Το φάντασμα του Τζέφρι Έπσταϊν
Διαβάζεται σε 4'
Έξι χρόνια μετά το θάνατο του Τζέφρι Έπσταϊν, αυτό που έμεινε δεν είναι μια φρικώδης υπόθεση κακοποίησης ανηλίκων, αλαζονείας του πλούτου και της εξουσίας, αλλά ένα κενό από το οποίο ξεπηδούν θεωρίες συνωμοσίας.
- 13 Ιουλίου 2025 07:36
Μια αλλόκοτη, σχεδόν μελαγχολική ειρωνεία διατρέχει τις νεωτερικές δημοκρατίες: όσο περισσότερο οι πολιτκές ηγεσίες υπόσχονται αλήθεια, διαφάνεια και δικαιοσύνη, τόσο βαθύτερα βυθίζονται στην καχυποψία. Η σκοτεινή υπόθεση του Τζέφρι Έπσταϊν είναι το πιο πρόσφατο παράδειγμα σε μια μακρά αλυσίδα ιστοριών που απασχολούν σήμερα την αμερικανική κοινωνία. Έξι χρόνια μετά το θάνατό του σε ένα κελί της Νέας Υόρκης τον Αύγουστο του 2019, αυτό που έμεινε δεν είναι μια φρικώδης υπόθεση κακοποίησης ανηλίκων, αλαζονείας του πλούτου και της εξουσίας, αλλά μια ανοιχτή πληγή, ένα κενό από το οποίο ξεπηδούν θεωρίες συνωμοσίας, φαντάσματα μυστικών υπηρεσιών και λίστες με ονόματα προέδρων και κροίσων που περιμένουν να δουν το φως της δημοσιότητας. Το θέμα δεν είναι αν υπήρξε εγκληματική συνωμοσία, αυτό είναι δεδομένο. Ανεξαρτήτως των απαντήσεων, η συλλογική φαντασία επιμένει να διψάει για κάτι ακόμη πιο σκοτεινό, πιο ανείπωτο.
Η δεύτερη θητεία Τραμπ αναδεικνύει το παράλογο αυτής της ειρωνείας. Το τραμπικό ακροατήριο, ταϊσμένο με υποσχέσεις αποκαλύψεων, βρίσκεται σε αμηχανία. Οι θεσμοί, μέσω του FBI και του υπουργείου Δικαιοσύνης, δηλώνουν πως δεν έχουν τίποτα περισσότερο να σερβίρουν εκτός του βαρετού αφηγήματος της αυτοκτονίας. Και αυτό λειτουργεί ως μπούμερανγκ, αφού έρχονται αντιμέτωποι με τη δυσπιστία του δικού τους κοινού. Το όπλο που επέτρεψε τη συγκρότηση της “ταυτότητας” των τραμπιστών στρέφεται ενάντια την ίδια του την επιβίωση. Σε αυτό το τοπίο, ο ηγέτης μπορεί να βρεθεί ανά πάσα στιγμή κατηγορούμενος μπροστά στη λαίλαπα της αμφιβολίας που ο ίδιος έσπειρε.
Στον πυρήνα τους, υποθέσεις όπως αυτή του μυθικού αλχημιστή της εξουσίας Τζέφρι Έπσταϊν, σηματοδοτούν τη διαρκή μετάθεση της κάθαρσης στο μέλλον, μέσα από μια παρατεταμένη αγωνία δίχως λύτρωση, μια βασανιστική εκκρεμότητα της αλήθειας. Όπως ο Κάφκα διατυπώνει το “νόμο της αέναης αναβολής”, έτσι και οι κοινωνίες μας εθίζονται στο cliffhanger της αλήθειας που ποτέ δεν εκπληρώνεται. Δεν είναι τυχαίο ότι το ίδιο αφήγημα ενισχύεται όχι μόνο στο δεξιό αλλά και στο αριστερό άκρο του πολιτικού φάσματος: η μεν μία πλευρά φαντάζεται έναν μεγιστάνα ως φορέα παντοδύναμων μυστικών, η άλλη βλέπει στην συγκάλυψη των ελίτ την απόλυτη απόδειξη της σήψης. Στην πραγματικότητα, αυτό που έχει καταρρεύσει δεν είναι τόσο η αξιοπιστία των θεσμών, όσο η πίστη ότι η απόλυτη αλήθεια μπορεί να διατυπωθεί, να οριστεί, να πείσει.
Η παγίδα, όμως, είναι βαθύτερη αφού το ίδιο το πολιτικό σύστημα είναι αυτό που τρέφει, εσκεμμένα ή μη, αυτή τη μανία της αμφιβολίας. Πολιτικοί όλων των αποχρώσεων υπόσχονται διαρκώς “νέα στοιχεία”, “αποκαλύψεις”, “καθαρές απαντήσεις”. Όσο όμως οι υποσχέσεις δεν εκπληρώνονται, το κοινό αναζητά όλο και πιο εξωφρενικές εξηγήσεις. Η παρατεταμένη εκκρεμότητα της αλήθειας, το «θα δείτε, σε λίγο έρχεται το μεγάλο ντοκουμέντο» γίνεται καθεστώς. Η πολιτική επικοινωνία μετατρέπεται σε σαπουνόπερα διαρκούς υποψίας.
Μπορεί στην Ευρώπη (και εν μέρει στην Ελλάδα) το φαινόμενο αυτό να έχει τις δικές του αισθητικές προδιαγραφές, η ένταση όμως παραμένει η ίδια. Κάθε σκάνδαλο, ανεξαρτήτως προέλευσης, αρχειοθετείται στον άτυπο κατάλογο των ανεξιχνίαστων ή θαμμένων “μυστικών”. Οι έρευνες σπάνια καταλήγουν σε κάθαρση. Και όταν καταλήγουν, είναι μάλλον αργά, αφού το κοινό έχει συντονιστεί στο επόμενο εμπορεύσιμο μυστήριο-σκάνδαλο.
Κάθε νεωτερική δημοκρατία αγαπά να διατηρεί τα δικά της άλυτα αινίγματα. Η προσδοκία της αποκάλυψης αποτελεί πλέον χαρακτηριστικό της πολιτικής ταυτότητας. Η αβεβαιότητα είναι η νέα παγκοσμιοποίηση, το κοινό ανομολόγητο μανιφέστο της εποχής μας. Η αναζήτηση του χαμένου μυστικού είναι αυτή που μας ενώνει και μας αυθυποβάλλει ως λαϊκό déjà vu.
Η δημοκρατία, όπως μας θυμίζει ο Μπρούνο Λατούρ, δεν είναι άθροισμα από αποκαλύψεις, αλλά μια μόνιμη διαδικασία κριτικής, αμφιβολίας και συμβίωσης με το ατελές. Ίσως αυτή να είναι η αληθινή δοκιμασία ωριμότητας: η συμφιλίωση με το γεγονός ότι κάθε κοινωνία θα ζει πάντοτε με τα δικά της φαντάσματα. Και ότι το σημαντικό δεν είναι να τα ξορκίσει, αλλά να μάθει να τα κοιτάζει στα μάτια χωρίς φόβο ή αυταπάτες.