Στην Κομισιόν το αδιέξοδο του καλωδίου Ελλάδας – Κύπρου
Διαβάζεται σε 4'
Οι πολιτικές και ρυθμιστικές εκκρεμότητες είναι αρκετές και ταυτόχρονα καθοριστικές, για να αποδειχθεί αν η Κυπριακή πλευρά θέλει πράγματι το έργο ή όχι.
- 10 Οκτωβρίου 2025 06:04
Την παρέμβαση των Βρυξελλών σε ανώτατο επίπεδο υποδηλώνει η τηλεδιάσκεψη που θα γίνει την επόμενη εβδομάδα, με τη συμμετοχή των υπουργών Ενέργειας Ελλάδας και Κύπρου, Σταύρου Παπασταύρου και Γιώργου Παπαναστασίου και την υψηλή εποπτεία του Επιτρόπου Ενέργειας Νταν Γιόργκενσεν.
Σε μια προσπάθεια να σωθεί έστω και στο παρά πέντε το έργο, το επίπεδο παρέμβασης της Κομισιόν φεύγει από το τεχνοκρατικό σκέλος, “αλλάζει πίστα”, και στο παιχνίδι του καλωδίου μπαίνει ενεργά ο ίδιος ο Επίτροπος Ενέργειας.
Το γεγονός ότι για πρώτη φορά από τότε που ξεκίνησε το σίριαλ με το καλώδιο, παρεμβαίνει ο Επίτροπος, υποδηλώνει προφανώς την αυξανόμενη ανησυχία της Κομισιόν ότι ο GSI, τον οποίο η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν έχει χαρακτηρίσει ως ένα από τα οκτώ πιο κρίσιμα ευρωπαϊκά έργα διασυνδέσεων, βρίσκεται σε ένα επικίνδυνο τέλμα, και ειδικά μετά την “έκρηξη” Χριστοδουλίδη, οδεύει με ολοένα και ταχύτερο βηματισμό προς τις ελληνικές και κυπριακές καλένδες.
Τα πολιτικά αντανακλαστικά της Κομισιόν, που μέχρι τώρα περιορίζονταν σε παρεμβάσεις τεχνικού επίπεδου, όπως οι πάμπολλες telco από τον Ιούλιο και μετά, υπό την DG Energy και με συμμετοχή των ρυθμιστών των δύο χωρών και του ΑΔΜΗΕ, είναι βέβαιο ότι κινητοποιήθηκαν μετά την όξυνση της περασμένης Κυριακής, που οδήγησε τις δύο χώρες στα πρόθυρα της ρήξης, με τον απόηχο να φτάνει μέχρι τις Βρυξέλλες.
Στην πράξη δεν διακυβεύεται μόνο η αξιοπιστία των κοινοτικών μηχανισμών που έχουν χρηματοδοτήσει το καλώδιο με το μεγαλύτερο ποσό (657 εκατ. ευρώ) που έχει ποτέ δώσει το Connecting Europe Facility για διασύνδεση, αλλά και το ίδιο το γόητρο της Κομισιόν, η Πρόεδρος της οποίας ενέταξε πρόσφατα το έργο στη πρωτοβουλία “Ενεργειακές Λεωφόροι (Energy Highways)”, χωρίς τις οποίες απειλείται η ενεργειακή ασφάλεια του μπλοκ.
Εν τω μεταξύ, χωρίς ορατό αποτέλεσμα πραγματοποιήθηκε χθες η συνάντηση στην Αθήνα του υπ. Ενέργειας Στ. Παπασταύρου με τον ομόλογο του Γ. Παπαναστασίου, παρά την καθησυχαστική ανακοίνωση του ΥΠΕΝ που κάνει λόγο για “εποικοδομητική συνάντηση που έλαβε χώρα σε άριστο κλίμα”.
Οι δύο πλευρές έχουν σαφώς διαφορετική στάση. Η Λευκωσία έχει τη “γραμμή”, πρώτα να γίνουν από την Ελλάδα οι έρευνες βυθού στα διεθνή ύδατα και μετά να ξεκινήσει η Κύπρος να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της (και αυτό στην θετικότερη περίπτωση, καθώς υπάρχει και η γραμμή Κεραυνού που λέει ουσιαστικά ότι πρέπει να σταματήσει το project γιατί δεν “βγαίνει”).
Από την άλλη, η Ελληνική “γραμμή” είναι ότι πρέπει πρώτα η Κύπρος να αρχίσει να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της, ώστε να αποδείξει ότι θέλει το έργο, και μετά να αναληφθεί από την Αθήνα το γεωπολιτικό ρίσκο της εξόδου στα διεθνή ύδατα.
Η πληρωμή προς τον ΑΔΜΗΕ των πρώτων 25 εκατ. ευρώ που είναι το εγκεκριμένο έσοδο που έχει αποφασίσει η Ρυθμιστική Αρχή Κύπρου για το 2025, είναι σίγουρα η πρώτη κίνηση που αναμένει η ελληνική πλευρά από την Κύπρο. Ωστόσο η κίνηση αυτή δεν είναι η μόνη. Οι πολιτικές και ρυθμιστικές εκκρεμότητες είναι αρκετές και ταυτόχρονα καθοριστικές, για να αποδειχθεί αν η Κυπριακή πλευρά θέλει πράγματι το έργο ή όχι.
Σε αυτές περιλαμβάνεται η αναγνώριση από τη κυπριακή Ρυθμιστική Αρχή του συνόλου των 251 εκατ. ευρώ που αποτελούν τις βεβαιωμένες έως σήμερα επενδυτικές δαπάνες του ΑΔΜΗΕ, εκ των οποίων η ΡΑΕΚ έχει αναγνωρίσει μόνο τα 82 εκατ. (εξ ου και η ένσταση που υπέβαλε ο Διαχειριστής, πυροδοτώντας την “έκρηξη” του Προέδρου Χριστοδουλίδη), όσο και όλα τα μικρά και μεγαλύτερα θέματα που προκαλούν τριβές και ενισχύουν τη καχυποψία ανάμεσα στα δύο μέρη.
Από τη μεταβίβαση στον ΑΔΜΗΕ των αδειών ιδιοκτήτη και διαχειριστή του GSI, που δύο χρόνια μετά την απόκτηση των περιουσιακών στοιχείων από τον προηγούμενο operator (Euroasia Intercconector) βρίσκονται ακόμη στα χέρια του τελευταίου, έως την αναγνώριση του κόστους για τις λεγόμενες σταλίες, δηλαδή των ποσών (κοντά στα 19 εκατ) που έχει πληρώσει ο ΑΔΜΗΕ σε ερευνητικά σκάφη για τη περίοδο που παρέμειναν αδρανή, παρά τον αρχικό προγραμματισμό.