Πόσο αριστούργημα είναι το “αριστούργημα” της Rosalía;
Διαβάζεται σε 8'
Ο Παναγιώτης Μένεγος κάθε εβδομάδα τεντώνει τα αυτιά του. Προτείνει καινούριους ή ξεχασμένους δίσκους, βλέπει μουσικά ντοκιμαντέρ, ακούει podcasts και διαβάζει μουσικά βιβλία. Και φτιάχνει μια playlist για τα δικά σας ακουστικά…
- 13 Νοεμβρίου 2025 10:01
Δεύτερη σερί στήλη που ασχολούμαστε με την 33χρονη ποπ σταρ από την Καταλωνία. Καθώς μετά το πρώτο single “Berghain”, την Παρασκευή 7.11 κυκλοφόρησε και το τέταρτο άλμπουμ της Lux, μακράν του δεύτερου ήδη ο πιο πολυσυζητημένος δίσκος του 2025.
Ο Τύπος, παγκοσμίως, τον έχει υποδεχθεί με διθυραμβικές κριτικές και πολυεπίπεδες αναλύσεις που θυμίζουν κυκλοφορίες μιας άλλης, περασμένης εποχής της δισκογραφίας. Η ίδια στις πρώτες συνεντεύξεις της καλείται να αποκωδικοποιήσει το όραμα ενός άλμπουμ που καθόλου δε μοιάζει με τα προηγούμενά της, ενώ η λέξη «αριστούργημα» ανεβαίνει χωρίς πολλή σκέψη στα χείλη ή εκτοξεύεται χωρίς προειδοποίηση από τα πληκτρολόγια.
Το ερώτημα, όπως πάντα, είναι αμείλικτο: να πιστέψουμε το hype;
A SIDE
Rosalía, Lux
(Columbia, 2025)
Διάβαζα πριν λίγες μέρες ένα θέμα με ενδιαφέρουσες απόψεις για αυτήν την απόφαση-(κάπως) κραυγή απελπισίας του Pitchfork, της άλλοτε «βίβλου των εναλλακτικών», να δημοσιεύει μαζί με τις δισκοκριτικές του σταφ του και δισκοκριτικές αναγνωστών. Φυσικά, η συζήτηση αναπόφευκτα έθετε, οριζοντίως ή πλαγίως, το βασανιστικό ερώτημα «τι τους έχουμε ανάγκη τους μουσικοκριτικούς σήμερα;». Έχω οργανώσει, συμμετάσχει σε ή απλά διαβάσει ων ουκ έστιν αριθμό τέτοιων αφιερωμάτων, τα οποία – επίσης αναπόφευκτα- καταλήγουν (χωρίς να το θέλουν) να εκλιπαρούν «είμαστε ακόμα σημαντικοί, μη μας αγνοείτε».
Κι όμως υπάρχει μια επαγγελματική ομάδα με ακόμα μεγαλύτερη ανάγκη επιβεβαίωσης στη σύγχρονη ψηφιακή αρένα της επικοινωνίας: οι marketers. Επαγγελματίες που επίσης έχουν δει τα νέα μέσα να τραβούν το χαλί κάτω από τα πόδια τους και ότι «γράφει καλά» -από τον ΛΕΞ ως τον Μαμντάνι- το αποδίδουν σε «ιδιοφυή μάρκετινγκ πλάνα», «ανεπανάληπτες καμπάνιες» (δίκιο έχουν βέβαια για το νέο δήμαρχο της Νέας Υόρκης) και, το αγαπημένο μου, «υπέροχο storytelling». Το ατόφιο ταλέντο και το ουσιαστικό περιεχόμενο είναι σαν να μη μετράνε.
Το τέταρτο άλμπουμ της Rosalía, Lux,
«ΤΟ-ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ-ΤΗΣ-ΚΑΤΑΛΑΝΗΣ-ΠΟΥ-ΑΦΗΣΕ-ΠΙΣΩ-ΤΗΣ-ΤΟ-ΦΛΑΜΕΝΚΟ-ΚΑΙ-ΤΟ-ΡΕΓΚΕΤΟΝ-ΓΙΑ-ΤΗΝ-ΚΛΑΣΙΚΗ-ΜΟΥΣΙΚΗ-ΕΠΑΝΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΖΟΝΤΑΣ-ΤΑ-ΟΡΙΑ-ΤΗΣ-ΠΟΠ»
είναι το σημείο που τέμνονται αυτές οι αγωνίες.
A match made in heaven.
Κι αυτό από τη μία έχει πλάκα, είναι ωραίο να επιστρέφουμε σε μέρες της δισκογραφίας που κυκλοφορούσαν δίσκοι-events για τους οποίους όλοι αισθάνονταν την ανάγκη να έχουν άποψη και να συμμετέχουν στην κουβέντα. Κι από την άλλη, για να χρησιμοποιήσουμε κι έναν δημοφιλή τελευταία όρο, αυτή η κουβέντα καταλήγει εντελώς performative («λέξη της χρονιάς»; πρώτοι εδώ), αφού διεξάγεται με τόσο προκάτ επιχειρήματα που σε βάζει στον πειρασμό να σκεφτείς πόσοι -μουσικοκριτικοί, marketeers και κοινό- θα λένε τα ίδια σε έναν χρόνο που το Lux μπορεί να είναι εκκεντρική ανάμνηση στα saved κάποιας υπηρεσίας streaming. Μπορεί και όχι, ασφαλώς.
Κάνω ένα τσεκ στο Spotify, βλέπω κάτι λιγότερο από 50 εκατομμύρια plays στο πρωτο viral, συγγνώμη single, “Berghain”. (Μέχρι να διαβάσετε αυτές τις γραμμές μάλλον θα τα έχει ξεπεράσει). Διαβάζω παντού κριτικές και άρθρα που προσπαθούν να ερμηνεύσουν το «φαινόμενο Rosalía» και να συντάξουν το νέο οδικό χάρτη της ποπ με πυξίδα το Lux, ένα άλμπουμ που κουβαλάει μια Πολύ Μεγάλη Ιδέα, όπως συμφωνούν όλοι, μόνο που κανείς δεν μπαίνει στον κόπο να μας πει ποια είναι. Όλοι αγωνιούν αν αυτό θα είναι το άλμπουμ με τόση (sic) αρχή μέση και τέλος που θα δαμάσει το τέρας της διάσπασης προσοχής (spoiler: δε θα το κάνει), όλοι γράφουν για τις τέσσερις ενότητες που χωρίζεται το υλικό και φυσικά υπενθυμίζουν τις δεκατρείς γλώσσες που τραγουδά η Rosalía στον δίσκο, ένας αδιαμφισβήτητος άθλος που της πήρε τέσσερα χρόνια σκληρής δουλειάς.
Τι θέλει όμως να μας πει σε αραβικά/αγγλικά/γαλλικά/γερμανικά/εβραϊκά/ουκρανικά/ιταλικά/γιαπωνέζικα/λατινικά/μαναδαρίνικα/πορτογαλικά/σιτσιλιάνικα/ουκρανικά και, φυσικά, καταλανικά/ισπανικά;
Πάλι κανείς δεν είναι στ’ αλήθεια απολύτως σίγουρος, όλοι παπαγαλίζουμε το press λυσάρι που μοιράζεται μαζί με την κυκλοφορία του άλμπουμ. Είναι τραγούδια θρησκευτικά, η ίδια στις πρώτες πολυπόθητες συνεντεύξεις της αναφέρεται στους βίους αγίων γυναικών που διάβασε και θέλησε να αποτυπώσει στο χαρτί τις αγωνίες τους (που έγιναν δικές της) σχετικά με τον Θεό και τον Καθολικισμό, όπως επίσης και το μακρύ ταξίδι προς την αγιοποίηση και την πνευματική υπέρβαση. Αλλά και τραγούδια πιο πεζά, που μιλάνε για προβληματικούς γκόμενους που «παίρνουν χρυσό μετάλλιο στο να είναι μαλάκες» όπώς εκείνον που στολίζει ως “terrorista emocional” στο “La Perla”, μια από τις βατές στιγμές του δίσκου. Μπορεί να υπάρχουν κι άλλα θέματα, τι να σας πω; Χρειάζεται χρόνος κι ακροάσεις, αφήστε που μόνο δυόμιση γλώσσες ομιλώ, εκτός από τη μητρική.
Δεν φταίει για όλο αυτό το θηριώδες hype η ίδια η Rosalía. Η οποία πάλι στις πρώτες της δηλώσεις αναγνωρίζει ότι έφτιαξε έναν δίσκο που ζητάει πολλά από τους ακροατές, χωρίς όμως να αποκηρύσσει την ποπ διάστασή του/της (την οποία υπερασπίζεται σθεναρά ως καταγωγικό λιμάνι κι αφετηρία). Εκείνη πήρε όντως μια γενναία καλλιτεχνικά απόφαση να κάνει μια διαφορετική πρόταση. Να μη μείνει αναπαυμένη στις Motomami δάφνες κι από τη θέση ισχύος που κατέκτησε εντός της βιομηχανίας, με το ταλέντο και το αδιανόητο τσαγανό που βγάζει σε κάθε της κίνηση, να δουλέψει έναν δίσκο απρόσμενα απαιτητικό. Σαν να προσπαθεί να δραπετεύσει από το κάθετο frame του συρμού (θυμηθείτε την προπέρσινη συναυλία της στο Release Athens που έμοιαζε σαν να βλέπουμε επί σκηνής όσα συνέβαιναν στην οθόνη ενός μοντέρνου smartphone) και να ανοίξει σε landscape τη βεντάλια των ήχων, των θεμάτων, της γενικότερης προσέγγισης.
Χωρίς προφανή chart hits, με μια ακόμα Αγία, την Björk, να είναι κάτι παραπάνω από μια απλή συμμετοχή «θεϊκής παρέμβασης» στο “Berghain” αλλά ένας φάρος έμπνευσης με τη δική της avant garde στροφή από το Vespertine και μετά τον 21ο αιώνα. Το Lux δίνει τη δυνατότητα στη Rosalía να φλεξάρει την κλασική της παιδεία, να χρησιμοποιήσει την Συμφωνική Ορχήστρα του Λονδίνου σε τέτοιο βαθμό που τίθεται -πάλι ως εργαλείο μάρκετινγκ- το ερώτημα αν πρόκειται για ένα άλμπουμ κλασικής μουσικής ή, έστω, για «το άλμπουμ που κλασική μουσική και ποπ μπλέκονται όσο, και όπως, ποτέ άλλοτε». Περίπου σαν ένα ένα αναμμένο πράσινο, φανάρι που αναβοσβήνει η επιγραφή «ΟΚ, είναι legit πια η Rosalía, δεν απευθύνεται πια σε έφηβους, είναι και για σένα boomer που αρνείσαι να κάνεις TikTok».
Όμως, η ουσιαστική καινοτομία του Lux, τουλάχιστον αν ακούσουμε όσα σημειώνει η ίδια η δημιουργός του, είναι η no loops προσέγγιση. Μπορεί να μοιάζει λίγο nerdy και τεχνικό, αλλά αυτός ήταν ο κανόνας που έβαλε η Rosalía στον εαυτό και την ομάδα της. Να τραγουδήσει όλα τα μέρη, να κάνει όσο πιο οργανικές γίνεται τις μεταβάσεις, να μοιραστεί με τους ακροατές με όσο πιο καθηλωτικό τρόπο είναι εφικτό την ωριαία εμπειρία του Lux. Αν καταφέρεις να αποκοπείς από ο,τιδήποτε άλλο, νομίζω το πετυχαίνει. H προσοχή είναι κι εδώ το στοίχημα, το ιερό δισκοπότηρο της εποχής.
Highlights: φυσικά το “Berghain” ήδη από τα κομμάτια της δεκαετίας που διανύουμε – τρεις γλώσσες, τρεις ρυθμοί, ένα βίντεο κλιπ-ποπ κουίζ, η Björk και η κραυγή “I’ll fuck you till you love me” από Yves Tumor να παραπέμπει, of all people που δεν περίμενες να συναντήσεις εδώ, στον Mike Tyson / το συνταρακτικό “Mio Cristo Piange Diamanti” / η εισαγωγή και ο φανταστικός τίτλος του “Sexo, Violencia y Llantas” («Σεξ, βία και ελαστικά») / το “De Madrugá” με τη βαρυσήμαντη συνεισφορά του Pharell Williams / τα δίδυμα «κεντήματα» “Reliquia” και “Divinize” στην αρχή του άλμπουμ.
Πόσο αριστουργημα είναι, λοιπόν, το «αριστούργημα» της Rosalía; Στην πραγματικότητα, κανείς δεν ξέρει – μόνο ο χρόνος μπορεί να το αποφασίσει. Είναι ένα άλμπουμ που μας ζητάει να γίνουμε μέρος του hype, για την ακρίβεια μας εκβιάζει να το κάνουμε. Κι αυτό δημιουργεί είτε πλήρη παράδοση, είτε εύλογες αντιστάσεις. Σε μια εποχή που η ποπ εδώ και αρκετά χρόνια, κι ενίοτε με το ζόρι στραγγίζοντας τους χυμούς της ελαφρότητάς της, προσπαθεί να υπηρετήσει ένα κόνσεπτ που γίνεται όλο και πιο υψηλό, η Rosalía μας ζητά να κρατήσουμε την μπίρα της…
…και φτιάχνει την Sagrada Familia της avant pop.
Ένα έργο τόσο φιλόδοξο που ήθελε να συνομιλήσει με τον Θεό, αλλά και τόσο φαραωνικό που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.