Αυταρχικές εκδοχές κρατικού προστατευτισμού

Διαβάζεται σε 7'
Αυταρχικές εκδοχές κρατικού προστατευτισμού
Ο Αλέξης Παπαχελάς ΦΩΤΟ ΧΡΗΣΤΟΣ ΜΠΟΝΗΣ/EUROKINISSI

Η ιδιοτελής αποσιώπηση της άβολης επικαιρότητας, όπως και οι φοβικές επεμβάσεις που επιχειρούν να συρρικνώσουν το ιστορικό βάθος των γεγονότων, αντίστοιχα, απλώς αδικούν τη δυναμική του ορθού λόγου.

Μόλις πριν μερικές ημέρες, η Bari Weiss, αρχισυντάκτρια ειδήσεων στο CBS – ένα από τα μεγαλύτερα τηλεοπτικά δίκτυα στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής – ανέβαλε τη μετάδοση προγραμματισμένου επεισοδίου της σειράς 60 Minutes – ερευνητική, δημοσιογραφική εκπομπή υψηλού κύρους και ανάλογης επιδραστικότητας -.

Το ρεπορτάζ αφορούσε τις συνθήκες κράτησης στη διαβόητη εξωχώρια φυλακή Cecot, την οποία η κυβέρνηση Trump επέλεξε τον περασμένο Μάρτιο, μετά από ειδική συμφωνία με το Ελ Σαλβαδόρ, ως προορισμό εκατοντάδων απελαθέντων Βενεζουελάνων. Το μέτρο επιβλήθηκε κατά τη διοίκηση Trump, για λόγους εθνικής ασφάλειας και αντιτρομοκρατικής πρόληψης και μάλιστα, χωρίς την τήρηση των αναγκαίων δικονομικών εγγυήσεων. Η Bari Weiss απέδωσε την απόφασή της στην ελλιπή τεκμηρίωση του επίμαχου θέματος εστιάζοντας στην ανάγκη συμπερίληψης στην έρευνα και απόψεων προερχόμενων από τους κυβερνητικούς επισπεύδοντες.

Επ’ αυτού, η Sharyn Alfonsi, δημοσιογράφος που επιμελήθηκε το θέμα, επιβεβαιώνοντας κατηγορηματικά την ακρίβεια της έρευνας, δεν άφησε αμφιβολίες ούτε για την πολυφωνία αυτής, εξηγώντας ότι τα ήδη ερωτηθέντα κυβερνητικά στελέχη απλώς δεν ανταποκρίθηκαν· αρνήθηκαν δηλαδή, να εισφέρουν στη διερεύνηση του ζητήματος. Συνεπώς – κατά την ίδια -, η απόσυρση της εκπομπής δεν αποτελεί ζήτημα δημοσιογραφικής στάθμισης, αλλά αμιγώς πολιτική επιλογή της αρχισυντάκτριας και του CBS. Εξάλλου, «αν η άρνηση της διοίκησης να διατυπώσει τις θέσεις της εξελιχθεί σε αποδεκτό λόγο αποσιώπησης ενός δημοσιογραφικού θέματος», τότε έχει εκχωρηθεί στην κυβέρνηση ο απόλυτος “κόφτης” για κάθε άβολο θέμα που ευλόγως πάντα θα επιδιώκει να αποφύγει.

Ας σημειωθεί επιπλέον, ότι η πρόσφατη τοποθέτηση της Bari Weiss στη νευραλγική θέση της αρχισυνταξίας συνδέεται εμφανώς με την προώθηση των κυβερνητικών πολιτικών της διοίκησης Trump και τις επιχειρηματικές προοπτικές του μιντιακού συγκροτήματος.

Στα καθ’ ημάς, πριν μερικές μέρες επίσης, το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Οπτικοακουστικών Μέσων και Δημιουργίας (εφεξής: ΕΚΚΟΜΕΔ) προχώρησε σε ανάκληση της απόφασης υπαγωγής στο πλαίσιο χρηματοδοτικής ενίσχυσης (cash rebate), του εν εξελίξει ντοκιμαντέρ που επιμελείται ο δημοσιογράφος Αλέξης Παπαχελάς για τον τηλεοπτικό σταθμό ΣΚΑΙ, με θέμα την αιματηρή δράση της τρομοκρατικής οργάνωσης 17 Νοέμβρη. Η ανακλητική απόφαση, όπως εξήγησε η διοίκηση του οργανισμού, συνδέεται με τη διαμαρτυρία των συγγενών των θυμάτων, όταν πληροφορήθηκαν ότι μέρος της δημοσιογραφικής έρευνας αφορά και συνέντευξη με τον Δ. Κουφοντίνα, ο οποίος παρεμβαίνει στη διάρκεια του ντοκιμαντέρ.

Θυμίζουμε ότι το ΕΚΚΟΜΕΔ είναι ανώνυμη εταιρεία του ελληνικού δημοσίου, υπάγεται στο Υπουργείο Πολιτισμού και μεταξύ των καταστατικών σκοπών του περιλαμβάνονται «η ανάπτυξη, ενίσχυση και προστασία του ελληνικού κινηματογραφικού και οπτικοακουστικού δημιουργικού τομέα». Συναφώς, θυμίζουμε επιπλέον ότι κατά το ελληνικό Σύνταγμα και τις υπερεθνικές δεσμεύσεις της χώρας, η ελεύθερη διά του τύπου διάδοση στοχασμών και η ρητά κατοχυρωμένη ελευθεροτυπία αποκλείουν κάθε μορφή λογοκρισίας και άλλων προληπτικών μέτρων.

Σε ό,τι αφορά συνεπώς, τα κριτήρια επιλεξιμότητας μιας ιστορικής έρευνας, όπως εν προκειμένω, η αποτύπωση της γενεαλογίας, της δράσης και του κοινωνικού εν γένει αποτυπώματος της 17 Νοέμβρη ως τρομοκρατικής οργάνωσης που καθόρισε τη νεότερη ιστορία της χώρας, είναι σαφές ότι αυτά δεν μπορεί παρά να αφορούν την επιστημονική μέθοδο, την τεχνική επάρκεια και τη δημοσιογραφική αξιοπιστία του δημιουργού. Αυτά και μόνον αυτά.

Οτιδήποτε άλλο προσκρούει στη συνταγματική απαγόρευση, πολλώ δε μάλλον, όταν πρόκειται για επιγενόμενη κρίση της διοίκησης, η οποία δεν αφορά ζήτημα νομιμότητας, αλλά ευθέως υπεισέρχεται στην ερευνητική μέθοδο καθαυτή. Η διακριτική ευχέρεια του ΕΚΚΟΜΕΔ για την προαγωγή της τέχνης και της έρευνας – δικαιώματα συνταγματικής περιωπής ομοίως – ασκείται, κατά τους ορισμούς του νόμου, επί του «δημιουργικού τομέα», όπου πρόκειται να αναπτυχθούν οι προς αξιολόγηση δράσεις, όπως το επίμαχο ντοκιμαντέρ. Με άλλα λόγια, κανένας προηγούμενος εγκριτικός έλεγχος δεν νοείται, όταν η πρόταση αφορά επιστημονικό ή καλλιτεχνικό έργο, η πραγμάτωση των οποίων προϋποθέτει έρευνα για τη συλλογή τεκμηρίων ως πρώτη ύλη για την άρθρωση της πρωτότυπης σύλληψης του δημιουργού.

Ως προς την ερευνητική μέθοδο, κρίσιμη είναι η διεθνής επιστημολογική αντίληψη και τα συναγόμενα από την εμπειρική γνώση και πρακτική των καταξιωμένων ομοτέχνων επί του πεδίου. Η επιλογή των μεθοδολογικών εργαλείων υπαγορεύεται πρωτίστως από την επιδίωξη αξιόπιστης και κατά το δυνατό, αντικειμενικής απόδειξης, αποτελεί δε κατεξοχήν ευθύνη του δημιουργού, μη υποκείμενη σε έγκριση ή οποιασδήποτε μορφής προληπτικό έλεγχο εκ μέρους της διοίκησης.

Η αρμοδιότητα του αποφασίζοντος οργάνου δεν εκτείνεται ούτε στις πηγές της ιστορικής αναδίφησης, ούτε στην αισθητική του εγχειρήματος. Τουναντίον, εξαντλείται στην αξιολόγηση της ερευνητικής επάρκειας, του δημοσιογραφικού κύρους και της πρωτοτυπίας τού προτείνοντος. Σ’ εκείνο το αρχικό στάδιο, η διοίκηση οφείλει πράγματι να διαμορφώσει άποψη συνεκτιμώντας πέρα από τη συγκεκριμένη πρόταση και τη σύνολη παρουσία και εργογραφία του δημιουργού. Ειδικά δε, στην περίπτωση του Παπαχελά, η εκτίμηση δεν φαίνεται δύσκολη, καθώς υπάρχουν αδιάσειστα δημόσια τεκμήρια για την ενδιάθετη στάση του έναντι της τρομοκρατικής δράσης της 17 Νοέμβρη, τα οποία μάλιστα, ανατρέχουν σε ιστορικό βάθος δεκαετιών.

Ας σημειωθεί πάντως ότι η εκατέρωθεν ακρόαση θύματος – θύτη αποτελεί διεθνώς πάγιο μεθοδολογικό προαπαιτούμενο, κάθε αξιόπιστου τηλεοπτικού εγχειρήματος ιστορικής τεκμηρίωσης. Το αυτονόητο ηθικό πλεονέκτημα των θυμάτων της τρομοκρατίας δεν καταργεί την υποχρέωση συνεκτίμησης του ενάντιου αφηγήματος, όσο απωθητικό κι αν ηχεί το τελευταίο. Η κρίσιμη διαφορά συνίσταται στη χαρακτηρολογική ανάγνωση των αυτουργών, στην πραγματολογική αξιολόγηση των επιχειρημάτων τους και κυρίως, στην πειστική αποδόμηση των κινήτρων τους. Πρόβλημα θα αποτελούσε η ιδεοληπτική εξιδανίκευση της δράσης τους, παράλληλα με την προσπάθεια συγκαλυμμένου προσηλυτισμού στις παραμορφωτικές θεωρίες και στο κίβδηλο αξιακό corpus τους. Είναι τουλάχιστον αδόκιμο και βαθιά άηθες να χρεώνει κανείς ανάλογη πρόθεση, έστω και κατ’ υπόθεση, στον Παπαχελά· η εγνωσμένη διαδρομή του στην ιδεολογική μάχη κατά της τρομοκρατίας είναι κοινός τόπος, δεκαετίες τώρα, για όλους όσοι παροικούμε εντός και επί τα αυτά.

Για να αντιστρέψουμε το επιχείρημα: η μονοθεματική παράθεση των γεγονότων πλήττει την ιστορική αξιοπιστία και τελικώς, μετατοπίζει αδικαιολόγητα τη συζήτηση στην παρασιώπηση της άλλης άποψης. Η δημοκρατία έχει κάθε λόγο να επιδιώκει την κλινική αποτύπωση των δεδομένων· είναι ο ασφαλέστερος δρόμος για την ανάδειξη των ταπεινών κινήτρων που υπαγορεύουν κάθε ανθρωποκτόνο δράση και κυρίως, της πρόταξης εκ μέρους τους, της βαρβαρότητας ως εναλλακτική μορφή αυτοδικίας.

Η γραμματική και το συντακτικό της αφήγησης είναι που δίνουν τον τόνο και τελικώς, υπηρετούν ή προδίδουν την αλήθεια. Κι αυτό δεν αφορά μόνο το εν πολλοίς προβλέψιμο ύφος τηλεοπτικής γραφής του Α. Παπαχελά. Αφορά επίσης, την αιτιολογία της ανακλητικής απόφασης, όπου η χρήση της γλώσσας ελέγχεται όχι μόνο για νομικές αστοχίες, αλλά και για ανησυχητική διολίσθηση προς αυταρχικές εκδοχές κρατικού προστατευτισμού. Η επίκληση «προστασία[ς] της δημόσιας τάξης, της κοινωνικής ειρήνης και συνοχής, και του κύρους της Ελληνικής Πολιτείας, των θυμάτων τρομοκρατίας, της αξιοπιστίας του μηχανισμού ενίσχυσης οπτικοακουστικών έργων» ως λόγου υπέρτερου δημόσιου συμφέροντος δεν εναρμονίζεται με τη συνταγματική ιεράρχηση.

Και πάντως είτε μιλάμε για τις φιλοκυβερνητικές πρωτοβουλίες του CBS, είτε για τον ανακλητικό πατερναλισμό του ΕΚΚΟΜΕΔ, είναι βέβαιο ότι και στις δύο περιπτώσεις, πρωτίστως πλήττεται η ποιότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η ιδιοτελής αποσιώπηση της άβολης επικαιρότητας, όπως και οι φοβικές επεμβάσεις που επιχειρούν να συρρικνώσουν το ιστορικό βάθος των γεγονότων, αντίστοιχα, απλώς αδικούν τη δυναμική του ορθού λόγου. Κυρίως όμως, αναιρούν την παιδαγωγική του εμβέλεια ως εγγύηση για τη διαμόρφωση δημοκρατικών συνειδήσεων και εν τέλει, επαρκών πολιτών.

* H Dr Κατερίνα Π​απανικολάου είναι δικηγόρος, τ. Μέλος στην ​Αρχή Διασφάλισης Απορρήτου των Επικοινωνιών.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα