“Κυρία είμαι άχρηστη”: Τι έκανε ακραία βίαια τα κορίτσια στα σχολεία

Διαβάζεται σε 12'
βία ανηλίκων

Ψυχολόγος που απασχολείται σε σχολεία του κέντρου αποκαλύπτει τους προβληματισμούς των κοριτσιών που εμπλέκονται στη βία ανηλίκων και αναλύει «τη μόνη λύση που υπάρχει».

Πότε ήταν η τελευταία φορά που ρωτήσατε το παιδί σας «πώς είσαι;» ή «περνάς καλά; Χρειάζεσαι κάτι;», χωρίς να βάζεις στη μέση σχολεία ή δραστηριότητες ή υλικές ανάγκες.

Ή που δεν το διακόψατε όταν σας μιλούσε με ένα «έλα τώρα», γιατί αποσπούσε από αλλού την προσοχή σας;

Πότε ήταν η τελευταία φορά που το καλέσατε να συζητήσετε για το οτιδήποτε. Από το πώς περνάει στη ζωή του έως ένα ακραίο φαινόμενο που έχει γίνει viral και το αφορά;

Το πιθανότερο είναι να σκέφτεστε ότι καλά-καλά δεν θυμάστε πότε είναι η τελευταία φορά που ασχοληθήκατε ελαχίστως με μια από τις δικές σας ανάγκες.

Λυπάμαι. Δεν είστε εσείς το θέμα μας. Δηλαδή, είστε, αλλά σε άλλο ρεπορτάζ του φακέλου του NEWS 24/7 για τη βία ανηλίκων. Εδώ θα διαβάσετε τι είχε να πει ψυχολόγος με προϋπηρεσία σε σχολεία πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας στον Κεντρικό Τομέα της Αθήνας, για το φαινόμενο της ακατανόητης βίας που χρησιμοποιούν πια και τα κορίτσια.

Για να αποφύγουμε τυχόν παρεξηγήσεις, θα χρειαστεί να διευκρινίσουμε πως βλέπουμε το θέμα υπό κοινωνικό και όχι σεξιστικό πρίσμα, αφού η συμμετοχή των κοριτσιών σε φαινόμενα βίας είναι σχετικά νέο φαινόμενο, όπως διαβεβαιώνει η ψυχολόγος που μας εμπιστεύτηκε.

H ειδικός μας είπε πως ό,τι βλέπουμε τώρα, υπάρχει τουλάχιστον εδώ και πέντε χρόνια. «Παρατηρείτο έντονα στη δευτεροβάθμια ενώ τώρα είναι και στα δημοτικά.

Εδώ και χρόνια έβλεπα και κορίτσια να έχουν τάση να οργανώνονται σε παρέες, με προεξέχουσα την πιο δημοφιλή, την πιο δυνατή για κάποιους λόγους. Έπαιζαν ξύλο για την όποια αφορμή, έδιναν ραντεβού μετά το σχολείο και γενικά υπήρχε παραβατική συμπεριφορά».

Πού το αποδίδει, δεδομένων και των συζητήσεων που έχει κάνει με τα παιδιά, αλλά και τις ιδιότητας της; «Είναι η φυσική εξέλιξη όσων συνέβαιναν χρόνια με τα αγόρια που ανέκαθεν έπαιζαν ξύλο για να προκύψει ο πιο δυνατός.

«Τα κορίτσια μπήκαν στη λογική των αγοριών, να αποδείξουν ότι είναι δυνατές, να κατοχυρώσουν τη θέση τους, να βρουν την ταυτότητα τους μέσα στη σχολική ομάδα ή αυτήν της τάξης και μέσα στην παρέα. Να βρουν τι είναι, να αποκτήσουν μια φήμη».

Τι τους κάνει να αναζητήσουν την ταυτότητα μέσω του κύκλου βίας και όχι μέσω πιο θετικών προσεγγίσεων;

«Ίσως να έχουν απορριφθεί περισσότερο από τους γονείς τους και για μαθησιακούς λόγους. Σε πολλές περιπτώσεις είναι παιδιά που δυσκολεύονται μαθησιακά, που δεν έχουν κάποια υποστήριξη».

Είναι η παραμέληση των γονέων ο κύριος παράγοντας, όταν ένα παιδί αναγκάζεται μέσω της βίας να βρει μια ταυτότητα και ένα «ανήκειν» -γεγονός που σημαίνει πως έχουμε αποτύχει όλοι.

«Αυτό ακριβώς ισχύει. Επίσης αυτά τα παιδιά είναι δύσκολο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση να πλησιάσεις. Δεν είναι εύκολο. Υπάρχει και μια αυτοεκπληρούμενη προφητεία από τους εκπαιδευτικούς του τύπου «έλα μωρέ, έχει διαλέξει τον δρόμο του».

Τα παιδιά αυτά έχουν την αίσθηση ότι είναι άχρηστα -και τα κορίτσια και τα αγόρια, αλλά τα κορίτσια το έλεγαν πολύ όταν μιλούσαμε. Μου έλεγαν «κυρία είμαι άχρηστη». Αυτή η ατάκα με έχει στοιχειώσει. Είναι κάτι το οποίο το μαθαίνουν από μικρά, γιατί τους το λένε οι γονείς τους και σταδιακά αποτυπώνεται».

«ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΝΙΩΘΟΥΝ ΠΩΣ ΔΕΝ ΑΚΟΥΓΟΝΤΑΙ»

Είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε όλοι πως η παραμέληση (ορίζεται ως η ανεπάρκεια στην παροχή φροντίδας που αντιστοιχεί στο κάθε ηλικιακό στάδιο του παιδιού) είναι μορφή κακοποίησης.

Και ότι όταν ένα παιδί ακούει συνέχεια αρνητικούς χαρακτηρισμούς από τους ανθρώπους του (γονείς, συγγενείς), τους ‘φορά’.«Έτσι μαγνητίζουν οτιδήποτε τους ενισχύει αυτήν την πεποίθηση. Παράδειγμα; Μια ερωτική αποτυχία, μια πολύ κακή κουβέντα από έναν εκπαιδευτικό ή μια άστοχη τοποθέτηση ή μια απόρριψη από ένα αγόρι ή μια απόρριψη του γονιού.

Κάθε φορά εν τω μεταξύ, που προσπαθούν να μιλήσουν στους γονείς τους, να επικοινωνήσουν όσα τους βαραίνουν, δεν ακούγονται. Τα ‘κόβουν’ με φράσεις όπως «εντάξει τώρα» ή «άστο αυτό» ή «δεν με νοιάζει» και τα αφήνουν να πιστεύουν πως δεν έχουν κανέναν να πουν αυτά που θέλουν να πουν. Δεν έχουν κανέναν να τους ακούσει».

Να σημειωθεί επίσης, πως πέραν όσων τους λένε οι ενήλικες, τα παιδιά έχουν ένα μαγικό τρόπο να καταλαβαίνουν ποιοι είμαστε και τι νιώθουμε για αυτά -αν υπάρχει γνήσιο ενδιαφέρον, αν τα ειρωνεύεσαι κλπ- από τα μη λεκτικά μηνύματα. Τα άδηλα.

Όταν ως έφηβοι απορρίπτονται από παντού, κάπου μέσα σε όλη αυτή την απόρριψη και στο πόσο άχρηστοι νιώθουν ως μαθητές και ως άνθρωποι, καλούνται να βρουν κάτι που να τους κρατήσει».

Tα κορίτσια που ήταν σε αυτές τις ομάδες βίας τι της λένε συνήθως;

«Τα περισσότερα όντως ήθελαν να βρουν πού ανήκουν. Δεν ήταν καλές μαθήτριες, δεν ήταν τα φροντισμένα παιδιά με την έννοια να έχουν δραστηριότητες, να ασχολούνται με τον αθλητισμό, να είναι πλαισιωμένα στην καθημερινότητα τους. Να έχουν ενδιαφέροντα πράγματα να κάνουν, να έχουν προσλαμβάνουσες.

Σε εκδηλώσεις βίας εν τω μεταξύ, των κοριτσιών τα αγόρια επευφημούν στο έπακρο. Οπότε απολαμβάνουν και την αναγνώριση του άλλου φύλου.

Θυμάμαι ένα περιστατικό που τα αγόρια φώναζαν σαν να ήταν σε ρινγκ πυγμαχίας, επευφημούσαν τον τσακωμό μέχρι να διακοπεί ο καβγάς με την επέμβαση των καθηγητών κι έτσι ενίσχυαν τη συμπεριφορά».

Η ΜΟΝΗ ΕΡΩΤΗΣΗ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙΣ ΣΤΟ ΠΑΙΔΙ ΣΟΥ

Μπορούν οι έντονες εκδηλώσεις βίας νεαρών κοριτσιών μπορεί να εκληφθούν ως φυσική συνέπεια του φαινομένου που υπάρχει εδώ και χρόνια και αφορά τα αγόρια -τα οποία «κατασκευαστικά» διεκδικούσαν την κυριαρχία στο χώρο τους, με κριτήριο τη δύναμη τους; «Θεωρώ ότι ναι, η συμμετοχή των κοριτσιών στη βία είναι η φυσική συνέπεια όσων συμβαίνουν δεκαετίες με τα αγόρια. Ήταν θέμα χρόνου να γίνει».

Το φαινόμενο έχει τη ‘ρίζα’ του στους γονείς που δεν φροντίζουν επί της ουσίας τα παιδιά τους; Με το επί της ουσίας, εννοώ ότι στο τέλος της ημέρας χρειάζεται ουσιαστική αλληλεπίδραση, σε μια εποχή που δεν υπάρχει καν -όπως η επιβίωση έχει εξελιχθεί σε κουίζ για δυνατούς λύτες και άρα πολλοί γονείς ενδεχομένως να δουλεύουν πολλές περισσότερες ώρες ή τα παιδιά έχουν πολλές δραστηριότητες.

«Αυτό έχει τρομερές συνέπειες. Υπάρχει πλήρης αποστασιοποίηση. Το παιδί νιώθει ότι έχει αποκοπεί. Σκεφτείτε πως ένα παιδί μπορεί να πάει στο ολοήμερο φεύγει από το σπίτι στις 7 το πρωί και επιστρέφει στις 4.

Αν έχει και κάποια δραστηριότητα (μια ξένη γλώσσα, ένα άθλημα, ένα μουσικό όργανο) δεν χαλαρώνει πριν τις 7-8 το βράδυ, γιατί πρέπει και να μελετήσει τα μαθήματα του. Ποια είναι λοιπόν, η αλληλεπίδραση με τους γονείς;

Δεν χρειάζονται πολυδάπανες έξοδοι. Αρκεί λίγος ουσιαστικός χρόνος. Μια βόλτα με τα πόδια και ένα «πώς πέρασες σήμερα».

Είναι η μόνη ερώτηση που πρέπει να κάνουμε από τις πολύ μικρές ηλικίες, ώστε να μάθει το παιδί να μας μιλάει, να μας ‘ανοίγεται’, να ξέρει πως μπορεί να μας εμπιστευτεί και να μας λέει και τα δύσκολα.

Τι βλέπουμε ωστόσο, στα δημοτικά κατά το σχόλασμα; Όλα τα παιδιά είναι αμίλητα και καμπουριασμένα, με τους γονείς να ρωτούν «τι έχεις για αύριο;» ή «πότε θα διαβάσεις», αφού πέραν των μηδέν δραστηριοτήτων, υπάρχουν και παιδιά που έχουν γεμάτα προγράμματα κάθε απόγευμα.

«Ένα από τα πράγματα που μου έχουν κάνει μεγάλη εντύπωση στα δημοτικά είναι ότι πλέον βλέπω παιδιά ηλικίας 9 ετών να έχουν έντονο άγχος. Πολλά φαγωμένα νυχάκια, πολλά κεφαλάκια και κοιλίτσες που πονούν γιατί νιώθουν πως δεν θα προλάβουν να κάνουν όσα έχουν να κάνουν».

Η ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΟΥ ΛΕΓΕΤΑΙ «SOCIAL MEDIA»

Ισχύει ότι όταν τα παιδιά χάνουν το ‘ανήκειν’ στο σπίτι τους -δεν λαμβάνουν από τους γονείς χρόνο, ενδιαφέρον ή φροντίδα ή προσλαμβάνουσες- το αναζητούν αλλού και με τρόπους που τους είναι εύκολοι ή οικείοι; Γιατί όταν στο σπίτι σου υπάρχει δυστυχία, δεν θα αναζητήσεις χαρά -αφού δεν την ξέρεις. Όπως και όταν στο σπίτι σου υπάρχει ‘μαυρίλα’, δεν ξέρεις πως υπάρχει φως για να το βρεις.

«Όταν τα παιδιά παραμελούνται ή δεν φροντίζονται ή νιώθουν πως απορρίπτονται από τους γονείς τους, σκέφτονται τις επιλογές που έχουν. Συνηθέστερα κινούνται στο πλαίσιο που γνωρίζουν αφού δεν έχουν δει κάτι παραπάνω ή κάτι διαφορετικό. Τώρα εν τω μεταξύ, με τα social media υπάρχουν και αυτές οι προσλαμβάνουσες.

Τα κορίτσια ασχολούνται πάρα πολύ με τα social media κι εκεί βλέπουν τώρα άλλα κορίτσια να μπαίνουν ανοιχτά σε μάχες, να βρίζουν πολύ, να απειλούν και ούτω καθ’ εξής. Η υπερέκθεση σε τέτοια βίντεο γίνεται η ανατροφοδότηση τους.

Ενώ ψάχνουν να βρουν πού ανήκουν, βρίσκουν μπροστά τους έναν ολόκληρο κόσμο που τις κάνει να αισθάνονται πως κάπως πρέπει να ακολουθήσουν αυτήν την οδό, αν θέλουν να ‘σταθούν’. Μετά ‘ανεβάζουν’ τα δικά τους σχετικά βίντεο, ώστε να δείξουν πόσο σημαντικά και πόσο σκληρά είναι εκείνα.

Εκλαμβάνω ότι τα κορίτσια έχουν μια τρελή ματαίωση από τα social media, γιατί βλέπουν κάποιες πλασματικές εικόνες τις οποίες ζηλεύουν και θέλουν πάρα πολύ, αλλά δεν μπορούν να τις κατακτήσουν. Μπορεί να αφορούν ρούχα, υλικά αγαθά ή την εμφάνιση τους. Είναι εικόνες ζωής».

Της υλικής. Όχι της ουσιαστικής.

«Σωστό, αλλά στην προεφηβεία και στην εφηβεία αυτά είναι αρκετά για να σε κάνουν να μπεις στη διαδικασία να βρεις τρόπους να ανταγωνιστείς. Για παράδειγμα, να πλακωθείς με κάποια που έχει περισσότερα από εσένα και πιθανόν να νιώθεις πως στα επιδεικνύει. Πολλές φορές η ατάκα είναι «κοιτάξτε πώς μου δείχνεται; Πώς ‘φαίνεται’;» ή το «κοιτάξτε πώς το κάνει επίτηδες να δειχτεί;».

Στο τέλος της ημέρας, όμως ματαιώνονται πάρα πολύ γιατί δεν καταλαβαίνουν ότι αυτό που βλέπουν είναι εντελώς πλασματικό. Και αυτό έχει άμεση επίδραση στο πώς συμπεριφέρονται».

Οπότε πέραν του ότι ήλθε το πλήρωμα του χρόνου να μπουν και τα κορίτσια στον κύκλο της σχολικής βίας, σε ό,τι γίνεται τώρα παίζουν σημαντικό ρόλο και τα social media που έχουν διαλύσει γενικά τις γυναίκες με ‘επιταγές’ για το πώς πρέπει να είναι όλη τους η ύπαρξη, σπιθαμή προς σπιθαμή.

«Υπάρχουν πολλοί παράγοντες και όλοι αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Είναι και η φτωχοποίηση, είναι και όσα συμβαίνουν στην κοινωνία μας, συνολικά. Η έμφυλη βία, η οικογενειακή βία. Δεν είναι εικόνες που δεν τις βλέπουν και έτσι τις αναπαραγάγουν».

Υπάρχει κάποιος τρόπος να σταματήσει η ακραία βία;

«Ναι: η πρόληψη. Σε όλα τα ψυχολογικής υφής ζητήματα, όλα έχουν να κάνουν με την πρόληψη. Μιλάμε για πολύ μικρές ηλικίες. Χρειάζεται να μάθουν τα παιδιά βασικά πράγματα, να εξοικειωθούν με έννοιες όπως η ενσυναίσθηση, ότι οφείλουν το σεβασμό στον απέναντι τους ακόμα και αν δεν τους κάνει.

Να μάθουν τον αυτοσεβασμό -υπάρχει πολύ θέμα σε αυτό- και τρόπους για να λύνουν τις διαφορές τους, χωρίς τη χρήση βίας.

Οι έφηβοι που αντιμετωπίζουν όλες τις δυσκολίες που φέρνει μαζί της η εφηβεία, από ορμονικές αλλαγές έως αλλαγές γνωσιακές, βλέπουν πολύ πιο εγωκεντρικά ό,τι τους συμβαίνει. Πράγμα που είναι απολύτως λογικό.

Αν όμως, δεν έχουν μπει σε μια διαδικασία από μικρή ηλικία που να έχουν μάθει για το σεβασμό, την ενσυναίσθηση και πώς μπορούν να λειτουργήσουν και να αλληλεπιδράσουν ομαλά με έναν άνθρωπο απέναντί τους, όλα γίνονται δύσκολα.

Μέσα σε όλη αυτή τη φούρια της εφηβείας και σε όλο αυτό τον πανικό που συμβαίνει στα σώματά τους και στα μυαλά τους και με ένα δύσκολο πλαίσιο από πίσω, τι μένει;

«Είναι σημαντικό να τονιστεί πως δεν μπορούμε πάντα να βάζουμε το υπόβαθρο, το σπίτι, σαν δικαιολογία».

Οι εκπαιδευτικοί μπορούν να δείξουν κατανόηση έως ένα βαθμό. Πού όμως, σταματάει αυτό; Αν δεν έχει υπάρξει το παραμικρό από το δημοτικό, τα χρόνια που διαμορφώνονται και προσωπικότητες, η συνθήκη γίνεται πολύ δύσκολη για όλους.

Λέμε πόσους παράγοντες επικινδυνότητας έχει κάποιος και πόσους προστατευτικούς. Είναι πολλοί αυτοί της επικινδυνότητας και ελάχιστοι οι προστατευτικοί.

Και μετά λέμε «κρίμα, γιατί αυτό το παιδί είχε δυνατότητες να καταφέρει πολλά». Κάποιοι λεν πως αδικούνται. Μερικές φορές, αδικούν τα ίδια τον εαυτό τους, με το πώς σκέφτονται για τον εαυτό τους».

Άρα επιστρέφουμε στην αρχή και το πόσο σημαντική μπορεί να είναι η δουλειά που γίνεται στο δημοτικό, εφόσον γίνεται σωστά, με ενιαίο πλαίσιο και ίσως μια αλλαγή στη νομοθεσία, ώστε οι εκπαιδευτικοί να μην γίνονται βορά στις αναφορές των γονέων.

«Είναι ανάγκη να είναι και πιο ξεκάθαρο στους εκπαιδευτικούς το έργο τους, μέσω επιμορφώσεων σε τακτά χρονιά διαστήματα, ώστε όλοι να μπορούν να αναγνωρίζουν τα σημάδια κακοποίησης, τα σημάδια παραμέλησης και τη διαδικασία που πρέπει να ακολουθείται.

Έως τώρα όλα γίνονται και δεν γίνονται.

Ναι, υπάρχουν προγράμματα πρόληψης και επιμόρφωσης και των εκπαιδευτικών, αλλά ουδείς γνωρίζει επακριβώς τη διαδικασία μετά τη διαπίστωση ενός προβλήματος. Όπως λίγοι έχουν φροντίσει να αποκτήσουν τις δεξιότητες που χρειάζονται για να έλθει ένας εκπαιδευτικός πιο κοντά στα παιδιά και να περάσει αυτά που θέλει, στο πλαίσιο του μαθήματος του.

Επίσης, δεν έχουμε για βοηθό το νόμο ή τα συλλογικά όργανα.

Χρήσιμο θα είναι να μπαίνουν οι ψυχολόγοι στα σχολεία από την αρχή της σχολικής χρονιάς (όχι τέλη Νοεμβρίου, όπως γίνεται σε κάποιες περιπτώσεις) και φυσικά να μην έχει ένας υπό την εποπτεία του 1000 και πλέον παιδιά.

Θα βοηθήσει και ένα πιο σταθερό πλαίσιο, ώστε να μαθαίνουμε και να μας μαθαίνουν καλύτερα τα παιδιά. Παράλληλα, θα ‘ακυρωθεί’ και το ‘τι ξέρεις εσύ που έρχεσαι μια φορά την εβδομάδα;’ των γονιών που όταν βολεύει μας βλέπουν σαν εξωτερικούς συνεργάτες. Δεν λέω να υπάρχει ένας ψυχολόγος σε κάθε σχολείο. Αντί όμως, να έχουμε πέντε σχολεία να επισκεπτόμαστε κάθε εβδομάδα, ας έχουμε δύο.

Επίσης σημαντικό θα είναι να γίνεται η πρώτη επαφή, χωρίς τη συναίνεση των γονέων. Έβαλαν την προϋπόθεση ότι ένα κακοποιημένο παιδί δεν θα πάρει τη συναίνεση ποτέ από τον γονιό του. Ωστόσο, πολλές φορές ένας ψυχολόγος δεν χρειάζεται καν να μιλήσει με ένα παιδί για να δει πως είναι κακοποιημένο».

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα