Η Δημοκρατία της Θάλασσας
Διαβάζεται σε 3'
Το οξυγόνο που παράγουμε μόνοι μας δεν φτάνει. Έχουμε ανάγκη και το οξυγόνο των άλλων.
- 02 Οκτωβρίου 2025 06:14
Αγάπησα ό,τι ομορφότερο έφτιαξαν οι άνθρωποι και η φύση. Τα τραγούδια και την θάλασσα. Και ό,τι δημοκρατικότερο. Την Δημοκρατία του αισθήματος, της συγκίνησης και της χαράς στα τραγούδια, την αγκαλιά που ανοίγει σε όλους, χωρίς να κρίνει, χωρίς να αποκλείει. Την Δημοκρατία της Θάλασσας, που είναι πάντα εκεί, καλόγνωμη, κακομαθημένη, άγρια, γαλήνια, που ισιώνει τις αδικίες της με τις μεγάλες μπουνάτσες. Που ζητάει συγγνώμη. Την θάλασσα όλων. Και κυρίως εκείνης του χειμώνα που χάνει τα παιδιά της, το περνάει όλο μόνη της, της συμπαραστέκονται από μακριά, την λοιδορούν, την ειρωνεύονται, κανείς δεν είναι εκεί στην ουσία.
Η μάνα θάλασσα. Όχι λογοτεχνικά, όχι συμβολικά, η θάλασσα είναι η μάνα της γης, όλων μας. Ακόμη και όση χωράει μέσα στην χούφτα μας, αξίζει τον σεβασμό όσο όλη η υπόλοιπη.
Δέχεται τις βρωμιές μας, τα πεταμένα μας, θυμώνει, παίρνει ζωές άδικα, κάνει το κακό ενώ θέλει να κάνει το καλό, κάνει το καλό ενώ όλα γύρω της φωνάζουν πως δεν αξίζει πια το καλό. Ένας άνθρωπος που σπάει, και κολλάει πάλι με νερό και αίμα. Και αλάτι.
Είκοσι μέτρα κάτω από την επιφάνεια αρχίζει το σκοτάδι. Παίρνουμε βαθιές αναπνοές για να κρατηθούμε όσο πιο ψηλά γίνεται. Τα πόδια στο σκοτάδι και το κεφάλι στο φως. Πώς αλλιώς;
Βαφτίζουμε μέσα της τα παιδιά μας κάθε καλοκαίρι, και φοβόμαστε και ελπίζουμε και προσευχόμαστε δίχως να πιστεύουμε, να είναι καλά και να βγάλουν χειμώνα μέχρι την επόμενη φορά. Όχι για όλους. Η θάλασσα μάς μετράει. Κάθε χρόνο, βγάζει ποσοστά. Μόνο εκείνη ξέρει τι είναι εκείνο που μας κυβερνάει. Ξέρει πως δεν είμαστε καλοί. Δεν είναι καλή η φτιαξιά μας. Αλλά έχουμε τις στιγμές μας. Τα άλματά μας, τα «πιο γρήγορα απ’ τη φθορά».
Μέσα στις ατέλειωτες γραμμές με τα κατεβασμένα κεφάλια, κάποια σηκώνονται και κοιτάνε αλλού. Και σκάνε ένα χαμόγελο από το πουθενά, και μας σκουντάνε να δούμε κι εμείς. Και γελάμε. Δεν ξέρω από τι είναι φτιαγμένοι αυτοί οι άνθρωποι. Μπορεί από τραγούδια και θάλασσα. Αλλά τους έχουμε τόσο ανάγκη! Το οξυγόνο που παράγουμε μόνοι μας δεν φτάνει. Έχουμε ανάγκη και το οξυγόνο των άλλων.
Όταν, πιτσιρικάς, άκουγα όμορφα τραγούδια, σκεφτόμουν ενθουσιασμένος «ρε συ, ωραία ζωή μας περιμένει!». Δεν πήγαν βέβαια όλα σύμφωνα με το σχέδιο, αλλά πάντα κάτι γινόταν και ξυπνούσε μέσα μας η ανάμνηση της ομορφιάς όπως την ονειρευτήκαμε. Δεν είναι λίγο. Πάντα υπήρξαν κάποιοι που είχαν γελαστά μάτια. Ντρέπομαι λίγο που τους είχα ανάγκη αλλά από την άλλη δεν είναι και τόσο τρομερό να έχεις ανάγκη τους άλλους.
Το σκέφτεσαι και προσπαθείς να σταθείς εκεί που πρέπει. Κόντρα σε όλα. Ακόμη κι αν ποτέ σου δεν ονειρεύτηκες τέτοια μεγαλεία, μπορεί να γίνεις εσύ για κάποιους εκείνος που χαμογελάει κοιτώντας αλλού.
«Μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι»; Μπορεί. Αλλά και μια θάλασσα, μια Δημοκρατία, μια Μαρία. Απέναντι σε μια Πολιτεία που τρέμει την εκταφή ενός παιδιού. Μια Πολιτεία λίγη, κακόψυχη, ντροπιασμένη. Πνιγμένη μέσα στα ξένα κλάματα. Τα ξένα κλάματα για τα δικά της παιδιά.