Ο Μητσοτάκης, ο διάδοχός του και ποιοι τους στρώνουν τον δρόμο…
Διαβάζεται σε 6'
Ο Μητσοτάκης τις πιθανότητές του για τρίτη θητεία θα τις διεκδικήσει μέχρι τέλους. Αν οι αντίπαλοί του επιθυμούν να αποτρέψουν αυτήν την εξέλιξη, χρειάζεται να προχωρήσουν σε συνένωση δυνάμεων.
- 23 Σεπτεμβρίου 2025 06:25
Έχουμε μπουχτίσει από σενάρια για το «ποιος θα κυβερνήσει» μετά τις επόμενες εκλογές. Και αυτό το μπούχτισμα δεν θα σταματήσει μέχρι την ημέρα που θα γίνουν. Διότι ο μεν Κυριάκος Μητσοτάκης έχει ανασφάλειες, οι δε αντίπαλοί του είτε έχουν αυταπάτες είτε δεν ενδιαφέρονται πραγματικά να πάρουν τη θέση του.
Μπορεί οι εκλογές να απέχουν, θεωρητικά, έως και ενάμιση έτος, χρόνος υπεραρκετός για να γίνουν(πάλι θεωρητικά) τα πάντα, αλλά τα πραγματικά δεδομένα οδηγούν μόνο σε δύο λύσεις. Πρώτον, ξανά στον Μητσοτάκη, αλλά αυτή τη φορά με συνεταίρο. Και, δεύτερον, στο διάδοχό του, αν ο ίδιος δεν μπορέσει να βρει συνεταίρο. Το ενδεχόμενο διάδοχος του νυν πρωθυπουργού να είναι από το απέναντι στρατόπεδο μοιάζει ουτοπικό όσο η σημερινή αντιπολίτευση κοιτάζει το δάχτυλο και όχι το φεγγάρι.
Ας δούμε τα πράγματα όπως είναι.
Ο Μητσοτάκης θα δώσει έως το τέλος τη μάχη για την τρίτη θητεία του και δεν έχει λόγο να μην το κάνει: παρά τη μεγάλη φθορά του, προηγείται άνετα και, επί του παρόντος, δεν βλέπει απέναντί του υπολογίσιμο αντίπαλο να τον απειλεί. Αν αυτό στην πορεία μεταβληθεί, δηλαδή αν εμφανιστεί τέτοιος αντίπαλος, θα το ξαναδεί.
Θα πάει, λοιπόν, στις εκλογές ως πρώτος κι εκεί θα δει αν μπορεί να κρατήσει τη θέση του πρωθυπουργού. Θα μπορεί, αν η επίδοση της ΝΔ είναι «αξιοπρεπής» (τουλάχιστον άνω του 28% των ευρωεκλογών). Σε αυτήν την περίπτωση -είτε στις πρώτες είτε στις δεύτερες εκλογές- θα αναζητήσει συνεταίρο ή από τα δεξιά του ή από τα αριστερά του (ΠΑΣΟΚ). Το οποίον ΠΑΣΟΚ θα βρεθεί σε δεινή θέση, αφού για πολλοστή φορά θα έχει αποτύχει «να νικήσει έστω με μια ψήφο διαφορά» (Ανδρουλάκης) και λυτοί και δεμένοι θα πέσουν πάνω του για «να μην αφήσει τη χώρα ακυβέρνητη».
Αν αποτύχει στην εύρεση κυβερνητικού συνεταίρου, ο Μητσοτάκης, υποχρεωτικά θα αποχωρήσει από την κούρσα και θα αναλάβει τη «δουλειά» ο εσωκομματικός διάδοχός του, που θα έχει ευκολότερο έργο: θα μπορεί να απευθυνθεί και δεξιότερα και αριστερότερα.
Υπάρχει, θεωρητικά, το ενδεχόμενο διάδοχος του Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία να μην είναι από τη ΝΔ, αλλά από την αντιπολίτευση. Για την ακρίβεια, με τα σημερινά δεδομένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν υπάρχει, αλλά θα υπήρχε, αν στην αντιπολίτευση δεν κυριαρχούσε η λογική των μικρομάγαζων. Δηλαδή, αν ένας από τα πάνω ή περισσότεροι από τα κάτω μπορούσαν να φτιάξουν μια, ενιαία, παράταξη, η οποία θα μπορούσε να νικήσει τη ΝΔ και όχι απλώς «με μία ψήφο διαφορά» (που λέει ο Νίκος Ανδρουλάκης).
Τα δύο κόμματα που συγκροτούν αυτόν τον απέναντι (στη ΝΔ) χώρο, το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ, έχουν διατελέσει κόμματα εξουσίας. Το ΠΑΣΟΚ επί δεκαετίες, ο ΣΥΡΙΖΑ λιγότερο. Έχουν στις τάξεις τους πρώην πρωθυπουργούς και αντιπροέδρους κυβερνήσεων, πρόσωπα με κυβερνητική εμπειρία. Είναι αδιανόητο πώς κάποιοι από αυτούς δεν μπορούν να καθίσουν σε ένα τραπέζι και να καταστρώσουν ένα κυβερνητικό πρόγραμμα δέκα σημείων, στα οποία, άλλωστε, συμφωνούν.
Το ακόμα πιο αδιανόητο είναι ότι, ενώ γνωρίζουν πως, χωρίς το σχηματισμό ενιαίας προοδευτικής παράταξης, οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι του 2023 και του 2024 δεν θα πάνε ξανά στην κάλπη, αδιαφορούν και αρκούνται να έχουν καρέκλες σε χωριστά μικρομάγαζα. Κάτι που μοιραία οδηγεί σε λύση χωρίς αυτούς. Δηλαδή, στην τρίτη (συνεχόμενη) κυβερνητική θητεία της ΝΔ, με ή χωρίς Μητσοτάκη.
Αυτό τους αφορά όλους. Και το ΠΑΣΟΚ του Ανδρουλάκη, που κάνει ότι δεν βλέπει, ούτε μετά την περίπτωση Λοβέρδου, τι πιέσεις θα δεχθεί το βράδυ των εκλογών και πόσοι από μέσα του θα θέλουν συγκυβέρνηση με τη ΝΔ. Αφορά και τον πολυδιασπασμένο ΣΥΡΙΖΑ και ιδιαίτερα τον Αλέξη Τσίπρα, που αρκείται σε σεμινάρια, διαλέξεις και αναρτήσεις και μαδάει τη μαργαρίτα για να του πει «κάντο» ή «μην το κάνεις» (το νέο κόμμα).
Όλοι αυτοί βλέπουν πώς η δική τους ακινησία οδηγεί στην τρίτη θητεία της ΝΔ, με ή χωρίς Μητσοτάκη, αλλά δεν κάνουν το αυτονόητο για να αποτρέψουν την εξέλιξη αυτή. Το έχει πει ο παλιός πρόεδρος της Αμερικής Θ. Ρούσβελτ: « Όταν υπάρχει ανάγκη να πάρεις μια απόφαση, το καλύτερο πράγμα είναι να κάνεις το σωστό. Το δεύτερο καλύτερο πράγμα είναι να κάνεις λάθος. Το χειρότερο απ’ όλα είναι να μην κάνεις τίποτα».
ΥΓ: «Κόμμα Καρυστιανού» δεν υπάρχει. Και ούτε θα υπάρξει, αν η ίδια έχει ως μοναδικό σκοπό της ζωής της να αποδοθεί δικαιοσύνη για το παιδί της και τα άλλα θύματα των Τεμπών και αν όσοι είναι δίπλα της την αγαπούν και δεν τη συμβουλεύουν λάθος. Φυσικά, δεν υπάρχουν ούτε «κόμμα Τσίπρα» ούτε «κόμμα Σαμαρά» κι ας μετρώνται στις δημοσκοπήσεις (αντιδεοντολογικά, αλλά σιγά μη στάξει η ουρά του γιαϊδάρου).
Όμως, είναι δύο διαφορετικά πράγματα. Τσίπρας και Σαμαράς είναι πρώην πρωθυπουργοί και μια τέτοια κίνησή τους θα θεωρηθεί φυσιολογική. Η Μαρία Καρυστιανού δεν είναι πολιτικός. Σκοπός της ζωής της είναι να δικαιωθεί το αδικοχαμένο παιδί της, όπως και τα άλλα 57 θύματα των Τεμπών. Για να υπάρχει πιθανότητα να έρθει αυτή η δικαίωση, πρέπει να αλλάξει χέρια η κυβερνητική εξουσία, εφόσον η σημερινή εμποδίζει την απόδοση δικαιοσύνης, όπως λένε οι συγγενείς των θυμάτων και η κυρία Καρυστιανού.
Όμως, για να αλλάξει χέρια η κυβερνητική εξουσία, δεν χρειάζονται κι άλλα κόμματα, χρειάζεται συνένωση δυνάμεων. Ήδη η πολυδιάσπαση στην αντιπολίτευση είναι ο βασικός παράγοντας για την κυριαρχία της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ένα επιπλέον κόμμα, από την κυρία Καρυστιανού, απλώς μπορεί να αναδιατάξει το κομματικό σκηνικό στον πέραν της ΝΔ χώρο, αλλά δεν θα πλήξει τον κ. Μητσοτάκη. Αντίθετα, θα διευκολύνει την παραμονή του στην κυβέρνηση.
Ένα «κόμμα Καρυστιανού» θα είναι αναγκαστικά μονοθεματικό («δικαιοσύνη για τα Τέμπη»), αλλά στις εκλογές δεν θα κρίνεται μόνον αυτό. Το συμπέρασμα είναι κάτι παραπάνω από προφανές: όσοι ενδιαφέρονται να αποδοθεί δικαιοσύνη για τα Τέμπη πρέπει να συμβάλλουν στην απομάκρυνση του βασικού εμποδίου, που είναι η σημερινή κυβέρνηση. Και αυτό μπορεί να γίνει με συνένωση και όχι με πρόσθετη διάσπαση δυνάμεων.