Εμβολιασμός: Τα μεγάλα ερωτήματα για τα δικαιώματα και την υποχρεωτικότητα

Εμβολιασμός: Τα μεγάλα ερωτήματα για τα δικαιώματα και την υποχρεωτικότητα
Κόσμος με μάσκες περπατά στο κέντρο της Αθήνας AP IMAGES

Δύο ειδικοί του Δικαίου, ο Ανδρέας Τάκης και ο Ακρίτας Καϊδατζής, απαντούν σε τρία βασικά ερωτήματα σχετικά με τον εμβολιασμό, την υποχρεωτικότητα και το δικαίωμα στην άρνηση.

Οι απαντήσεις σε ερωτήματα που αφορούν την πιθανή υποχρεωτικότητα των εμβολιασμών για τον κορονοϊό ούτε εύκολα είναι ούτε μπορούν να απαντηθούν μέσα σε λίγες γραμμές. Αντιθέτως, αφορούν ένα πλέγμα δικαιωμάτων και ρυθμίσεων για τις οποίες μπορούν να επιχειρηματολογήσουν με ακρίβεια οι ειδικοί του Δικαίου χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να έχει ο καθένας την άποψή του.

Αναζητώντας, λοιπόν, τεκμηριωμένες και επιστημονικά ορθές απαντήσεις για τους εμβολιασμούς και την πιθανή υποχρεωτικότητά τους, το NEWS 24/7 απευθύνθηκε στον Ακρίτα Καϊδατζή, Επίκουρο Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και τον Ανδρέα Τάκη, Επίκουρο Καθηγητή Φιλοσοφίας και Μεθολογίας του Δικαίου, επίσης στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Οι δύο καθηγητές απάντησαν στα ίδια ακριβώς ερωτήματα (τρία τον αριθμό) και επιχειρηματολόγησαν λαμβάνοντας υπόψιν τους όλες τις διαστάσεις αυτής της πράγματι ιδιαίτερα δύσκολης εξίσωσης.

Τα ερωτήματα

  1. Θα μπορούσε να γίνει υποχρεωτικός ο εμβολιασμός του ενήλικου πληθυσμού για τον κορονοϊό και αν ναι κάτω από ποιες περιστάσεις και προϋποθέσεις;
  2. Πολλοί από τους συμπολίτες μας που δεν επιθυμούν να εμβολιαστούν ισχυρίζονται ότι είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους να το κάνουν αφού ορίζουν πλήρως τα σώματά τους. Μήπως σε περιόδους πανδημίας το συγκεκριμένο δικαίωμα περιορίζεται εκ των πραγμάτων;
  3. Πως κρίνετε τη στάση της κυβέρνηση στο θέμα των εμβολιασμών και ειδικά τους τελευταίους ισχυρισμούς που διατυπώθηκαν από τον Πρωθυπουργό ακόμα ότι δεν θα πληρώσουν το μάρμαρο οι εμβολιασμένοι για λίγους εμβολιασμένους; Εχουμε υποχώρηση δικαιωμάτων μέσα στην πανδημία χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο για την καταπολέμησή της;

Οι απαντήσεις

Ακρίτας Καϊδατζής

1. Μια γενική υποχρέωση εμβολιασμού αδιακρίτως για το σύνολο του πληθυσμού δεν θα ήταν συνταγματική επιτρεπτή. Θα μπορούσε ωστόσο νομίμως να επιβληθεί η υποχρέωση αυτή σε επιμέρους ομάδες του πληθυσμού, ακόμα και ευρύτατες, εφόσον πληρούνται ορισμένοι όροι. Πρώτον, επιστημονική τεκμηρίωση αφενός για την αποτελεσματικότητα και ασφάλεια του εμβολίου και αφετέρου για την αναγκαιότητα εμβολιασμού των συγκεκριμένων ομάδων. Τα σχετικά επιστημονικά δεδομένα θα πρέπει να είναι δημόσια προσβάσιμα, ώστε να μπορούν ν’ αμφισβητηθούν και, αν χρειαστεί, να αναπροσαρμοστεί είτε το είδος του εμβολίου είτε το εύρος της πληθυσμιακής κάλυψης. Πέραν από όροι νομιμότητας, η ειδική αιτιολόγηση και η διαφάνεια είναι κρίσιμοι παράγοντες για τη νομιμοποίηση του εμβολιασμού στη συνείδηση των πολιτών, επομένως και για την επιτυχία του εμβολιαστικού προγράμματος.

Δεύτερον, ο εμβολιασμός δεν μπορεί να είναι ανεξαίρετος. Θα πρέπει να δίνεται η δυνατότητα δικαιολογημένης εξαίρεσης σε μεμονωμένες περιπτώσεις για όσους αποδεδειγμένα, λόγω της κατάστασης της υγείας τους, είναι πιο ευάλωτοι σε ενδεχόμενες παρενέργειες του εμβολίου. Τέλος, τρίτον, οι έννομες συνέπειες ή κυρώσεις για όσους δεν ανταποκριθούν δεν μπορεί να είναι δυσανάλογα βαριές ή να έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα, αλλά θα πρέπει να αποσκοπούν αποκλειστικά στην προστασία της δημόσιας υγείας.

2. Ο εμβολιασμός είναι ένα συλλογικό αγαθό. Δεν εμβολιαζόμαστε μόνο για την ατομική προστασία μας από κάποια μεταδοτική ασθένεια, αλλά κυρίως για να επιτευχθεί συλλογική ανοσία. Η παρέμβαση στο σώμα μας που συνεπάγεται ο εμβολιασμός και η ενόχληση που νιώθουμε απ’ αυτόν είναι σίγουρα ένα ατομικό κακό, όμως το συλλογικό όφελος που επιτυγχάνεται είναι πολλαπλάσιο. Η μεταξύ τους στάθμιση σημαίνει πως, υπό τους όρους που είπαμε, το δικαίωμα στον ατομικό αυτοπροσδιορισμό μπορεί να υποχωρεί, προκειμένου να εξυπηρετηθούν σκοποί προστασίας της δημόσιας υγείας και, κατ’ επέκταση, το κοινωνικό δικαίωμα της υγείας. Το Σύνταγμα προστατεύει τα δικαιώματα του ανθρώπου όχι μόνον ως ατόμου αλλά και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου, ενώ επίσης αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 1 και 4).

Η στάθμιση μεταξύ ατομικής ζημίας και συλλογικού οφέλους δεν είναι κάτι πρωτοφανές, απλώς στις έκτακτες συνθήκες της πανδημίας γίνεται ακόμα πιο προφανής και ακόμα πιο επιτακτική. Ας μη ξεχνάμε ότι ο εμβολιασμός για διάφορες ασθένειες είναι υποχρεωτικός εδώ και πολλά χρόνια για το σύνολο του παιδικού πληθυσμού, όπως και για διάφορες ειδικές κατηγορίες πολιτών όπως οι στρατευμένοι.

3. Τα τελευταία μέτρα που ανακοινώθηκαν υπήρξαν τα περιβόητα ‘προνόμια’ μόνο για εμβολιασμένους. Η λογική των προνομίων είναι ό,τι χειρότερο σε συνθήκες πανδημίας, γιατί λειτουργεί διχαστικά: φέρνει τους ανεμβολίαστους απέναντι στους εμβολιασμένους και προκαλεί φαινόμενα κοινωνικού αυτοματισμού –ενδεχομένως ακόμα και κοινωνικού κανιβαλισμού. Δεδομένου ότι ο εμβολιασμός δεν έχει (ακόμα) καταστεί υποχρεωτικός, οποιοσδήποτε αποκλεισμός των ανεμβολίαστων από κοινωνικές δραστηριότητες στερείται κάθε νομιμότητας. Δεν μπορείς να τιμωρείς πολίτες που δεν έχουν παραβεί κάποια νομική υποχρέωσή τους. Εστιατόρια ή μέσα μεταφοράς μόνο για εμβολιασμένους είναι κάτι κοινωνικά αδιανόητο. Η πανδημία είναι ένας συλλογικός κίνδυνος και μόνο συλλογικά αντιμετωπίζεται, όχι με το διχασμό των πολιτών σε ‘υγιείς’ και απόβλητους.

Τέτοια μέτρα, αφενός, συνιστούν απαγορευμένη διάκριση λόγω υγειονομικής κατάστασης και προσβάλλουν το δικαίωμα συμμετοχής των πολιτών στην κοινωνική ζωή και, αφετέρου, προσβάλλουν την οικονομική ελευθερία των επαγγελματιών που καλούνται να κάνουν επιλογή πελατών και, το χειρότερο, να ‘αστυνομεύσουν’ την υγειονομική τους κατάσταση. Δυστυχώς, δεν είναι η πρώτη φορά που η πανδημία αποτέλεσε την αφορμή για αδικαιολόγητους –και εν τέλει, αναποτελεσματικούς– περιορισμούς δικαιωμάτων. Φοβάμαι ότι η ισχνή αντίδραση στα προηγούμενα μέτρα ενθαρρύνει τους κυβερνώντες να φέρνουν όλο και περισσότερα, πυροδοτώντας ένα σπιράλ κοινωνικής οπισθοδρόμησης σε ζητήματα δικαιωμάτων και δημοκρατίας.

Ανδρέας Τάκης

1. Ο εμβολιασμός αποτελεί ιατρική πράξη που παρεμβαίνει στη φυσική μας υπόσταση ως ψυχοβιολογικών όντων, που είμαστε. Γι’ αυτό και προϋποθέτει κατ’ αρχήν την ενήμερη συναίνεση του προσώπου, δηλαδή το να αντιλαμβάνεται πλήρως αυτή ή αυτός που τον υφίσταται τις συνέπειές του και να τις αποδέχεται. Η προϋπόθεση αυτή ανήκει στον πυρήνα της προσωπικής αυτονομίας της καθεμιάς και του καθενός μας, στην πιο φυσική και υλική της διάσταση, γιατί σε τελική ανάλυση δεν είναι άλλο από το να έχουμε εμείς και κανένας άλλη ή άλλος τον πρώτο λόγο για το το ίδιο μας το σώμα. Ωστόσο, πολλοί είναι σήμερα αυτοί που φλερτάρουν με την ιδέα ότι και αυτή ακόμη η αυτονόητη εξουσία μας πάνω στο δικό μας σώμα είναι κάτι το διαπραγματεύσιμο και, μάλιστα, κάτι το οποίο θα πρέπει να “υποχωρεί” όταν έρχεται αντιμέτωπο με κάποιο “υπέρτερο” αγαθό ή συμφέρον.

Τέτοιο ενδεχόμενο θεωρείται συχνά ότι συντρέχει υπό τις περιστάσεις μιας πανδημίας ή κάποιου άλλου κινδύνου για τη δημόσια υγεία, και αυτό γιατί αυτό που διακυβεύεται είναι σε τελική ανάλυση η υγεία, αν όχι και η ζωή, όλων μας. Έτσι λοιπόν, εφ’ όσον οι κατά περίπτωση ειδικοί -εν προκειμένω οι λοιμωξιολόγοι, επιδημιολόγοι κλπ.-, κρίνουν ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός είναι ο πρόσφορος και κατάλληλος τρόπος να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά η πανδημία και παίρνοντας σαν δεδομένο ότι η βλάβη που ενδέχεται να υποστεί ο εμβολιαζόμενος, ακόμη και σε περίπτωση παρενεργειών, είναι, από ιατρικής σκοπιάς, μικρή ως αμελητέα συγκρινόμενη μάλιστα με το μέγεθος του κινδύνου για το κοινωνικό σύνολο, τότε το μέτρο αυτό φέρεται να είναι δικαιολογημένο.

Μολονότι, προς το παρόν, οι κυβερνήσεις έχουν αποφύγει να προχωρήσουν σε αναγκαστικούς εμβολιασμούς για την καταπολέμηση του ιού Covid-19, η κατεύθυνση που ακολουθούν πολλά ανώτατα δικαστήρια, μεταξύ των οποίων και το Συμβούλιο της Επικρατείας αλλά και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με αφορμή ιδίως τους υποχρεωτικούς εμβολιασμούς ανηλίκων σε σχολική ηλικία, επιτρέπει την πιθανολόγηση ότι το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού για την καταπολέμηση του Κόβιντ 19 θα γίνει κατ’ αρχήν αποδεκτό ως θεμιτό. Ωστόσο, το ότι έτσι πιθανότατα θα πράξουν κυβερνήσεις και δικαστήρια -που σε τέτοια ζητήματα αποφεύγουν πλέον να φέρνουν και πολλά εμπόδια στις πολιτικές αποφάσεις που λαμβάνονται αρμοδίως-, δεν σημαίνει ότι έχουν και δίκιο.

2. Πράγματι, για πολλούς από εμάς, το να εμβολιαστούμε για να προφυλάξουμε τον εαυτό μας και, κυρίως, τους άλλους από το ενδεχόμενο να νοσήσουμε με κίνδυνο ζωής φαντάζει ως ζήτημα κοινής λογικής και στοιχειώδους κοινωνικής ευθύνης. Στο κάτω κάτω, λένε πολλοί, τί είναι ένα τσιμπηματάκι και, έστω, μια δυο μέρες κακουχία μπροστά στο μέγα όφελος για όλους μας από την εξάλειψη ενός ιού που αποδεδειγμένα βάζει σε κίνδυνο ζωές; Γι’ αυτό και τείνουμε πολλές φορές να θεωρούμε όσους αντιδρούν απλώς ιδεοληπτικούς και παράλογους (“ψεκασμένοι” και “λαϊκιστές” είναι οι συνήθεις χαρακτηρισμοί).

Παράλληλα, δε, σπεύδουμε να επισημάνουμε και την “μπαγαποντιά” τους καθώς τους αποδίδουμε ότι αποβλέπουν στο να επωφεληθούν και οι ίδιοι από την εξάλειψη του ιού δια του εμβολιασμού των υπολοίπων χωρίς οι ίδιοι να κάνουν το παραμικρό για να συμβάλλουν σε αυτό. Ωστόσο, η συνήθης επιχειρηματολογία αυτή κατά των αντι-εμβολιαστών παίρνει υπερβολικά πολλά πράγματα για δεδομένα και πάντως δεν ξεχειλίζει και από σεβασμό για τους συμπολίτες μας που αντιδρούν. Γιατί λ.χ. δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι θα πρέπει κανείς καταναγκαστικά να υποστεί τις κακουχίες των αμέσων παρενέργειών στο ίδιο του το σώμα μόνο και μόνο για να μειωθούν οι θεωρητικές πιθανότητες διακινδύνευσης των άλλων, ιδίως όταν αποδεδειγμένα επίσης οι παρενέργειες αυτές ενίοτε είναι σοβαρές.

Ακόμη δε λιγότερο αυτονόητο είναι το να πρέπει κανείς να υποστεί καταναγκαστικά μια ιατρική επέμβαση παρά τη θέλησή του, όσο οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της επέμβασης αυτής είναι ακόμη εντελώς ανεξερεύνητες και επιστημονικά αβέβαιες. Εκτός όμως από τον φόβο των άμεσων ή μακροπρόθεσμων συνεπειών του εμβολιασμού, την άρνηση κάποιας ή κάποιου να τον υποστεί ενδεχομένως να υποκινεί μια φιλοσοφική ή θρησκευτική πεποίθηση τόσο βαθειά που να προσδιορίζει την ίδια την προσωπική ταυτότητα αυτής ή αυτού. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις όμως αυτό που επικαλούνται οι “αρνητές” είναι πράγματι κάτι που τελεί στον πυρήνα της ιδέας του προσώπου και του πολίτη μιας δημοκρατίας, το αυτονόητο δικαίωμα να έχεις τον πρώτο και αν χρειαστεί αποκλειστικό λόγο για το σώμα σου.

Μα τόσο ακριβό και ιερό είναι πια αυτό το δικαίωμα ώστε να θυσιάζει κανείς για χάρη του κάτι που είναι πρόδηλα συμφέρον για το κοινωνικό σύνολο; Θέλω να θυμίσω εδώ όμως ότι το τί ακριβώς αποτελεί γενικό συμφέρον, κοινό καλό ή “υπέρτερο αγαθό”, λ.χ. σε τί ακριβώς έγκειται η υγεία, δημόσια ή προσωπική, ή και αυτή η ζωή, στην οποία έχουμε όλες και όλοι εξίσου δικαίωμα, είναι πράγματα που παραμένουν διαρκώς σε συζήτηση και αναπροσδιορισμό και δεν “κλείνουν” με πολιτικές αποφάσεις οσοδήποτε δημοκρατικές.

Κυρίως όμως θέλω να θυμίσω ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως αυτά που συνθέτουν την προσωπική αυτονομία καθεμιάς και καθενός μας, δηλαδή το δικαίωμα να είμαστε ο εαυτός μας, έχουν αξία επειδή ακριβώς ανθίστανται θεσμικά σε αυτό που οι πολλοί πιστεύουν ότι είναι το κοινό καλό ή το γενικό συμφέρον. Το γιατί μπορούμε να το καταλάβουμε μόνον αν αντιληφθούμε πρακτικά τί σημαίνει η τάση αυτή που αρχίζει να γενικεύεται και σύμφωνα με την οποία όταν μπορούμε να υπηρετήσουμε ένα σημαντικό συμφέρον των πολλών ή και όλων με τίμημα μια συγκριτικά μικρότερη βλάβη ή ενόχληση, τότε και δικαιολογείται ο περιορισμός των δικαιωμάτων στα οποία προσκρούει το επίμαχο κατά περίπτωση μέτρο.

Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι μια αρμόδια και δημοκρατικά νομιμοποιημένη κυβέρνηση εκτιμά -όπως πράγματι εκτιμούν ολοένα και περισσότεροι συντηρητικοί κύκλοι της χώρας- ότι το υπέρτερο αγαθό της ιστορικής συνέχειας των Ελλήνων, το γένος, κινδυνεύει σοβαρά λόγω της δημογραφικής κάμψης του εγχώριου πληθυσμού. Πώς θα ήταν δυνατόν λοιπόν να αδρανήσει μπροστά σε τέτοιο ενδεχόμενο όταν μάλιστα το ίδιο το Σύνταγμα αναγορεύει την οικογένεια σε θεμέλιο του Έθνους; Είναι βέβαιο ότι διάφοροι “εμπειρογνώμονες” θα σπεύσουν -το κάνουν ήδη- να τονίσουν την αποτελεσματικότητα που θα είχε για την επιβίωση του έθνους η απαγόρευση των αμβλώσεων ή -και γιατί όχι- μια πολιτική αναγκαστικής γονιμοποίησης.

Θα ήμασταν άραγε εξίσου έτοιμοι να αποδεχθούμε ως θεμιτά τέτοια μέτρα αρκούμενοι στο γεγονός ότι τίμημα φαίνεται μικρό (για ποιον άραγε;) μπροστά στο μεγαλείο της αιωνιότητας του Γένους; Με άλλα λόγια όποια κι αν είναι η εκτίμηση για το τί συμφέρει την κοινωνία περισσότερο και πόσο βαρύ ή ελαφρύ το τίμημα που κάποιες ή κάποιοι θα κληθούν να πληρώσουν για να το πετύχουμε, τα θεμελιώδη δικαιώματα με πρώτο αυτό της προσωπικής μας ασφάλειας και αυτονομίας διαθέτουν έναν απαραβίαστο και αδιαπραγμάτευτο πυρήνα υπό κάθε περίσταση. Γιατί αν αρνηθούμε ότι η συναίνεσή μας είναι μια απαραβίαστη κόκκινη γραμμή πέρα από την οποία κανένα μέτρο που αφορά το σώμα μας δεν μπορεί να προχωρήσει, τότε ανοίγουμε με βεβαιότητα την πόρτα στον πατερναλισμό ενός βιοπολιτικού ποιμένα που ξέρει ποιο είναι το καλό μας καλύτερα από εμάς τους ίδιους και ξέρει και να μας το επιβάλλει αποτελεσματικά.

3. Φυσικά και έχουμε υποχώρηση των δικαιωμάτων μέσα στην πανδημία. Το πρόβλημα όμως δεν είναι ακριβώς αυτή καθ’αυτή η υποχώρηση των δικαιωμάτων, γιατί σε τελική ανάλυση αν ήταν μόνο αυτό το θέμα τότε δεν θα είχαμε παρά να αγωνιστούμε για να επανέλθει και να βελτιωθεί η στάθμη της προστασίας τους. Δυστυχώς όμως αυτό που βιώνουμε είναι η σιωπηρή εγκαθίδρυση μιας αυταρχικής λογικής που αρέσκεται να κρύβεται πίσω από εύηχα ονόματα και φανταχτερές θεσμικές ενδυμασίες όπως “στάθμιση εννόμων αγαθών”, “αρχή της αναλογικότητας”, “πρόσφορο και κατάλληλο μέσο” κ.α. και η οποία μονίμως επερωτά την κανονιστική σκληρότητα και αυτού του πυρήνα των θεμελιωδών ελευθεριών του δημοκρατικού πολίτη για να καταλήξει μονότονα στο ότι, αν χρειαστεί, αυτές είναι αναλώσιμες υπέρ του υπέρτερου κοινού καλού, όπως φυσικά το ορίζει ο εκάστοτε Λεβιάθαν. Και το πρόβλημα είναι ακριβώς ότι αυτή η εν τέλει αντιδημοκρατική λογική θα παραμείνει ακόμη κι όταν μας αποχαιρετήσει η πανδημία και αυτό γιατί τη νέα κανονικότητα που μας περιμένει θα την έχουμε πλάσει μέσω αυτής της λογικής.

Θεωρώ ευτυχές ότι η κυβέρνηση της χώρας, παρά τους φραστικούς λεονταρισμούς ορισμένων εκπροσώπων της, έχει επιλέξει προς το παρόν να μην καθιερώσει γενικούς υποχρεωτικούς εμβολιασμούς. Φυσικά υποχρεωτικός εμβολιασμός δεν είναι μόνο αυτός που σου επιβάλλουν με φυσικό καταναγκασμό καρφώνοντας την ένεση στο μπράτσο ενώ σε έχουν ακινητοποιήσει. Εξίσου παραβίαση της προσωπικής μας αυτονομίας είναι να βρεθούμε αναγκασμένοι να εμβολιαστούμε υπό τον φόβο κυρώσεων ή άλλων επαχθών συνεπειών που θα μας επιβληθούν σε περίπτωση σχετικής παράλειψής μας. Αποτελεί ζητούμενο εν προκειμένω αν τα μέτρα που έχει εξαγγείλει η κυβέρνηση συνιστούν κάποια μορφή έμμεσου καταναγκασμού.

Το να μπορούν να επιλέξουν οι ιδιώτες επιχειρηματίες που παρέχουν υπηρεσίες απ’ ευθείας στο γενικό κοινό, λ.χ. όπως στη περίπτωση της εστίασης ή της εναέριας μεταφοράς επιβατών, αν θα λειτουργήσουν τις επιχειρήσεις τους αποκλειστικά για εμβολιασμένους ή για μικτή πελατεία, δεν φαίνεται άνευ άλλου προβληματικό. Μπορεί όμως κάλλιστα να αποδειχθεί τέτοιο ή και να αποτελεί μια συνειδητή έμμεση στρατηγική καταναγκασμού αν απολήγει να στερεί από όσους αρνούνται να εμβολιαστούν την επ’ ίσοις όροις πρόσβαση τόσο στις δημόσιες παροχές, όσο και στην τρέχουσα οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή όπως αυτή συγκροτείται μέσα από τις καθημερινές μας πρακτικές ως απλών πολιτών και ιδιωτών. Γι’ αυτό και, μολονότι εμβολιασμένος και ο ίδιος, θεωρώ ατυχές το γεγονός ότι ο πρωθυπουργός της χώρας μας αντιλαμβάνεται όσους συμπολίτες μας επιμένουν, έστω και πλανημένα, στο αυτονόητο δικαίωμά τους να ορίζουν οι ίδιοι το σώμα τους, ως απλώς κοινωνικούς λαθρεπιβάτες.

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα