ΛΕΝΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ: ΑΥΤΟ ΚΑΝΕΙ Ο ΣΚΛΗΡΟΣ, ΔΕΞΙΟΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΣ. ΣΕ ΒΓΑΖΕΙ ΤΡΕΛΟ ΑΝ ΛΕΣ ΤΟ ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ

Με αφορμή την επετειακή έκδοση των 30 χρόνων του Bororó κάναμε 50 ερωτήσεις στον Λένο Χρηστίδη. Ένα συγγραφέα που πιστεύει ότι ο βασικός λόγος -πέρα από τις πλάκες- που όλα του τα βιβλία παραμένουν επίκαιρα είναι μάλλον η διαχρονική παρουσία της ακροδεξιάς στον όμορφο τόπο μας και ο ολοένα και εντονότερος εκφασισμός της κοινωνίας.

Ο Λένος Χρηστίδης τα τελευταία χρόνια ζει μακριά από την Αθήνα και πρώτος και καλύτερα απ’ όλους εντοπίζει ο ίδιος μια κάποια ειρωνία όσον αφορά την τρέχουσα συνθήκη της ζωής του δεδομένου ότι ως συγγραφέας έχει επανειλημμένα τοποθετήσει ευτράπελες πτυχές της δράσης της πεζογραφίας του σε διάφορα, απροσδιόριστα ή μη, σημεία του επαρχιακού χάρτη της χώρας μας.

«Δεν είμαι και σε ένα μέρος που βγάζει την αίσθηση της χάρντκορ ελληνικής επαρχίας. Είμαι κοντά στην Αθήνα, το καλοκαίρι έχουμε και το φεστιβάλ». Εννοεί το γνωστό, της Επιδαύρου, ένα τόπο που γνωρίζει καλά και αγαπά από μικρό παιδί.

«Νομίζω ότι η πόλη από την αρχή του covid κι έπειτα κάτι έχασε σε ό,τι με αφορά. Και η θάλασσα είναι πάντα προτεραιότητα για μένα. Ακόμη και στα βιβλία που έχω κοροϊδέψει την επαρχία, δεν έχω κοροϊδέψει ποτέ τη θάλασσα» λέει και επιμένει -για την ακρίβεια είναι ανένδοτος- ότι πρώτα απ’ όλα, αφού Νοέμβριο μήνα δεν φυσάει καθόλου, ο ουρανός είναι πεντακάθαρος και έχει μια σχετική ζέστη, πρέπει οπωσδήποτε να βουτήξουμε πριν πέσει ο ήλιος.

Θα το κάνουμε. Και μετά, με αφορμή την επετειακή έκδοση των 30 χρόνων του Bororó -με ένα συγκινητικό επίμετρο του Δημήτρη Χριστοπούλου που αποκαλύπτει κάποιες αλήθειες πίσω από τον μύθο του πρώτου θρυλικού βιβλίου του Χρηστίδη, χωρίς όμως ο μύθος να πλήττεται, κάθε άλλο- θα περάσουμε μια ολόκληρη μέρα συζητώντας και για τα υπόλοιπα βιβλία του -άρα και για το προσωπικό και πολιτικοκοινωνικό τους πλαίσιο- δηλαδή για όσα βιβλία έγραψε από το 1995 μέχρι και το 2014, οπότε και κυκλοφόρησε το τελευταίο του, δηλαδή το τελευταίο του μέχρι σήμερα, όχι γενικά.

«Περιμένω το κλικ της φόρμας. Υλικό υπάρχει» λέει. Ακόμη στην Ελλάδα ζει.

Σήμερα τι θυμάσαι πιο έντονα από την εποχή που έγραψες το Bororó;
Σίγουρα ότι γράφτηκε λίγο περίεργα, δηλαδή σε δύο δόσεις. Το μισό γράφτηκε όταν ήμουν 20. Είχα τότε ένα φίλο που…ζοριζόταν, ας πούμε. Μετά το άφησα και όταν αυτός ο φίλος πέθανε, έγραψα το άλλο μισό.

Μετά από πόσο καιρό δηλαδή;
Πέντε χρόνια. Το έκανα για να ολοκληρωθεί ένας κύκλος.

Δική σου ιδέα ήταν η επετειακή επανέκδοση για τα τριακοστά γενέθλια του βιβλίου ή του εκδοτικού σου οίκου;
Ε, όχι και δική μου. Ο Καστανιώτης γενικά το κάνει αυτό για κάποια βιβλία του με αφορμή επετείους.

Το ξαναδιάβασες με αυτή την αφορμή;
Ναι, φυσικά, όλο.

Και πώς ένιωσες;
Είναι σαν εκατό χρόνια πίσω η εποχή που διαδραματίζεται – μια εποχή χαβαλέ, κεφιού και…ΠΑΣΟΚ. Φαίνεται δηλαδή τώρα η εποχή πολύ πιο μακρινή από τα πραγματικά της χρόνια. Σε αντίθεση για παράδειγμα με το sci-fi βιβλίο που έχω γράψει, το Διακοπές στη Χέλλαντ, το οποίο διαδραματίζεται το 2364 και είναι post-apocalyptic, δυστοπικό, σε στιλ Blade Runner. Αυτό δηλαδή μοιάζει πολύ πιο κοντά στο σήμερα παρά το Bororó που είναι ρεαλιστικό και βασισμένο σε πραγματικές εικόνες και πραγματικούς ανθρώπους.

Πέρα από αυτό, τώρα που το ξαναδιάβασες ένιωσες κάποιου τύπου αμηχανία, αυτό που υποτίθεται ότι λιγότερο ή περισσότερο νιώθουν όλοι όσοι γράφουν όταν επιστρέφουν στα παλιά τους έργα;
Μπα, όχι. Έχω διαχωρίσει κάποια πράγματα μέσα μου. Ακόμη κι αν σκεφτώ ότι σε κάποιο σημείο θα μπορούσα να είχα κάνει κάτι διαφορετικά, ακόμη κι αν κάποιο αστείο μου φαίνεται τώρα παλιό, το βλέπω σαν καταγραφή, σαν φωτογραφία της εποχής. Τι να πεις δηλαδή για μια παλιά φωτογραφία; Πώς ήταν έτσι τα μαλλιά μου; Ντρέπομαι; Έτσι ήμουν τότε. Κι έτσι έγραφα. Περισσότερο ένιωσα να εκπλήσσομαι. Γιατί μετά από 30 χρόνια που είχα να το διαβάσω, είχα ξεχάσει τα μισά – μη σου πω και παραπάνω. Εξεπλάγην ευχάριστα γιατί, όπως και να το κάνεις, τα αστεία που έγραφα ήταν για μένα και τους φίλους μου πιο πολύ, οπότε εγώ τα απολαμβάνω περισσότερο ακόμη και τώρα.

Η επανέκδοση συνοδεύεται από ένα πολύ συγκινητικό επίμετρο του Δημήτρη Χριστόπουλου, όπου αποκαλύπτει και ότι οι τέσσερις βασικοί ήρωες είναι βασισμένοι σε πραγματικά πρόσωπα – ανάμεσά τους εσύ κι εκείνος. Στοιχηματίζω ότι πολλοί μέχρι σήμερα δεν το γνώριζαν. Προβληματίστηκες έστω και λίγο για το ότι τόσο οι παλιοί όσο και οι νέοι αναγνώστες δεν θα μπορούν πια παρά να έχουν κατά νου αυτή την πληροφορία όταν θα διαβάζουν τις περιπέτειες του «Λάμπρου», του «Διονύση», του «Άγγελου» και του «Αντώνη»;
Ο Δημήτρης κι εγώ είμαστε οι εναπομείναντες, οι δύο από τους τέσσερις ήρωες του βιβλίου που έχουμε επιβιώσει. Ο πρώτος, όπως γράφει ο Δημήτρης, έφυγε πολύ μικρός από ναρκωτικά και ο δεύτερος λίγο πριν τα 40 του από το αλκοόλ. Ο Δημήτρης δεν είχε πρόβλημα να τα αφηγηθεί όλα αυτά, την ιστορία της νιότης μας, και για μένα ήταν πιο εύκολο να τα δω αυτά γραμμένα από κάποιον άλλο, από το να κάτσω να γράψω εγώ ένα επίμετρο δηλαδή. Όσον αφορά την αποκάλυψη δεν με πειράζει γιατί νομίζω ότι το είχα ψιλοπεί κι εγώ από τότε -κι ας πέρασε κάπως στο ντούκου- ότι ο «Διονύσης» είναι ο Δημήτρης, ο «Σταύρος» είναι ο Σπύρος, ο «Άγγελος» είναι ο Αντώνης και ο «Λάμπρος» είναι ο Λένος.

Μεσολάβησαν πέντε χρόνια από την εκκίνηση της γραφής του βιβλίου μέχρι την ολοκλήρωσή του. Ενδέχεται να μην το είχες τελειώσει ποτέ αν δεν είχε χαθεί εκείνος ο φίλος σου;
Μπορεί, δεν ξέρω. Στα 20 σου κάνεις χίλια δυο πράγματα. Θυμάμαι ότι ήταν τρία τα κεφάλαια που έγραψα στην αρχή. Τότε με τον Χριστόπουλο αλληλογραφούσαμε με κασέτες. Υπήρχαν ηχογραφημένες διάφορες ιστορίες, γι’ αυτό είναι πολύ προφορικός ο λόγος όσων στο βιβλίο λέγονται στην Κομοτηνή, όταν πάει ο «Λάμπρος» να βρει τον φίλο του για να μιλήσουν για έναν άλλο φίλο τους που έχει θέμα – όντως είχα κάνει αυτό το ταξίδι.

Πάντως ανέκαθεν έγραφα διάφορα πράγματα αλλά όχι για δημοσίευση. Αφού τελείωσα όμως το Bororó έγραψα και το θεατρικό, την Ωραία φάση. Απελευθερώθηκα δηλαδή με κάποιο τρόπο. Αλλά αν δεν χάναμε τον Αντώνη, ίσως να μην το τελείωνα ποτέ το βιβλίο. Ή μπορεί να το τελείωνα και να ήταν κάτι άλλο. Όπως και να ‘χει, το επίμετρο του Δημήτρη -με τον οποίο ήμασταν διπλανοί από την Γ’ Γυμνασίου- είναι πολύ συγκινητικό.

«Το Bororó δεν έχει τέλος ούτε σκοπό. Δεν έχει δίδαγμα», επισημαίνει ο παλιός σου διπλανός. Κατά κάποιο τρόπο θεωρώ ότι αυτό τονίζεις κι εσύ σε μια από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου. «Ο Άγγελος του διηγήθηκε μια ιστορία χωρίς αρχή και χωρίς τέλος» γράφεις.
Επειδή ήταν ευαίσθητο το θέμα δεν ήθελα να τελειώσω με δράματα και κηδείες αλλά με ένα high note, μια σουρεαλιστική έξαρση ή μάλλον έκρηξη, ένα διφορούμενο κρεσέντο. Όπως το τέλος του Sopranos που μας «έκαψε» όλους μερικά χρόνια αργότερα.

Σήμερα είστε δύο οι εναπομείναντες εκείνης της παρέας. Όταν έγραψες το Bororó ήσασταν τρεις εν ζωή. Το έδωσες τότε στους υπόλοιπους να το διαβάσουν;
Φυσικά.

Δεν είχε κανείς τους πρόβλημα;
Όχι μωρέ, αν εξαιρέσεις δηλαδή το «πρόβλημα» που δημιουργήθηκε από την ιστορία με το αυτοκίνητο της μάνας του Χριστόπουλου που το στουκάραμε σε ένα δέντρο και μετά κάναμε ολόκληρη ιστορία για να τη βγάλουμε καθαρή. Γράφει και ο Χριστόπουλος στο επίμετρο πώς αντέδρασε ο πατέρας του όταν διάβασε το βιβλίο. Ούτε που το είχα σκεφτεί τότε. Είσαι 20 και λες σιγά τώρα μην κάτσει να διαβάσει ο γιατρός μπαμπάς του φίλου μου τη μαλάκια που γράφω για τον μαλάκα τον γιο του. Δεν μου πέρναγε καν από το μυαλό. Ήταν μια μικρή αποκάλυψη. Κατά τα άλλα, τι πρόβλημα να έχουν ο Δημήτρης και οι υπόλοιποι; Την αλήθεια έγραφα. Επίσης ήταν κάτι που έκανα για τον Αντώνη. Ήταν πολύ καλός φίλος. Όταν είσαι 20 και βλέπεις κάποιον να γίνεται πρεζάκι από το τίποτα, παθαίνεις σοκ. Δεν ξέρεις πώς να το χειριστείς. Το βιβλίο γράφτηκε για να μιλήσω για κάτι που σαν εικοσάχρονος δεν είχα τη συναισθηματική επάρκεια να του πω στα ίσια. Τι να πεις όμως κιόλας; Γιατί παίρνεις ηρωίνη; Το βιβλίο γράφτηκε καθαρά για τον φίλο μου.

Άρα πρωτύτερα δεν είχες ποτέ κατά νου ότι θα μπορούσες να γίνεις συγγραφέας;
Έγραφα μόνο ημερολόγιο από μικρός, ίσως και κάποιες μικρές ιστορίες μισής σελίδας, λίγο σουρεαλιστικές, λίγο dada, λίγο «κάπως». Αλλά όχι, δεν έγραψα ποτέ κάτι πριν το Bororó με το σκεπτικό ότι θα μπορούσε να εκδοθεί.

Θυμάσαι πώς ένιωσες όταν βγήκε το βιβλίο;
Δεν αισθανόμουν συγγραφέας. Σε κάποιο βαθμό ακόμη δεν το αισθάνομαι. Θεωρούσα απλώς ότι έγραψα ένα βιβλίο για τον φίλο μου, σαν να έβγαλα μια φωτογραφία του, ορίστε, πάρτε τη να τη δείτε. Απλά μετά άρχισαν να γεννιούνται κι άλλες ιδέες και συνειδητοποίησα ότι μου αρέσει η διαδικασία. Διασκεδάζω όταν κάθομαι και γράφω. Το βασικό στο γράψιμο είναι να μπορείς να τελειώσεις κάτι. Ιδέες μπορεί να έχεις πολλές, να τις ξεκινάς, να γράφεις μισό κεφάλαιο εδώ, μισό εκεί. Με το Bororó συνειδητοποίησα αφενός την αξία της ολοκλήρωσης της πνευματικής μου όρεξης, αφετέρου ότι μπορούσα να το ξανακάνω. Και το ξανάκανα.

Το βιβλίο εξαρχής δημιούργησε αίσθηση, έτσι δεν είναι;
Διαδόθηκε κυρίως από στόμα σε στόμα. Η αντιμετώπιση των δημοσιογράφων ήταν του στιλ ο γιος του γνωστού τάδε και της γνωστής τάδε κάτι κάνει (σ.σ. του κριτικού θεάτρου Μηνά Χρηστίδη και της συγγραφέως Ντόρας Γιαννακοπούλου). Νομίζω με είχαν βάλει μαζί με τον Χειμωνά που επίσης είναι γιος άλλου γνωστού τάδε (σ.σ. του πεζογράφου Γιώργου Χειμωνά). Τότε δεν έδωσα συνεντεύξεις, ακριβώς γιατί ήμουν ο γιος του μπαμπά μου και δεν ήθελα να βγει αυτό προς τα έξω. Κατά τα άλλα ήταν ευχάριστη η φάση. Ήταν κάπως σπάνιο και ιδιαίτερο το στιλ του βιβλίου, δεν υπήρχαν πολλά που να μιλάνε στους πιτσιρικάδες εκείνης της εποχής. Θυμάμαι πάντως ότι το θεατρικό (σ.σ. η παράσταση Ωραία φάση ανέβηκε το 1996) προκάλεσε μεγαλύτερη αίσθηση προφανώς γιατί ήταν στο Εθνικό, δεν ήταν δηλαδή ένα απλό βιβλίο ανάμεσα σε τόσα άλλα.

Από τότε γράφεις για να διαβαστείς. Ως εκ τούτου, ευελπιστείς να αρέσουν αυτά που γράφεις, σωστά;
Προσωπικά γράφω ελπίζοντας να αρέσω πρωτίστως στους φίλους μου, έχω δηλαδή κατά νου ένα συγκεκριμένο κοινό. Όσον αφορά το ξεκίνημά μου, σκέψου ότι το Bororó γράφτηκε στο χέρι και όταν το πήγα στον Καστανιώτη έπρεπε να δακτυλογραφηθεί. Λίγο αργότερα έγραψα τα Χαστουκόψαρα στο πρώτο μου pc που ήταν ξέρω ’γώ Windows ’95, το έβαλα σε μια δισκέτα και το πήγα σε ένα μαγαζί στα Εξάρχεια για να το μετατρέψουν σε κάτι συμβατό με Mac (γιατί έτσι δούλευαν στον Καστανιώτη) και πήρε μια εβδομάδα. Μιλάμε για τέτοιες αρχαίες εποχές, χωρίς ίντερνετ, οπότε δεν γινόμουν αποδέκτης πολλών σχολίων. Μόνο σε συναυλίες έρχονταν διάφοροι και μου έλεγαν είσαι ο τάδε, δώσε μου μια διεύθυνση να σου στείλω ένα cd. Έτσι είδα το αγγλικό The Office, γνώρισα ένα ζευγάρι fans σε μια συναυλία και μου έστειλαν το dvd. Αργότερα που μπήκε το ίντερνετ στην εξίσωση άρχισα να πετυχαίνω διάφορα για μένα, τύπου να συζητάνε σε heavy metal forum για τα βιβλία μου και για το αν μου αρέσει στ’ αλήθεια το ροκ ή είμαι φλώρος.

Όσον αφορά το δημοσιογραφικό κομμάτι, ίσως επειδή μεγάλωσα με πατέρα κριτικό θεάτρου, ήξερα πώς πάει όλο αυτό. Έμαθα από νωρίς ότι πρέπει να δέχεσαι την κριτική από ένα κριτικό που σέβεσαι τη γνώμη του. Κατά τα άλλα δεν πρέπει να τρελαίνεσαι κιόλας. Προφανώς όμως μου αρέσει όταν κάποιος καταλαβαίνει για ποιο λόγο είναι αστείο ή σοβαρό αυτό που γράφω. Γιατί υπάρχουν κι αυτοί που λένε «εδώ έχει χαβαλέ, είναι κάτι τύποι που πίνουν και λένε αστεία». Σωστό είναι κι αυτό, δεν λέω, δεν με πειράζει να μείνεις εκεί, αλλά θα μου άρεσε περισσότερο αν έβλεπες και πίσω από τις πλάκες, που λένε.

Πλάκα δεν έχει που για κάποια χρόνια πολύς κόσμος δεν ήξερε τι εννοούσες λέγοντας στο βιογραφικό σου ότι «αυτό είναι το πρώτο μυθιστόρημα που γράφει μόνος του» για το Bororó, το δεύτερο για τα Χαστουκόψαρα κ.ο.κ.;
Α, ναι, επειδή προηγήθηκε ο Πάγος (σ.σ. Ο πάγος – Ή πως να απολαμβάνετε τα αγαθά του καπιταλισμού χωρίς να χάνετε από τα μάτια σας το στρατηγικό όραμα της αταξικής κοινωνίας, το μυθιστόρημα που ο Λένος Χρηστίδης ως «Ξένος Μάζαρης» και ο Στρατής Μπουρνάζος ως «Στράτης Μπουλαλάκης» έγραψαν μαζί, το μοίρασαν στους φίλους τους πριν πέσει το Τείχος και εκδόθηκε τελικά από τον Καστανιώτη το 1998, τρία χρόνια μετά το Bororó). Ήθελα, βλέπεις, να είμαι ακριβής.

Συμπεριλαμβανομένου και του Πάγου δεν είναι πολλά τα βιβλία που έχεις γράψει μέχρι σήμερα.
Καμιά δεκαπενταριά μαζί με τα θεατρικά.

Εννοώ τα λογοτεχνικά σου βιβλία.
Ε, πόσα να γράψω; Κάθε φορά που τελειώνω ένα λέω ότι είναι το τελευταίο μου, ότι δεν έχω κάτι άλλο να γράψω. Μέχρι που προκύπτει κάτι. Γενικά πάντα μαζεύω υλικό. Αν ακούσω μια καλή ιστορία θα την κρατήσω. Όπου κι αν είμαι.

Μέχρι το έκτο σου βιβλίο, το Λοστρέ που βγήκε το 2003 είχες ένα σχετικά σταθερό ρυθμό, ένα βιβλίο κάθε δυο χρόνια περίπου. Από τότε όμως πέρασαν πέντε χρόνια μέχρι το Μόνολογκ, άλλα έξι μέχρι την Μελαμψή παρθένο, ενώ από το 2014 μετράμε ήδη έντεκα χρόνια χωρίς νέο τίτλο. Γιατί;
Ίσως γιατί έχω μιλήσει γι’ αυτά που θέλω να μιλήσω, και κυρίως γιατί δεν θέλω να γράφω πάλι τα ίδια, θέλω να κάνω κάτι διαφορετικό. Δεν θέλω να κάνω πάλι ένα βιβλίο που θα προσεγγίζει την τωρινή ελληνική πραγματικότητα που είναι φυσικά χειρότερη από παλιότερα -γιατί πάντα γίνεται χειρότερη στην Ελλάδα- με τον τρόπο που το έκανα τότε και με μόνη διαφορά τα πρόσωπα. Σε γενικές γραμμές τα βιβλία μου έχουν στο επίκεντρο τους μερικούς outsiders που προσπαθούν να επιβιώσουν μέσα στο σύστημα. Τώρα όμως δεν μου φτάνει, για να το πω αλλιώς, μια ιστορία για κάτι «κουρέλες» που προσπαθούν να επιβιώσουν ανάμεσα στους «οπεκεπέδες».

Δεν σου λείπει όμως αυτό που έλεγες νωρίτερα, η χαρά της ολοκλήρωσης ενός βιβλίου;
Μάλλον όχι αρκετά ακόμη. Ίσως γιατί γράφω τα θεατρικά. Γενικά γράφω συνέχεια. Μαζεύω υλικό. Επίσης έχω ένα τρίχρονο παιδί, οπότε οι ώρες αυτοσυγκέντρωσης και περισυλλογής εκ των πραγμάτων είναι λιγότερες.

Πάντως αν και τα βιβλία σου έχουν διακριτές διαφορές ως προς το στιλ (πχ το Bororó και τα Χαστουκόψαρα είναι νατουραλιστικά, το Ψυχ είναι νουάρ, το Διακοπές στη Χέλλαντ είναι επιστημονική φαντασία), ίσως εξαιτίας του επίκεντρού τους, όπως λες κι εσύ, θεωρώ ότι δύσκολα θα ανοίξει δεύτερο βιβλίο σου κάποιος και δεν θα καταλάβει ότι είναι δικό σου. Σε χαροποιεί αυτό;
Γιατί να μην το θέλω; Και οι συγγραφείς και οι μουσικοί και οι καλλιτέχνες κάπως θέλουν να έχουν μια δική τους υπογραφή. Εγώ έτσι γράφω. Το ξέρω και δεν πρόκειται να κάνω κάτι διαφορετικό για να εντυπωσιάσω τον εαυτό μου. Μου αρέσει αυτό το στιλ και όταν το διαβάζω. Είναι παρμένο κάπως από το θέατρο του παραλόγου, από Μπέκετ και Πίντερ, και μετά έρχονται οι σατιρικοί συγγραφείς, από τον Πίντσον μέχρι τον Ντάγκλας Άνταμς και τον Πράτσετ που χρησιμοποιούν deadpan χιούμορ και όχι τόσο ευρύ, για να πουν κάτι σοβαρό. Αφού λοιπόν βρήκα το στιλ που μου αρέσει, γιατί να το αλλάξω; Νομίζω πάντως ότι σε όλο αυτό παίζει ρόλο και ο μπαμπάς μου. Με τους φίλους του δεν ήταν χαβαλέδες καφενείου, ήταν σοβαροί αλλά έκαναν φοβερές πλάκες.

Θεωρείς ότι το κοινό έχει συγκεκριμένες απαιτήσεις από σένα;
Σίγουρα. Όπως έχουμε όλοι μας συγκεκριμένες απαιτήσεις από αγαπημένους μας μουσικούς και θέλουμε ο καινούριος τους δίσκος να μοιάζει με τον τάδε παλιότερο τους που μας άρεσε πολύ. Όλο αυτό όμως δεν μπορεί να σε επηρεάζει όταν γράφεις.

Γι’ αυτό, απ’ όσο θυμάμαι, ξένισαν αρκετούς τόσο το Ψυχ όσο και κυρίως το Διακοπές στη Χέλλαντ;
Μπορεί αλλά δεν μου λέει και κάτι αυτό. Το νουάρ και η επιστημονική φαντασία είναι αγαπημένα μου είδη. Ειδικά το sci-fi είναι το πιο αγαπημένο μου. Πριν τη Χέλλαντ διάβαζα πάρα πολύ Φίλιπ Ντικ. Την εποχή του Ψυχ ήθελα να κάνω ένα συνδυασμό του Ρόμπερτ Βαν Γκούλικ και του American Psycho. Δεν νομίζω πάντως ότι αλλάζει τόσο πολύ το στιλ. Αν ξένισε κάτι πχ στη Χέλλαντ ήταν ότι έλειπε ξέρω ’γώ το ΠΑΣΟΚ ή η ελληνική επαρχία.

 

Εσύ, για να το αντιστρέψουμε, απαιτήσεις από το κοινό έχεις;
Καμία απολύτως. Τι εννοείς; Να καταλάβουν αυτό που γράφω; Όχι, μου φαίνεται pretentious το «δεν το πιάνεις». Αφού δεν το πιάνεις, δεν το πιάνεις, τέλος, τι να κάνουμε τώρα; Δεν μπορώ να έχω απαιτήσεις από κάποιον που δεν ξέρω και έχει συγκεκριμένες προσλαμβάνουσες, να καταλάβει από ένα βιβλίο κάτι πέρα από αυτό που μπορεί να καταλάβει. Αν μιλάμε για κάποιον που έχει τις ίδιες προσλαμβάνουσες με μένα, ναι, θα ήθελα να καταλάβει κάτι συγκεκριμένο. Από εκεί και πέρα ούτε μπορείς ούτε πρέπει να το ελέγξεις όλο αυτό. Άσε που μπορεί να πιάσεις κάποιον συναισθηματικά όχι με τον τρόπο που θεωρούσες ότι θα δουλέψει μια σκηνή αλλά με κάποια άλλη αναφορά. Μπορεί να διαβάσει κάτι και να του θυμίσει κάτι που πέρασε στην εφηβεία οπότε θα ξεκινήσει έτσι να του «μιλά» το βιβλίο, κι ας μην είναι αυτό που εσύ θεωρούσες σημαντικό.

Προσωπικά μου αρέσει να λέω ότι γράφω για να προσπαθήσω να διαχειριστώ τα ζητήματα που με απασχολούν την εκάστοτε περίοδο.
Φυσικά, έτσι είναι.

Πέρα από το Bororó μπορείς να κωδικοποιήσεις τα ζητήματα που σε απασχολούσαν ενώ έγραφες τα υπόλοιπα βιβλία σου;
Θα μπορούσα αλλά τα περισσότερα είναι προσωπικά και αφορούν συγκεκριμένους ανθρώπους, οπότε ας το αφήσουμε καλύτερα για να μην τους εκθέσω. Όλα τα βιβλία μου έχουν ένα κομμάτι προσωπικό, με χαρακτήρες βασισμένους σε πραγματικά πρόσωπα, αν και οι περισσότερες καταστάσεις δεν είναι βιωματικές. Απλά αντλώ χαρακτήρες και συμπεριφορές και όλα αυτά τα τοποθετώ σε ένα περιβάλλον που μπορώ να ελέγξω -μια παραλία, ένα χωριό, ένα στρατόπεδο- για να πω αυτά που θέλω για το συγκεκριμένο περιβάλλον. Είναι ένας fun τρόπος για να πεις αυτά που θες να πεις για ένα συγκεκριμένο μέρος και μια συγκεκριμένη στιγμή της κοινωνίας.

Αγαπάς κάποιο από τα βιβλία σου περισσότερο από τα υπόλοιπα;
Συνήθως αγαπάς περισσότερο το τελευταίο σου γιατί θυμάσαι με περισσότερες λεπτομέρειες την εποχή που το έγραφες. Αλλά όχι, δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιο.

Γιατί πιστεύεις ότι παραμένουν επίκαιρα;
Ο βασικός λόγος -πέρα από τις πλάκες και τον χαβαλέ- είναι μάλλον η διαχρονική παρουσία της ακροδεξιάς στον όμορφο τόπο μας. Άλλωστε η καταγραφή των φασιστών με αφορούσε από την πρώτη στιγμή. Η πρώτη ατάκα στο Bororó («Τουφέκισμα θέλουν!») είναι ενός χουντικού. Τότε που γράφτηκε το βιβλίο δεν ήταν τόσο μεγάλο και εμφανές το πρόβλημα, η Χρυσή Αυγή δεν είχε μπει στη Βουλή, οι φασίστες ήταν κάτι παρέες σκινχεντς που δερνόντουσαν στα όρια του χουλιγκανισμού. Αυτό το πράγμα πάντα με απασχολούσε γιατί ιστορικά είναι επικίνδυνο να υπάρχει και να αναζωπυρώνεται. Από τότε όλα τα βιβλία μου έχουν μέσα διαφόρων ειδών φασίστες, από ρατσιστές και ομοφοβικούς μέχρι χουντικούς και «μπαρμπάδες» της διπλανής πόρτας. Ίσως είναι η ύπαρξη αυτού του σετ σε όλα μου τα βιβλία που τα διατηρεί επίκαιρα δεδομένου ότι προχωράμε διαρκώς σε έναν ολοένα και εντονότερο εκφασισμό της κοινωνίας. Δεν διαβάζεις δηλαδή κάτι μακρινό χωρίς να καταλαβαίνεις για τι πράγμα μιλάει. Άσε που ο βαριά ακροδεξιός λόγος πάνω κάτω είναι ίδιος σε βάθος χρόνου. Οπότε και τώρα να διαβάσει κάποιος στο Bororó για ένα μπάρμπα που λέει «να τους τουφεκίσουμε όλους αυτούς γιατί επί χούντας περνάγαμε ωραία» θα καταλάβει περί τίνος πρόκειται.

Ή οι διάφοροι ρατσιστές που βρίζουν τον Αλβανό στο Λοστρέ. Ή οι νεοναζί στη Μελαμψή παρθένο που τους βλέπει ο Γερμανός που έρχεται από τη ναζιστική Γερμανία να λένε ωραίος ο Χίτλερ και τους λέει άντε γαμηθείτε επιτέλους. Όταν πηγαίναμε σχολείο όλο αυτό δεν ήταν μέινστριμ, μπορούσες να το αποφύγεις αν δεν πήγαινες πχ στα γήπεδα. Αλλά εμένα πάντα με απασχολούσε και γι’ αυτό υπάρχει πάντα αυτό το στοιχείο στα βιβλία μου. Όπως πάντα υπάρχει ένα παραληρηματάκι για τους «ελληναράδες».

Δεδομένου ότι εκτός από τους πρωταγωνιστές του Bororó είναι κι άλλοι ήρωες βασισμένοι σε πραγματικά πρόσωπα, αναρωτήθηκες, τώρα που το ξαναδιάβασες, αν θα έχουν μέχρι σήμερα αναγνωρίσει κάποιος τον εαυτό του;
Νομίζω ότι προσέχω αρκετά ώστε να μην εκθέσω κανένα. Επίσης πέρα από συγκεκριμένες περιπτώσεις -των πρωταγωνιστών δηλαδή- ο κάθε ήρωας είναι περισσότερο μίξη προσώπων.

Από το σχολείο σου πέρασε αργότερα και ο Αλέξης Τσίπρας. Για τον οποίο πριν από δέκα και βάλε χρόνια, επί κυβέρνησης Σαμαρά, μου είχες πει τα εξής: «Αν είναι άκρο ο Τσίπρας… είναι σα να λες ότι η πιο ακραία μουσική είναι το έντεχνο. Άκρο είναι ότι αυτοί οι τύποι κάθε μέρα σχεδόν βάζουν λουκέτα, στον πολιτισμό, την υγεία, την παιδεία. Τα τρία πιο σημαντικά πράγματα, εκ των οποίων φυσικά η Παιδεία είναι το σημαντικότερο».
Βλέπεις ότι έρχομαι στα λόγια μου. Μιλάμε για χαρντκορίλα, όχι αστεία.

Σήμερα ποια η γνώμη σου για τον Τσίπρα;
Κοίτα, εγώ δεν ήμουν ψηφοφόρος του ΣΥΡΙΖΑ οπότε δεν με απογοήτευσε τραγικά όπως τους φίλους μου που τον ψήφισαν.

Θα διαβάσεις το βιβλίο του;
Προτιμώ να συνεχίσω να διαβάζω το Consider phlebas του Iain Banks. Σοβαρά, δεν είμαι καθόλου περίεργος. Τέτοιου τύπου βιβλία είναι προφανώς εξωραϊστικά. Όλοι ξέρουμε πάνω κάτω τι έγινε όσον αφορά τη διαπραγμάτευση – αυτό είναι το θέμα, η κωλοτούμπα, τα υπόλοιπα δεν με ενδιαφέρουν πολύ. Πάντως έχω δει και χειρότερους. Και βλέπω ακόμη.

Αναφέρεσαι σε κάποια από τα οχτώ πρωτοκλασάτα κομματικά στελέχη που έχουν διατελέσει πρωθυπουργοί από το 1995 που πρωτοβγήκε το Bororó μέχρι σήμερα που επανεκδίδεται;
Είναι οχτώ συνολικά σε τριάντα χρόνια, ε; Κοίταξε, ως συγγραφέας μου αρέσει να τοποθετούμαι στο πολιτικοκοινωνικό πλαίσιο της εποχής και της χώρας που γράφεται το βιβλίο – συνήθως είναι σύγχρονο. Επειδή όμως αυτό το πλαίσιο γίνεται διαρκώς χειρότερο, νιώθω πια ότι ενώ θέλω να πω κάτι, το έχω ήδη πει.

Δηλαδή η πραγματικότητα που σε εμπνέει, ταυτόχρονα σε μουδιάζει.
Ακριβώς. Γι’ αυτό κάθε φορά πρέπει να βρίσκεις μια φόρμα για να προχωρήσεις. Το Bororó γράφτηκε για συγκεκριμένο λόγο. Τα Χαστουκόψαρα ήταν σαν μπονζάι road movie σε μια χώρα που τη διασχίζεις σε δέκα ώρες. Οι μικρές ιστορίες της συλλογής (σ.σ. Ο τυχερός αριθμός του δόκτορος Μπου και άλλα καλοκαιρινά παραμύθια) είναι…μικρές ιστορίες. Το Ψυχ είναι νουάρ. Το Διακοπές στη Χέλλαντ είναι sci-fi. Το Μόνολογκ είναι Μπέκετ. Η Μελαμψή Παρθένος επιστρέφει στην ορίτζιναλ φόρμα του πρώτου βιβλίου αλλά τοποθετημένη σε ένα πολύ συγκεκριμένο μέρος. Θέλω να πω ότι κάθε βιβλίο έχει κάτι διαφορετικό, οπότε τώρα που τα έχω κάνει όλα αυτά πρέπει να βρω κάτι άλλο. Υλικό υπάρχει. Περιμένω το κλικ της φόρμας.

Ξέχασες το Λοστρέ.
Το Λοστρέ είναι ο στρατός. Έχω 400 σελίδες σημειώσεις από το στρατό. Γίνονταν απίστευτα πράγματα. Συνυπάρχεις με ανθρώπους που ίσως και να μην συναντούσες ποτέ στην κανονική ζωή. Είχα φερ’ ειπείν συναντήσει Κρητικό που δεν είχε δει ποτέ θάλασσα. Ένας άλλος έτρωγε ποντίκια. Άλλος δεν είχε διαβάσει ποτέ του βιβλίο. Ήμουν συνέχεια με ένα τετράδιο, σημείωνα περιστατικά και ατάκες και μάλιστα λόκαλ ατάκες, λαρισινές, βολιώτικες, γιαννιτσιώτικες, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Σου μιλάω για τρομερά αστείες ιστορίες, απίστευτο υλικό.

Ας μην ξεχνάμε όμως ότι τότε ο στρατός ήταν προ Χρυσής Αυγής. Που σημαίνει ότι ήταν πολύ πιο λάιτ τα πράγματα. Συνάντησα μόνο ένα τύπο πραγματικά ακροδεξιό στην εκπαίδευση στο Χαϊδάρι, έναν πιτσιρικά που συγκινούνταν όποτε άκουγε τη λέξη Ελλάδα και ήθελε να πάρουμε την Πόλη. Κάτι τέτοιοι ήταν ακόμη στα όρια του γραφικού. Τώρα δεν ξέρω τι μπορεί να κάνει εκείνος ο τύπος. Μπορεί να μαχαιρώνει. Ή να ετοιμάζεται να γίνει υπουργός. Ήταν λοιπόν περισσότερο ΠΑΣΟΚ το κλίμα, λίγο λαμογιολούφα, οπότε δεν είχες άγχος ότι πρέπει να παίζεις ξύλο συνέχεια με τους Χρυσαυγίτες του θαλάμου. Ο διαχωρισμός ήταν Αθηναίοι και μη Αθηναίοι. Και το κλίμα δεν ήταν να μας δείρουν εμάς τους Αθηναίους, περισσότερο μας ρωτούσαν πράγματα. Οπότε πέρασα ωραία. Βασικά η κατάσταση ήταν sex, drugs and rock ’n’ roll. Τώρα δεν ξέρω πώς μπορεί να είναι.

Επίσης τότε δεν είχαμε κινητά, με τηλεκάρτες ήμασταν. Πώς το λέει το άσμα; Κάπου κάπου να μου γράφεις και μια κάρτα πριν τελειώσει η τηλεκάρτα. Αυτός ο κόσμος πριν τα κινητά φαίνεται πλέον σαν να είναι 50 ή 100 χρόνια πίσω. Τα παιδιά από την επαρχία στη διμοιρία μου, παντρεμένοι από τα 20 με δύο παιδιά (ενώ εγώ ήμουν 29, στην ηλικία του λοχαγού) πριν τα κινητά μάς χρησιμοποιούσαν τους Αθηναίους και σαν πηγή πληροφοριών. «Ποιητή» με φωνάζανε μόλις έμαθαν ότι είχα μόλις βγάλει ένα βιβλίο. Αν όμως είχαν κινητό τότε μπορεί και να βροντοφώναζαν ότι η γη είναι επίπεδη. Σήμερα δηλαδή είναι ένας διαφορετικός κόσμος. Λέγαμε νωρίτερα γιατί καθυστερώ να βγάλω νέο βιβλίο. Ίσως γιατί πρέπει να τον εντάξω όλο αυτό τον κόσμο, δεν μπορώ απλά να γράψω ένα βιβλίο με πιτσιρικάδες που κάνουν ό,τι κάνουν χωρίς σόσιαλ.

Με τα οποία εσύ δεν ασχολείσαι.
Έκανα ένα προφίλ στο Facebook με ψευδώνυμο μόλις φτιάχτηκε για να δω τι είναι. Απάντησα σε ένα κουίζ του Lost τότε με 10000 ερωτήσεις και μπήκα στους 100 πρώτους και αυτό ήταν. Δεν έκανα ποτέ ούτε ένα ποστ. Μπορεί να ακούγομαι 300 χρονών αλλά δεν το κατάλαβα ποτέ το να επικοινωνώ με τους φίλους μου δημοσίως ποστάροντας ένα τραγούδι που μου αρέσει για να μου γράψουν «και γαμώ τα τραγούδια, μεγάλε». Επίσης τι νόημα έχει να είμαι φίλος με έναν άσχετο φίλο ενός ξάδερφου μόνο και μόνο για να μου κάνει like; Ή να δημοσιεύω κάθε μέρα μια εξυπνάδα; Τα σόσιαλ δεν μου είπαν ποτέ τίποτα και είμαι χαρούμενος γι’ αυτό.

Έλεγες πριν ότι η εποχή του Bororó φαντάζει πολύ πιο μακρινή απ’ όσο είναι. Ταυτόχρονα όμως υπάρχουν και κομμάτια του που θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί χθες.
Ξέρεις ποιο είναι το θέμα; Αυτό που πέτυχε ο καπιταλισμός μετά το ’89 είναι η αποπολιτικοποίηση, η έλλειψη πολιτικής συγκρότησης. Οπότε είναι πολύ πιο εύκολο να πεις ότι όλοι είναι μαλάκες και στ’ αρχίδια μου τα γράφω όλα. Αυτό όμως ευνοεί την ακροδεξιά. Προφανώς η φάση έχει πάει προς τα εκεί και αυτό είναι το κομμάτι των παλιών βιβλίων μου που τα κάνει να μοιάζουν σύγχρονα, ενώ η τεχνολογία τα στέλνει εκατό χρόνια πίσω. Υπάρχει αυτή η ανισορροπία. Τεχνολογικά φαίνονται σαν να είναι στην εποχή που ανακαλύφτηκε το ατμόπλοιο, αλλά πολιτικά συνεχίζουμε ακροδεξιά, δυο-τρία βήματα ακόμη πιο πέρα, ξέρεις τώρα, μπαμπάς Πλεύρης, γιος Πλεύρης, Άδωνις, Τραμπ, και πάει λέγοντας.

Η άνοδος της τάχαμου αποπολιτικοποιημένης, πατριωτικής ακροδεξιάς έγινε με στρωτό τρόπο, σιγά σιγά, αρχικά με τη βοήθεια της ιδιωτικής τηλεόρασης, μετά με τα lifestyle περιοδικά, μετά με τα σόσιαλ και φτάσαμε εδώ που φτάσαμε. Ενώ το άλμα της τεχνολογίας έγινε απότομα. Γι’ αυτό και στην εποχή του Bororó φαίνεται σήμερα σαν να κυκλοφορούσαμε με γαϊδούρια. Η πολιτική όμως παραμένει στην ίδια κατεύθυνση. Αυτό που μεσολάβησε είναι ότι ο καπιταλισμός συνειδητοποίησε ότι το ’89 ήταν κάτι παραπάνω από απλή γκέλα της αντίπαλης ομάδας, για να το πούμε ποδοσφαιρικά. Η αντίπαλη ομάδα καταστράφηκε, άρα το γήπεδο είναι δικό μας, άρα πάμε να κάνουμε ό,τι θέλουμε.

Πριν από 30 χρόνια, αν έβγαινε κάποιος και έλεγε να σταματήσουμε να μιλάμε με όρους αριστεράς-δεξιάς, θα έτρωγε ντομάτες, γιατί υπήρχε ακόμη πολιτική συγκρότηση στον κόσμο. Επίσης τότε ήμασταν και 20 χρόνια μετά τον Μάη του ’68, τα κινήματα εκείνης της εποχής, έπαιζε κι αυτό με ένα τρόπο το ρόλο του. Τώρα πια όλοι αυτοί οι ακροκεντρώοι λένε: «Νισάφι πια με τα βιβλία που διαβάσατε, τι σημασία έχει ο Μαρξ, αφού όλοι αυτοί χάσανε το ’89, ενώ με τον καπιταλισμό έχουμε αυτοκίνητα και Netflix». Αν έχεις στοιχειώδη πολιτική συγκρότηση μπορείς να το αντικρούσεις αυτό. Ναι, εντάξει, μ’ αρέσει το Netflix αλλά κάποιοι πεινάνε και κάποιοι έχουν τρισεκατομμύρια κι αυτή η ανισότητα δεν είναι εντάξει.

Το ζητούμενο δεν είναι να εφαρμοστεί κατά γράμμα αυτό που έλεγε ο Μαρξ πριν από 150 χρόνια. Αλλά από πού κι ως πού πρέπει να θεωρείται πασέ αναρχοσυριζοσοσιαλισμός το να έχεις ως στοιχειώδη βάση της πολιτικής σου συγκρότησης το να μη γίνονται οι φτωχοί φτωχότεροι και οι πλούσιοι πλουσιότεροι; Επειδή έπεσε η Σοβιετική Ένωση είναι σωστό να κάνουν αυτά που κάνουν ο Μασκ και ο Τραμπ; Μας δουλεύουν δηλαδή κι από πάνω.

Γι’ αυτό λέω ότι αν υπήρχε περισσότερη πολιτική συγκρότηση, περισσότερος κόσμος θα έλεγε ότι αυτή η σύγκριση είναι μαλακία. Γιατί στο δια ταύτα ο κόσμος πεινάει. Πας στο σούπερ μάρκετ και θες 50 ευρώ για κάτι που πριν τρία χρόνια ήθελες 10. Οπότε αυτά που μας λέτε κύριοι είναι μαλακίες. Και ξαναλέω: πολιτική συγκρότηση. Χωρίς αυτή μετά το σούπερ μάρκετ απλά θα γυρίσεις σπίτι, θα μπεις στα σόσιαλ, θα δεις κάποιον να βρίζει τον Τσίπρα, τον Ολυμπιακό, τον Μητσοτάκη και θα αρχίσεις να βρίζεις κι εσύ χωρίς να ξέρεις γιατί. Και όλα αυτά πολτοποιούνται και τελικά ξεχνιούνται. Μην κοιτάς που τα Τέμπη έχουν μείνει. Είναι μια ειδική περίπτωση που εντυπώθηκε στο μυαλό του Έλληνα γιατί χάθηκαν 57 νέα, ως επί το πλείστον, άτομα. Και χωρίς να θέλω να ακουστώ προκλητικός, προφανώς αν δεν ήταν Έλληνες τα θύματα, θα ήταν αλλιώς τα πράγματα. Τέλος πάντων, η ιστορία εντυπώθηκε. Θα μου πεις και τι μ’ αυτό; Εδώ πέρα βλέπουμε καθημερινά να καταστρατηγούνται νόμοι επί νόμων. Έχει κατασκευαστεί πια ένα μπανανιακό παρακράτος, υπάρχει δηλαδή ένα 25-30% με τους οπεκεπέδες και τους φραπέδες, που δεν κουνιέται ρούπι. Εσείς που φωνάζετε είστε εχθροί της πατρίδας, σου λένε, εμείς τα έχουμε κάνει όλα σωστά. Αυτό ακριβώς κάνει ο σκληρός, δεξιός καπιταλισμός παγκοσμίως: σε βγάζει τρελό αν λες το αυτονόητο. Και το σύστημα συνεχίζει να κάνει ό,τι γουστάρει. Γιατί η μάζα δεν έχει τη συγκρότηση να πει ότι τα Τέμπη συνέβησαν επειδή αυτό το σύστημα είναι βρωμερό, διεφθαρμένο, τρισάθλιο, οικογενειοκρατικό, μπανανιακό.

Και χωρίς να θέλω να φάω cancel, προφανώς παίζει ένα ρόλο και το ότι η άλλη πλευρά δεν προβάλλει πάνω απ’ όλα το ταξικό ζήτημα αλλά ασχολείται κυρίως με άλλα πράγματα τα οποία προφανώς είναι κομμάτια της εξίσωσης, αλλά όχι όλη η εξίσωση. Η έλλειψη πολιτικής συγκρότησης και η αποπολιτικοποίηση δεν αφορά μόνο τους δεξιούς. Αφορά όλο το πολιτικό φάσμα.

Τα τελευταία χρόνια ζεις στην επαρχία. Φαντάζομαι εντοπίζεις κι εσύ την ειρωνία σε όλο αυτό δεδομένης της λογοτεχνικής σου παρακαταθήκης.
Ναι, αλλά δεν είμαι και σε ένα μέρος που βγάζει την αίσθηση της χάρντκορ ελληνικής επαρχίας. Είμαι κοντά στην Αθήνα, το καλοκαίρι έχουμε και το φεστιβάλ. Νομίζω ότι η πόλη από την αρχή του covid κι έπειτα κάτι έχασε σε ό,τι με αφορά. Και η θάλασσα είναι πάντα προτεραιότητα για μένα. Ακόμη και στα βιβλία που έχω κοροϊδέψει την επαρχία, δεν έχω κοροϊδέψει ποτέ τη θάλασσα.

Και πώς είναι λοιπόν στα 50-φεύγα σου να μεγαλώνεις παιδί;
Δεν θα πω κάτι πρωτότυπο. Η αγάπη που έχεις για αυτό το πλάσμα που εξαρτάται αποκλειστικά από σένα είναι εξωφρενική. Περνάει όλα τα όρια που είχες υπ’ όψιν σου.

Αν είχες μπροστά σου τους δύο μακαρίτες του Bororó τι θα τους έλεγες;
Όλα αυτά που λέμε τώρα. Και οι δύο ήταν διαβασμένοι αναρχικοί. Από αυτούς έμαθα διάφορα και άρχισα να διαβάζω. Και οι τέσσερίς μας ανήκουμε στην επόμενη -μετά από εκείνη του Πολυτεχνείου- γενιά που μεγάλωσε μετά τη χούντα. Όλων μας οι γονείς είτε κυνηγήθηκαν είτε φυλακίστηκαν από τη χούντα. Οπότε μεγαλώσαμε με ένα αντιχουντικό και αντιφασιστικό αίσθημα.

Ρώτησαν, κάποια στιγμή, τον Ίγκι Ποπ αν πιστεύει ότι ένας καλλιτέχνης είναι απαραίτητο να ζει και να δημιουργεί έξω από τα όρια της καθωσπρέπει κοινωνίας για να δημιουργήσει τέχνη που τα ξεπερνάει. Εσύ τι πιστεύεις;
Εγώ λέω όχι.

Κι ο Ίγκι Ποπ το ίδιο είπε.
Μα βέβαια, πρέπει να είσαι μέσα στην κοινωνία, να παρακολουθείς τι γίνεται. Αν και μεγαλώνοντας εκ των πραγμάτων χάνεις σιγά σιγά την επαφή με τα καινούρια πράγματα που εμφανίζονται, τα οποία φέρνουν οι νέοι, είτε είναι καλά είτε μαλακίες. Το TikTok πχ δεν με αφορά. Συνεχίζω να κάνω το ίδιο πράγμα που έκανα με τις εφημερίδες, απλά τώρα το κάνω με μερικά σάιτ που διαβάζω.

Με όσα γράφουν οι αναγνώστες για τα βιβλία σου στο Goodreads έχεις ασχοληθεί τώρα τελευταία;
Παλιά είχα ψιλοκοιτάξει. Γράφουν ακόμη; Υπάρχουν καινούριες κριτικές;

Σίγουρα θα υπάρξουν για την επανέκδοση. Για την ώρα η πιο πρόσφατη που βλέπω για το Bororó είναι σχεδόν τριετίας. Η αναγνώστρια γράφει τα εξής: «Βιβλίο παραλίας, μου είπαν. Οκ. Το διάβασα όντως στις διακοπές. Ο χρόνος κύλησε σχετικά ευχάριστα. Σε μερικές μέρες δε θα θυμάμαι τίποτα αξιομνημόνευτο από την πλοκή, ίσως λίγο τους χαρακτήρες. Το χιούμορ πολύ απογοητευτικό… ούτε ευφυές, ούτε πρωτότυπο, αλλά ούτε και αρκετά κάφρικο έτσι ώστε να γελάσει κανείς έστω από το σοκ. Συνοπτικά θα έλεγα χλιαρό και forgettable».
Μας γάμησε η φίλη! Γενικά πάντως από παλιά θυμάμαι ότι είναι ή του ύψους ή του βάθους. Κοίτα, τις κριτικές, καλές ή κακές, τις αντιμετωπίζω με σεβασμό γιατί στην τελική κάποιος που πήρε ένα βιβλίο και το διάβασε, έγραψε μετά τη γνώμη του. Το οποίο είναι πολύ διαφορετικό από το να κάνει κάποιος ένα ποστάρισμα και να γράψει ότι είσαι μαλάκας ή θεός ξοδεύοντας ένα δευτερόλεπτο της ζωής του. Ο άλλος πήγε και αγόρασε το βιβλίο, το διάβασε και σκέφτηκε να βοηθήσει άλλους γράφοντας έστω πέντε αράδες όπου εξηγεί ότι δεν αξίζει να το πάρουν γιατί θα βαρεθούν τη ζωή τους. Εδώ που έχουμε φτάσει δεν μπορείς να μη δίνεις λίγο ρισπέκτ σε όσους διαβάζουν ακόμη βιβλία. Δεν θα σου πω ότι για μένα έχει δίκιο η φίλη που έγραψε τα παραπάνω. Αλλά για την ίδια δίκιο έχει.

Συνολικά όμως μετά από 30 χρόνια πιστεύεις ότι υπάρχει κάποια παρανόηση ή παρεξήγηση για την πεζογραφία σου; Θα ήθελες να μπουν κάποια πράγματα στη θέση τους;
Τι να απαντήσω σε όσους γράφουν ότι το χιούμορ είναι χλιαρό; Ότι είναι πολύ έξυπνο και ευφυές; Όχι, δεν θεωρώ ότι υπάρχει καμία παρανόηση. Τα έργα τέχνης οποιουδήποτε είδους είναι εκεί για να τα καταναλώσει ο οποιοσδήποτε και άρα όλες οι απόψεις είναι δεκτές. Είτε κάποιος πει ότι είναι το πιο ελευθεριακό και αριστερό πράγμα είτε το πιο μισογύνικο και άξιο ακύρωσης. Το μόνο που σκέφτομαι είναι αν μπορούν να πουν κάτι τα βιβλία μου σε ένα σημερινό πιτσιρικά, τύπου 18-28 χρόνων. Σε επίπεδο meme που κατατάσσομαι; Είμαι καλό meme; Ή μήπως είμαι χλιαρό;

Έχεις αναρωτηθεί ποτέ αν και πώς θα μπορούσε κάποιο βιβλίο σου -ή μάλλον συγκεκριμένα το Bororó, που είναι και η αφορμή γι’ αυτή τη συνέντευξη- να μεταφερθεί στο σινεμά;
Με είχε πάρει τηλέφωνο ο Νίκος ο Νικολαΐδης για το Bororó και πήγα σπίτι του, μια μεγάλη προσωπική μου επιτυχία, ο Νικολαΐδης ήταν ο σκηνοθέτης της γενιάς μου, Κουρέλια, Γλυκιά Συμμορία κλπ, μιλήσαμε για το σενάριο και γενικά περί σινεμά, ήθελε να το γράψω εγώ, έγραψα δυό-τρεις σκηνές αλλά ήταν η περίοδος (μια απ’ τις πολλές) που δεν είχε λεφτά. Αλλά μου έμεινε η συνάντηση και τα ουισκάκια σαν παράσημο. Πέρυσι πάντως ανέβασε μια ομάδα στη Θεσσαλονίκη τα Χαστουκόψαρα στο θέατρο. Πέρα από το ήταν πολύ καλή η παράσταση, ήταν μια περίεργη δικαίωση. Ήταν νέα παιδιά στην ομάδα. Άρα κάτι τους είπε το δικό μου παλιό βιβλίο, κάτι που έγραψα όταν ήμουν κι εγώ νέος.

Αν λοιπόν ο νέος Λένος του 1995 συναντιόνταν με τον μεσήλικα Λένο του 2025, πιστεύεις ότι θα συμπαθούσε ο ένας τον άλλο;
Εννοείς αν θα έλεγε ο μικρός «τι στο διάολο, έκανες παιδί»; Όχι μωρέ, θα με συμπαθούσε. Θεωρώ ότι έχω κάνει μια νορμάλ πορεία σαν άνθρωπος. Ούτε εγώ τώρα που είμαι μεγάλος θα έλεγα «αχ και να είχα τα νιάτα σου». Θα ήμουν creepy αν το έκανα. Όχι, κι εδώ που είμαστε τώρα μια χαρά δεν περνάμε;

Σχετικό Άρθρο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα