“GORGONà”: ΤΟ ΔΥΣΤΟΠΙΚΟ, ΦΕΜΙΝΙΣΤΙΚΟ ΝΤΕΜΠΟΥΤΟ ΤΗΣ ΕΥΗΣ ΚΑΛΟΓΗΡΟΠΟΥΛΟΥ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΟ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΒΕΝΕΤΙΑΣ
Η βραβευμένη σκηνοθέτρια Εύη Καλογηροπούλου (“Στον Θρόνο του Ξέρξη”) μιλάει στο NEWS24/7 για όλα τα ετερόκλητα στοιχεία που ενέπνευσαν το συναρπαστικό μεγάλου μήκους ντεμπούτο της, “Gorgonà”, που μόλις έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στην Εβδομάδα Κριτικής του φεστιβάλ Βενετίας.
«Πάντα ζωγράφιζα δυναμικές γυναίκες», θυμάται η Εύη Καλογηροπούλου, καθώς η κουβέντα μας για το πολυαναμενόμενο μεγάλου μήκους ντεμπούτο της, Gorgonà, μας έχει πάει πίσω, στις πρώτες ζωγραφιές που έκανε ως μικρό παιδί. «Πάντα [στις εικόνες μου] ήταν μια γυναίκα, σε ένα σύμπαν, που ξεπερνάει κάποιο εμπόδιο».
Το σύμπαν είναι πλήρως δυστοπικό στην προκειμένη περίπτωση –και πώς να μην είναι κιόλας, αρκεί να κοιτάξεις τον κόσμο γύρω μας. Στη Gorgonà η ελληνική μυθολογία συναντά την τρέχουσα Αποκάλυψη που βιώνουμε, και μια κριτική, οργισμένη ματιά στην πατριαρχία πλέκεται με μια ιστορία πάθους όσο και ανακάλυψης μιας προσωπικής ταυτότητας και αλήθειας.
H ταινία, δεν είναι παρά ένα ντεμπούτο που περιμέναμε με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον εδώ και χρόνια, ύστερα από την πετυχημένη πρεμιέρα των προηγούμενων μικρού μήκους ταινιών της Καλογηροπούλου στο φεστιβάλ Καννών – το Motorway 65 με φόντο τη βιομηχανική Ελευσίνα (κρατήστε το αυτό) και το Στον Θρόνο του Ξέρξη, το βραβευμένο στην Εβδομάδα Κριτικής των Καννών φιλμ της με τον Γιώργο Μαζωνάκη.
«Στη μικρού μήκους ταινία μπορείς να κρατήσεις την προσοχή με μια ιστορία, μια δομημένη ιδέα, μια δυνατή αισθητική. Η μεγάλου μήκους είναι τελείως διαφορετικό πράγμα», λέει η Καλογηροπούλου μιλώντας στο Magazine λίγο πριν η Gorgonà κάνει τη δική της παγκόσμια πρεμιέρα στη Εβδομάδα Κριτικής του φεστιβάλ Βενετίας. «Είναι πολύ πιο δύσκολο, αλλά ήθελα να το δοκιμάσω κατευθείαν. Από την πρώτη μου ήδη ταινία σκεφτόμουν την μεγάλου μήκους. Πρέπει να δεις γρήγορα αν το έχεις ή δεν το έχεις», ξεκαθαρίζει.
Η Gorgonà διαδραματίζεται κάπου μετά το τέλος του κόσμου. Ή κάτι σαν αυτό. Σε μια κοινωνία σπαραγμένη (μπορεί κανείς να κάνει τις υποθέσεις για τα πώς και τα γιατί), οι πόλεις-κράτη που επιβιώνουν είναι στην ουσία τεράστια διυλιστήρια που προσφέρουν (με το κατάλληλο αντίτιμο φυσικά) καύσιμο στον υπόλοιπο κόσμο. Η πόλη στην οποία βρισκόμαστε, κυριεύεται από έναν στρατό ανδρών απόλυτης προσήλωσης αλλά και εμμονής πάνω σε μια ‘καθαρότητα’ και μια ‘προστασία’, έννοιες όλο και πιο ασαφής σε έναν κόσμο που μοιάζει ήδη τελειωμένος – τουλάχιστον στην σημερινή, αναγνωρίσιμη μορφή του.
Ο ηγέτης του στρατού (Χρήστος Λούλης) πάσχει από μια ανίατη ασθένεια οπότε μέσα από μια σειρά δοκιμασιών προσπαθεί να βρει τον διάδοχό του. Ανάμεσα όμως στους υποψηφίους είναι κι η Μαρία (Μελισσάνθη Μάχουτ), κάτι που όπως είναι προφανές δεν κάθεται και πολύ καλά με τους υπόλοιπους υπερ-μάτσο στρατιώτες. Πόσο μάλλον όταν, με την άφιξη της Ελένης (στο ρόλο η φανταστική Ορόρα Μαριόν από το Almayer’s Folly της Σαντάλ Άκερμαν), ένα ρομάντσο αρχίζει να αναπτύσσεται που θα ανατρέψει τις ήδη εύθραυστες δυναμικές της φρουρούμενης πόλης.
«Είναι δύο γυναίκες που μπορεί να είναι και μία, και μπορεί να είμαι κι εγώ», λέει η Καλογηροπούλου. «Η ζωή της μίας ξεκινά σε πνευματικό, μεταφυσικό επίπεδο, από τη στιγμή που έρχεται στην εικόνα κι η άλλη».
«Πάντοτε με τραβούσαν οι ταινίες πολεμικών τεχνών και τα γουέστερν. Ως γυναίκα όμως, δεν ένιωθα ποτέ να συμπεριλαμβάνομαι στις αφηγήσεις τους και φαντασιωνόμουν ταινίες δράσης που θα ανέτρεπαν τα στερεότυπα του είδους και θα εστίαζαν στη γυναικεία εμπειρία», εξηγεί η Καλογηροπούλου σε ένα σημείωμα πριν την πρεμιέρα της ταινίας της.
«Στο Gorgonà, παραλληλίζω την πατριαρχία με την περιβαλλοντική καταστροφή. Το έργο διαδραματίζεται στην Ελευσίνα, μια μολυσμένη βιομηχανική πόλη κοντά στην Αθήνα. Ωστόσο, αυτός ο τόπος φιλοξενούσε κάποτε τα παγανιστικά Ελευσίνια Μυστήρια, που εξυμνούσαν τη γυναικεία δύναμη. Αυτό το παράδοξο ενέπνευσε τον κόσμο του Gorgonà, καθώς και τον μύθο της Μέδουσας, της απόλυτης μορφής της γυναικείας οργής και μεταμόρφωσης», συμπληρώνει.
Ο κόσμος που έχει δημιουργήσει εδώ είναι γεμάτος από πυκνές και εικαστικές επιβλητικές εικόνες που νοηματοδοτούν την ιστορία πέρα από την απλή γραμμική της ανάπτυξη. «Είτε δουλεύω ως σκηνοθέτης είτε ως εικαστικός, είμαι το ίδιο άτομο. Σκέφτομαι και με αφορούν τα ίδια πράγματα. Είναι στοιχεία του εαυτού μου, το πώς έχω μεγαλώσει, το τι μου άρεσε από μικρή: Δυναμικές γυναίκες, αμαζόνες, μοτοσικλετίστριες… πάντα έκανα ένα σύμπαν με κόμικς και με μυθολογία, όλα αυτά τα συνέδεα κάπως σε έναν κοινό άξονα», εξηγεί μιλώντας στο Magazine.
«Ήμουν το παιδάκι που από 6 χρονών είχα καλό χέρι και ζωγράφιζα – πάντα γυναίκες, ηρωίδες. Έχω σχέδια από 6 χρονών, ολόκληρες κολεξιόν από σούπερ ηρωίδες», θυμάται και χαμογελά. «Πάντα ζωγράφιζα δυναμικές γυναίκες – πάντα είναι μια γυναίκα, σε ένα σύμπαν, που ξεπερνάει ένα εμπόδιο».
Το ενδιαφέρον της για την κινούμενη εικόνα είχε εμφανιστεί επίσης από νεαρή ηλικία. «Σκέφτομαι πάντα το κάδρο, το φως, τη σύνθεση, τα χρώματα. Είναι κάτι που δεν το σκέφτομαι πια συνειδητά, είναι δομικό στοιχείο του εαυτού μου. Από μικρή παρατηρούσα τον κόσμο, καθόμουν σε ένα σημείο και παρατηρούσα κάποιους ανθρώπους – ποιος μπαίνει στο κάδρο, πώς περνάει η μέρα, πώς αλλάζει το φως», θυμάται.
Φυσικά, την έχει επηρεάσει και το σινεμά που έβλεπε και αγαπούσε από τότε. «Οι ταινίες που έβλεπα μικρή… όλα δυστοπικά ήταν, δεν έβλεπα κωμωδίες», λέει γελώντας. «Ο πατέρας μου αγαπούσε τον Ταρκόφσκι, και τον βλέπαμε μαζί. Αργότερα ήταν που αγάπησα και τον Ταραντίνο. Επίσης μεγάλωσα σε περιβάλλον που έβλεπε ειδήσεις, που ασχολιόταν με πολιτικά ζητήματα, ήταν δύσκολο να ξεφύγω [από αυτές τις εικόνες]. Όλα αυτά –ειδήσεις, εικόνες πολέμου, οικολογικές καταστροφές– διαμόρφωσαν τη φαντασία μου».
Μας αναφέρει ταινίες και σκηνοθέτες που αγαπά ή/και την έχουν επηρεάσει αυτή τη στιγμή, από την Κλερ Ντενί ως την Ευδοκία του Δαμιανού, από το Titane ως τον Ταραντίνο, από το Atlantics ως το Bacurau. Και ακόμα και το παλιό ελληνικό σινεμά, με ταινίες σαν τις Γοργόνες και Μάγκες.
«Πάντα μου άρεσαν αυτές οι ταινίες, και τις έβλεπα και σκεφτόμουν: Τι θα γινόταν αν άλλαζαν τα στερεότυπα γυναίκας και άντρα; Αν αυτός ήταν ας πούμε ο sex worker κι εκείνη είχε το μαγαζί; Τις έμπλεκα αυτές τις ταινίες με άλλες στο μυαλό μου, με γαλλικό σινεμά για παράδειγμα. Κι έκανα μια διασκευή ή άλλαζα τους ρόλους. Αλλά επίσης αυτές οι ταινίες με ενδιέφεραν πολύ και αισθητικά», ξεκαθαρίζει – και πράγματι, υπάρχει κάτι από τη λαϊκή παράδοση εκείνου του σινεμά που επιβιώνει στη Gorgonà.
Αλλά πέρα από το σινεμά, η πιο μεγάλη και καθοριστική επιρροή στη δημιουργία αυτής της ταινίας ήταν, πολύ απλά, ο ίδιος ο χώρος. «Πρώτα σκέφτομαι τοποθεσία και μετά χτίζω ιστορία», τονίζει. «Τα τοπία, τα πλοία, τα ναυπηγεία… Δεν θα μπορούσα να κάνω ταινία σε ουδέτερο location ή σε στούντιο, δεν με ενδιαφέρει. Η πόλη είναι πρωταγωνιστής».
Η ταινία διαδραματίζεται σε ένα ακαθόριστο μέλλον ενός ακαθόριστικου κόσμου, σε μια ανώνυμη πόλη, όμως η ιδέα ενός βιομηχανικού τοπίου είναι κυρίαρχη. «Έμενα στην Ελευσίνα για καιρό και έκανα πολύ scouting στα διυλιστήρια και τα εργοστάσια εκεί. Ήθελα πάντα να κάνω κάτι μέσα σε αυτό το τοπίο. Έβλεπα αυτά τα τοπία κάθε μέρα και σιγά-σιγά χτίζονταν ιστορίες στο μυαλό μου», θυμάται.
«Ο παππούς μου, τα αδέλφια του, δούλευαν στο λιμάνι, στα διυλιστήρια. Ήταν εργάτες. Ο πατέρας μου είχε σχέση με καΐκια, λόγω καταγωγής από την Κεφαλονιά – από το Ληξούρι! Μεγάλωσα με αυτές τις εικόνες». Και, στο μυαλό της, δέθηκαν με τη μυθολογία, με τον φεμινισμό, και με εικόνες ενός κόσμου κοντά στη δική του Αποκάλυψη, γεννώντας αυτόν τον εντελώς ξεχωριστό κόσμο.
«Από την αρχή ήθελα στην ταινία να υπάρχει μυθολογία. Και ήξερα ότι θα ήταν δύο γυναίκες σε μια δυστοπία δίπλα σε διυλιστήρια, και η μία θα είχε μαγικές δυνάμεις– θα ήταν η Μέδουσα. Αυτά ήταν τα σταθερά. Τα υπόλοιπα εξελίχθηκαν με τα χρόνια, με πολλά ξαναγραψίματα», λέει. «Για τρία χρόνια έγραφα ξανά και ξανά, πρόσθετα και αφαιρούσα. Στην αρχή είχα βάλει μέχρι και ζώα να εμφανίζονται σαν κιβωτός! Μετά συνειδητοποιείς ότι πρέπει να συμβιβαστείς με το τι μπορεί να γίνει στην παραγωγή».
Σε αυτή την τοξική πατριαρχία στο τέλος του κόσμου, όπως αυτή αποτυπώνεται μέσα από το τάγμα στρατιωτών του Χρήστου Λούλη στη Gorgonà, υπάρχουν ακόμα αυτές οι αναγνωρίσιμες κι από τον δικό μας κόσμο εμμονές με την ασφάλεια και με την ‘καθαρότητα’ – ό,τι κι αν μπορεί κάτι τέτοιο να σημαίνει πρακτικά. Στην ταινία ας πούμε, αυτός ο εθνοπατριωτικός στρατός περιλαμβάνει ανθρώπους διαφορετικών φυλών και χρωμάτων, ένας δυναμικός τρόπος να υπογραμμιστεί ο παραλογισμός αυτής της ιδεολογίας.
«Είναι η απόλυτη αντίφαση. Ο λόγος τους δεν έχει καμία λογική. Είναι όπως οι Έλληνες ομογενείς που ψήφιζαν Τραμπ, ενώ ήταν κι αυτοί μετανάστες», λέει η σκηνοθέτρια. «Ή όπως εδώ στην Ελλάδα, που μιλάμε για ‘καθαρότητα ενώ η ιστορία μας είναι γεμάτη επιρροές από τρεις ηπείρους. Πόσο παράλογος μπορεί να γίνει ο δογματικός λόγος προκειμένου να συνεχίσεις ένα ιδεολόγημα που δεν βγάζει νόημα; Ο κόσμος είναι διαφορετικός! Τι πάει να πει ‘καθαρότητα’;»
Ο λόγος αυτός φυσικά δίνει ακόμα το παρών στην πολιτική σκηνή. «Μπορεί να έφυγαν οι Χρυσαυγίτες, αλλά οι ιδέες τους υποβόσκουν. Κοίτα μόνο ποιοι γίνονται Υπουργοί Μετανάστευσης», λέει με θυμό. «Είναι ντροπή. Να μιλάμε για Ευρώπη και ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ στην πράξη καταπατούνται βασικά δικαιώματα».
Σε πολλά σημεία γενικώς μπορεί κανείς να διακρίνει πως το φιλμ αποτελεί σχόλιο για τον κόσμο του σήμερα, είτε εξερευνώντας παραδόσεις και ιδεοληψίες που έχουν επιβιώσει σε αυτό το μετα-αποκαλυπτικό σύμπαν, είτε μέσα από φευγαλέες εικόνες σε δελτία ειδήσεων στο φόντο, για άλλες πόλεις που σβήνουν. «Ήθελα να υπάρχουν αυτές οι αναφορές. Για παράδειγμα, η σκηνή με την τηλεόραση όπου βλέπουμε πόλεμο, ήταν ξεκάθαρα νύξη στην Παλαιστίνη», τονίζει. «Δεν ήθελα να το δείξω άμεσα, γιατί δεν είμαι Παλαιστίνια, δεν θέλω να το οικειοποιηθώ. Αλλά είναι εκεί».
Δε θα μπορούσε να μην είναι, εξάλλου. Στην ταινία γενικά δεν είναι ποτέ συγκεκριμένες οι χώρες («είναι μια δυστοπία που θα μπορούσε να είναι οπουδήποτε», λέει η Καλογηροπούλου), όμως αυτό της δίνει κι ένα εύρος, μια αναγκαιότητα ίσως για τον θεατή να γεμίσει τα κενά με τις δικές του αναφορές και αγωνίες. Μια ματιά σε έναν κόσμο που επιστρέφει διαρκώς στα ίδια μοτίβα βίας και εξολόθρευσης.
«Πάντα εκ των υστέρων θα πουν “α, ήμασταν από λάθος πλευρά της Ιστορίας” αλλά είναι αργά. Αυτό είναι το πιο τρομακτικό: ότι επαναλαμβάνεται η Ιστορία, ενώ όλοι ξέρουμε πια. Τώρα το ζούμε. Θα ρωτάνε στα σχολεία, πώς σφαγιάστηκε ένας λαός;», λέει με θυμό μιλώντας για την Παλαιστίνη, αλλά και για την επίσημη στάση της Ελλάδας. «Από τη στιγμή που βομβαρδίζεται ένα νοσοκομείο, τέλος, δεν είναι πόλεμος αυτό. Ντρέπεσαι που είσαι ο άνθρωπος. Δε μπορείς να βλέπεις τις εικόνες και να μη σε πιάνει η ψυχή σου. Όχι τώρα, από την αρχή».
Τα πάντα στη Gorgonà υπό μία έννοια πάντως, με θυμό έχουν να κάνουν. Αυτό υπάρχει στην ρίζα της ιστορίας της Μέδουσας, αυτό υπάρχει και γύρω μας, στον τρόπο με τον οποίο καλούμαστε να επιβιώσουμε σήμερα. «Θα ήθελα θυμό… θα ήθελα παραπάνω θυμό», λέει η Καλογηροπούλου, αλλά παράλληλα αναζητά και την κάθαρση στην ιστορία της. Είναι λογικό, είναι ανθρώπινο – είναι μια απέλπιδα προσπάθειά μας να πιαστούμε από κάπου, οπουδήποτε.
Αυτή η ιδέα της επιβίωσης μάλιστα εξερευνάται και μέσα στο ίδιο το φιλμ καθώς οι δύο ηρωίδες καλούνται να πάρουν αποφάσεις για τη σχέση τους, για τις εαυτές τους, και για το τι τελικά σημαίνει το να παίρνεις τον έλεγχο της μοίρας σου. «Ποτέ δεν υπάρχει μόνο μία ηθική λύση», λέει. «Υπάρχει πολύ το: “Tι πρέπει να κάνει μια γυναίκα”. Αλλά δεν πρέπει να κουνάς ποτέ δάχτυλο, καθένα άτομο έχει τον τρόπο του. Αυτή είναι η σύγχρονη φεμινιστική θεωρία. Κι εγώ ήθελα να το αφήσω ανοιχτό».
Στον κόσμο της Gorgonà, αυτό είναι τελικά το μόνο σίγουρο. Η επιβίωση – αλλά κι ο έρωτας, και η ταυτότητα – δεν έχουν μία διάσταση. Σε ένα κόσμο που διαλύεται, τι είναι αυτό που τελικά μπορείς να κρατήσεις;
GORGONÀ
Σκηνοθεσία: Εύη Καλογηροπούλου | Σενάριο: Εύη Καλογηροπούλου, Louise Groult | Διεύθυνση φωτογραφίας: Γιώργος Βαλσαμής | Production Designer: Σταύρος Λιόκαλος | Κουστούμια: Εβελίνα Δαρζέντα, Άννα Ζώτου | Σχεδιασμός, Εκτέλεση Μακιγιάζ, Προσθετικά: Αλεξάνδρα Μυτά | Μακιγιέζ: Όλγα Πάτσιου | Σχεδιασμός Κομμώσεων: Σωτήρης Πατεράκης, Αργυρώ Καρτσιώτη | Music Supervisor: Αγγέλα Κόλλια | Πρωτότυπη Μουσική: Ηλίας Καμπάνης, Κάρολος Μπεράχας, Nick Athens | Ηχοληψία: Ξενοφώντας Κοντόπουλος | Re-recording Mixer: Vincent Verdoux | Μοντάζ: Γιώργος Ζαφείρης | VFX Supervisor: Matthieu Schmit | Διεύθυνση Παραγωγής: Κώστας Μπαλιώτης | Οργάνωση Παραγωγής: Άννα Ζωγράφου
Πρωταγωνιστούν: Μελισσάνθη Μάχουτ | Aurora Marion | Χρήστος Λούλης | Κώστας Νικούλι | Σταύρος Σβήγκος | Έρρικα Μπίγιου | Νίκη Βακάλη | Ξένια Ντάνια | Εριφύλη Κιτζόγλου | Μυρτώ Κοντονή | Nayla Gougni | Ηρακλής Τσουζίνοφ | Βασίλης Μίχας | Τόνια Σωτηροπούλου
Το τραγούδι των τίτλων τέλους ερμηνεύει η Τάμτα.
Παραγωγοί: Αμάντα Λιβανού, Bertrand Gore, Nathalie Mesuret, Alexandre Perrier, François-Pierre Clavel, Φένια Κοσοβίτσα
Μία παραγωγή της Neda Film σε συμπαραγωγή με τη Blue Monday Productions και την KIDAΜ (Γαλλία)
Σε συμπαραγωγή με Onassis Culture, Blonde, ΕΡΤ, Authorwave, Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης – 2023Eleusis
Με την υποστήριξη του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, Οπτικοακουστικών Μέσων και Δημιουργίας, Region Nouvelle Aquitaine, Département Charente-Maritime
Διεθνείς πωλήσεις: PLAYTIME
Η ανάπτυξη της ταινίας υποστηρίχθηκε από το Onassis Culture, Eurimages, ARTE/Kino και
Creative Europe MEDIA
Η Gorgonà της Εύης Καλογηροπούλου έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο πλαίσιο του 82ου φεστιβάλ Βενετίας.