1934) με πρωταγωνιστές Τζέιμς Στιούαρτ και Ντόρις Ντέι. Γεμάτο σασπένς, με φανταστικό φινάλε.

Κριτική

Ο Χίτσκοκ φιλμάρει με απίστευτη άνεση και μεστό βλέμμα τους χώρους στους οποίους διαδραματίζεται η περιπέτεια, αντλώντας διαρκώς πληροφορία από αυτούς – πού βρίσκονται οι κεντρικοί του ήρωες, τι λέει για αυτούς η σχέση τους με τη χώρα και οι αλληλεπιδράσεις τους με τους ανθρώπους, πώς αντιδρούν όταν κάτι είναι ύποπτο αλλά δεν είναι άμεσα προφανές τι, και με ποιο τρόπο. Τι δεν ταιριάζει, δηλαδή.

Από ένα πλάνο στο λεωφορείο στην αρχή της ταινίας μέχρι έναν διάλογο με ένα –βαλσαμωμένο– άγριο πλάσμα της ζούγκλας βαθύτερα στο φιλμ, και μέχρι φυσικά την φανταστική σεκάνς (μουσικού) κρεσέντου προς το τέλος του φιλμ, ο ο Χίτσκοκ διαρκώς αφήνει τα καδραρίσματά του να πουν την ιστορία. Συνθέτουν χαρακτήρες, αποτυπώνουν χώρους και κίνηση μέσα σε αυτούς, οδηγούν τον θεατή να εστιάζει σε λεπτομέρειες.

Οικογενειακό δράμα ριζωμένο στο κατασκοπικό φιλμ, πρόκειται για ριμέικ ταινίας του ίδιου από 20 χρόνια νωρίτερα. Με μεγαλύτερο τεχνικό έλεγχο, πιο λαμπερούς πρωταγωνιστές (Τζέιμς Στιούαρτ και Ντόρις Ντέι), το θέαμα είναι σαφώς πιο ολοκληρωμένο, αν και ειδικά στο μεσαίο του κομμάτι, το φιλμ παραμένει σχετικά μονοδιάστατο για τα δεδομένα πάντα του Χίτσκοκ. Σε κάθε περίπτωση, είναι συνταγή για απολαυστική θέαση σε θερινό.

Η Δίκη Ενός Σκύλου

(“Dog on Trial / Le Procès du Chien”, Λετίσια Ντος, 1ω22λ)

★★

Δικηγόρος αποφασίζει να υπερασπιστεί στο δικαστήριο έναν σκύλο που πρόκειται να υποβληθεί σε ευθανασία επειδή δάγκωσε άνθρωπος για τρίτη φορά. Η υπόθεση θα την φέρει αντιμέτωπη με βαθιά πιστεύω και προσωπικούς κώδικες ηθικής.

Σε 25 λέξεις: Ξεκινά από ένα παιχνιδιάρικα τραβηγμένο concept για να μετατραπεί σε μια παράξενα σοβαρή ταινία πολλαπλών μισοψημένων αλληγοριών (ρατσισμός, πατριαρχία, συστημική καταπίεση). Δεν λειτουργεί στα αλήθεια κάτι, αλλά το βλέπεις από αγνή περιέργεια και μόνο.

Τελευταίος Σταθμός Ροκαφόρτ

(“Last Stop: Rocafort St. / Estación Rocafort”, Λούις Πριέτο, 1ω29λ)

★½

Στα έγκατα του υπογείου της Βαρκελώνης, η Λάουρα πιάνει δουλειά στη νυχτερινή βάρδια στον σταθμό Ροκαφόρτ όπου αντιμετωπίζει διάφορα ανατριχιαστικά περιστατικά. Κι αν όλα αυτά συνδέονται με τον ίδιο αστικό θρύλο;

Σε 25 λέξεις: Αδιάφορο θρίλερ που ενώ διαθέτει καλή ατμόσφαιρα για αρχή, γρήγορα παραδίδεται στην κοινοτυπία και στα φτηνιάρικα τεχνάσματα.

Ο Θάνατος της Μπελ

(“Belle”, Μπενουά Ζακό, 1ω40λ)

★½

Ο δάσκαλος μιας επαρχιακής πόλης μπαίνει στο στόχαστρο της αστυνομίας και, εν συνεχεία, του κόσμου, όταν η κόρη μιας οικογενειακής φίλης βρίσκεται νεκρή στο σπίτι τους. Είναι στα αλήθεια ο ένοχος;

Σε 25 λέξεις: Ο Μπενουά Ζακό, κατηγορούμενος από πολλές ηθοποιούς για σεξουαλική επίθεση ή/και για βιασμό στην πιο πολύκροτη υπόθεση του γαλλικού #me_too, διασκευάζει βιβλίο του Ζορζ Σιμενόν, με τον Γκιγιόμ Κανέ στο ρόλο ενός ήρωα που στωικά υπομένει την άδικη καταδίκη του από την κοινωνία.

Επιλεγμένες Προβολές

“Ο Θεοδωράκης στη Μεγάλη Οθόνη”… Αφιέρωμα της Ταινιοθήκης σε ταινίες ντυμένες με τη μουσική του Μίκη Θεοδωράκη, από το “Ζ” του Γαβρά ως τη “Φαίδρα” του Ζιλ Ντασέν. (Λαϊς, Πέμπτη 26/6 – Κυριακή 29/6)

“Η Αποστολή”… Ρόμπερτ Ντε Νίρο και Τζέρεμι Άιρονς στο θρησκευτικό ιστορικό δράμα 18ου αιώνα, για δυο μέλη μιας ιεραποστολής που συγκρούονται για την ηθική τους στάση απέναντι στους αποικιοκράτες Πορτογάλους. Χρυσός Φοίνικας(!) και 7 υποψηφιότητες για Όσκαρ. (Σινέ Διάνα)

“Αποστροφή”… Ένα από τα πιο σημαντικά έργα του Ρομάν Πολάνσκι, και ταινία σταθμός του ψυχολογικού τρόμου.

“Σινέ Λακάν: Aftersun”… Η ταινία της Σαρλό Γουέλς με τον Πολ Μέσκαλ προβάλλεται στην ψυχαναλυτικών διαθέσεων σειρά προβολών Σινέ Λακάν, με σύντομη συζήτηση μετά την προβολή. (Open Air Τριανόν, Πέμπτη 26/6)

Σχετικό Άρθρο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα