Γιατί τόσοι λίγοι βγάζουν τόσα πολλά; Οι Chicago Bulls και μια νέα κατανόηση για την παραγωγή αξίας

Γιατί τόσοι λίγοι βγάζουν τόσα πολλά; Οι Chicago Bulls και μια νέα κατανόηση για την παραγωγή αξίας
Ο Μάικλ Τζόρνταν ASSOCIATED PRESS

Πώς παράγεται η αξία; Γιατί οι επαγγελματίες αθλητές, οι σταρ του σινεμά ή τα μεγαλοστελέχη τραπεζών και επιχειρήσεων βγάζουν τόσα περισσότερα χρήματα από γιατρούς, παιδαγωγούς, ή ακόμη και δημόσιους λειτουργούς;

Για να κατανοήσουμε την έννοια της «αξίας», ας ξεκινήσουμε με ένα παράδειγμα από το ΝΒΑ, ένα από τα πιο κερδοφόρα πρωταθλήματα στον κόσμο.

Οι Chicago Bulls της δεκαετίας του ’90 είναι ίσως η καλύτερη ομάδα που έπαιξε ποτέ στο NBA. Τη σεζόν 1997-‘98 στο NBA, ο Scottie Pippen ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές της ομάδας, και ένας από τους κορυφαίους μπασκετμπολίστες στον κόσμο. Ο μισθός του όμως ήταν μόλις 122oς σε κατάταξη στο NΒΑ. Εύλογα, λοιπόν, ο Pippen αισθανόταν αδικημένος.

Πόσο αδικημένος ήταν όμως; Κατά τη δεκαετία του ’90, ο μέσος ετήσιος μισθός του Pippen ήταν 2,5 εκατομμύρια δολάρια, την ώρα που ο ετήσιος μισθός του Προέδρου των ΗΠΑ ήταν 0,2 εκατομμύρια δολάρια. Γιατροί, επιστήμονες, εκπαιδευτικοί και άλλοι επαγγελματίες είχαν ακόμη χαμηλότερους μισθούς.

Με ένα άλμα στο 2020 και την πανδημία του κορoνοϊού, μπορούμε να δούμε τα πράγματα υπό νέα οπτική: Οι αγώνες του NBA ανεστάλησαν για προφανείς λόγους. Εάν οι γιατροί, οι νοσοκόμες, οι επιστήμονες και άλλες βασικές ειδικότητες δεν εργάζονταν για την αντιμετώπιση της κρίσης, εάν όλη η κοινωνία δεν βοηθούσε να επιβραδυνθεί η διασπορά μέσω κοινωνικής αποστασιοποίησης και προσωπικής υγιεινής, τότε ούτε οι παίκτες του NBA ούτε οι ιδιοκτήτες των ομάδων θα μπορούσαν να συνεχίζουν να βγάζουν εκατομμύρια.

Από αυτή την άποψη, ο Pippen ήταν υπερπληρωμένος, όπως και όλοι οι παίκτες του NBA. Οι ιδιοκτήτες και παράγοντες των ομάδων είχαν επίσης παράλογα υψηλές αποδοχές, και αυτό γιατί η συνεισφορά της κοινωνίας αναγνωρίζεται ελάχιστα.

Για τον ίδιο λόγο οι αποδοχές πολλών επαγγελμάτων είναι κατάφωρα δυσανάλογες σε σχέση με την κοινωνική τους συνεισφορά. Ειδικά σε σύγκριση με αμοιβές διοικητικών στελεχών (CEOs), τραπεζιτών, ποδοσφαιριστών ή άλλων διασημοτήτων.

Πράγματι οι υψηλές επιδόσεις των επαγγελματιών αθλητών οφείλονται στο ταλέντο τους, τη σκληρή δουλειά, την αφοσίωση και την προπόνηση, αλλά όχι αποκλειστικά σε αυτά. Οι οικογένειές τους και το περιβάλλον που μεγάλωσαν έπαιξαν κάποιο ρόλο. Το ίδιο και τα σχολεία που σπούδασαν και έπαιξαν, τα γήπεδα στα οποία προπονήθηκαν. Οι αντίπαλοί τους και όσοι/ες έπαιξαν και ανέπτυξαν το παιχνίδι πριν από αυτούς, όπως και οι οπαδοί των ομάδων που συν-δημιουργούν την κουλτούρα τους. Ακόμη, σημαντικό ρόλο έπαιξε η δυνατότητα να προπονούνται ελεύθερα, να ξεπερνούν τραυματισμούς, να μπορούν να επικοινωνούν και να διαπραγματεύονται, και η λίστα αυτή δεν τελειώνει.

Η αξία όλων των παραπάνω είναι ποικιλόμορφη, χαοτική, και η συνεισφορά τους δεν μπορεί να μετρηθεί. Δεν καταγράφεται σε λογιστικά βιβλία και σε ισολογισμούς, δεν αποτελεί αντικείμενο εμπορικής συναλλαγής και έτσι δεν έχει καμία αξία για την αγορά. Παραμένει λοιπόν αόρατη, παρότι είναι κομβικής σημασίας για τη λειτουργία του NBA, της Πρέμιερ Λιγκ, του Χόλιγουντ, του χρηματιστηρίου ή οποιοδήποτε άλλου κοινωνικού συστήματος. Η κατανόηση μας σχετικά με την αξία σήμερα είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Τόσο στις «αγορές» και στην οικονομία, όσο και στα δελτία ειδήσεων, και τις καθημερινές συζητήσεις μας. Και αυτή η τόσο στενή αντίληψη είναι η πηγή πολλών έντονων προβλημάτων που αντιμετωπίζουμε σήμερα.

Αποδομώντας την έννοια της αξίας

Η αξία είναι μία αφηρημένη έννοια, γεμάτη αντιφάσεις. Στην καθημερινότητα χρησιμοποιούμε τον όρο αξία με μία σχετική άνεση, σαν να υπάρχει μία κοινά αποδεκτή ερμηνεία, Ωστόσο, η έννοια της αξίας από μόνη της δεν έχει κανένα συγκεκριμένο νόημα. Ο αείμνηστος David Graeber[1] περιέγραψε την αξία ως τον τρόπο με τον οποίο διάφορες πράξεις αποκτούν νόημα όταν τεθούν εντός ενός ευρύτερου κοινωνικού πλαισίου. Η αξία που αντιστοιχίζεται σε ένα οποιοδήποτε αντικείμενο είναι αποτέλεσμα πολύπλοκων διεργασιών για τις οποίες υπάρχουν διαφορετικά επίπεδα συναίνεσης και σταθερότητας. Δεν υπάρχει, οπότε, ένας απόλυτος ορισμός της αξίας, παρά μόνο διαφορετικές ερμηνείες της αξίας, για τις οποίες «συμφωνούμε» συλλογικά σε μία δεδομένη περίοδο. Κι αυτές οι αντιλήψεις διαμορφώνουν διαφορετικές θεωρίες της αξίας.

Στον καπιταλισμό, η αξία γίνεται αντιληπτή σχεδόν αποκλειστικά στην ανταλλαγή προϊόντων. Οι αγορές είναι το βασικό πεδίο όπου αυτή η ανταλλαγή λαμβάνει χώρα και άρα καθορίζουν την αντίληψή μας για την αξία. Ιστορικά, θεωρίες περί αξίας εντοπίζονται ήδη από τον Αριστοτέλη, ο οποίος στα «Ηθικά» εντοπίζει ότι η αξία εκφράζεται στην ανταλλαγή αγαθών. Ωστόσο, ο Αριστοτέλης ισχυρίζεται ότι είναι η χρησιμότητα ενός αγαθού που το κάνει επιθυμητό σε μία ανταλλαγή, εισάγοντας έτσι μία από τις πιο βασικές διακρίσεις στη θεωρία της αξίας: την αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία. Κατά τον Αριστοτέλη οι δύο αυτές μορφές της αξίας έχουν ιδιαίτερα στενή σχέση, καθώς η πρώτη αποτελεί προϋπόθεση της τελευταίας. Άρα η αξία ορίζεται από την επιθυμία μας για συγκεκριμένα προϊόντα του ανθρώπινου μόχθου, με την ανταλλαγή να επικυρώνει απλώς αυτή τη σχέση.

Αντίστοιχα, κατά τον ευρωπαϊκό Μεσαίωνα οι αναλύσεις περί αξίας παρέμεναν το αντικείμενο ανάλυσης φιλοσόφων[2], όπως ο Αλβέρτος ο Μέγας και ο Θωμάς Ακινάτης. Η έννοια της αξίας σε αυτή την περίοδο εξυπηρετούσε μία ευρύτερη κοινωνική αναγκαιότητα και ήταν στενά δεμένη με ηθικούς και νομικούς περιορισμούς. Για παράδειγμα, η τιμή των σιτηρών ρυθμιζόταν έτσι ώστε να παρέχεται επαρκής τροφή για τους κατοίκους μιας πόλης, ενώ η κερδοσκοπία τιμωρούταν πολλές φορές με θάνατο. Αντίστοιχα, τα οικονομικά, ως επιστημονικό πεδίο, ήταν μέρος της ηθικής φιλοσοφίας και του δικαίου.

Από τον 18ο αιώνα και έπειτα, η εκβιομηχάνιση της Βρετανίας, δημιούργησε ένα νέο πεδίο, στο οποίο αναπτύχθηκαν οι θεωρίες της κλασικής πολιτικής οικονομίας, όπως αυτές των Adam Smith και David Ricardo. Αυτό το νέο κοινωνικο-οικονομικό πλαίσιο αποτέλεσε τη μήτρα διαφορετικών οικονομικών εννοιών, όπως η «φυσική» ισορροπία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, η στενότητα των πόρων, και η ατομική ιδιοκτησία, που θεωρούνταν βασικοί καθοριστικοί παράγοντες για την ανταλλαγή προϊόντων, και κατ’ επέκταση την αξία.

Στις μετέπειτα γενιές, και υπό την κυριαρχία του αγγλο-αμερικανικού συστήματος παραγωγής και τρόπου ζωής ως ορόσημου του «πολιτισμού», οι αναλύσεις περί αξίας γίνονταν συνεχώς πιο αφηρημένες και σταδιακά η αξία ως έννοια κατέληξε σχεδόν ταυτόσημη με την αγοραία τιμή. Μία βίαιη διαδικασία οικονομικοποίησης της κοινωνικής ζωής επεκτάθηκε σταδιακά, μετατρέποντας τη γη, τα πράγματα, τις δράσεις και τους ανθρώπους και τις μεταξύ τους σχέσεις σε αντικείμενα ανταλλαγής.

Τα οικονομικά ως ερευνητικό πεδίο αναδύθηκαν ως μία «θετική» επιστήμη, όπως η φυσική ή τα μαθηματικά, απαλλαγμένη από ζητήματα ηθικής. Στρατιές οικονομολόγων λαμβάνουν επί δεκαετίες υψηλής κατάρτισης τεχνοκρατική εκπαίδευση, αλλά αποστερημένη από όλα τα ικανά αναλυτικά εργαλεία να αντιληφθούν την αξία εκτός αγοράς. Οι φιλοσοφικές και ηθικές αναζητήσεις για την αξία, τη δικαιοσύνη και την «καλή ζωή» μετατράπηκαν σε μετρήσιμους δείκτες παραγωγικότητας, επιτοκίων και μεγέθυνσης. Μία κουλτούρα ποσοτικοποίησης αναπτύχθηκε και κυριαρχεί έως σήμερα, στο πλαίσιο της οποίας ουσία έχει μόνο ότι μπορεί να μετρηθεί. Μαζί της ανθεί και η κουλτούρα του αυτο-δημιούργητου, ταλαντούχου, άριστου, σκληρά εργαζόμενου ατόμου, το οποίο αναπτύσσεται και γίνεται επιτυχημένο ανεξάρτητα από την κοινωνία, τους φίλους, την οικογένεια, τους συνεργάτες, και από όλους εν γένει τους συλλογικούς θεσμούς.

Η σαθρή και στείρα αυτή αντίληψη της αξίας λειτουργεί σαν ένα ζευγάρι παρωπίδες, που μας εμποδίζει να δούμε τον εαυτό μας σε σχέση με την υπόλοιπη κοινωνία. Μία στρεβλή εικόνα του κόσμου στην οποία βασίζονται οι συλλογικοί μας θεσμοί, που στη συνέχεια μοιραία επικυρώνουν και ανατροφοδοτούν αυτήν την εικόνα. Ένας κόσμος που υποθέτει το χειρότερο από τους ανθρώπους, και, προς έκπληξη όλων, αυτό λαμβάνει.

Προς μία νέα κατανόηση της αξίας: Η αξία ως κοινό

Η κυρίαρχη κατανόηση της αξίας σήμερα δεν είναι απλώς εξαιρετικά περιοριστική για την κατανόηση των οικονομικών φαινομένων. Είναι σχεδιασμένη να αποκρύπτει συστηματικά όλες τις πτυχές της πραγματικότητας που δεν συνεισφέρουν άμεσα στη συσσώρευση και το κέρδος. Αντιμετωπίζει την κοινωνική ζωή ως ένα σύστημα που υπάρχει απλώς για να καταχωρισθεί σε ένα λογιστικό βιβλίο. Ότι δεν μπαίνει στα βιβλία, δεν υπάρχει, ή προσαρμόζεται και παραμορφώνεται για να χωρέσει.

Στον αντίποδα αυτής της ηγεμονίας των λογιστικών βιβλίων βρίσκονται τα κοινά, δηλαδή οι κοινοί πόροι που μοιραζόμαστε ελεύθερα μεταξύ μας. Όσα κληρονομούμε από τις γενιές που πέρασαν, με την ευθύνη να τα διατηρήσουμε και να τα εμπλουτίσουμε για τις γενιές που θα ακολουθήσουν.

Δυστυχώς, η αξία των κοινών στον καπιταλισμό γίνεται αισθητή κυρίως όταν αυτά καταστρέφονται, πολλές φορές σε σημείο μη αναστρέψιμο. Δεκαετίες οικονομικού «ορθολογισμού» δικαιολογούσαν τη συνεχή εκμετάλλευση της φύσης. Η οικολογική καταστροφή δεν καταχωρίζεται στα βιβλία, και έτσι παραμένει αόρατη, ακόμη και όταν οι επιπτώσεις της είναι πλέον αισθητές σε σημείο που απειλείται η επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Η εκκωφαντικά ανεπαρκής αντίδραση των ισχυρότερων κρατών στην υγειονομική κρίση της πανδημίας, το δίλημμα μεταξύ ανθρώπινων ζωών και επιβίωσης των αγορών, αποτελούν όλα συμπτώματα του ίδιου υποκείμενου νοσήματος: της καταστροφικής κατανόησης της αξίας και κατ’ επέκταση της εκτίμησης αυτών που έχουν νόημα στη ζωή μας.

Τα κοινά δεν είναι απλώς μία φιλοσοφική έννοια, αλλά μία πραγματική πρακτική που υπάρχει στις ανθρώπινες κοινωνίες από τις αρχές της ιστορίας. Η πρακτική των κοινών διαμορφώνει ένα διαφορετικό πλαίσιο το οποίο μας επιτρέπει να αναγνωρίσουμε την αξία που παράγεται από κοινού: την αξία ως κοινό. Θυμηθείτε, για να χαρακτηριστεί κάτι ως κοινό, πρέπει ταυτόχρονα να αναγνωρίσουμε: (α) τους πόρους, (β) την κοινότητα των ατόμων που τους διαχειρίζονται, και (γ) τους κανόνες που έχουν συμφωνηθεί για τη διαχείρισή τους.

Τα κοινά είναι ένα σύστημα διαχείρισης διαφορετικό τόσο από την κεντρική διαχείριση του κράτους όσο και από τη διαχείριση με βάση την αγορά. Παρέχει τα κατάλληλα εργαλεία για να συνεκτιμήσουμε τη συνεισφορά της καθεμιάς και του καθενός μας στην αντίληψη που έχουμε για την κοινωνική ζωή και το νόημά της. Η αξία των κοινών υπερβαίνει τα αυθαίρετα χρονικά και χωρικά όρια των ανθρώπων. Τα κοινά διαμορφώνουν ένα πλαίσιο όπου η συνύπαρξη γίνεται κατανοητή ως βασική συνθήκη, τόσο σε τοπική όσο και παγκόσμια κλίμακα, ενώνοντας το παρελθόν με το μέλλον σε μία δυναμική ροή.

Όμως η αξία ως κοινό δεν αναιρεί την αξία που παράγεται στην αγορά ή από το κράτος. Τα λεγόμενα «ψηφιακά κοινά», όπως η ανοικτή γνώση και το ελεύθερο λογισμικό, έχουν ήδη αποδείξει ότι μπορούν να είναι η βάση για μία δυναμική οικονομία. Αντίστοιχα, το μέγεθος της οικονομικής ύφεσης που προκλήθηκε από την πανδημία δείχνει τον βαθμό στον οποίο όλες οι σύγχρονες οικονομικές δραστηριότητες εξακολουθούν να στηρίζονται στη σφαίρα των κοινών. Γι’ αυτό τα κοινά μπορούν και οφείλουν να λειτουργούν ως οδηγός τόσο για την αγορά όσο και για το κράτος. Δεν μπορεί να θεωρείται θετική η συνεισφορά μιας επιχείρησης που παράγει τρόφιμα, όταν ο τρόπος παραγωγής τους αφήνει τη γη λιγότερο εύφορη. Το ίδιο και μια επιχείρηση που παράγει πλούτο σε ένα σημείο του πλανήτη, στηριζόμενη στην εκμετάλλευση και την καταστροφή της φύσης σε ένα άλλο σημείο του πλανήτη. Δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτό ότι παράγεται αξία τώρα και για λίγους, όταν καταστρέφεται αξία για τους πολλούς και τις επόμενες γενιές.

Αντίστοιχα, δεν μπορεί ένα κράτος να επιβάλλει ένα θεσμικό πλαίσιο για την ιδιοκτησία της γης τέτοιο που να επιτρέπει σε κάποιον να καταστρέφει τα κοινά. Τα τελευταία περιλαμβάνουν τόσο τη γη όσο και τις κοινότητες που ζουν σε αυτήν, σήμερα και στις επόμενες γενιές. Η παραγωγή της αξίας οφείλει να είναι υπόλογη στους συλλογικούς κανόνες συμβίωσης των μελών μιας κοινωνίας και τα κοινά είναι το μοναδικό θεσμικό πλαίσιο που λαμβάνει υπόψη αυτούς τους κανόνες εξ’ ορισμού.

Φυσικά, η μετάβαση σε έναν τέτοιο κόσμο απαιτεί ριζικές αλλαγές στο πολιτικό και οικονομικό τοπίο. Ωστόσο, καθώς λέγεται, η Ρώμη, όπως και ο καπιταλισμός, δεν χτίστηκε σε μία μέρα. Μία τέτοια επανάσταση ξεκινά από τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε την αξία. Οι ιστορίες που λέμε μεταξύ μας, για τους ήρωες, τους πρωταθλητές και τους «αυτοδημιούργητους» επιτυχημένους, πρέπει να αρχίσουν να λαμβάνουν υπόψη όλα αυτά που συστηματικά έχουν κάνει αόρατα οι παγκόσμιες αγορές. Ό,τι καθορίζει τη ζωή μας, πριν γίνει νόμος του κράτους ή κοινή πρακτική ήταν κάποτε στον κόσμο των ιδεών. Και η αντίληψη που έχουμε για την πραγματικότητα και το μέλλον είναι αυτή που θα το καθορίσει.

Ας επιστρέψουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε: στους Chicago Bulls της δεκαετίας του ‘90. Οι χαμηλές αποδοχές του Pippen σε σχέση με τους υπόλοιπους συμπαίκτες του οφείλονταν στο σχετικά πιο «ασφαλές» επταετές συμβόλαιο που υπέγραψε όταν εντάχθηκε στην ομάδα. Μέσα στα πρώτα χρόνια του συμβολαίου του, μεταξύ άλλων και λόγω της δικής του συνεισφοράς στην ομάδα και το NBA γενικότερα, η «αξία» των παικτών και του πρωταθλήματος εκτοξεύτηκε. Όσοι είχαν περιθώριο επαναδιαπραγμάτευσης των συμβολαίων τους, διεκδίκησαν και έλαβαν σημαντικά υψηλότερες αποδοχές.

Ο Pippen όμως δεν είχε, και δεν του δόθηκε, περιθώριο διαπραγμάτευσης λόγω του μακροπρόθεσμου συμβολαίου του. Ένα συμβόλαιο που, ωστόσο, επέλεξε ο ίδιος και, άρα, κατά τα λεγόμενα των στελεχών των Bulls, αλλά και του ίδιου του Michael Jordan, ήταν ο ίδιος υπεύθυνος για αυτό το αποτέλεσμα. Όμως οι συνθήκες υπό τις οποίες ο Pippen ξεκίνησε την καριέρα του ήταν πολύ διαφορετικές από των άλλων παικτών. Ως μέλος μία 12μελούς οικογένειας στα όρια της φτώχειας και με δύο μέλη, τον πατέρα και τον μεγαλύτερο αδερφό του, καθηλωμένους σε αναπηρικά αμαξίδια, ο Pippen δεν είχε πολλά περιθώρια να αναλάβει το ρίσκο ενός μικρότερης διάρκειας συμβολαίου. Ένας πιθανός τραυματισμός, μία κακή στιγμή δεν θα σήμαινε απλώς το τέλος της καριέρας του, θα είχε πολύ πιο σοβαρές επιπτώσεις σε όσους εξαρτώνταν από αυτόν. Για πολλούς από τους συμπαίκτες του, η σχετική ασφάλεια που παρείχε το οικογενειακό τους περιβάλλον ήταν ένα σημαντικό διαπραγματευτικό χαρτί, το οποίο ωστόσο δεν αποτυπώθηκε πουθενά στα παχυλά τους συμβόλαια.

Οι συλλογικοί μας θεσμοί έχουν δημιουργηθεί ακριβώς για να αντιμετωπίζουν και να απορροφούν τέτοια ρίσκα, για να μας προστατεύουν από απρόσκοπτους κινδύνους, ακόμη και από απρόβλεπτες κρίσεις, όπως μια πανδημία και να μας επιτρέπουν να προχωράμε μπροστά, να τολμάμε να πετύχουμε περισσότερα. Ωστόσο, η συνεισφορά αυτή αναγνωρίζεται ελάχιστα στα συμβόλαια οποιουδήποτε επαγγελματία αθλητή, Διευθύνοντα Συμβούλου ή σταρ του Χόλιγουντ.

Όλη η αξία παράγεται συλλογικά. Αυτό που λείπει είναι ένα θεσμικό πλαίσιο που να το αναγνωρίζει.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Παρατηρητήριο των Κοινών του Ινστιτούτου ΕΝΑ

Το κείμενο βασίζεται στο άρθρο των Β. Κωστάκη και Α. Παζαΐτη (2020) “Who Creates Value? Insights on Value Theory from The Last Dance.”, δημοσιευμένο στο περιοδικό Halduskultuur: The Estonian Journal of Administrative Culture and Digital Governance (21-1, σελ. 76-85). Διαθέσιμο εδώ

Ακολουθήστε το News247.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Ροή Ειδήσεων

Περισσότερα