Ανδρέας Σιμόπουλος

Ο ΦΩΤΗΣ ΑΠΕΡΓΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ ΤΟΥ

Ο σπουδαίος δημοσιογράφος ξεφυλλίζει -κυριολεκτικά- το βιβλίο της αξιοζήλευτης καριέρας του μαζί μας.

Δεν μπορείς να ρωτάς “από μια διαδρομή τι μένει” όσο αυτή ακόμα συνεχίζεται. Ίσως να μπορείς να ρωτάς “πώς ήταν ως τώρα”, “σε ποιες στροφές τρόμαξες” ή “σε ποιο σημείο είχε την καλύτερη θέα”.

Αλλά μέχρι εκεί. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν άκομψο.

Ακόμα και αν ο άνθρωπος που έχεις απέναντί σου, σου δίνει αυτό το πάτημα, έχοντας κάνει τον απολογισμό της καριέρας του με ένα -χορταστικό- βιβλίο, το “Γίνεται παρεξήγηση και δίνουν την εξήγηση”. Όμως ο Φώτης Απέργης παραμένει κάτι παραπάνω από ενεργός στον χώρο της ενημέρωσης. Σήμερα είναι σύμβουλος επί της ραδιοφωνίας συνολικά στην ΕΡΤ και συν τοις άλλοις, συνεχίζει να κάνει ανελλιπώς συνεντεύξεις.

Οπότε;

Οπότε τον ρωτάς και για το χθες αλλά και για το σήμερα.

Για αυτό το βιβλίο συναντηθήκαμε. Ένα βιβλίο που περιλαμβάνει κάποιες απ’ τις εκατοντάδες συνεντεύξεις του σε καλλιτέχνες που έκανε σε κάτι περισσότερο από 30 χρόνια σταδιοδρομίας, άλλοτε για το ραδιόφωνο και άλλοτε για τις εφημερίδες και δη την Ελευθεροτυπία. Και είπαμε τα εξής:

Ανδρέας Σιμόπουλος

Υπήρξε κάποιος καχύποπτος απέναντι σας, ίσως και λόγω κάποιας προηγούμενης κακής εμπειρίας του με δημοσιογράφους;
Ποτέ δεν αντιλήφθηκα κάτι τέτοιο. Προφανώς υπάρχουν καλλιτέχνες και όχι μόνο, που είχαν κακές στιγμές με δημοσιογράφους. Δεν είμαστε αλάθητοι, αλλά ούτε εκείνοι είναι.

Όταν λέω καχύποπτος, εννοώ να έχει ενδοιασμούς. Να μην εμπιστευόταν να ανοιχτεί.
Αυτό, ναι. Υπήρξαν όμως και απρόβλεπτα περιστατικά. Κάποτε πήρα στο αεροδρόμιο του Ελληνικού μια σύντομη συνέντευξη από τον περίφημο τζαζίστα Ντέιβ Μπρούμπεκ. Ταξίδευε στην Κρήτη με την οικογένειά του για μια συναυλία. Αφησα για το τέλος μια παρακινδυνευμένη ερώτηση:

“Πώς αισθάνεστε που η μεγαλύτερη επιτυχία σας, το ‘Take Five’, δεν είναι δική σας σύνθεση, αλλά του σαξοφωνίστα σας, του Πολ Ντέσμοντ;”.

Μου απάντησε συνοφρυωμένος: “Άκου αγόρι μου, αν δεν ήμουν εγώ, ούτε που θα τον ήξερες τον Πωλ Ντέσμοντ”. Και είχε δίκιο.

Μια άλλη στιγμή ήταν με τον άρχοντα της Columbia Τάκη Β. Λαμπρόπουλο.

Με τον Τάκη Β. Λαμπρόπουλο το 1991. Αρχείο Φώτη Απέργη

Αυτή ήταν τρομερή συνέντευξη, πραγματικά.
Το 1991, όταν τον πλησίασα πρώτη φορά, δίσταζε πολύ να μιλήσει σε εφημερίδα.

Φοβόταν ότι δεν θα τον θυμούνται ή ότι δεν θα ενδιέφεραν όσα είχε να πει;
Πάντα απέφευγε τον δημόσιο λόγο. Του πρότεινα τότε απλώς να πιούμε έναν καφέ στο Zonnars. Εκείνος θα έχανε μισή ώρα, εγώ θα κέρδιζα τη γνωριμία μαζί του. Τελικά, τον έπεισα να κάνουμε και την πρώτη του συνέντευξη στην Ελευθεροτυπία.

Και το 2018 κάναμε τη δεύτερη για το Δεύτερο Πρόγραμμα.

Δεν θα νιώθατε ευχαριστημένος αν μένατε απλώς σε έναν καφέ, δεν θα σας έφτανε. Αυτό το μικρόβιο της συνέντευξης, πότε το κολλήσατε;
Μέσα στο επάγγελμά μας είναι. Δεν αισθάνθηκα ποτέ ότι κάνω κάποιον δημοσιογραφικό άθλο παίρνοντας και συνεντεύξεις.

Αντίθετα, το να αποκαλύπτεις μια καλή είδηση, να βυθίζεσαι σε μια έρευνα με κοινωνικό, πολιτικό, αλλά και πολιτιστικό θέμα είναι ίσως σημαντικότερο. Ασφαλώς, υπάρχουν και συνεντεύξεις που μερικοί συνάδελφοι τις ξεχωρίζουμε. Όπως ήταν εκείνη με τον Ακη Πάνου στη φυλακή της Κομοτηνής.

Με τον Άκη Πάνου στη φυλακή της Κομοτηνής το 1997. Στέλιος Ελληνιάδης

Ξέρετε, κάνω κι εγώ συνεντεύξεις τα τελευταία 6-7 χρόνια και κάπως αυτή η διαδικασία με έχει βοηθήσει στο να γίνω πιο κοινωνικός, να μιλάω λίγο πιο εύκολα, ενώ γενικά είμαι πολύ μαζεμένος. Εσάς σας βοήθησε κάπου αυτή η διαδικασία; Το να μιλάτε με ανθρώπους συνεχώς, ξανά και ξανά, σας άλλαξε σε κάτι;
Ούτε εγώ είμαι ο πιο ανοιχτός άνθρωπος στον κόσμο. Η γυναίκα μου, που είναι επίσης συνάδελφος και παίρνει πολύ καλές συνεντεύξεις, η Γιώτα Συκκά από την Καθημερινή, με παροτρύνει να είμαι πιο χαλαρός στις συζητήσεις μου.. “Θα δεις, θα σου ανοίγονται πιο εύκολα”, λέει. Και είναι αλήθεια.

Ο πιο λιγομίλητος από τον οποίο έχετε πάρει συνέντευξη; Κάποιος που να θέλατε να του πείτε “πες βρε άνθρωπε κάτι παραπάνω”.
Όντως υπήρξε πριν από χρόνια ένας ενδιαφέρων τραγουδοποιός τον οποίο είχα καλέσει στο Δεύτερο και ήταν λακωνικός. Ό, τι χειρότερο για το ραδιόφωνο. Βλέπετε κάθε μέσον, όπως ο έλεγε και ο Μάρσαλ Μακ Λούαν, έχει τις δικές του ανάγκες.

Η χαρά του δημοσιογράφου ποιος ήταν; Ποιον απολαμβάνατε και να τον ακούτε, αλλά και γιατί ξέρατε ότι αυτά που θα πει θα έχουν ενδιαφέρον για τον κόσμο;
Ο Χατζιδάκις, ο Θεοδωράκης και ο Σαββόπουλος ήταν απολαυστικοί στις συνεντεύξεις. Όταν συναντούσα τον Θεοδωράκη στις 6 το απόγευμα, η πολύτιμη βοηθός του Ρένα Παρμενίδου μου ζητούσε, “μην τον κουράσεις πολύ”. Και όμως, δυόμιση ώρες μετά δεν είχε σταματήσει στιγμή να λέει ιστορίες. Ήταν δέκα ζωές σε μία. Είχε και χιούμορ, όπως άλλωστε και ο Χατζιδάκις. Μόνο που ήταν διαφορετικό, πιο λεπτό, πιο υποδόριο.

Απολαυστικός ήταν και Σαββόπουλος. Νιώθω τυχερός που με εμπιστεύτηκαν. Με τον Σαββόπουλο κάναμε 26 συνεντεύξεις.

Ανδρέας Σιμόπουλος

Αλλά δεν τον πέτυχατε, δυστυχώς για εσάς, στην πολύ γόνιμη περίοδό του, δηλαδή τον πετύχατε τότε που είχε πια τελειώσει με τα μεγάλα έργα.
Και όμως. Μου αρέσουν όλα τα τραγούδια του Σαββόπουλου, όλων των εποχών.

Ακόμα και το “Μην πετάξεις τίποτα”;
Ναι, βέβαια. Στιχουργικά και μουσικά. Χάρη σε αυτόν άλλαξε το ελληνικό τραγούδι μετά το ‘70.

Ήταν ο πατέρας όλων των τραγουδοποιών. Τον τίμησαν και στην κηδεία του.

Στην κηδεία έκανε μεγάλη αίσθηση ο λόγος του Αλκίνοου Ιωαννίδη και το σημείο που έλεγε ότι ήταν γεμάτος αντιθέσεις.
Είναι αλήθεια. Ο Σαββόπουλος δεν ήταν ο πιο ανοιχτός άνθρωπος, αλλά μπορούσε να είναι πολύ θερμός, οξύνους και αποκαλυπτικός. Μπορούσε να αναφέρεται στην οικογένειά του μέχρι την πολιτική ιστορία της χώρας. Η δισκογραφία του είναι η καταγραφή της ελληνικής περιπέτειας.

Υπήρξαν φορές που διαφωνήσατε κάθετα με αυτά που λέει; Θυμάμαι χαρακτηριστικά στη συνέντευξή σας με τον Άκη Πάνου, που του είπατε “τώρα μου έκανες την καρδιά περιβόλι” όταν μίλησε θετικά για τη χούντα. Με τον Σαββόπουλο υπήρξε κάτι ανάλογο;
Κάτι ανάλογο, ασφαλώς όχι. Κάποιες διαφωνίες, όμως ναι, όπως και για άλλους.

Τον συνάντησα για τελευταία φορά το 2023, μετά από την συγκινητική συναυλία του στο Μέγαρο. Είχε προχωρήσει η αρρώστια -το γράφω και στο βιβλίο- είχε αρχίσει να χάνει τη φωνή του, μα πολύ εξομολογητικός και απολογητικός. Μου είπε:

“Έχω στεναχωρήσει ανθρώπους που αγάπησα και που αγαπώ. Δεν είναι λίγα τα λάθη μου. Μακάρι, λέω, να είχα την ευκαιρία να δω τον άλλον και να του εξηγηθώ, να πέσουμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου, δακρυσμένοι και γελώντας”.

Τα τελευταία χρόνια ξέρω ότι έστελνε και σε παλιούς του συνεργάτες τέτοια μηνύματα. Και στο βιβλίο του φαίνεται αυτό. Νομίζω το έγραψε την κατάλληλη στιγμή. Αν είχε γράψει πιο νωρίς, ίσως να μη μιλούσε έτσι.
Όταν έκλεισε τα 80, μεταδώσαμε για δεύτερη φορά μια συνέντευξη που είχαμε κάνει παλιότερα μαζί με θέμα “Ο ροκ Σαββόπουλος”. Εντελώς συμπτωματικά, εκείνη την περίοδο ανακοινώθηκε ότι επρόκειτο να παίξει στο Rockwave. Και μου έστειλε ένα mail, “σε ευχαριστώ πολύ, δεν την είχα ακούσει”. Δεν συνήθιζε τέτοια μηνύματα.

Ανδρέας Σιμόπουλος

Ξέρετε τι μου έλειψε από το βιβλίο σας; Οι λαϊκοί καλλιτέχνες.
Η αλήθεια είναι ότι είχα οικειότητα μόνο με τον Άκη Πάνου. Είχαν κάνει και δυο συνεντεύξεις του Μητροπάνου πριν από πολλά χρόνια, αλλά δεν ήταν σπουδαίες.

Όπως επίσης έχω κάνει και άλλες συνεντεύξεις από ξένες διασημότητες Όμως δεν μπορούσε το βιβλίο να ξεπεράσει τις 400 σελίδες. Κι ύστερα, προτιμούσα τις συζητήσεις με τον Μάνο Ελευθερίου και τον Κηλαηδόνη, που ήταν γεμάτες από βαθύ συναίσθημα και ειλικρίνεια.

Τι είναι αυτό που κάνει μία συνέντευξη πραγματικά σπουδαία;
Να αισθανθείς ότι “ξεκλειδώνεις” κάποιον που σου μιλά, αποκαλύπτοντας με αυθεντικότητα και συναίσθημα τον εαυτό του. Και, ακόμα, ότι μιλά με οξυδέρκεια και φανερώνει μιαν άλλη πλευρά της επίσημης επικαιρότητας που μας κολακεύει. Όταν με χαιρετούσε ο Χατζιδάκις και έκλεινε πίσω μου την πόρτα του διαμερίσματος στον πρώτο όροφο της οδού Ρηγίλλης, θυμάμαι ότι κατέβαινα τις σκάλες πετώντας από χαρά.

Θα έλεγε κανείς ότι αυτά τα κείμενα έχουν μια ιστορική αξία τώρα πια. Δηλαδή, όσο περνάνε τα χρόνια, όταν κάποιος θα θέλει να κάνει το πορτραίτο του Χατζιδάκι, θα βρει και πέντε ιστορίες που θα έχουν σωθεί εξαιτίας σας.
Ο Χατζιδάκις είχε πράγματι προνοήσει να μιλήσει -σε αρκετούς συναδέλφους- για την εξέλιξη του ρεμπέτικου και τη φολκλορική εκτροπή του, για τον λαϊκισμό και πολλά άλλα σημαντικά θέματα. Αλλά και ο Μικ Τζάγκερ μου είχε δώσει μια πολύ εξομολογητική συνέντευξη. Και ο Ιάννης Ξενάκης και πολλοί άλλοι.

Ανδρέας Σιμόπουλος

Και του Ρότζερ Γουότερς μου άρεσε πάρα πολύ.
Ήταν απολαυστικό που κάθε τόσο «πέταγε» ελληνικές λέξεις. Όπως, όταν τον ρώτησα αν πεθύμησε ποτέ να παίξει με τους παλιούς συντρόφους των Pink Floyd παρότι είχαν καταφύγει στα δικαστήρια, απάντησε: “Katholou!”.

Με μπερδεύει πάντως πολύ αυτός ο άνθρωπος. Δεν ξέρω αν τελικά είμαστε μαζί του ή…
Γιατί θα πρέπει να είμαστε με τον άνθρωπο και όχι με ορισμένες από τις απόψεις του; Δηλαδή, πρέπει κανείς να ψηφίζει μονίμως το ίδιο; Τότε γιατί να υπάρχουν πολλές εκλογές; Θα έπρεπε να αρκούμαστε σε μόνο μία!

Και να σε χαρακτηρίζει αυτό που ψήφισες για μια ζωή… Πάντως για να μην παρεξηγηθώ, σχεδόν πάντα συμφωνώ με ό, τι λέει, είμαι από αυτήν την πλευρά. Απλά μου φαίνεται ότι ως άνθρωπος πρέπει να είναι πολύ δύσκολος. Δηλαδή ότι αν ήμουν μαζί του σε ενα συγκρότημα δεν νομίζω να περνούσα ωραία… Υπάρχει κάποια συνέντευξη που την αφήσατε εκτός βιβλίου με βαριά καρδιά;
Όχι. Άφησα απ’ έξω ένα κείμενο για τη Νάνα Μούσχουρη. Όμως, το 2006 μου είχε προτείνει και κάναμε μαζί την αυτοβιογραφία της. Δε θα υπήρχε λόγος να κάνω τώρα μια περίληψη.

Ανδρέας Σιμόπουλος
Ανδρέας Σιμόπουλος

Πώς είναι να γράφεις το βιβλίο της ζωής κάποιου;
Είναι σπουδαία εμπειρία αν πρόκειται για έναν άνθρωπο που εκτιμάς και θαυμάζεις, όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, η Μελίνα Μερκούρη και βέβαια η Νάνα Μούσχουρη. Της χρωστώ πολλά. Καταρχάς, χάρη σ’ αυτό το βιβλίο, το πρώτο μου, πείστηκα ότι μπορούσα να γράψω ένα. Υπήρξε πολύ ειλικρινής και ανοιχτή μαζί μου. Είχε πολύ καλή μνήμη. Και ήταν πολύ συναισθηματική. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;

Πιστεύετε ότι ένας δημοσιογράφος για να βγάλει ένα βιβλίο με τις συνεντεύξεις του ή τα ρεπορτάζ του ή με οτιδήποτε πρέπει να το κάνει μόνο ως απολογισμό; Ή μπορεί να το κάνει και ένας νεότερος που ίσως να μην έχει πολλά χρόνια στη δουλειά; Ή θα φανεί σαν να έχει θράσος που το κάνει;
Θράσος, όχι. Αλλά θα δικαιολογούνταν ευκολότερα μια τέτοια απόφαση, αν ένας νέος συνάδελφος κυκλοφορούσε ένα βιβλίο με θεματικές συνεντεύξεις. Που ερευνούν, δηλαδή, και καλύπτουν έναν ορισμένο τομέα. Ύστερα έχει χρόνο…

Τι μπορεί να δώσει μία γραπτή συνέντευξη σήμερα, την εποχή που το TikTok, το YouTube, το βίντεο γενικά έχει κυριαρχήσει στον χώρο των συνεντεύξεων; Για ποιο λόγο να την κάνει κάποιος σήμερα; Ασχολείται ο κόσμος;
Όπως είπαμε και πριν η συνέντευξη είναι μια προσπάθεια να γνωρίσεις τον άλλον και να σου αποκαλύψει κάτι για τον εαυτό του και κάτι για όλους μας. Όταν, λοιπόν, μιλάμε για ανθρώπους με σημαντική πνευματικότητα ή ανθρώπους που έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε μια δραστηριότητα είναι χρήσιμη. Κάποτε είναι και πολύτιμη.

Αναφέρομαι στον γραπτό λόγο, καθώς ο κόσμος δεν διαβάζει πια και τόσο.
Αν μιλάμε για ξεχωριστές συνεντεύξεις, αλλά και για εμβριθή άρθρα, ο κόσμος θα έπρεπε να το σκέφτεται περισσότερο. Βέβαια, υπάρχουν και οι άλλου είδους συνεντεύξεις, αυτές που βλέπουμε σε μερικές τηλεοπτικές εκπομπές. Στο τέλος οι συντελεστές του πάνελ ευχαριστούν ενθουσιασμένοι όποιον ηθοποιό ή τραγουδιστή τους πρόσφερε τον χρόνο του, αλλά δε νομίζω ότι καταλαβαίνουμε γιατί.

Με τους Rolling Stones, λίγο πριν τη συναυία τους στο ΟΑΚΑ το 1998. Αρχείο Φώτη Απέργη

Γράφετε κάτι πολύ ωραίο στο βιβλίο, ότι ως έφηβος νιώθατε ότι ανήκατε σε μια φυλή που προσδιοριζόταν δύσκολα. Δεν πηγαίνατε ούτε στα μπουζούκια ούτε στα κομματικά φεστιβάλ ούτε ακούγατε δημοτικό τραγούδι. Αλλά αναγνωρίζατε ο ένας τον άλλον όταν για παράδειγμα “ακούγατε τα τραγούδια της Χαρούλας”.
Γεννήθηκα το ’63 και πήγα σε δημόσιο σχολείο. Στην τάξη μας υπήρχαν λαϊκά παιδιά και άλλα που αγαπούσαν το ροκ. Άλλες παρέες αντλούσαν ενδιαφέροντες δίσκους αλλά και ντύσιμο και στέκια που δεν ανήκαν σε κάποιο στερεότυπο. Ξεκινώντας το γυμνάσιο ζούσαμε ακόμα σε κάποια άλλα Εξάρχεια, γεμάτα από δισκάδικα, βιβλιοπωλεία και εκδοτικούς οίκους. Καμία σχέση με τη σημερινή παρακμή. Ο πατέρας μου με είχε πάει σε ένα από τα δισκάδικα για να γράψουμε μια κασέτα με ξένα τραγούδια, επειδή θα έκανα ένα πάρτι στο σπίτι.

Εκεί ο ενημερωμένος δισκοπώλης έγραψε κάποια πολύ καλά χορευτικά της εποχής. Στο πάρτι, λοιπόν, ήμουν ο μόνος που είχα εξοικειωθεί με τα τραγούδια. Και τους παρότρυνα να μη διστάζουν να χορέψουν όλοι με κάποιον που τους φαινόταν πολύ τολμηρός. Λεγόταν Ντέιβιντ Μπόουι. Αργότερα αγοράζαμε με ό,τι είχε απομείνει από το χαρτζιλίκι του μηνός δίσκους από το Pop Eleven και το Music Corner. Εκεί η υπεύθυνη του μαγαζιού, που είχε λίγο αψύ χαρακτήρα, με έπιασε μια φορά να σημειώνω δίσκους και τιμές. Νομίζοντας ότι το κάνω για λογαριασμό ανταγωνιστικού δισκάδικου, με πέταξε έξω. Ανήκα, βλέπετε, στη γενιά που καθόμασταν ακόμα παρέα και ακούγαμε έναν καινούριο σημαντικό δίσκο.

Χωρίς να κάνετε κάτι άλλο παράλληλα, χωρίς να τους χρησιμοποιείτε ως σάουντρακ.
Δε νομίζετε ότι σήμερα, μαζί με την τεχνολογία του τραγουδιού, έχει αλλάξει και η διανομή, η παραγωγή και εν τέλει ο ίδιος ο τρόπος που παράγεται μουσική; Δεν έχετε ακούσει πολλά κομμάτια που η εισαγωγή τους σας θυμίζει ringtone;

Μερικά τραγούδια είναι σαν να έχουν περάσει πρώτα από το διαφημιστικό τμήμα της εταιρείας. “Τι πρέπει να κάνουμε για να πιάσουμε το μεγάλο κοινό;”.
Να είστε σίγουρος ότι έχουν περάσει.

Είναι σαν να γίνεται πρώτα μια έρευνα αγοράς.
Ασφαλώς γίνεται. Και όχι μόνο στην ποπ. Πολλοί νέοι ακροατές μιας πλατφόρμας κλασικής μουσικής, ακούν περισσότερο μπαρόκ επειδή έχει πιο σύντομους χρόνους και πιο εύληπτες μελωδίες. Έτσι, οι δισκογραφικές εταιρείες αρχίζουν όχι απλώς να διαθέτουν, αλλά και να παράγουν νέες ηχογραφήσεις μπαρόκ.

Με τη Φλέρυ Νταντωνάκη και τη Δήμητρα Γαλάνη το 1985, σε πρόβα σε στούντιο για τη συναυλία στη Ρωμαϊκή Αγορά. Αρχείο Φώτη Απέργη

Γράφετε και κάτι ακόμα πολύ ωραίο στο βιβλίο, ότι ο καθένας μας σήμερα διαθέτει από μια άυλη δισκοθήκη της ψηφιακής μας ανυπομονησίας. Και ότι νομίζουμε ότι ακούμε πολλή μουσική, αλλά στην πραγματικότητα ακούμε πολλή από την ίδια σε άτολμες παραλλαγές.
Δε συμφωνείτε; Έχει τυποποιηθεί η μουσική που προορίζεται για μας και επομένως την αναπαράγουμε, είτε γιατί μας αρέσει είτε γιατί θέλουμε να μοιάζουμε σαν αυτούς που μας φαίνονται πιο προνομιούχοι από μας. Αλλά στην πραγματικότητα ακούγεται πολύ συγκεκριμένη μουσική σε πολύ συγκεκριμένους χώρους, ενώ θα μπορούσαν να γίνουν δοκιμές με περισσότερα είδη. Π.χ. σε πολλούς πελάτες θα κακοφαινόταν αν άκουγαν συνέχεια Μότσαρτ ή Βιβάλντι σ’ ένα σουπερμάρκετ. Αλλά είμαι βέβαιος ότι χιλιάδες άλλοι σε πολλές χώρες, θα περνούσαν μια χαρά.

Οπότε πρέπει να σας ρωτήσω τώρα, μιας και υπήρξατε στη θέση του διευθυντή των μουσικών σταθμών της ΕΡΤ, ότι το είχατε αυτό ως σκέψη, όσο διευθύνατε για πέντε χρόνια τα ραδιόφωνα της ΕΡΤ;
Είχαμε και αυτή τη σκέψη και πολλές άλλες. Στη διάρκεια αυτών των χρόνων ιδρύσαμε τον Zeppelin, τον πρώτο σταθμό FM μετά από δεκαετίες, καθώς και τους πρώτους ιντερνετικούς σταθμούς λαϊκού και παραδοσιακού τραγουδιού, τζαζ, κλασικής κ.α.

Επίσης την πλατφόρμα ertecho.gr, που συνεχίζεται πολύ δημιουργική και σήμερα, μαζί με νέα καλά βήματα και νέους ιντερνετικούς σταθμούς και καλές εκπομπές. Σκεφτείτε ότι στους ιδιωτικούς σταθμούς, που ακούν πάρα πολλοί ακροατές, παίζεται πολύ λίγη μουσική, λίστες 500-600 τραγουδιών το πολύ. Αντίθετα στο Δεύτερο Πρόγραμμα ακούγονται το λιγότερο 2.500 διαφορετικά τραγούδια.

Ανδρέας Σιμόπουλος

Πόσα χρόνια είστε στην ΕΡΤ;
Το 1985 έκανα τις πρώτες μου εκπομπές.

Θυμάστε ποια ήταν η πρώτη;
Δεν ήταν μουσική. Κάναμε μαζί με άλλους συναδέλφους μια κυριακάτικη ρεπορταζίστικη.

Απ’ το ιδιωτικό ραδιόφωνο έχετε περάσει;
Βέβαια. Ήμουν δύο χρόνια στο Flash. Πέρασα επίσης από το Κανάλι 15 κ.α.

Εκεί υπήρξαν παρεμβάσεις του τύπου ότι “εδώ θα παίξουμε αυτούς τους καλλιτέχνες, εδώ θα βάλουμε αυτά τα τραγούδια κλπ”.
Όχι, μπορούσα να κάνω την εκπομπή που ήθελα. Και δεν ήμουν ο μόνος, ήμασταν πολλοί που είχαμε αυτό το προνόμιο τότε στα ιδιωτικά ραδιόφωνα.

Με τον Μίκη Θεοδωράκη to 1988. Αρχείο Φώτη Απέργη

Πώς και δεν σκεφτήκατε να ασχοληθείτε πιο ενεργά με τη δισκογραφία σαν τον Γιάννη Πετρίδη πχ; Να μπείτε σε κάποια εταιρεία;
Πάνω απ’ όλα είμαι δημοσιογράφος. Μερικές φορές γράφουν στα τηλεοπτικά σούπερ “συγγραφέας” πλάι στο όνομά μου, αλλά δεν το θεωρώ πιο σημαντικό από το δημοσιογραφικό επάγγελμα.

Απλά φαντάζομαι ότι τη δεκαετία του ‘90 που οι δισκογραφικές έψαχναν ανθρώπους να ξέρουν από μουσική, ότι όλο και κάποια εταιρεία θα σας είχε πει “έλα στο ελληνικό ρεπερτόριο, εσύ μπορείς να μας βρεις καλλιτέχνες”.
Ποτέ. Δεν είμαι βέβαιος ότι θα τα κατάφερνα κιόλας. Βέβαια, δεν μπορούσες να μην αντιληφθείς ότι π.χ. τα “Ζεστά Ποτά” ήταν δισκάρα.

Κι όμως δεν το είχαν καταλάβει πολλοί πριν βγει αυτός ο δίσκος. Τον πήγαιναν από δισκογραφική σε δισκογραφική και δεν τον έβγαζε κανείς.
Αυτό είναι αλήθεια.

Ανδρέας Σιμόπουλος
Ανδρέας Σιμόπουλος

Γιατί μας τραβάει τόσο το παρασκήνιο; Γιατί μας αρέσει να μαθαίνουμε τις ιστορίες πίσω απ’ τα τραγούδια, πίσω από το πώς έγινε ένας δίσκος κτλ;
Υπάρχουν και άνθρωποι που δεν τους ενδιαφέρει. Τους αρκεί να πάνε στη λαϊκή πίστα και να ρίξουν τα λουλούδια, να σηκωθούν να χορέψουν. Δεν θέλουν το παρασκήνιο, τους ενδιαφέρει η σκηνή. Και θέλουν να είναι αυτοί οι ίδιοι η σκηνή. Υπάρχει ένα μέρος του κοινού για το οποίο το τραγούδι γίνεται για κείνο απλώς αξεσουάρ ενός πρεστίζ.

Αλλά ασφαλώς υπάρχει και ο κόσμος που -όχι μόνο στο τραγούδι, αλλά και στο θέατρο και στη λογοτεχνία, που ενδιαφέρεται για την έμπνευση, την τεχνική και το συναίσθημα που δημιούργησε ένα βιβλίο και τη μουσικότητα που δημιούργησε ένα τραγούδι. Τον συνεγείρει κάτι τέτοιο.

Και πότε αυτό ξεφεύγει και γίνεται κουτσομπολιό; Πώς κρατάει κανείς αυτήν τη δύσκολη ισορροπία;
Νομίζω ότι αυτό το κρίνεις κατά περίσταση. Όταν αρχίσαμε τις συζητήσεις με τη Νάνα Μούσχουρη για το βιβλίο μας, το πρώτο που μου είπε ήταν να της μιλώ στον ενικό. Μετά από μια -δυο συναντήσεις της είπα:

“Έχεις ζήσει μια καταπληκτική ζωή. Ας δούμε τώρα πως μπορούμε να κάνουμε και ένα καλό βιβλίο”. Γιατί το ένα, δε συνεπάγεται οπωσδήποτε το άλλο.

Και πρόσθεσα: “Θα σε ρωτάω ό, τι χρειάζομαι και, αν αισθανθείς ότι το παρακάνω, θα με διακόψεις”. Συνεχίσαμε με την εμπιστοσύνη που μου πρόσφερε.

Ανδρέας Σιμόπουλος

Θα ήθελα να σας ρωτήσω ποιες είναι οι πρώτες αναμνήσεις από το ραδιόφωνο ως ακροατής, αλλά φοβάμαι ότι ακούγεται λίγο κλισέ.
Είναι, αλλά ο καθένας μας αυτό το κλισέ το αγαπάει. Είχε ο πατέρας μου δίπλα στο κομοδίνο του ένα ραδιόφωνο με λυχνίες. Εκεί άκουγε τις ειδήσεις, μουσική, θέατρο κτλ. Εκεί, λοιπόν, θυμάμαι να ακούω για πρώτη φορά τους διαγωνισμούς τραγουδιού της Θεσσαλονίκης και του Σαν Ρέμο. Το έχω ακόμα αυτό το ραδιόφωνο στην οικογένειά μου.

Αλλά αυτό που με ενθουσιάζει ακόμα και σήμερα, όταν καμιά φορά πετύχω τέτοιο κλασικό μηχάνημα, είναι οι ήχοι της ραδιοφωνικής βελόνας στα βραχέα. Ήταν μαγικά πράγματα για ένα παιδί.

Φανταζόμουν ότι στα κύματα όπου άφριζαν αυτοί οι περνούσαν και τα καράβια ή και αυτοί που έψαχναν ανάμεσα στα κύματα των βραχέων τους συγγενείς τους μέσω του Ερυθρού Σταυρού, που τότε ακόμη έβγαζε ανακοινώσεις. Ναι, ήταν μαγικό το ραδιόφωνο και παραμένει. Ακόμα και με τη νέα τεχνολογία του παγκόσμιας λήψης.

Τώρα δεν έχει κάπως περιοριστεί στους ανθρώπους που οδηγούν;
Ναι, είναι αλήθεια, όπως και οι εφημερίδες έχουν περιοριστεί στους ανθρώπους που τις διαβάζουν.

Δεν χάνει την μαγεία του έτσι το ραδιόφωνο;
Βεβαίως έχει χάσει την αίγλη του για τις νέες γενιές, αλλά υπάρχουν πάντα και εξαιρετικοί παραγωγοί και εξαιρετικοί ακροατές σε διαφορετικές ηλικίες. Πολλοί μάλιστα ακούν podcast που αποτελεί μια επιστροφή στον λόγο και μάλιστα μέσω της ραδιοφωνικής σκηνοθεσίας.

Πότε είναι καλός ένας ακροατής δηλαδή;
Κάποτε ο Αλκίνοος Ιωαννίδης μου είπε ότι για να έχουμε νέους μεγάλους καλλιτέχνες, πρέπει να έχουμε και νέους μεγάλους ακροατές. Να έχουμε μια αφυπνισμένη κοινωνία που θα τη συνεγείρουν. Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει, πιστεύω, με το ραδιόφωνο. Οι άξιοι δημοσιογράφοι και παραγωγοί δεν κουράζονται να δημιουργούν καλές εκπομπές. Και το επιβεβαιώνουν χάρη στους άξιους ακροατές με τους οποίους συνδέονται ακόμα.

Σχετικό Άρθρο

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα