Από τον Λογοθετίδη στον Λαζόπουλο: Μια ιστορία που δεν παύει να μας αφορά
Διαβάζεται σε 13'
Ο Λάκης Λαζόπουλος, η Παρθένα Χοροζίδου και ο Παύλος Ορκόπουλος μιλούν στο NEWS 24/7 με αφορμή του “Ήρωα με παντούφλες” που σκηνοθετεί ο Γιάννης Μπέζος στο θέατρο Βέμπο.
- 03 Δεκεμβρίου 2025 06:10
Υπάρχουν ταινίες που τις κουβαλάμε μέσα στο dna μας. Και υπάρχουν στιγμές που δεν ανήκουν πια στον ηθοποιό που τις δημιούργησε, αλλά σε ολόκληρη τη χώρα που τις είδε. Ο «Ήρωας με παντούφλες» είναι μια τέτοια.
Από τότε που ο Βασίλης Λογοθετίδης στάθηκε στο μπαλκόνι με τις παντούφλες του —με εκείνο το βλέμμα του ανθρώπου που προδόθηκε όχι από τον εχθρό, αλλά από την ίδια του την πατρίδα— ο στρατηγός Λάμπρος Δεκαβάλλας έγινε περισσότερο από ρόλος: έγινε συνείδηση. Ένας καθρέφτης της ελληνικής ιστορίας, οδυνηρά ακριβής, ακόμη κι όταν ντύνεται με την ελαφρότητα της κωμωδίας.
Σήμερα, σχεδόν ογδόντα χρόνια μετά τη γέννηση του έργου των Σακελλάριου – Γιαννακόπουλου, η θεατρική του εκδοχή έρχεται να αποδείξει πόσο βαθιά έχει ριζώσει μέσα μας αυτή η ιστορία. Ο Λάκης Λαζόπουλος, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μπέζου, πιάνει το νήμα από εκεί που το άφησε ο Βασίλης Λογοθετίδης και το φέρνει στο τώρα: σε μια Ελλάδα που εξακολουθεί να ταλανίζεται από ανισότητες, διαφθορά, μικρές και μεγάλες προδοσίες, αλλά και από την πεισματική ανάγκη των ανθρώπων της να σταθούν όρθιοι σαν ήρωες.
Στο ανανεωμένο Θέατρο Βέμπο, η θρυλική ταινία “συνομιλεί” με τη σκηνή σε πρώτο χρόνο. Η ασπρόμαυρη μνήμη παίρνει σάρκα και οστά και οι ατάκες που γράφτηκαν μέσα στον Εμφύλιο φτάνουν στα αυτιά μας σήμερα σαν σχόλιο πάνω στη δική μας ασύλληπτα γρήγορη πραγματικότητα.
Υπό τη σκηνοθετική ματιά του Γιάννη Μπέζου ο «Ήρωας με παντούφλες» λειτουργεί ως υπενθύμιση πως όσο υπάρχει ένας άνθρωπος που αρνείται να βάλει το κακό στο μυαλό του, όσο υπάρχουν μικροί, καθημερινοί ήρωες που παλεύουν να μη διαφθαρούν, το έργο αυτό θα παραμένει επίκαιρο, επίμονο και επικίνδυνα αληθινό.
Λάκης Λαζόπουλος: “Ζούμε μια εμφυλιακή κατάσταση και σήμερα”
«Το έργο γράφτηκε από το ’47, αλλά μοιάζει να γράφτηκε χθες. Ξεκινά εκεί όπου η Ελλάδα προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της», αναφέρει στη συζήτησή μας ο Λάκης Λαζόπουλος που σε μια εποχή όπου η πραγματικότητα μοιάζει διαρκώς να μετατοπίζεται και η κοινωνία να αναζητά τα θεμέλιά της επιστρέφει σε ένα έργο-σύμβολο, φοράει τις παντούφλες του σαν… ήρωας και ανεβαίνει στη σκηνή του θεάτρου Βέμπο.
«Κεντρικός χαρακτήρας είναι ο στρατηγός Δεκαβάλλας, ένας άνθρωπος που γύρισε από τον πόλεμο πιστεύοντας πως οι εχθροί ήταν εκεί, στα βουνά. Και ξαφνικά ανακαλύπτει ότι οι πραγματικοί εχθροί βρίσκονται γύρω του, πίσω από πόρτες που θεωρούσε ασφαλείς», αναφέρει.
Μια οικογένεια που στήνει κομπίνες. Ένα κράτος που, ήδη από τότε, μοιάζει να δομείται για να εξυπηρετεί τους λίγους. «Είναι η πρώτη στιγμή που το κράτος φαίνεται να ιδρύεται για να μπορούν κάποιοι να τρώνε δημόσιο χρήμα» σημειώνει.
Για τον Λάκη Λαζόπουλο, η σύνδεση με το σήμερα μοιάζει αναπόφευκτη: «Ζούμε μια εμφυλιακή κατάσταση και σήμερα. Κάποιοι ζουν μια άλλη ζωή, έξω από το μέτρο, έξω από την πραγματικότητα, προστατευμένοι από δημοσιογράφους, από μηχανισμούς, ΜΑΤ, από την Ασφάλεια. Κι οι υπόλοιποι δεν το καταλαβαίνουν. Το έργο δεν είναι μια κατάσταση που έτρεξε, είναι μια κατάσταση που τρέχει. Αυτό το έργο είναι η πηγή λοιπόν, είναι από τότε που εμφανίστηκε»
Ο Λογοθετίδης ως μύθος και πρότυπο
Ο Βασίλης Λογοθετίδης για τον Λάκη Λαζόπουλο δεν είναι απλώς πρότυπο, είναι μια μνήμη που φωτίζει τον δρόμο του μέχρι σήμερα.
«Οι μεγάλοι κωμικοί του παλιού ελληνικού κινηματογράφου ήταν οι δάσκαλοί μου. Ο Λογοθετίδης έχει κορυφαία θέση μέσα μου. Τον αγαπώ πάρα πολύ. Μια κίνηση, ένα βλέμμα, μια παύση του… όλα γυρίζουν μέσα στους ρόλους μου».
Η σκηνή της προδοσίας, η στιγμή που ο ήρωας συνειδητοποιεί πως το άγαλμα δεν είναι τιμή από την πατρίδα του, αλλά παγίδα είναι εμβληματική. Στη σκηνή του θεάτρου δίνεται μια άλλη διάσταση: «Σαν στρατηγός Δεκαβάλλας, προσπαθώ να να απεγκλωβιστώ από το ίδιο του το σώμα. Δεν με χωράει αυτό που μαθαίνει. Ντρέπομαι ακόμη και για το βλέμμα των ανθρώπων που θα δουν το άγαλμα. Είναι η στιγμή όπου η αλήθεια πέφτει σαν βάρος στο στήθος μου. Η στιγμή που το σώμα αντιδρά πριν από το μυαλό”.
«Είμαστε όλοι ήρωες με παντούφλες»
Ο τίτλος του έργου συχνά προκαλεί χαμόγελο και έχει μέσα του ένα οξύμωρο. Ο Λάκης Λαζόπουλος αναφέρει πως «Είμαστε χρόνια Ηρωες με παντούφλες, απλώς φοράμε κάπου-κάπου άλλα παπούτσια και ξεχνιόμαστε. Αλλά οι παντούφλες πάντα παραμονεύουν. Γιατί η παντούφλα είναι η έννοια του σπιτιού: είναι η στιγμή που θα αισθανθείς αδύναμος, προδομένος, απελπισμένος και αυτές οι παντούφλες που τις πέταγες για να βγεις έξω, γίνονται μια τρομερή φωλιά για να ξαναμπεί το βάδισμα μέσα σου. Η παντούφλα σε βοηθά να σύρεις το βήμα, όταν δεν μπορείς να το σηκώσεις. Κι αυτός ο συρτός, ο μικρός βηματισμός μέσα στο σπίτι, είναι ο τρόπος του ανθρώπου να σύρεται ψυχικά μέχρι να ξαναβρεί τον κανονικό του βήμα».
Αν δεν πιάσεις πάτο, δεν σηκώνεσαι, σχολιάζω, και ο Λάκης Λαζόπουλος τονίζει πως «πολλές φορές ο έπαινος είναι ο πάτος. Η στιγμή που σε τελειώνουν με ένα στεφάνι και μια επιβράβευση. Γιατί το σύστημα θέλει μία επιβράβευση και τη σιωπή σου»
Η Ελλάδα από το ‘47 παλεύει να σηκωθεί… ελπίδα έχουμε;
«Η Ελλάδα σηκώνεται, πέφτει, ξανασηκώνεται. Έτσι είναι η πορεία των εθνών. Όταν δημιουργείται η κατάλληλη χημεία ανθρώπων, η εποχή αλλάζει. Θα σκοντάψουμε, θα πέσουμε, αλλά θα σηκωθούμε ξανά. Δεν πρόκειται για μία διαρκή ανοδική κίνηση. Η πορεία ενός ανθρώπου είναι η πορεία του Έθνους» λέει.
Σήμερα όλοι φοράμε παντούφλες και κάνουμε επανάσταση από τον καναπέ;
«Δεν φοράμε παντόφλες. Φοράμε τα γυαλιά της εικονικής πραγματικότητας. Έχουμε χάσει την αίσθηση του σώματος. Η ορατότητα του ανθρώπου έχει εστιαστεί στο virtual. Δεν πατά καλά ο άνθρωπος. Μόνο όταν είσαι στην οθόνη ηρεμείς. Όταν βγεις στην πραγματικότητα εκνευρίζεσαι. Γιατί η πραγματικότητα αργεί. Η εικονική πραγματικότητα έχει αλλάξει τη συναισθηματική ροή του ανθρώπου» απαντά.’
Παρθένα Χοροζίδου: “Ο ελληνικός λαός είναι ένας λαός ηρωικός”
Στον «Ήρωα με παντούφλες», η Παρθένα Χαροζίδου ενσαρκώνει την Ειρήνη, τη σύζυγο του στρατηγού Λάμπρου Δεκαβάλλα. «Το έργο είναι τραγικά επίκαιρο», λέει. «Η λαμογιά δεν έχει εξαλειφθεί. Κι ίσως όλοι έχουμε χάσει ένα κομμάτι ανθρωπιάς. Τότε οι άνθρωποι ήταν πιο ακέραιοι… ή τουλάχιστον έτσι μοιάζει από τη σημερινή σκοπιά.»
Μιλώντας για τον ήρωα του έργου, τον περιγράφει ως «ρομαντικό και αθώο». Όχι όμως με την έννοια της αδυναμίας. «Πιστεύω ότι δεν καταδέχεται να πάει η σκέψη του στο κακό. Δεν μπορεί να σκεφτεί ότι ο ξάδερφός του θα του έλεγε ψέματα για να πάρει μίζες. Δεν περνάει από το μυαλό του.»
Κι όμως, όταν έρθει η στιγμή της αλήθειας, ο στρατηγός στέκεται όρθιος. «Δεν είναι καθόλου αφελής. Πατάει στα πόδια του. Έχει εσωτερική δύναμη και τους βάζει όλους στη θέση τους. Προστατεύει την οικογένειά του και τον εαυτό του» σχολιάζει.
Για την Παρθένα Χαροζίδου, μία από τις πιο τραγικές όψεις του έργου βρίσκεται στην εικόνα του ήρωα: «Ένας άνθρωπος που πολέμησε και έδωσε την ψυχή του για την πατρίδα, καταλήγει να κοιτάζει από το μπαλκόνι έναν ανδριάντα που στήθηκε για τους λάθος λόγους.»
Η σκηνή που τη συγκινεί περισσότερο είναι όταν η αλήθεια αποκαλύπτεται. «Όταν ο γλύπτης εξηγεί στον στρατηγό ότι όλα έγιναν για να φάνε λεφτά και εκείνος ρωτά: “Δηλαδή δεν με θυμήθηκε η Πατρίς;”. Είναι σπαρακτικό. Γιατί πιστεύει πως όλα έγιναν για να του πει ευχαριστώ η πατρίδα.»
Κι ακολουθεί η πιο ανθρώπινη, ίσως, ατάκα του έργου: «Δεν χρειάζεται να σου πει η πατρίδα ευχαριστώ, στρατηγέ μου. Εσύ το ξέρεις καλύτερα από όλους» αναφέρει.
Όσο για την Ειρήνη, η Χαροζίδου τη σκιαγραφεί ως «έξυπνη, τρυφερή, προστατευτική. Μια γυναίκα που αγαπά τον άντρα της τόσο ώστε να μην τον εκθέσει ποτέ, αλλά και ικανή να βλέπει πίσω από τις προθέσεις των άλλων. Τον βοηθά να καταλάβει. Έχει καχυποψία. Ξέρει ποιος είναι φίλος και ποιος εχθρός της οικογένειας πολύ νωρίτερα από εκείνον».
Και συνεχίζει: «είναι προσηλωμένη στον σύντροφό της, όχι υποταγμένη σε μια εποχή: Δεν θα τον εξέθετε, δεν θα τον πίεζε. Τον προστατεύει. Και όταν εκείνος παίρνει τα πάνω του, κάνει στην άκρη. Δεν χρειάζεται να πολεμήσει πια – ο άντρας της έχει πάρει τη θέση του.»
Παρά την απαισιοδοξία της για την κοινωνική πραγματικότητα, η Παρθένα Χαροζίδου βρίσκει πάντα ένα σημείο φωτός: «Ο γλύπτης λέει ότι, αν κάναμε άγαλμα για κάθε ήρωα αυτού του τόπου, δεν θα έφτανε το μάρμαρο. Ο ελληνικός λαός είναι ηρωικός – από τον πιο μικρό μέχρι τον πιο μεγάλο. Υπάρχουν τεράστιοι μαχητές στην καθημερινότητα. Αυτό είναι συγκινητικό.»
Παύλος Ορκόπουλος: «Η τέχνη μάς αναγκάζει να δούμε ποιος είναι τελικά ο εχθρός μας»
Ο Παύλος Ορκόπουλος υποδύεται τον ξάδελφο του Στρατηγού Δεκαβάλα. «Υποδύομαι τον αδίστακτο, ρεαλιστή, πατριδοκάπηλο ξάδερφο. Δεκαβάλλας κι αυτός. Εκμεταλλεύεται τη συγγένεια για να καρπωθεί αυτά που θέλει. Πρόκειται για έναν τύπο ανθρώπου που η ελληνική ιστορία γνώρισε πολύ καλά — και που δεν εξαφανίστηκε. Αυτοί οι άνθρωποι καρπώθηκαν από τον Εμφύλιο και από όλες τις καταστάσεις. Έχουν προσβάσεις παντού: σε κλιμάκια εξουσίας, σε υπουργεία, σε “ιδιαίτερους”. Συνεχίζουν να υπάρχουν.»
Η πιο σκληρή στιγμή του έργου, γι αυτον είναι η αποκάλυψη ότι ο εχθρός δεν ήταν η “πολιτεία” ή η “κοινωνία”, αλλά ο ίδιος ο ξάδερφος: «Τον κορόιδεψε ο άνθρωπος της οικογένειάς του. Αυτό είναι το τραγικό στοιχείο. Το κακό είναι δίπλα μας. Ο εχθρός μας μπορεί να είναι πολύ πιο κοντά απ’ όσο νομίζουμε.»
Και εξηγεί γιατί ένα έργο γραμμένο το 1947 συνεχίζει να μιλά στο σήμερα: «Ο κόσμος ξέρει την κινηματογραφική εκδοχή του έργου. Η θεατρική γραφή όμως απαιτεί άλλα πράγματα. Ο Γιάννης Μπέζος ήταν απόλυτα ξεκάθαρος ως σκηνοθέτης. Με αιχμή του δόρατος τον Λάκη Λαζόπουλο, που ήθελε χρόνια να ερμηνεύσει αυτόν τον ρόλο, δημιουργήθηκε μια πολύ άμεση επικοινωνία μεταξύ των ηθοποιών.»
Από την πρώτη στιγμή, η παράσταση μεταφέρει το κοινό σε μια άλλη εποχή: «Οι μουσικές πριν καν ανοίξει η αυλαία ταξιδεύουν τον θεατή. Και μέσα σε αυτό το σκηνικό, αυτό το κλίμα, στο τέλος ο κόσμος μάς λέει πόσο σημερινό είναι το έργο. Εκπλήσσεται. Δεν περιμέναμε ούτε εμείς τέτοια αμεσότητα.»
Για τον Παύλο Ορκόπουλο, το έργο λειτουργεί ως βαθύτατη υπενθύμιση: «Το έργο εστιάζει ακριβώς εκεί: ποιοι είμαστε, πού ζούμε και τι κόσμο θέλουμε. Αυτό κάνει η τέχνη — μας βοηθά να συνειδητοποιήσουμε. Η αμεσότητα της παράστασης είναι το μεγάλο της κέρδος. Ο κόσμος γελά, αλλά συνειδητοποιεί πόσο πικρά αληθινό είναι αυτό που βλέπει.»
Παρότι η κοινωνική διάβρωση φαίνεται βαθιά, ο Παύλος Ορκόπουλος λέει: «Είναι πικρό, αλλά υπάρχει ελπίδα. Το ότι συνειδητοποιούμε τι συμβαίνει, αυτό και μόνο είναι ελπίδα». Η αλλαγή, λέει, ξεκινά από τις ανθρώπινες σχέσεις: «Η επικοινωνία μεταξύ μας, μέσα στην οικογένεια, πρέπει να έχει μια ρότα που στηρίζει τον άνθρωπο. Ο καθένας έχει ανάγκη τον διπλανό του.»
Ερωτηθείς τι συμβολίζουν οι παντούφλες, απαντά με μια εικόνα: «Ο στρατηγός αυτός ζει σε ένα αρχιτεκτονικά και αισθητικά πανέμορφο σπίτι — ψηλοτάβανο, με μάρμαρα. Ζει μέσα σε ένα αρχιτεκτονικό δημιούργημα που δεν του ανήκει πραγματικά, δεν έχει καν ρεύμα. Δυσκολεύεται να φάει. Δεν έχει να πιει έναν καφέ. Η κόρη του φοράει ένα φουστανάκι που έβαψε για να αλλάξει χρώμα γιατί δεν είχε άλλο. Αυτές είναι οι παντούφλες. Και την ίδια στιγμή, έξω, ο ανδριάντας του είναι κατάφωτος. Είναι η απόλυτη τραγική ειρωνεία. Ένας αληθινός τραγικός ήρωας.»
Info
ΘEATPO BEMΠO
ΓΙΑ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΕΝΟ ΑΡΙΘΜΟ ΠΑΡΑΣΤΑΣΕΩΝ
ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Κείμενο: Αλέκος Σακελλάριος & Χρήστος Γιαννακόπουλος
Σκηνοθεσία: Γιάννης Μπέζος
Σκηνικά: Γιώργος Γαβαλάς
Κοστούμια: Κατερίνα Παπανικολάου
Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος
Μουσική Επιμέλεια: Γιάννης Μπέζος
ΠΑΙΖΟΥΝ
Λάκης Λαζόπουλος, Παύλος Ορκόπουλος, Παρθένα Χοροζίδου, Τάσος Παλαντζίδης,
Σταύρος Μαρκάλας, Κωνσταντίνος Τραφαλής, Θράσος Σταθόπουλος,
Ιωάννα Ανεμογιάννη, Κωνσταντίνος Γιάννης, Φαίδρα Σκλήρη, Λαζάρια Σαζεΐδου
Για εισιτήρια κάντε κλικ ΕΔΩ