Λιανεμπόριο: Οι υποδιαιρέσεις της αγοράς και η μάχη με τρόφιμα και λογαριασμούς

Διαβάζεται σε 3'
Πασχαλινές λαμπάδες σε κατάστημα στην Αθήνα
Πασχαλινές λαμπάδες σε κατάστημα στην Αθήνα EUROKINISSI

Ανάκαμψη πωλήσεων μετά από ένα απογοητευτικό πρώτο τρίμηνο «γράφει» το εγχώριο λιανεμπόριο – εκτός τροφίμων- χωρίς ωστόσο αυτή να αφορά το σύνολο της αγοράς ή το πανελλαδικό δείγμα.

Το διήμερο 27-28 Απριλίου με ανοιχτά τα καταστήματα την Κυριακή αλλά και την Πασχαλινή περίοδο σε πλήρη εξέλιξη το λιανεμπόριο απέσπασε μερίδιο της καταναλωτικής δαπάνης, που τους προηγούμενους μήνες κατευθυνόταν κυρίως σε ανελαστικές δαπάνες, ωστόσο μένει να φανεί το μέγεθος της δαπάνης, αλλά και πως αυτή επιμερίζεται.

Οι τουριστικές ροές, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης αλλά και των δημοφιλών νησιών του νότιου Αιγαίου, αναμένεται να συμβάλουν επίσης στο ύψος πωλήσεων, ωστόσο, η εγχώρια κατανάλωση φαίνεται να υστερεί, οδηγώντας σε ασφυκτική πίεση κυρίως τις μικρομεσαίες εταιρείες του λιανεμπορίου.

Δεν είναι τυχαίο πως ο Εμπορικός Σύλλογος Αθηνών προσφάτως ανέδειξε πως η ελαστική κατανάλωση δεν πηγαίνει και τόσο καλά, αναδεικνύοντας την ανάγκη διαχωρισμού των λιανικών πωλήσεων -όπως απεικονίζονται στα στατιστικά της ΕΛΣΤΑΤ- από τα σούπερ μάρκετ, τα βενζινάδικα και τις πωλήσεις αυτοκινήτων.

Τόσο ο πρόεδρος του ΕΣΑ, Σ. Καφούνης, όσο και ο πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Πειραιά, Θ. Καπράλος αναφέρθηκαν στη «μαγική εικόνα» αύξησης των λιανικών πωλήσεων, υπογραμμίζοντας πως εξαιρουμένων των προηγούμενων κλάδων, το λιανεμπόριο έχασε το 2023.

Συγκεκριμένα, από τα 68 δισ. ευρώ πωλήσεων του 2023, μόλις τα 24 δισ. ευρώ αφορούν το κλασικό λιανεμπόριο, με τους εκπροσώπους των εμπορικών συλλόγων Αθήνας και Πειραιά να σημειώνουν πως με βάση την ανάλυση, «12 δισ. ευρώ προέρχονται από τις μεγάλες επιχειρήσεις και 12 δισ. ευρώ από τις μεσαίες και μικρές της αγοράς».

Η πίτα ωστόσο δεν είναι ακριβώς μοιρασμένη σε όλους, καθώς οι μεγάλες λιανεμπορικές επιχειρήσεις έχουν οικονομίες κλίμακας και καλύτερη εικόνα σε κεφάλαιο κίνησης αλλά και πρόσβαση σε δανεισμό, επιδοτήσεις και επιχορηγήσεις. Δεδομένης δε της αύξησης του κόστους λειτουργίας (ενέργεια, ενοίκια, μεταφορικά), το εγχώριο λιανεμπόριο μικρομεσαίας κλίμακας βρίσκεται και πάλι σε δεινή θέση.

Ειδικότερα και σύμφωνα με την ανάλυση των στοιχείων αν εξαιρεθούν οι πωλήσεις από δίκτυα ανελαστικών δαπανών, δηλαδή σούπερ μάρκετ και βενζινάδικα (αλλά και εμπόριο αυτοκινήτων, που δημιουργεί ασυμμετρία στα στοιχεία λιανικών πωλήσεων), στο δ’ τρίμηνο του 2023 οι πωλήσεις τους λιανεμπορίου αυξήθηκαν μόλις κατά 1,5% στα 8 δισ. ευρώ περίπου. Το παραπάνω ποσοστό υπολείπεται θεαματικά του μέσου πληθωρισμού και υποδεικνύει την υστέρηση στη ζήτηση ελαστικών αγαθών. Υπενθυμίζεται πως το δ’ τρίμηνο κάθε χρονιάς αποτελεί το πλέον εμπορικό, ενώ είναι και το διάστημα που ουσιωδώς κρίνεται η κερδοφορία κάθε επιχείρησης. Σύμφωνα δε με τα δεδομένα που παρουσιάστηκαν στο τελευταίο τρίμηνο του 2023, στο σύνολο της Αττικής, η αύξηση τζίρου των λιανεμπορικών επιχειρήσεων ήταν οριακά θετική (+0,4%).

Σε ό,τι αφορά τη νέα χρονιά, οι εκπρόσωποι των εμπορικών συλλόγων χαρακτηρίζουν «απογοητευτικά» τα δεδομένα του α’ τριμήνου του 2024, καθώς τόσο η σταθερή πίεση στα εισοδήματα από τις ανελαστικές δαπάνες (τρόφιμα-καύσιμα) όσο και η καιρική συγκυρία (οι επιχειρήσεις αδυνατούν να ξεστοκάρουν τα χειμωνιάτικα αποθέματα) οδήγησαν σε χαμηλές πωλήσεις.

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα