Δύο χρόνια μετά την 7η Οκτωβρίου 2023
Διαβάζεται σε 7'
Ογδόντα χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα, ο λαός που γενοκτονήθηκε τότε, είναι αυτός που σήμερα, εξαιτίας της διαχείρισης της μνήμης του, έχει σε τέτοιο βαθμό αμβλύνει τους ηθικούς φραγμούς του που δικαιολογεί και επιδοκιμάζει τη σφαγή που πραγματοποιεί
- 08 Οκτωβρίου 2025 06:17
Πριν ακριβώς δύο χρόνια (συμπληρώθηκαν χθες), το έγκλημα της Χαμάς έδωσε στο Ισραήλ το πρόσχημα που αναζητούσε εδώ και περίπου μια δεκαπενταετία: να εκκενώσει τη Γάζα at all costs όπως συνηθίζει να λέει ο Νετανιάχου. Όπερ και εγένετο.
Προσπαθώ έκτοτε να μπω στο μυαλό των ανθρώπων που σχεδίασαν τη μαζική δολοφονία της 7ης Οκτώβρη και μου είναι πολύ δύσκολο. Πώς περίμενε η Χαμάς ότι θα αντιδράσει το Ισραήλ; Με ένα απλό βομβαρδισμό που τον έχει ούτως ή άλλως για πρωινό; Πραγματικά δεν ξέρω.
Όταν μίλησα με Παλαιστίνιους φίλους μετά την 7η Οκτώβρη στη Δυτική Όχθη μου είπαν όλοι «προετοιμάσου για ό,τι χειρότερο έχουμε δει ποτέ». Και είχαν δίκιο. Το Ισραήλ ξεπέρασε τον εαυτό του σε βαρβαρότητα έκτοτε, αλλά σε ένα πράγμα δεν μπορούμε να ψέξουμε τον Νετανιάχου: ότι είναι ασυνεπής και απρόβλεπτος.
Η 7η Οκτώβρη ωστόσο δεν ήταν απλώς μια τερατώδης απερίσκεπτη ενέργεια που δεν μπορούσε να λάβει υπόψη τις ανυπολόγιστες συνέπειες για το παλαιστινιακό έθνος. Είχε και αυτή τη «λογική» της μέσα στην απόγνωση ενός λαού που βιώνει την παλαιότερη στρατιωτική κατοχή στη σύγχρονη ιστορία. Ήταν μια κραυγή προς το Ισραήλ ότι «και σεις θα πληρώσετε ακριβά με ό,τι σας πονά περισσότερο, τα παιδιά σας» αλλά κυρίως μια κραυγή στους δυτικούς σπόνσορες του εβραϊκού κράτους ότι «μόνο με τέτοια εγκλήματα θα γυρίσετε να μας ακούσετε, διότι αλλιώς την κατοχή θα την είχατε ξεχάσει».
Η πρώτη γυναίκα πρωθυπουργός του Ισραήλ, η Γκόλντα Μέιρ έμεινε στην ιστορία για μια φοβερή –ανάμεσα σε άλλες– κουβέντα απευθυνόμενη προς τους Παλαιστινίους το 1969, μετά τον Πόλεμο των Έξι ημερών: «Όταν έρθει η ειρήνη θα μπορέσουμε να σας συγχωρήσουμε που σκοτώσατε τους γιους μας, αλλά δεν θα συγχωρήσουμε ποτέ που μας κάνετε να σκοτώνουμε τους δικούς σας». Μου φαίνεται συγκλονιστική αυτή η πρόταση και μόνο μια γυναίκα πολιτικός θα μπορούσε να την πει. Δώδεκα ολόκληρα χρόνια πιο πριν, το 1957, η ίδια είχε επίσης προβλέψει ότι «η ειρήνη θα έρθει όταν οι Άραβες θα αγαπούν τα παιδιά τους περισσότερο από όσο μας μισούν».
Και από τότε περάσανε 68 ολόκληρα χρόνια! Χρόνια κατοχής. Και το αποτέλεσμα είναι σήμερα τρεις – όχι μία και δύο – αλλά τρεις γενιές Παλαιστινίων έχουν ανατραφεί μέσα στο μίσος που προκαλεί η κατοχή. Για σκεφτείτε η γερμανική κατοχή στην Ελλάδα να συνεχίζονταν μέχρι σήμερα. Ή θα είχαμε φύγει ή θα είχαμε γίνει Γερμανοί ή –το πιο πιθανό– Παλαιστίνιοι.
Ακούω το αντεπιχείρημα πως το Ισραήλ είναι περικυκλωμένο από λαούς που θέλουν τον αφανισμό του, επομένως δεν έχει την πολυτέλεια της μη – κατοχής των παλαιστινιακών εδαφών. Η κατοχή, λένε οι απολογητές του, είναι «πράξη άμυνας». Για να επιβιώσει κατέχει.
Όμως, ξέρετε, αυτό δεν λέει πολλά σαν επιχείρημα στο παλαιστινιακό έθνος. Οι Παλαιστίνιοι δεν φταίνε σε τίποτε που οι Ευρωπαίοι και Αμερικάνοι, στο πλαίσιο ενός σχεδίου εποικιστικής αποικιοκρατίας, σφηνώσανε το εβραϊκό κράτος στα εδάφη της ιστορικής Παλαιστίνης, στερώντας στους κατοίκους της το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, που έχουν όλα τα έθνη από τον 19ο αιώνα.
Αυτό το κάνανε διότι πρώτον, ως παραδοσιακοί αντισημίτες οι χριστιανοί καθολικοί και προτεστάντες, δεν θέλανε τους Εβραίους στις πατρίδες τους, δεύτερον, διότι, ως δυτικοί ρατσιστές, θεωρούσαν τους Άραβες υποδεέστερη φυλή που θα αποδεχθεί τις αποφάσεις τους και, τρίτον, διότι είχαν τύψεις λόγω των διώξεων των Εβραίων σε όλη την Ευρώπη που κορυφώθηκαν με τη γενοκτονία από τους Ναζί.
Αλλά και πάλι, κανένα από τα προηγούμενα επιχειρήματα δεν μπορεί να είναι πειστικό για τους ανθρώπους που ζούσαν στα εδάφη αυτά. Πολλώ δε μάλλον το σιωνιστικό σκάρφισμα της «επιστροφής» των Εβραίων στη χώρα τους, την οποία είχαν εγκαταλείψει από το 70 μ.Χ., όταν πραγματοποιήθηκε η πολιορκία και η καταστροφή του εβραϊκού ναού της Ιερουσαλήμ από τους Ρωμαίους.
Οι σύγχρονοι Εβραίοι αυτοπροσδιορίζονται ως οι θεματοφύλακες του ολέθριου γεγονότος της καταστροφής της ιερής πόλης το οποίο μνημονεύεται κάθε χρόνο κατά τον εορτασμό της Τίσα Μπαβ ενώ η καταστροφή αποτελεί τον βασικό δεσμό μνήμης που συνέχει την Εβραϊκή Διασπορά.
Όμως, ούτε αυτό το γεγονός είναι δυνατό να πληρώνουν στον 20ό αιώνα οι Άραβες που εγκαταστάθηκαν στα εδάφη αυτά μετά το 7ο μετά Χριστού. Είναι δυνατόν ένας λαός στον 20ο και 21ο να πληρώνει τις αμαρτίες των Ρωμαίων του 1ου αιώνα; Αν γενικεύονταν αυτό, τίποτε δεν θα μπορούσε να ησυχάσει την ανθρωπότητα από τέτοιες μνήμες. Οι Πέρσες ακόμη θα είχαν χρωστούμενα στους Έλληνες για τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας, οι Γάλλοι στους Ιταλούς για την πολιορκία της Γαλατίας από τους Ρωμαίους, οι Μογγόλοι θα διεκδικούσαν ελέω Τζεκινς Χαν την Ασία ολόκληρη ενώ και Ουζμπέκοι κάτι αντίστοιχο λόγω Ταμερλάνου. Αυτά όμως δεν μας φαίνονται απλώς παρωχημένα, αλλά επικινδύνως αδιανόητα. Και ορθώς. Γιατί άραγε με το Ισραήλ να φαίνονται κανονικά;
Ο άνευ όρων εγκωμιασμός της μνήμης, και μάλιστα γεγονότων δύο χιλιετιών πίσω είναι ολέθριος. Διότι ναι μεν η μνήμη είναι ζωτική για τις κοινότητες των ανθρώπων αλλά η αναδρομή δύο χιλιάδες χρόνια πίσω είναι ταυτοτική κατασκευή, δεν είναι μνήμη. Και σε τελευταία ανάλυση, κάπου πρέπει να μπαίνει κι ένα όριο μνημονικής μανίας, αλλιώς η συμβίωση καθίσταται αδύνατη.
Η ετερογονία των σκοπών της αναγνώρισης της γενοκτονίας
Και μετά ήρθε και η εβραϊκή γενοκτονία, το απόλυτο κακό του Δευτέρου Παγκοσμίου. Αυτή χαράσσει ακόμη βαθύτερα την ήδη θυματοποιημένη ιουδαϊκή μνήμη. Και φτάνουμε στο σημείο σήμερα να σκεφτόμαστε: αυτό θέλαμε όταν αναγνωρίσαμε το 1948 την γενοκτονία ως το έγκλημα των εγκλημάτων; Όταν είπαμε «never again» έτσι το φανταζόμαστε;
Διότι, αυτό που εγώ βλέπω 80 χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα είναι ότι ο λαός που γενοκτονήθηκε τότε, είναι αυτός που σήμερα, εξαιτίας της διαχείρισης της μνήμης του, έχει σε τέτοιο βαθμό αμβλύνει τους ηθικούς φραγμούς του που δικαιολογεί και επιδοκιμάζει τη σφαγή που πραγματοποιεί.
Να το πω πιο απλά σε σημεία:
1ον Η διαχείριση της μνήμης του Ολοκαυτώματος αντί να καταπραΰνει τα πάθη της σήμερον, τα θεριεύει. Οι Ισραηλινοί κατέληξαν να είναι οι απόλυτοι θύτες που περνιούνται ακόμη για θύματα. Το είπε ωραία ο γενναίος και συγκινητικός δημοσιογράφος Γκιντεόν Λέβι που βραβεύθηκε προ ημερών από το Δήμο Αθηναίων στην ομιλία του εδώ.
2ον Μετά την αναγνώριση της εβραϊκής γενοκτονίας, πλέον έχουμε μπει σε ένα παγκόσμιο «πρωτάθλημα» αναγνωρίσεων γενοκτονιών καθώς ο κάθε λαός ψάχνει στο παρελθόν του να βρει σφαγές που έχει υποστεί και να τις ονομάσει «γενοκτονίες». Αυτό κατεξοχήν κάναμε κι εμείς με την αναγνώριση της ποντιακής γενοκτονίας στη δεκαετία του ’90 όταν ο διεθνής ανταγωνισμός των γενοκτονιών είχε για τα καλά ανάψει.
3ον Οι θύτες της γενοκτονίας των Εβραίων σιωπούν εκκωφαντικά σήμερα ενώπιον των ισραηλινών εγκλημάτων λόγω των τύψεων που έχουν απέναντι στον εβραϊκό λαό. Το αποτέλεσμα είναι το Ισραήλ να απολαμβάνει ένα αδιανόητο για δυτικό κράτος καθεστώς ατιμωρησίας που για καμία άλλη δυτική χώρα δεν έχει υπάρξει τα τελευταία χρόνια. Την ίδια στιγμή, η διεθνής της Άκρας Δεξιάς αποχαλινώνει τις ορέξεις της εξαγνίζοντας τον παραδοσιακό αντισημιτισμό της διά της υποστήριξης και του θαυμασμού στο κράτος αυτό. Ως και παραδοσιακοί φασίστες, αρνητές της γενοκτονίας, στο Ισραήλ πλέον υποκλίνονται! Μην ψάχνετε μακριά…
Αυτό ονομάζω ετερογονία των σκοπών της αναγνώρισης της γενοκτονίας. Αντί η μνήμη της να γίνει όπλο σύνεσης και καταλλαγής γίνεται εργαλείο νέων γενοκτονιών. Τελικώς, αποδειχθήκαμε ανεπαρκείς κι ανώριμοι να διαχειριστούμε αυτό το φοβερό φορτίο ηθικής και νομικής απαξίας, με πρώτους αυτούς που το υπέστησαν. Για τον λόγο αυτόν, μολονότι αυτό που συμβαίνει στη Γάζα πληροί τις προϋποθέσεις του ορισμού της γενοκτονίας που θέτει η Σύμβαση του ΟΗΕ του 1948, είμαι φειδωλός και προβληματισμένος με την αναπαραγωγή του όρου σήμερα.
Kαι αυτό γιατί, όπως και ο «αντισημιτισμός», έτσι και η «γενοκτονία» έγινε από λέξη, όπλο. Και δυστυχώς, δύο χρόνια μετά την 7η Οκτώβρη 2023, δεν έχουμε δει όλο το έργο ακόμη.